O Covid-19 και που βρήκε τον μάστορα του

Τον βρήκε?
Αλήθεια πού ?
Στα εργαστήρια κάποιας φαρμακευτικής εταιρίας μέσα σε πλήρη μυστικότητα μην τους κλέψουν την ευρεσιτεχνία?
Όχι στο ODEON theatre Europe. Που φαίνεται ότι δεν καταλαβαίνει τίποτα και σαν δημιουργικός ζωντανός οργανισμός με την πλούσια ιστορία που ξέρουν καλά οι παρεπιδημούντες την πόλη του φωτός, ετοιμάζεται, εξοπλίζεται και προτείνει.

Το Festival d’ Autumn είναι προ των πυλών και το ODEON θα είναι εκεί με δύο παραγωγές και μία συμπαραγωγή. Παρ΄ ότι το μεγάλο αφεντικό του , ο Stéphane Braunschweig  δηλώνει στεναχωρημένος για την ματαίωση των σχεδίων και του προγραμματισμού του λόγω πανδημίας, δεν το βάζει κάτω και ορμάει ακάθεκτος.

Δεκατρείς (13) παρακαλώ παραγωγές/θεάματα ετοιμάζονται:

  • Ιφιγένεια του Ρακίνα σε σκηνοθεσία Stéphane Braunschweig, (23 Σεπτεμβρίου) 
  • Ο Μεγάλος Ανακριτής εμπνευσμένο από το έργο του Ντοστογιέφσκι( που έχει την τιμητική του) σε σκηνοθεσία του Sylvain Creuzevault ετοιμάζεται για την μεγάλη γιορτή του θεάτρου στο Παρίσι,  το festival d’ Automne    (25 Σεπτεμβρίου)
  • Αδελφοί Καραμαζώφ του Ντοστογιέφσκι επίσης και σε σκηνοθεσία του Sylvain Creuzevault επίσης, και πάλι για το festival d’ Automne  (12 Νοεμβρίου) 
  • Faith, Hope and Charity ένα θέαμα του Alexander Zeldin σε συμπαραγωγή με το festival d’ Automne.   (1 Δεκεμβρίου )
  • Que ta volonte soit Kin (Thy will be Kin) του Sinzo Aanza σε σκηνοθεσία Aristide Tarnaga. (6 Ιανουαρίου) 
  • Comme tu me veux (How you love me) του Πιραντέλλο σε σκηνοθεσία του Stéphane Braunschweig  (15 Ιανουαρίου) 
  • Entre chien at loup (Dusk) εμπνευσμένο ελεύθερα από το Dogville του Lars von Trier σε σκηνοθεσία της Christiane Jatahy  (29 Ιανουαρίου)
  • La reponse des Hommes (Mankind’s Answer) θέαμα της Tiphaine Raffier
    (2 Μαρτίου)                                                                      
  • Le Ciel de Nantes (The Sky Over Nantes) ένα θέαμα του Christophe Honoré (19 Μαρτίου)
  • La Double Inconstance (The Double Inconstancy) του Marivaux σε σκηνοθεσία του Galin Stoev (30 Μαρτίου 2021)
  • Γυάλινος κόσμος τουTennessee Williams που τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο πολύς Ivo van Hove και την Ιζαμπέλ Υπέρ στο ρόλο της Αμάντα  (27 Απριλίου)
  • Αντώνιος και Κλεοπάτρα του Shakespeare σε σκηνοθεσία της Célie Pauthe( 7 Μαΐου)
  • Και τέλος Berlin my boy της Marie NDiaye σε σκηνοθεσία Stanislas Nordey  (12 Ιουνίου)

Σήμερα αρκούμαστε σε μια απλή αναφορά του προγράμματος (για να δείτε και να σπεύσετε να βγάλετε τα εισιτήρια σας για μία γρήγορη επίσκεψη στο Παρίσι, αν τολμάτε) και με ιδιαίτερη μνεία στην Ιφιγένεια του Ρακίνα. Υποσχόμαστε για περισσότερα τις επόμενες μέρες.

Για κείνους που αδημονούν, ιδού η παρουσίαση όλου του προγράμματος από τον διευθυντή του ODEON και από τους σκηνοθέτες, με σκηνές από τις παραστάσεις. (Διάρκεια 1.05′)

Θα πάει μακριά η κουβέντα άραγε

Μετάφραση: Αργυρώ Βώβου, θεατρολόγος

To Directors quilt of America μας επιφύλαξε πριν από λίγο καιρό μια έκπληξη. Μια συνάντηση και συζήτηση δύο  από τα ιερά τέρατα του Αμερικάνικου (και γιατί όχι του παγκόσμιου κινηματογράφου) Ο Martin Scorsese και ο Quentin Tarantino τα λένε. Μετά από τις προβολές των ταινιών τους (Once upon a time in Hollywood  και Irishman) η συζήτηση τους είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Απολαύστε την.

Ο Martin Scorsese και ο Quentin Tarantino είναι γεννημένοι παραμυθάδες. Τους πιάσαμε να συζητούν για τι άλλο? Για σινεμά. Για τις εμμονές τους στις  ταινίες, τους ήρωες που τους γοητεύουν και τους αφήνουν να κινούνται μπροστά από την κάμερα τους, τις μεθόδους τους αλλά  και την βία ως μια μορφή κάθαρσης.
Αν και προέρχονται από διαφορετικές γενιές —Ο Scorsese ανήκει στο ειδυλλιακό  1960 και στο πρώτο κύμα των κινηματογραφιστών, ενώ η εμφάνιση του  Tarantino συνέπεσε με την επανάσταση των indie (indies=independent films) των ταινιών δηλαδή των αρχών της δεκαετίας του ’90 που έκτισαν  το μύθο του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά  που γυρίζονταν από ανεξάρτητους παραγωγούς μακριά από τα μεγάλα στούντιο του Χόλυγουντ.
Και πράγματι για τον Scortseze και για τον Ταραντίνο ισχύει ότι κανένα είδος κινηματογράφου δεν ξεφεύγει από την αντίληψη τους, είτε πρόκειται για ταινίες διάσημες και με υψηλές προδιαγραφές και τεράστιες παραγωγές, είτε για ταινίες b movie με ανούσιο περιεχόμενο, φανταχτερά μιούζικαλ, σκοτεινά θρίλερ, art-house ταινίες που απευθύνονται στους ελίτ αλλά δεν προσβλέπουν σε γεμάτα ταμεία, ακόμη και  χαμηλού προϋπολογισμού ευρωπαϊκές ταινίες. Ο Scorsese και ο Tarantino απολαμβάνουν αυτόν τον πλούσιο  κινηματογραφικό μπουφέ, με μεγάλη όρεξη σε ολόκληρη τους τη ζωή, κάτι το οποίο αποτυπώνεται στη δουλειά τους, στους χαρακτήρες που κατασκευάζουν και στην εικόνα του κόσμου έτσι όπως τον αντιλαμβάνονται. 
Αυτή η χαλαρή κουβεντούλα μεταξύ τους έγινε διότι αυτή η χρονιά παίχτηκαν και το  «Once upon a time….in hollywood” του Ταραντίνο, και το «Irisman» του Scorsese,

Ας στήσουμε λίγο αυτί να ακούσουμε τι λένε.

