Θέατρο και Μεταθέατρο στον Μπέκετ

Μπορεί η αδυναμία έκφρασης να γίνει αντικείμενο τέχνης και αυτό το έργο τέχνης να εκφράζει την αδυναμία της έκφρασης; Στον Μπέκετ συμβαίνει αυτό και μάλιστα από τα πρώτα κιόλας έργα της συγγραφικής του πορείας.
Πεπεισμένος για την αδυναμία της γλώσσας να συλλάβει και να εκφράσει το φευγαλέο, το απρόβλεπτο και το παράδοξο της σκέψης και της ζωής, τάσσεται εναντίον της σαφήνειας και της απλότητας, αλλά και εναντίον των μονοδιάστατων ερμηνειών και των μονοσήμαντων συμβολισμών. Στρέφεται προς μία νέα θεατρική έκφραση, χρησιμοποιώντας τις λέξεις, όχι για το νόημα, που κουβαλούν, αλλά για τους ήχους και τις εικόνες, που παράγουν, μέσα από την ελλειπτικότητα του λόγου, την επανάληψη φράσεων και τις αντιθέσεις στα λόγια των ηρώων, ενώ παράλληλα καταργεί τις συμβάσεις του ρεαλιστικού θεάτρου, τον χρόνο και τον χώρο, τη δράση και τους χαρακτήρες, αλλά και τη λογική συνέχεια στην πλοκή.
Οι ήρωες, ή μάλλον οι αντιήρωες του Μπέκετ, πρόσωπα ασήμαντα και βεβαρημένα από ασθένειες, δεν έχουν συγκεκριμένη ιδεολογία και δεν έχουν να αντιμετωπίσουν κάποιο τραγικό δίλημμα, ούτε είναι αντιμέτωποι με τα πάθη και τις αδυναμίες τους, παρ’ όλα αυτά, είναι τραγικά όντα και ενσαρκώνουν καταστάσεις πανανθρώπινες. Το κάθε πρόσωπο αποτελείται από ένα σύνολο προσώπων, διαφορετικών, προϊόντος του χρόνου, που, όμως, δεν έχουν παρελθόν, παρά μόνο κάποιες σκόρπιες αναμνήσεις ενός εαυτού, που δεν θυμίζει σε τίποτα αυτό που είναι τώρα. Η αδράνειά των ηρώων, σε συνδυασμό με το απροσδιόριστο του χώρου και του χρόνου, κάνει τον εγκλωβισμό τους ακόμη πιο έντονο και την οδύνη της ύπαρξής τους, μεγαλύτερη. Μιλούν, όχι γιατί πραγματικά θέλουν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, ούτε για να πληροφορήσουν το κοινό σε σχέση με την ψυχολογία τους ή την εξέλιξη της πλοκής, αλλά για να καλύψουν τη σιωπή, που τους περιβάλλει.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει, ότι τα έργα του Μπέκετ χάνουν σε θεατρικότητα, τουναντίον, μέσα από κωμικές καταστάσεις, προβάλλει η τραγικότητα των ηρώων, αλλά και του σύγχρονου ανθρώπου, που έχει συνείδηση του τέλους, σε έναν κόσμο, που δεν γνωρίζει και που η προσπάθειά του να κατανοήσει το μυστήριο της ζωής ή να βρει την ευτυχία και τη γαλήνη σε έναν υλικό πολιτισμό είναι μάταιη.
Η Ουϊννυ, έχοντας αφομοιώσει ένα πρότυπο συμπεριφορών, που επιβάλλει ο σύγχρονος τρόπος ζωής, με συγκεκριμένες κοινωνικές συμπεριφορές: η καλή σύζυγος, που φροντίζει τον άντρα της, η καλή ερωμένη, που τον ικανοποιεί, η θρησκευόμενη και αισιόδοξη γυναίκα, που κάνει αγώνα για να μείνει ακόμα ελκυστική, γιατί έτσι θέλουν τα πρότυπα ομορφιάς, βυθίζεται όλο και πιο πολύ, σε αυτό που όλοι εμείς ονομάζουμε πολιτισμό και ακινητοποιείται. Σανίδα σωτηρίας για αυτήν αποτελεί η τσάντα της και όλα όσα περιέχει. Προσπαθεί να γαντζωθεί από τα αντικείμενα του σύγχρονου πολιτισμού και να τα εκμεταλλευτεί, ώστε η αναμονή της από τη γέννηση στον θάνατο να γίνει κάπως πιο υποφερτή. Γνωρίζει βέβαια, ότι το τέλος αργά ή γρήγορα θα έρθει και αυτή η περατότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, σε αντιδιαστολή με τα αντικείμενα, τα οποία θα συνεχίσουν να υπάρχουν και χωρίς εμάς, κάνουν έκδηλη την αδυναμία της και εντονότερη  τη φθοροποιό δύναμη του χρόνου.
Η Ουΐννυ θαμμένη μέχρι τη μέση στο πρώτο μέρος κι αργότερα, μέχρι το λαιμό, στο δεύτερο, σε έναν χώρο οριοθετημένο από έντονο και άπλετο φως, οι απροσδιόριστοι ήχοι, τα εκκωφαντικά κουδούνια και ο θόρυβος των λέξεων, μέσα από τη συνεχόμενη φλυαρία της, αλλά και η χρήση των αντικειμένων, που στα έργα του Μπέκετ εξωτερικεύουν τα άγχη και τις φοβίες