Martin Scorsese: Και τώρα τι κάνουμε? Ολοκλήρωσα το μοντάζ του Irishman, η ταινία βγήκε, έκανε και κάποιες πρώτες διαδρομές και τώρα τι?
Quentin Tarantino:  Τυχερός είσαι. Εχεις δίκιο. Και μένα μου συμβαίνει συχνά τελευταία μετά την ολοκλήρωση να γυρνάω στο στούντιο και να λέω «Ας δοκιμάσουμε αυτό!» και «Ας δοκιμάσουμε εκείνο». Και πολλές φορές ενώ  έχουμε ήδη τελειώσει συμβαίνει να γυρίζω σπίτι και μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα  να σκέφτομαι  «Αυτό ήταν άθλιο. Πρέπει να τα αλλάξω όλα αύριο.»
MS:  Φοβερό δεν είναι? Και γω… έχει συμβεί επανηλλημένως να μου μένουν μόνο δυο τελευταίες λήψεις και τελευταία στιγμή αποφασίζω να προσθέσω άλλη μια λήψη. Ύστερα, (σκέφτομαι) «Είναι αναγκαία αυτά τα μεσαίου μεγέθους πλάνα; Ίσως να αρκούσε απλά ένα γενικό πλάνο.» Έτσι, το δοκιμάζουμε μερικές φορές. Aργότερα δυο φίλοι είπαν, «Άλλα πλάνα δεν είχες εδώ;» και απάντησα, «Ναι, ίσως έτσι να είναι καλύτερα.» Αλλά το ζήτημα ήταν ότι με αυτόν τον τρόπο αλλάζει το μέγεθος ενός  πλάνου και δεν ξέρεις αν είναι καλύτερα έτσι η όπως ήταν προηγουμένως .  
QT:  Πες μου την γνώμη σου για τον Irishman. Νομίζω ότι είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια που είχες ποτέ. Είναι περίπου 2 ώρες, έτσι;
MS: Σχεδόν 3 ώρες.
QT:  Πώς σε έχει επηρεάσει αυτό ως προς τη ροή;
MS:  Είναι ενδιαφέρον το ότι επεξεργάστηκα  τη ροή της πλοκής αυτή τη φορά με το σενάριο που έγραψε ο Steven Zaillian. Έπειτα – είναι μια περίπλοκη κατάσταση εξαιτίας του ότι συνεργάζομαι με το Netflix—  επεκτείνεται η διάρκεια. Με άλλα λόγια, δεν είμαι σίγουρος αν θα έπρεπε να είναι για παράδειγμα, μια ταινία διάρκειας δύο ωρών και δέκα λεπτών. Ή μήπως θα μπορούσε να διαρκούσε τέσσερις ώρες; Δεν είμαι σίγουρος ως προς το ποιο είναι το ιδανικό, οπότε κατέληξα και το έκανα ξεκάθαρο στο μυαλό μου έτσι: «Και αν είναι απλά μια ταινία; Και αν η διάρκεια πρέπει να είναι όση εμείς νιώθουμε;»  Βλέπεις η διάρκεια καθορίζεται και από την ηλικία και φύση των ηρώων. Συγκεκριμένα, ένας χαρακτήρας αφηγείται την ιστορία αναδρομικά στην ηλικία των 81.
QT: Ναι, είναι αλήθεια.
MS:  Σου κάνει εντύπωση αλλά όταν θα φτάσεις στην ηλικία μου, Κουέντιν – και γίνεις λίγο πιο αργός, λίγο πιο στοχαστικός. Εγώ το ένιωσα όταν έκανα editing και είπα «Ας δούμε που θα μας πάει και ας το προβάλουμε σε ένα περιορισμένο κοινό ώστε να δούμε θα το αντέξουν ή όχι.» Συνεχίσαμε να συζητάμε για το τι άλλο θα έπρεπε να προσπαθήσουμε.  Επίσης η ψηφιακή επεξεργασία που κάναμε μας έδωσε μια πολύ συγκεκριμένη κατεύθυνση.  Έχει μια πιο ήρεμη ροή. Εξακολουθεί να έχει βία και χιούμορ αλλά αυτά προκύπτουν με διαφορετικό τρόπο. Είναι η γνωστή ιστορία: Όσες περισσότερες εικόνες κατασκευάσεις, τόσα περισσότερα έχεις να μάθεις.
QT:  Ξέρεις, Marty, Θα σου πω τώρα μια ενδιαφέρουσα κατάσταση που μου συμβαίνει και που νομίζω ότι θα μας οδηγήσει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση σχετικά με εσένα και τις ταινίες. Αυτό το διάστημα, ετοιμάζω ένα βιβλίο. Έχω έναν χαρακτήρα που ήταν στον Β’ Παγκόσμιο και είδε πολλές αιματοχυσίες. Και τώρα είναι πίσω στο σπίτι του, τη δεκαετία του ’50 και δεν έχει ενδιαφέρον για  τις ταινίες πια. Τις βρίσκει εύπεπτες ύστερα από όσα έχει περάσει. Ξαφνικά, ακούει για τις ταινίες του Kurosawa και του  Fellini… Και σκέφτεται: «Λοιπόν, ίσως έχουν κάτι παραπάνω από την ψεύτικη εικόνα του κόσμου που μας δίνει το Χόλυγουντ.»
MS:  Πολύ καλά τα λέει.
QT:  Οπότε πιάνει τον εαυτό του να έλκεται από αυτές τις ταινίες. Κάποιες του αρέσουν, κάποιες όχι και κάποιες δεν τις καταλαβαίνει, αλλά ξέρει ότι βλέπει κάτι.
MS: Αχα.
  

QT:  Συμβαίνει λοιπόν το εξής παράδοξο: Έχω την υπέροχη ευκαιρία του να παρακολουθώ ταινίες από την οπτική του χαρακτήρα που γράφω. Απολαμβάνω να τις βλέπω αλλά επίσης (σκέφτομαι), «Πώς το εκλαμβάνει; Πώς το βλέπει;» και αυτό με κάνει να θέλω να σε ρωτήσω: Πότε αποφάσισες να απομακρυνθείς από τις ταινίες του Χόλιγουντ και να ξεκινήσεις να είσαι πιο περιπετειώδης παρακολουθώντας ταινίες του εξωτερικού, Ευρωπαϊκές κυρίως, για τις οποίες ίσως να είχες απλά διαβάσει κάτι;  
MS:  Αυτή είναι μια καλή ερώτηση γιατί τα πρώτα 7-8 χρόνια της ζωής  μου ζούσαμε στην Corona, Queens. Έπειτα ο πατέρας μου έπρεπε να μετακομίσει πίσω στην Elizabeth Street (στο Little Italy), στην οδό που αυτός και η μητέρα μου γεννήθηκαν, λόγω κάποιων ζητημάτων με τον σπιτονοικοκύρη τους. Έτσι γνωρίστηκα με ταινίες όπως το  Dead End Kids και το On the Bowery του Lionel Rogosin , θυμάσαι? [γελάει ]
Αλλά πριν από αυτό , ίσως εξαιτίας του άσθματος οι γονείς μου με πήγαιναν συνέχεια στον κινηματογράφο. Εκεί είδα το Duel in the Sun,την πρώτη ταινία που είδα ποτέ μου. Ύστερα το The Wizard of Oz, The Secret Garden, φιλμ νουάρ όπως το  The Threat, του Felix Feist.Το έχεις δει?
QTΤο συζητάς. Το λατρεύω.
MSΕίχαμε μια μικρή συσκευή τηλεόρασης και η γιαγιά και ο παππούς μου έρχονταν κάθε Παρασκευή βράδυ επειδή έδειχνε ιταλικές ταινίες για την ιταλική κοινότητα.  Οι ταινίες ήταν Vittorio De Sica, «Bicycle Thieves»  Roberto Rossellini, «Rome», «Open City» και «Paisan». Έτσι, όταν ήμουν 5 ετών είδα την αντίδραση της γιαγιάς και του παππού μου που παρακολουθούσαν το Paisan κλαίγοντας και άκουσα στην ταινία τη γλώσσα που μιλούσαν. Έτσι έμαθα ότι υπάρχει και ένα άλλο είδος κινηματογράφου.  QT Ναι.
MSΗ πρώτη ταινία που είδα για το Χόλυγουντ ήταν το Sunset Boulevard του Billy Wilder.
QT:  Ναι σωστά. (γελάει) Μια αρκετά σκοτεινή όψη του Χόλυγουντ.
MS:  Επομένως υπό μια έννοια ήταν όλα κωδικοποιημένα. – η αλήθεια ερχόταν μέσα από έναν διαφορετικό κώδικα, και μέσα από μια διαφορετική κουλτούρα. Υπήρχε όμως κάτι που με επηρέασε όταν είδα τις ιταλικές ταινίες στη μικρή οθόνη, κάτι που δεν ξεπέρασα ποτέ κάτι που άλλαξε τα πάντα. Αυτό ήταν που ειλικρινά μου έδωσε μια εικόνα για τον κόσμο, ο ξένος κινηματογράφος.
QT:   Σου διεύρυνε αυτό τους ορίζοντες στη Νέα Υόρκη,-το να αναζητάς άλλους κινηματογράφους, να φεύγεις από τη γειτονιά σου, να ψάχνεις αυτά τα μέρη;
MS:  Ήταν κάτι παραπάνω από αυτό. Ήταν τρομακτικό. Υπήρχαν πολλές επικίνδυνες περιοχές οπότε πήγαινα με φίλους. Έχεις πάει ποτέ σου στη 42η οδό την ώρα που όλες οι ταινίες παίζονται μαζί ταυτόχρονα;
QT:  Ξέρω αλλά ποτέ δεν τα κατάφερα. Για την ακρίβεια, την πρώτη φορά που πήγα στη Νέα Υόρκη ήταν το Σαββατοκύριακο που έκανα casting για το Reservoir Dogs. Ήθελα να πάω στη Νέα Υόρκη από τότε  που έμαθα ότι υπάρχει και να παρακολου-θήσω ταινίες εκεί.  Αλλά κανείς ποτέ δεν με πήγε όταν ήμουν παιδί και όταν μεγάλωσα δεν είχα αρκετά λεφτά για να πάω. Κάναμε casting για την ταινία και ο  Harvey Keitel είπε: «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν θα δώσουμε στους ηθοποιούς της Νέας Υόρκης κάποια λήψη εδώ» Και απαντώ, «Δεν έχουμε χρήματα» και μου απάντησε,  «Λοιπόν, θα κανονίσω ένα Σαββατοκύριακο να κάνουμε casting  με έναν casting  director». Έτσι είχαμε ένα Σαββατοκύριακο στη Νέα Υόρκη. Στο διαδρομή  από το αεροδρόμιο διασχίζαμε με το αμάξι τους δρόμους της Νέας Υόρκης για το ξενοδοχείο, και σκεφτόμουν : «Οκ το να πάω σε κινηματογράφο στην Times Square είναι κάτι που θέλω να κάνω σε όλη μου τη ζωή. Με το που τελειώσουμε τη δουλειά το πρώτο πράγμα που θα κάνω είναι να πάω σε έναν κινηματογράφο και να δω οτιδήποτε παίζει.» Και ο Harvey μου λέει, «Quentin, όχι δεν θα το κάνεις. Σε μια εβδομάδα ίσως σε δυο, μπορεί, αλλά όχι αύριο. Δεν είσαι έτοιμος ακόμη να δεχτείς αυτό το…σοκ.» [Ο  Scorsese γελάει σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης]
MS:  Είχε απόλυτο δίκιο. Επίσης το περίεργο είναι ότι αυτή η κατάσταση είχε αλλάξει τη δεκαετία του ’50. Πηγαίναμε αλλά έπρεπε να έχεις και τουλάχιστον 4 άτομα μαζί. Και έδειχναν ο,τι ταινία μπορείς να φανταστείς. Δεν υπήρχαν ταινίες πορνό. Ήταν όλα συνηθισμένες ταινίες του Χόλυγουντ. Ήταν επικίνδυνο να πας εκεί, ξέρεις, ήταν τρέλα. Και θα έδειχναν, ταινίες όπως το “The Elusive Pimpernel” σε σκηνοθεσία του Michael Powell και «Emeric Pressburger» και με το ίδιο εισιτήριο έβλεπες το «Ulysses» με τον Kirk Douglas και την όμορφη πολύχρωμη εικόνα. Ακριβώς απέναντι γινόταν η προβολή για το «Halls of Montezuma» και το «To the Shores of Tripoli».   (Ο Ταραντίνο γελά) Και όταν θα πήγαινες εκεί (στον κινηματογράφο) ένα σωρό φασαρίες γίνονταν στον εξώστη, που δε φαντάζεσαι. Αλλά έτσι και αλλιώς πηγαίναμε. QT:  (γελά) Τώρα, είχα μια εμπειρία στο Λος Άντζελες στο Μητροπολιτικό Θέατρο ήταν το “Cameo and the Arcade”. Ήταν όλες νυχτερινές προβολές. Για την ακρίβεια, θυμάμαι-νομίζω ήταν το 1982 γιατί ποτέ δεν είχαν κάποια παρουσίαση στο Λος Άντζελες- θυμάμαι εκείνη την ταινία του Ralph De Vito, “Death Collector” που ήταν η πρώτη εμφάνιση του Joe Pesci.
MS:  Ναι, το ξέρω. Εκεί είδαμε και πήραμε τον Τζο για το “Raging Bull”.
QT Λοιπόν, άκουσα ότι έπαιζε στο Arcade. Και λέω «ουάου» ήταν αμέσως μετά από το Raging Bull. Αυτή είναι ταινία. Ο μόνος τρόπος να τη δεις ήταν να πας εκεί στις 4 το ξημέρωμα. Πάντως σε καμία περίπτωση στις 8 το απόγευμα.
MS:  Ο Ντε Nίρο  είδε την ταινία στο CBS. Είχε πει: «Τον είδα στην τηλεόραση και αυτός ο τύπος έχει ενδιαφέρον.» Έτσι αποκτήσαμε μια εικόνα.
 QT:  Είναι μια καλή ταινία. Όταν το είδα σκέφτηκα ότι είναι εμπνευσμένη από το «Mean Streets».  
MS:  Δεν έχεις άδικο. (γελά)
QT:  Λοιπόν, να το ξέρεις, μου ανήκει ένα θέατρο στο L.A. , και ασχολούμαστε αρκετά με τις ταινίες σου. 

MS:  Α, ευχαριστώ. New York vs. L.A. School of Cinema
QT:  Όταν σκέφτομαι τους σκηνοθέτες της Νέας Υόρκης σκέφτομαι εσένα, Marty. Σκέφτομαι τον Sidney Lumet και τον Woody Allen. Εσύ είσαι κομμάτι του νέου ρεύματος που γεννήθηκε τη δεκαετία του ’60.  Είχες τους οικονομικά «σφιχτούς» τυπάδες από τα ‘60s.Με ενδιαφέρει αυτό. Με ενδιαφέρει το όλο consept του ρεύματος της Νέας Υόρκης, και η έμπνευση σας από το Γαλλικό κίνημα. Δώσε μου μια κάμερα και θα την δέσω στην πόρτα του αμαξιού και…action (γελούν).
MS:  Υπάρχει καλύτερος τρόπος. Βάλ’ την σε αναπηρικό αμαξίδιο και απλά ξεκίνα. Ενας cameraman και ένα αναπηρικό αμαξίδιο και ορίστε το traveling που χρειάζεσαι. Το κίνημα της Νέας Υόρκης κατά κάποιο τρόπο ήρθε μεταπολεμικά. Ήταν λίγες ταινίες που ακόμη γυρίζονταν στη Νέα Υόρκη. Στο στούντιο φυσικά είχες τα πάντα. Οπότε γιατί να πας Νέα Υόρκη όταν είχες πρόσβαση στο στούντιο; Αυτό που πιστεύω ότι ειλικρινά άλλαξε, ήταν φυσικά ο Νεορεαλισμός, πλέον τα γυρίσματα γίνονταν στην ακριβή τοποθεσία. Έτσι διεισδύεις και στα μονοπάτια του noir.
QT: Σωστά.
MS:  Τότε υπήρχαν υπέροχα γυρίσματα στη Νέα Υόρκη. Ταινίες όπως η Διπλή Ζωή του George Cukor ξεκίνησαν να βγάζουν τις κάμερες εκεί έξω. Και η Νέα Υόρκη εκείνο το διάστημα δεν ήταν ο ιδανικός τόπος για γύρισμα. Είχες όλη την κίνηση, πολυκοσμία, άνθρωποι που θα έμπαιναν συνέχεια μέσα στο πλάνο και που δεν ήθελαν να ακούσουν τίποτα επειδή βιάζονταν να πάνε κάπου. Τελικά έκρυβαν τις κάμερες σε διαφορετικές τοποθεσίες. Ήταν η αμερικανική  avant garde. Ταινίες όπως αυτές του Jonas Mekas για παράδειγμα…
 QT: Ναι, που τον θυμήθηκες.
MS:  Αλλά ο άνθρωπος που το έκανε σύστημα ήταν  φυσικά ο Cassavetes  με το  Shadows.

QT:  Ναι, ο Cassavetes είναι ο νονός αυτού του στυλ. Πραγματικά. Το ενδιαφέρον σχετικά με το κίνημα της Νέας Υόρκης, ειδικά όταν το συγκρίνεις με το Νεορεαλισμό ή με το Γαλλικό ρεύμα, είναι το ότι όλες οι ταινίες του Γαλλικού ρεύματος έχουν ως τόπο την ίδια πόλη. Ανά πάσα στιγμή ο χαρακτήρας της Anna Karina από το Vivre sa vie,  μπορούσε να συναντηθεί με τον πιανίστα από την ταινία “Shoot the Piano Player”.  Ενώ βλέπεις ότι στο κίνημα της Νέας Υόρκης, η κάθε ταινία έχει τη γειτονιά της. Έτσι αποκτήσαμε μια πολύπλευρη όψη της Νέας Υόρκης. Δεν θα μπορούσες με τίποτα να φανταστείς τους χαρακτήρες του “The Cool World” να πέφτουν πάνω σε χαρακτήρες από την ταινία “Who’s That Knocking at My Door” Scorsese, ή στους χίπιδες από το  Greetings του De Palma. Δεν θα τους δεις να συνυπάρχουν.
MS:  Όχι , όχι , όχι, δεν θα πηγαίναμε ποτέ στην 110η οδό. Δεν ξέρω τι κάνουν εκεί πάνω. Δεν με ενδιαφέρει. Για εμένα είναι άλλος κόσμος. Όταν πήγα στην  Washington Square College το 1960, απλά πήγα στο στενό που ζούσα και έστριψα αριστερά για περίπου 6 στενά. Αυτό ήταν. Ήταν σαν να ήμουν σε άλλο κόσμο. Ύστερα ισορρόπησαν και τα δυο.
QT:  Παρακολούθησα πολύ πρόσφατα το Who’s That Knocking at My Door. Ένα πράγμα που με κάνει να ξεκαρδίζομαι επειδή γνωρίζω την εμμονή σου με την ταινία του John Ford “The Searchers”, είναι το ότι είχες μια ολόκληρη σκηνή όπου ένας χαρακτήρας μιλά για την ταινία… Είναι η αγαπημένη μου σκηνή από όλη την ταινία. Για την ακρίβεια, από το ρεύμα της Νέας Υόρκης, η δική σου ταινία ήταν η πιο πρωτότυπη οπτικά. Θύμιζε λίγο το γαλλικό κίνημα.
 MS: Σίγουρα υπήρξε σε εμένα κάποια επιρροή από το γαλλικό ρεύμα και από τον Bertolucci. Ο Παζολίνι για εμένα με το Accattone υπερτερεί όλων.
QT:  Ναι, αυτό που λες βγάζει νόημα. (Παύση) Σκέφτομαι ότι όταν πρόκειται για τον τρόμο που περιέγραφα, πιστεύω ότι θα ένιωσες έτσι στην κλιμακωτή κορύφωση της πλοκής της ταινίας Taxi Driver.
MS:  Κάθε μέρα ήταν έτσι στο  Taxi Driver.  
QT:  Οπότε, για την ταινία Taxi Driver, είμαι σίγουρος ότι η ταινία ειπώθηκε το να γυριστεί στο (Columbia) , επειδή έχει κάποια κοινά με το Death Wish…
QT:  Λοιπόν αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Για παράδειγμα εγώ νιώθω την κάθαρση στο τέλος της ταινίας Taxi Driver.
MS:  Και ο χαρακτήρας, κατά το 80% με 90% ήταν ο ίδιος ο De Niro.
QT: Σίγουρα.
MS:  Ξέρεις, με αυτό το ύφος και τα μάτια του.
QT:  Έχει ενδιαφέρον γιατί ο De Niro ενσωματώθηκε στον  Travis. Βλέπεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια. Επομένως, αν ο ήρωας είναι ρατσιστής, κοιτάζει τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός ρατσιστή.
MS:  Έτσι ακριβώς είναι.
QT:  Όπως και να χει πάντως, στην μάχη του Travis  ενάντια σε όλους τους νταβαντζήδες , ήμουν με το μέρος του. Θέλω να πω, αν δεν έπρεπε να είμαστε υπερ του, έστω και λίγο, τότε δεν υπήρχε και λόγος η πόρνη να είναι ανήλικη.
MS:  Δίκιο έχεις.
QT: Την λατρεύω αυτήν την ταινία. Νομίζω ότι μια από τις καλύτερες στιγμές για εμένα στην ιστορία του σινεμά είναι όταν ο (Harvey Keitel’s) Sport σβήνει το τσιγάρο και βλέπεις μια έκρηξη από σπίθες.
MS:  Ναι οι σπίθες. Ο Harvey το έκανε.  “Bang!” Ξέρεις, «Τράβα πίσω στη γαμημένη τη φυλή σου». Έχεις τόσο δίκιο για αυτό, ξέρεις επειδή εγώ μεγάλωσα σε γειτονιές όπου έβλεπα να γίνονται συγκεντρώσεις, χοροί και τέτοια, όπου ξαφνικά ξεκινούσε καβγάς. Λίγο πριν ξεκινήσει ο καβγάς, υπάρχει πάντα ένα τσιγάρο. Η σπίθα που λέμε. «Ώπα, εδώ είμαστε» Είναι μια από αυτές τις καταστάσεις που ξέρεις ότι πρόκειται να γίνει μάχη, και αυτό είναι το σημάδι, ξέρεις. Το είδα και στην προβολή και σιγουρεύτηκα.
MS:  Τέλειο! Λοιπόν, έχω μια προβολή και εγώ, τώρα που το ανέφερες. Πρόκειται να κλείσει η συμφωνία απόψε. Οπότε πρέπει να πάω.
QT:  Καλή τύχη λοιπόν! Brake a leg (έκφραση για Καλή επιτυχία). Σε ευχαριστώ για αυτήν την συζήτηση, είχε πλάκα.
MS:  Σε ευχαριστώ και εγώ. Εύχομαι να σε δω σύντομα, στη Νέα Υόρκη.
QT: Και εγώ. Θα έρθω με μεγάλη χαρά.

We will always have Casablanca

της Βασιλικής Δραγάτση, Αύγουστος 2020

Δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα για αυτήν την πόλη, ίσως μόνο ότι είναι στο Μαρόκο. Κι όμως την γνωρίζουμε ή μάλλον τις σκιές της. Το φως και τις σκιές, έτσι όπως σκεπάζουν και αποκαλύπτουν πρόσωπα…
Τι είναι μια πόλη – πέρασμα; Τράνζιτο… Το όριο της απελπισίας, το όριο της ελπίδας! Και τι ήταν πραγματικά αυτή η πόλη το 1942; Δεν έχει σημασία. Για μας αυτή η πόλη ζει, υπάρχει, κινείται για πάντα στα σκηνικά του Χόλυγουντ. Η Καζαμπλάνκα δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο η Casablanca…
Γνωρίζουμε τους δρόμους της ή μάλλον τις γωνίες της, και πάλι όχι ακριβώς. Ξέρουμε ότι κάποτε για πολύ λίγο έζησαν εκεί πέντε – έξι άνθρωποι. Ζούσαν πολύ περισσότεροι για αιώνες, αλλά για εμάς πάντα θα μετράνε εκείνοι που έζησαν για πολύ λίγο, περαστικοί για μερικούς μήνες ή  για δυο – τρεις μέρες, διάστημα αρκετό, ωστόσο,  για να θρέψουν τη μυθολογία μας.  Ο Ρικ, η Ιλσα, ο Βίκτωρ, ο Λουί, ο Σαμ…
“Sam, I thought I told you never to play…” Η φράση μένει μετέωρη, ο πιανίστας απομακρύνεται και τους αφήνει μόνους (;) στο γεμάτο μπαρ. Το τραγούδι, η απαγόρευση, η ανάμνηση… Κι εμείς ως άλλοι Ρικ έχουμε κλείσει το ραδιόφωνο ή έχουμε φύγει τρέχοντας για να μην ακούσουμε εκείνο το τραγούδι, το ίδιο τραγούδι που έχουμε μάθει απ’ έξω. Και πάντα κάποιος ή κάποια που μας κοιτάζει με υγρά μάτια και ψάχνει εμφατικά στις σκιές μας να δει αν θυμόμαστε. Ναι, θυμόμαστε! Μόνο που για άλλους η ανάμνηση είναι νοσταλγία, αλαζονική επιβεβαίωση, για άλλους ματαίωση, υπενθύμιση μιας συντριπτικής ήττας…
“We will always have Paris”. Εδώ η ανάμνηση ακούγεται σχεδόν παρηγορητική,  μετατρέπεται σε πολύτιμο φορτίο, αυτό που μπορεί να μας κρατήσει στη ζωή, τα «κρυμμένα τιμαλφή μας»…  Η αβεβαιότητα ενός μέλλοντος ενώ μαίνεται ο πόλεμος (κι εδώ η Τέχνη ταυτίζεται με τη ζωή) αίρεται από τη βεβαιότητα ενός κόσμου που υπήρξε και φέρουμε εντός μας… Το Παρίσι είναι, ήταν ο παλιός μας κόσμος, εκεί που ο έρωτας μπορούσε να ανθίσει σε ένα cafe, ακριβώς τη μέρα που έμπαιναν οι Γερμανοί: «Not an easy day to forget. I remember every detail. The Germans wore grey, you wore blue”. Ο Ρικ θυμάται, πάντα θυμάται, μιλάει στην Ιλσα ενώπιον του συζύγου της κι εκείνη χαμογελά αμήχανα. Σαν να της λέει: «Εσύ παίζεις με την ανάμνηση, εγώ όχι». Η συνενοχή τους, απομεινάρι αυτού που κάποτε υπήρξαν ή που θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει…
“One day you will understand”, το παιχνίδι που στήνει για να την διώξει. Η θυσία του στο όνομα ενός ανυπέρβλητου χρέους! Ο πόλεμος είναι εκεί, όπως και του καθενός το καθήκον, και εκείνο το μπουκάλι νερό του Vichy πρέπει να πεταχτεί στα σκουπίδια… The End… Η απομυθοποιητική σκέψη ότι  ίσως ο Ρικ να έδιωχνε την Ιλσα έτσι κι αλλιώς , ψιθύριζοντάς της “Her’s looking at you, kid”, ξορκίζεται. Δεν θα το μάθουμε ποτέ!

Ένα δωμάτιο στην Ινδία, Θέατρο του Ήλιου (Theatre du Soleil )

Φίλια Δενδρινού, Αύγουστος 2020

 Το τελευταίο έργο του Θεάτρου του Ήλιου, σε σκηνοθεσία της A. Mnouchkine, θα μπορούσε να έχει τίτλο : Ένα δωμάτιο στον κόσμο με την έννοια ενός κόσμου χωρίς σύνορα, αφού σ αυτό το δωμάτιο για χάρη του θεάτρου θα συμπράξουν η Ανατολή κι η Δύση .

Ένα δωμάτιο κάπου  στην Ινδία , μια ηθοποιός, (η εξαιρετική Helene Cinque) που κοιμάται και ονειρεύεται , ένα τηλέφωνο που χτυπά συνεχώς και διακόπτει τον ύπνο της … Κι εκεί , ανάμεσα σε όνειρο και πραγματικότητα η ηθοποιός μας, που ακούει στο όνομα Cornelia, (θα μπορούσε άραγε να είναι και Κορντέλια- Cordelia;) μαθαίνει ότι αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία καθώς και τα ηνία του θιάσου που βρίσκεται σε περιοδεία στην Ινδία . Αναστατωμένη από αυτήν την απρόβλεπτη ανάθεση και μη ξέροντας τι έργο να διαλέξει για να σκηνοθετήσει , αρχίζει , μέσα στη νύχτα να παλεύει τόσο με το σώμα της- καταλαμβάνεται από έναν έντονο κολικό του εντέρου- όσο και με το νου της αναζητώντας …τι άλλο; Μα φυσικά τον οίστρο, το duente, τη θεία έμπνευση , που θα  αναδυθεί τελικά  μέσα από τα όνειρα, καθώς ο κόσμος της Κορντέλια, φτιαγμένος από την ύλη των ονείρων είναι. Με αυτόν τον τρόπο , η ηθοποιός του θιάσου , μέσα στη νύχτα ,θα υφάνει σιγά σιγά τον καμβά του έργου.

Γιατί έτσι φτιάχνεται το Θέατρο από την ύλη των ονείρων!Αγωνίες και εφιάλτες , επιθυμίες και προσδοκίες, αναμνήσεις και αναφορές στο χθες και το σήμερα καθηλώνουν, επί τρεισήμισι ώρες, το θεατή στην καρέκλα του για να παρακολουθήσει ένα θέαμα σκοτεινό μαζί και χαρούμενο, έναν ύμνο στη πράξη του Θεάτρου και στη σχέση της με την ανθρώπινη περιπέτεια. Σκηνές από  το έπος της Mahabharatha και του Ramayana , σπαράγματα στίχων από τον Bασιλιά Ληρ, αναφορές στο Θέατρο Νο , αλλά και σε αγαπημένους θεατρικούς συγγραφείς της Δύσης ή σε δασκάλους του θεάτρου, όπως ο Πέτερ Στάιν, και ο Τζόρτζιο Στρέλερ ,αναδύονται από το ασυνείδητο της Κορντέλια  και συνομιλούν με τον θεατή δημιουργώντας εν τέλει  ένα έργο, που προσπαθεί να δώσει μορφή και απάντηση στο χάος του σύγχρονου κόσμου.

Ένα δωμάτιο στην Ινδία : Ένα κρεβάτι , κι ένα τραπέζι που επάνω του βρίσκεται ένα τηλέφωνο, από εκείνα τα παλιά , δυο τρία έπιπλα , δυο μεγάλα παράθυρα … Το τηλέφωνο χτυπά μέσα στη νύχτα για να πληροφορήσει την ηθοποιό του θιάσου ότι ο καλλιτεχνικός  τους διευθυντής και σκηνοθέτης-που ακούει στο όνομα Κονσταντίν Λήρ- αηδιασμένος κι απογοητευμένος από τα αλλεπάλληλα τρομοκρατικά χτυπήματα (να θυμίσουμε ότι το Θέατρο του Ήλιου , ξεκίνησε να δουλεύει για την τελευταία του παραγωγή λίγο μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 2015) αδυνατεί να συνεχίσει το έργο του. Η έμπνευση τον έχει εγκαταλείψει, το παράλογο του κόσμου που τον περιβάλλει τον έχει ακινητοποιήσει. Κατ αρχήν το όνομα του σκηνοθέτη, Σαιξπηρικό δάνειο, από ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του αγαπημένου της Μνουσκίν, θεατρικού συγγραφέα, σα για να επισημάνει στο θεατή, ότι δομικό στοιχείο του έργου αποτελεί η  σχέση της προηγούμενης γενιάς με την επόμενη . Η παλιά γενιά αποχωρεί, τι μοιράζει και σε ποιους ; Η καινούρια γενιά που έρχεται τι  ακριβώς παραλαμβάνει ; Κι απ τους παλιούς μας συνοδοιπόρους πόσοι τελικά απομείναμε, φαίνεται να αναρωτιέται η σκηνοθέτις .

Κι αν τα όνειρα , σύμφωνα με τον Φρόυντ είναι μια κλειδαρότρυπα στο ασυνείδητο, στην παράσταση του Θεάτρου του Ήλιου , το ασυνείδητο είναι τα παράθυρα στην άκρη της σκηνής που γίνονται  πόρτα για να  εισέλθει και να παρασταθεί το όνειρο. Από εκείνα τα παράθυρα  θα περάσουν στη σκηνή , όλα όσα η ίδια η Μνουσκίν αγάπησε και κράτησε προίκα της στην πορεία προς τη θεατρική της ενηλικίωση , αλλά και  όλα,  όσα στον σύγχρονο κόσμο τρομάζουν και θλίβουν τον κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, τον κάθε ενεργό πολίτη . Η τρομοκρατία και ο πόλεμος στη Συρία , το προσφυγικό, η μόλυνση των υδάτων , η θέση της γυναίκας στον Ισλαμικό κόσμο,τα παιδιά μάρτυρες ενός αδίστακτου Θεού, οι Εμίρηδες της Σαουδικής Αραβίας , ακόμα κι αυτός, ο πρόεδρος Τραμπ. Όλοι, και όλα θα μπερδευτούν  μέσα α αυτό το δωμάτιο ,ο κόσμος και η αναπαράστασή του, η πράξη του θεάτρου ,ως καταγραφή της ανθρώπινης περιπέτειας, η φόρμα, και η τελετουργία ,η πραγματικότητα και η χίμαιρα, για να έρθει στο τέλος, εφιαλτική  η αναρώτηση στο στόμα της Κορντέλια :Αν όλα τα θέατρα του κόσμου γκρεμίζονταν και λοιπόν; Θα δυστυχούσε κανείς; Από ποιους άραγε θα έλειπαν ; Ναι , να αφιερώνεις ολόκληρη τη ζωή σου σε μια ιδέα που δεν οδηγεί πουθενά, είναι πραγματικός εφιάλτης…

Όμως τα παράθυρα στην άκρη της σκηνής είναι πάντα εκεί , και ευτυχώς  ανοίγουν διάπλατα για να καλωσορίσουν όχι μόνο τη μορφή του ίδιου του Σαίξπηρ, αλλά και τον ομότεχνό του …θεράποντα , ιατρόν Τσέχωφ , που εμφανίζεται  στη σκηνή κρατώντας ένα χαρακτηριστικό ιατρικό βαλιτσάκι . Τον συνοδεύουν οι Τρείς Αδελφές :Όλγα, Μάσα και Ίρινα. Κι ενώ ο Τσέχωφ συνομιλεί με την αναστατωμένη Κορνέλια ,  εκείνες, ως άλλες θεραπαινίδες του παράλογου ετούτου κόσμου, προσπαθούν να τακτοποιήσουν την ακαταστασία της κάμαρης που τραγουδά και χορεύει τους μύθους της Ανατολής αντάμα με τους  χορευτές του παμπάλαιου λαϊκού θεάτρου TeruKoothu (Τερουκούτου). Ετούτου του αρχαίου θεάτρου που αγαπήθηκε  από τους απλούς αγρότες της περιοχής των Ταμίλ ,γιατί έχει τη δύναμη ακόμα και μπροστά σ αυτούς, τους αγράμματους χωρικούς, να παρασταίνει τα πάθη των θεών, χαρίζοντάς τους μια γεύση από την αιώνια τάξη του κόσμου.

Ένα πολύβουο πλήθος επάνω στη σκηνή, σαράντα περίπου μουσικοί, χορευτές , και ηθοποιοί , μια πολυπολιτισμική συνάντηση σε συνεχή διάδραση . Οι ηθοποιοί του Θεάτρου του Ήλιου, (που για τις ανάγκες του έργου παρέμειναν κάποιους  μήνες στο Ποντισερύ, ώστε να μαθητεύσουν κοντά στους δασκάλους του Koothu) ανακατεύονται με τους ηθοποιούς του Αφγανικού  θιάσου Aftaab, που συγκροτήθηκε στη Καμπούλ. από το ίδιο το Θέατρο του Ήλιου

Ένα μεταξωτό σάρι στα χέρια των ηθοποιών η παράδοση του Θεάτρου  μπαίνει από το παράθυρο και κατακλύζει τη σκηνή, χρωματιστή, κρουστή συνομιλία του χθες με το σήμερα η πράξη της αναπαράστασης, το χθες , το παρόν και το μέλλον. Για να υπάρξει  μέλλον οφείλουμε οι λαοί  να ενώσουμε τις φωνές μας για την  ισότητα και τη  δημοκρατία. Το τέλος του έργου πλησιάζει …ένας ηθοποιός (o Duccio Bellugi-Vannuccini), έρχεται από το βάθος της σκηνής. Είναι ντυμένος με το ρούχο των Ταλιμπάν , όμως περπατάει με το χαρακτηριστικό βάδισμα του Τσάπλιν…. Στο κέντρο της σκηνής υπάρχει ένα μικρόφωνο… Ο ηθοποιός παίρνει τη  θέση του πίσω από το μικρόφωνο, τραμπαλίζεται λίγο , παραπαίει, πέφτει, ξανασηκώνεται βγάζει από το κεφάλι του το μαύρο του χαρακτηριστικό τουρμπάνι κι αρχίζει να μιλά τα τελευταία λόγια του Τσάπλιν από την ταινία του ο Δικτάτωρ .

Παρηγοριέμαι όλο και πιο δύσκολα από το Θέατρο, κι αυτό θα πει , γερνάω… είχε πει κάποτε η Μνουσκίν. Κι όμως, βλέποντας κανείς την τελευταία παραγωγή του Θεάτρου του Ήλιου ένα μόνο συμπέρασμα βγάζει : Η Αριάν Μνουσκίν γερνάει σα το καλό Γαλλικό κρασί.

Όλος ο πλανήτης μια κάμαρη, όλος κόσμος ένα θέατρο, σα να είναι η αυτοβιογραφία της ετούτη η κάμαρη. Σαν να θέλει η Μνουσκίν να τιμήσει εκείνα τα χρόνια της νεανικής της ηλικίας , που με την πεποίθηση ότι το θέατρο αλλάζει τον κόσμο, ταξίδευε μονάχη με ένα σακίδιο στον ώμο, στη Βιρμανία , στο Δελχί, στην Καλκούτα επιθυμώντας να ανακαλύψει την αρχέγονη δύναμη του Μύθου και της Ιεροτελεστίας, στη σοφία της Μεγάλης Μπαράτα.

Είναι Πέμπτη 16 Μαρτίου, ώρα 7 το απόγευμα. Μπαίνουμε στο χώρο του θεάτρου.  Ένα Ινδικό πανηγύρι έχει στηθεί στο φουαγιέ . Πανηγύρι αληθινό,  από εκείνα, με τα λαμπιόνια και τους πάγκους που πουλούν φαγητό και γλυκά . Τριγύρω μας πλουμιστά υφάσματα στολίζουν τους τοίχους . Ένας λαμπερός ελέφαντας , κρέμεται από την οροφή στο κέντρο της αίθουσας, όπου διάσπαρτα τραπέζια και πάγκοι φιλοξενούν τους θεατές πριν την παράσταση , δίνοντάς τους την ευκαιρία να απολαύσουν Ινδικές γεύσεις . Το κάρυ και το αρωματικό ρύζι biryani μας σπάνε τη μύτη, τα naan είναι καλοδεχούμενα για να σβήσουν την αψάδα της σούπας και το Tandoori και η Samosa  δίνουν και παίρνουν. Τρώμε κάτι στα γρήγορα ενθουσιασμένοι από το αιφνίδιο και απρόβλεπτο ετούτο ταξίδι. Όπου στρέφεις το βλέμμα, διαβάζεις επάνω στους τοίχους  λόγια του Μαχάτμα Γκάντι , στίχους του Ραμπιτρανάθ Ταγκόρ και του Σακουμάρ Ράι ενώ παραδίπλα, επάνω σ ένα μεγάλο στρώμα κάποιοι από τους μουσικούς της παράστασης κουρδίζουν όργανα και επιδίδονται σε φωνητικές ασκήσεις . Παρά μέσα πίσω από ένα τούλι οι ηθοποιοί , βάφονται , χτενίζονται , σιγά σιγά ετοιμάζονται. Δυο παιδάκια του θιάσου τρέχουν γύρω γύρω από έναν καθρέφτη βγάζοντας κραυγούλες γέλιου. Η οικοδέσποινα είναι στην πόρτα του Θεάτρου. Κοιτάει το ρολόι της.

Η ώρα είναι 7.40. Οι θεατές παίρνουν σιγά σιγά τις θέσεις τους στην πλατεία.
Στις 7.45 η παράσταση αρχίζει . Τελειώνει τρεισήμισι περίπου ώρες μετά.
Το πανηγύρι του θεάτρου δε τελειώνει ποτέ !

Δημοσιεύτηκε στο 4ο τεύχος του Περιοδικού ΤΟΠΟΣ ΘΕΑΤΡΟΥ

ODEON theatre EUROPE και η Ιφιγένεια της covid εποχής μας

ο Stéphane Braunschweig  έχει τους λόγους του.
Στην Αυλίδα τα πάντα είναι ακινητοποιημένα. Δεν γίνεται τίποτα. Ο Ελληνικός στρατός σε lockdown. Μόνο ο Κάλχας εργάζεται και δεν είναι για καλό. Η ετυμηγορία του σαφής. Για να ξαναρχίσει ο κόσμος να κινείται θέλει θυσίες.  Και όχι γενικώς και αορίστως. Συγκεκριμένα πράγματα. Ο Αγαμέμνων να θυσιάσει την κόρη του.
Βαρύ το τίμημα για τον αρχηγό. Και για όλους.
Αν θέλουν να κρατήσουν την κυριαρχία τους, αν θέλουν να δώσουν τέλος σ΄ αυτήν την ακινησία και να βάλουν σε τροχιά και πάλι τον κόσμο πρέπει να χυθεί αίμα. Πρέπει να θυσιαστούν αθώοι για να κρατήσουν οι ισχυροί τα σκήπτρα ενός κόσμου που έχει ριχτεί σε έναν αγώνα που με μαθηματική ακρίβεια θα καταλήξει στην καταστροφή. Μετά από αυτόν τον πόλεμο τα πράγματα θα είναι διαφορετικά.  Στις Μυκήνες η Κλυταιμνήστρα περιμένει και θα υποδεχθεί τον άνδρα της καταλλήλως όποτε επιστρέψει. Στην Ιθάκη του Οδυσσέα θα μαζευτούν οι κάπηλοι και φαύλοι μνηστήρες. Ο Αχιλλέας δεν θα γυρίσει ποτέ στη Φθία.  Ο Φιλοκτήτης δεν θα γυρίσει στην Θεσσαλία θα μείνει σε ένα ξερονήσι κοντά στη Λήμνο να σαπίζει. Ο  κόσμος δεν θα είναι ποτέ πια ίδιος με αυτόν που ξέρουνε.
Μην μου πείτε ότι δεν βλέπετε αντιστοιχίες με το απόλυτο σήμερα.
Στη σκηνή του ODEON θα θυσιαστεί η όμορφη βασιλοπούλα των  Μυκηνών, στην σκηνή του κόσμου όμως θυσιάζονται καθημερινά χιλιάδες Ιφιγένειες με την απορία στα μάτια: Γιατί? Από πού ήρθε αυτό το κακό? 
O κλασικιστής Ρακίνας παίρνει τον μύθο του Ευριπίδη και πιστός στην εποχή του τον ντύνει με μία κομψότητα και μία καλλιέπεια  που δεν συναντάμε ούτε στον Όμηρο ούτε και στον Ευριπίδη. Γιατί να θυσιαστεί η μικρή, αθώα και χαριτωμένη Ιφιγένεια?

Πως θα το πάρει το ευαίσθητο κοινό του 17ου αιώνα που φροντίζει για την ομορφιά πάνω από όλα. Μάλλον θα το θεωρήσει vulgar. Και τι θα κάνει ο Γάλλος αριστοκράτης όταν δει την Θεά Άρτεμη να κλέβει τελευταία στιγμή την Ιφιγένεια και να την αντικαθιστά με μία ελαφίνα? Μάλλον θα γελάσει. Τότε τα αφαιρούμε όλα αυτά και βάζουμε στο επίκεντρο ένα ερωτικό τρίγωνο μεταξύ Αχιλλέα, που είναι ερωτευμένος με την Ιφιγένεια, εφευρίσκουμε ένα τρίτο πρόσωπο, την Εριφύλη που είναι ερωτευμένη με τον Αχιλλέα και λύνουμε τα προβλήματα. Στο τέλος θυσιάζεται η Εριφύλη με την οποία τίποτα δεν μας συνδέει και όλοι είναι ευχαριστημένοι.
Γιατί να επιλέξει ένας διευθυντής και μάλιστα ενός από τα μεγαλύτερα και πλέον αναγνωρισμένα θέατρα της Ευρώπης όπως είναι το Odeon theatre Europe να ανεβάσει σήμερα ένα ρομαντικό κομψό έργο όπως η Ιφιγένεια του Ρακίνα.
Παρ’ όλες τις αντιρρήσεις που μπορεί να έχουμε εμείς οι αρχαιολάτρες κατ΄ ευθείαν  απόγονοι του Ευριπίδη ο Stéphane Braunschweig έχει τους λόγους του.  Ζούμε σε ένα κόσμο ακινητοποιημένο, όπως όλος ο στρατός των Ελλήνων στην Αυλίδα, είμαστε όλοι σε αναμονή για το εμβόλιο για το ποια θα είναι κατάληξη όλου αυτού του εφιάλτη που ζούμε εδώ και 7 μήνες, το ίδιο και οι αρχηγοί των Ελλήνων στην Αυλίδα, οι θεοί ζητούν μία θυσία από τον Αγαμέμνονα και καθημερινά σήμερα βλέπουμε εκατόμβες νεκρών από τον Covid.

Είτε έχει δίκιο είτε όχι η παράσταση του Odeon αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον το οποίο θα αυξηθεί μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου όπου το Παρισινό κοινό θα ανηφορήσει τo boulevard Berthier (rue André Suares) για να δει την Ιφιγένεια του Stéphane Braunschweig και να απολαύσει το καθιερωμένο παγωτό ξυλάκι στο διάλειμμα. Με κάποια εμπόδια είναι αλήθεια φορώντας τις ενοχλητικές πλην όμως αναγκαίες μάσκες στο πρόσωπο.

Από 23 Σεπτεμβρίου  στην αίθουσα Berthier στο 17ο .     Μέχρι 14 Νοεμβρίου.

L’École des femmes de Molière mise en cène Stéphane Braunschweig

Τα μυστικά των Δελτίων τύπου και πως να τα ανακαλύψεις.

Τα δελτία τύπου δεν είναι αθώα. Αντίθετα είναι πολλές φορές δόλια. Κρύβουν μυστικά που πρέπει να ανακαλύψεις. Ευτυχώς αυτά τα μυστικά είναι  κάτω από τις γραμμές. Και με την ηλεκτρονική δημοσιογραφία είναι εκεί, απείραχτα μια που οι ταγοί της δεν κάνουν τίποτα άλλο από copy-paste. Αυτό είναι κάτι που εκνευρίζει τους δημιουργούς που τα στέλνουν.
Αλλά ας αποκωδικοποιήσουμε στα γρήγορα τα μυστικά τους.

Το χωριό είναι μικρό και όλοι λίγο πολύ γνωριζόμαστε. Ο Τίτλος : Σου δίνει μία πρώτη εικόνα. Επιγραμματικός η περιγραφικός, ερεθιστικός η κοιμισμένος? Εμπορικός η intellectuelle? Έχει τη σημασία του.
Φωτογραφία :  Μετά βλέπεις μια φωτογραφία που πάντα υπάρχει, εκεί δεν κρύβεται σχεδόν τίποτα. Αν η φωτογραφία είναι κοντινή και εστιάζει στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών (πράγμα που παλιότερα στην έντυπη δημοσιογραφία το θέλανε οι δημοσιόγραφοι ) σημαίνει ότι δεν σου δίνουν καμία πληροφορία για την παράσταση στο σύνολο της. (Τι σκηνικό θα δεις? τι κοστούμια?)
Συντελεστές : Η εικόνα εδώ έχει σχεδόν συμπληρωθεί.
α. Αν είναι γνωστοί, τότε αν την επιλέξεις μην περιμένεις να δεις τίποτα καινούργιο. Φόρμες γνωστές που τις έχεις ξαναδεί, επαναλαμβάνονται με πρόσχημα το νέο έργο που ίσως και αυτό το έχεις ξαναδεί. Άρα με παλιά γερασμένα, μπαγιάτικα υλικά, μπαγιάτικο φαγητό θα φας. Πολύ περισσότερο αν είναι ένα από πολυπαιγμένα musical (Cabaret, Chicago, Mama mia, Mary Poppins) που τα έχεις στην τέλεια μορφή τους από ηθοποιούς που το κατέχουν το είδος και όχι από βαλκανικά κακέκτυπα.
β. Αν είναι νέοι οι συντελεστές τότε μπορεί να έχει ενδιαφέρον να πας στην παράστασή τους. Διάβασε το κείμενο του δελτίου τύπου μπορεί να σου κινήσει το ενδιαφέρον. Μπορεί να είναι ταλαντούχοι, μπορεί να έχουν καλές προθέσεις, μπορεί να πέτυχαν και καλά αποτελέσματα. Αλλά και αν αυτά δεν ισχύουν τότε δεν πειράζει και αν δεν σε ικανοποιήσει το αποτέλεσμα. Είδες καινούργια πρόσωπα, άκουσες καινούργιες φωνές, χάρηκες  την φρεσκάδα νέων ανθρώπων. Δεν είναι λίγα.

Μην ξεχνάς γιατί απέναντι στην τέχνη και το ταλέντο του δημιουργού υπάρχει και η τέχνη του θεατή. Και δεν είναι υποδεέστερη.  

Του Κουτρούλη οι γάμοι

Ο Γάμος είναι ένα μυστήριο αλλά είναι και θεατρικό δρώμενο και ως εκ τούτου θέαμα. Μεγάλοι συγγραφείς έγραψαν για το γάμο. Να θυμίσω ? “Ο Γάμος” μονόπρακτο του Αντον Τσέχωφ, “Οι γάμοι των μικροαστών” Του Μπ. Μπρέχτ, “Σκηνές από ένα γάμο” ο Μπέρκμαν, “Ο γάμος” του Ποντίκα, “Του Κουτρούλη ο γάμος” Του Ραγκαβή,  Μακάρι όλου του κόσμου τα παιδιά να παντρεύονται, να χαίρονται να τα χαίρονται οι μανούλες τους και στα δικά μας οι ανύπαντρες. Αλλά με τον covid είναι αλλιώς. Θα ήθελα να τους είχα όλους αυτούς τους συγγραφείς να τους κλείσω για 15 μέρες σε ένα σπίτι και να τους πω να γράψουν ξανά το έργο τους λαμβάνοντας υπ΄όψιν τους γάμους με τα κρούσματα. Γάμος στη Θεσσαλονίκη 21 κρούσματα μαζί και ο γαμπρός. “Κάναμε ότι κάνει όλος ο κόσμος” δηλώνουν οι νεόνυμφοι και ψάχνουν να βρουν τον ξενιστή που τους ευχήθηκε να ζήσουν ο αθεόφοβος.   Τέσσερα κρούσματα σε γάμο στις Σέρρες, Γλέντι στη Μυκη της Ξάνθης σε απόσταση αναπνοής από τον Εχίνο που δύο φορές μπήκε σε απομόνωση, θετική στον κορωνοιό καλεσμένη σε γάμο στην Αλεξανδρούπολη όπου όλοι οι καλεσμένοι κατέληξαν στο νοσοκομείο για τεστ. Συγνώμη αλλά θα μου επιτρέψετε να φιλοσοφήσω και να αναρωτηθώ: Ποια απόσταση χωρίζει την χαρά από την λύπη, την  υγεία από την αρρώστια και για να το κάνω πιο δραματικό, την ζωή από το θάνατο. Εδώ σας θέλω συγγραφείς μου. Γράψτε τώρα. 

Is this the End? Opera house LA MONNAIE

Έκλεισε λόγω Covid με ένα  Macbeth underworld την όπερα του   Pascal Dusapin και με σκηνοθέτη, το τρομερό παιδί του Γαλλικού θεάτρου Thomas Jolly. Τώρα ξεκινάει πάλι με ενθουσιασμό και αισιοδοξία αλλά αναρωτιέται όπως όλοι μας “Πως να επιστρέψεις στη σκηνή σ΄ αυτούς τους αγνώστους και αμφίβολους καιρούς και να διαβείς αυτό το θανάσιμο το κατώφλι». Παρ΄ όλα αυτά στο 23 της οδού Léopold στη Βελγική πρωτεύουσα ο οργασμός είναι στο φόρτε του. Ξεκινώντας από τον Σεπτέμβρη του 2020 και φτάνοντας στον Ιούλιο του 2021 ένα χορταστικό πρόγραμμα περιμένει τους operamaniac της πρωτεύουσας της Ευρώπης. Μιλάμε για το  LA MONNAIE / DE MUNT Opera house των Βρυξελλών που η ιστορία του κρατάει από το μακρινό 1700.
Έντεκα όπερες μεταξύ των οποίων και ο «Falstaf» του Βέρντι με διευθυντή ορχήστρας τον Alain Altinoglou που είχε υποδυθεί τον αιμοσταγή Μάκμπεθ πέρσι, ο “Henry VIII του Saint-Saens σε σκηνοθεσία του Olivier Py και ο “Parsifal” του Wagner που την σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο πολύς Romeo Castellucci.
Οκτώ κονσέρτα, επτά συνολικά ρεσιτάλ μεγάλων και γνωστών τραγουδιστών, τέσσερις παραστάσεις χορού, μια παράσταση μουσικής δωματίου.

Οι άνθρωποι του θεάτρου και των παραστατικών τεχνών ανά τον κόσμο έχουν όνειρα σχέδια ,και ετοιμάζονται για τους αμφίβολους καιρούς που ζούμε. Σας ενδιαφέρουν και άλλες λεπτομέρειες? Επισκεφθείτε το site  https://www.lamonnaie.be/en/  θα σας υποδεχθεί με ένα πηχυαίο ερωτηματικό τίτλο “Is this the end”, που σίγουρα δεν θα μπορείτε α απαντήσετε. 

 

Jan Versweyveld και Ivo Van Hove

Της Σοφίας Γουργουλιάνη, 23 Αυγούστου 2020

O Ivo Van Hove και ο Jan Versweyveld, εδώ και περίπου σαράντα χρόνια, ερευνούν σε βάθος το θεατρικό φαινόμενο αναζητώντας, αμφισβητώντας και ανατρέποντας πολλές φορές την ίδια την ουσία της θεατρικής πράξης. Έχουν διαμορφώσει έτσι μία ιδιαίτερη δική  τους αισθητική και έχουν ανοίξει νέους καλλιτεχνικούς δρόμους. Τη δεκαετία του 1980 ιδρύουν τις ομάδες Akt/Vertikaal και Toneelproducties De Tijd. Και στη συνέχεια  το 2001 στρέφονται στο –διάσημο πλέον- Toneelgroep Amsterdam, του οποίου ο Versweyveld είναι ο βασικός σκηνογράφος.

Μακριά από τις παραδοσιακές αστικές θεατρικές πρωτεύουσες, ο Jan Versweyveld θα κάνει τα πρώτα του βήματα στην Αμβέρσα του 1980, περιγράφοντας την ως τον παράδοξο –πλην όμως θεατρικά γόνιμο- συνδυασμό της σκληρής πανκ μουσικής με μια δυναμική bourgeois θεατρική σκηνή. Εκεί, σε ένα σεμινάριο χορού γνωρίζει τον Ivo Van Hove και η σφοδρότητα της σχέσης τους οδηγεί στη Νέα Υόρκη σε αναζήτηση εμπειριών και έμπνευσης. Με την επιστροφή τους προκύπτει η πρώτη κοινή δουλειά, εμπνευσμένη από μια σειρά βελγικών δραμάτων, με τον  τίτλο «Rumors». Και εκεί το καλλιτεχνικό δίδυμο θα γνωρίσει για πρώτη φορά την επιτυχία στην avant-garde σκηνή της πόλης.

Σήμερα, 40 χρόνια μετά, ο Jan Versweyveld μένει στο Άμστερνταμ και δηλώνει ότι βρίσκει έμπνευση στην ιστορία που κρύβει μέσα της η ίδια η πόλη. Σε μία συνέντευξη του μάλιστα ομολόγησε ότι το χτίσιμο ενός νέου κτηρίου τον συγκινεί και του δίνει έμπνευση διότι στα θεμέλια του κρύβεται η ιστορία της ίδιας της πόλης.

Με τις παραστάσεις του πλέον, να του χαρίζουν δάφνες πολύ μεγαλύτερες –και ίσως λαμπρότερες- από εκείνες τις underground σκηνής της Αμβέρσας, ο Versweyveld έχει πλέον ταξιδέψει θεατρικά στο Young Vic στο Λονδίνο, στο Lyceum Theater στη Νέα Υόρκη, στην Όπερα της Λυόν, στην Όπερα του Βερολίνου και σε θέατρα, όπερες και φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο. Ενώ, έχοντας εξελίξει τα ίδια του τα εκφραστικά μέσα, έχει μια αξιόλογη δουλειά να επιδείξει στην Αρχαία Ελληνική τραγωδία. Η σκηνογραφία του στην Αντιγόνη το 2015 αντιμετώπισε τα μέλη του χορού ως θεματοφύλακες της πόλης της Θήβας. Ένα χρόνο πριν (2019), στο ταξίδι του στην Επίδαυρο, θα αποδώσει την Ηλέκτρα και τον Ορέστη (Comedie Francaise, σε σκηνοθεσία Ivo Van Hove) σαν δύο άγρια ζώα που αναζητούν μια αναπόδραστη εκδίκηση, μέσα σε ένα χωμάτινο λάκκο φτιαγμένο από καπνό και χώμα.

Στο «Ψηλά από τη Γέφυρα» του Άρθουρ Μίλερ απογύμνωσε το σπίτι του Εντυ Καρμπόνε από το φυσικό σκηνικό του περιβάλλον, αντιλαμβανόμενος τις λέξεις σαν ένα σύνολο από πέτρες οι οποίες κρύβουν από κάτω ολόκληρους κόσμους σχέσεων και ανεκπλήρωτων παθών, βασισμένων–μόνο- στην ίδια την καθαρότητα των ηρώων του.(Δείτε παρακάτω ένα μικρό απόσπασμα)

Παράλληλα με παραστάσεις έργων του κλασικού ρεπερτορίου, από τον Ευριπίδη έως τον Άρθουρ Μίλερ, ο  Versweyveld έχει σκηνογραφήσει σύγχρονα κείμενα όπως η θεατρική απόδοση του αμφιλεγόμενου μυθιστορήματος της Ayn Rand, “The Fountainhead”. Εδώ χρησιμοποίησε, τεχνολογικά μέσα για να απεικονίσει θεατρικά τα ζωγραφικά έργα της πρωταγωνίστριας του έργου, δηλώνοντας πως αγαπάει την αλματώδη εξέλιξη της τεχνολογίας και ανυπομονεί για την εποχή στην οποία τα άλματα θα πραγματοποιούνται ακόμα γρηγορότερα.

Πέρα, από το θέατρο και τη λογοτεχνία, Ο Versweyveld και το Toneelgroep Amsterdam έλκεται από τον κινηματογράφο και έχει δουλέψει πάνω στο έργο του Μπερκμαν και του Αντονιόνι. Μάλιστα, η παράσταση «Μετά την Πρόβα- Περσόνα» ήταν η αιτία να τον γνωρίσει και το Ελληνικό κοινό στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2018.

Ο Jan Versweyveld είναι ,τελικά, ένας –ίσως- αφανής ήρωας στον οποίο όμως μία από τις σημαντικότερες διεθνώς θεατρικές ομάδες χρωστάει την θεατρική της ταυτότητα και αισθητική. Ένας ήρωας, που ίσως το ίδιο το σύγχρονο θέατρο να του οφείλει ένα μικρό χαμόγελο κι ένα ευχαριστώ για την ανανεωτική ορμή που του χάρισε αλλά και για το νεανικό του πάθος.

Young Vic: Arthur Miller's A VIEW FROM THE BRIDGE, Director IVO VAN HOVE, Stage and Light designer JAN VERSWEYVELD

Στα ανθρώπινα όρια της Jessica Goudeau After the last border

Σοφία Γουργουλιάνη,   22 Αυγούστου 2020

Η Jessica Goudeau, είναι αρθρογράφος για τους NewYork Times, την Atlantic, τη Washington, Post, τους Los Angeles Times αλλά και παραγωγός της ταινίας ντοκιμαντέρ μικρού μήκους «A Line Birds Can not See». Πριν από λίγες μέρες εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, «After the Last Border».
Αφηγείται, με αυτό, μια ιστορία για όλους εκείνους τους θαυμαστούς καινούριους κόσμους που αποδείχτηκαν φρεναπάτη. Και για τον δυτικό –μας- κόσμο που δεν δέχτηκε ποτέ να κάνει τα βουνά του ρατσισμού του να μοιάζουν με πεδιάδες.
Η συγγραφέας πραγματεύεται, εδώ, το φλέγον ζήτημα της προσφυγικής κρίσης, έχοντας βουτήξει στα άδυτα της σκληρής του πραγματικότητας μετά από χρόνια εργασίας με πρόσφυγες στο Austin του Texas. Και μας παραδίδει ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε στα Αγγλικά αρχές Αυγούστου και μοιάζει απογυμνωμένο από το αστικό μελό που μας θέλει -μόνο μακρινούς- παρατηρητές των εκάστοτε«τραγικών»προσφυγικών ιστοριών.
Με πρωταγωνίστριες της, δύο διαφορετικές γυναίκες πρόσφυγες από τη Μυανμάρ και από τη Συρία, μας χαρίζει ένα σκοτεινό ταξίδι σε μια απόλυτη καφκική Οδύσσεια στη σύγχρονη Αμερική.
Η MuNaw,είναι από τη Μυανμάρ. Μετά από μία δεκαετία σε στρατόπεδο προσφύγων,η μοίρα θα της χαμογελάσει, όταν θα βρεθεί σε αμερικανικό έδαφος. Για να συναντήσει, τελικά, τον δικό της προσωπικό καφκικό εφιάλτη στο Austin του Texas. Γκρίζα συγκροτήματα, γκρίζων διαμερισμάτων, λεωφορεία και μετρό που επιλέγουν αυτοβούλως ωράρια, επιβάτες και στάσεις. Ένα θερμοσίφωνο που αποδείχτηκε δυσεπίλυτο αίνιγμα, ένας φούρνος γεννημένος για να μην ψήνει και μια διαρκής αναζήτηση άγνωστου πλην απαραίτητου φαγητού.
Κι αν οι πρώτες μέρες της μοιάζουν με ψαροκόκαλο σφηνωμένο στο λαιμό, η MuNaw θα βρει τον τρόπο να το ξεσφηνώσει βλέποντας αυτοβούλως το ποτήρι της νέας της ζωής μισογεμάτο.
Η Hasnaal-Salam πίνει κάθε πρωί τον καφέ της στον κήπο της. Ο καφές είναι καυτός, της καίει τη γλώσσα. Τα παιδιά της παίζουν σχοινάκι στην αυλή του σχολείου. Στο πρώτο διάλειμμα θα φάνε. Δεν θυμάται τι, αλλά τους το μαγείρεψε χθες. Λίγο πριν παίξουνε επιτραπέζιο. Ο άντρας της δεν την φιλάει πια κάθε πρωί. Το σκέφτεται. Ο καφές είναι καυτός, της καίει τη γλώσσα. Το απόγευμα, μάλλον, θα τον φιλήσει εκείνη. Θα πιουν άλλο ένα καφέ παρέα. Όταν πέφτει ο ήλιος, ο κήπος δροσίζει. Θα βάλει από ένα παγάκι στον καφέ τους. Είναι, ακόμα, καλοκαίρι.
Το καθεστώς Άσαντ θα την οδηγήσει βίαια –και εκείνη- στο Austin. Σε ένα Austin, μακριά από παιδιά, φιλιά και κόσμους που τα νόμιζε δικά της. Με την αναγγελία της απαγόρευσης εισόδου προσφύγων από μουσουλμανικές χώρες να βουίζει στα αυτιά της, τα παγάκια να λιώνουν στον καφέ, το ανελέητο καλοκαίρι στο Texas να μην δροσίζει ποτέ  και την επανένωση με τα παιδιά της να μοιάζει με μακρινή υπόσχεση, η διάψευση του λαμπρού μέλλοντος είναι -τελικά- απόλυτη και συντριπτική.

Ιστορίες δύο γυναικών που τελικά είναι μια ιστορία ντροπής για έναν ολόκληρο δυτικό κόσμο που φορά αυτάρεσκα το προσωπείου του προοδευτισμού, για να αποδείξει, όμως, περίτρανα πως, η ίδια του η ύπαρξη τελικά βρίσκεται στα παλαιότερα των υποδημάτων του άκρατου ρατσισμού. Ένα βιβλίο για την ιστορία, την πορεία και τη διαχρονική υποδοχή των προσφύγων στην Αμερική που μοιάζει να μας ανοίγει το αναγκαίο παράθυρο στον σκληρό κόσμο του ες αεί παρόντος ρατσισμού.

AFTER THE LAST BORDER
Two families and the story of Refuge in America
by Jessica Goudeau
348 pp, Viking

Scroll to top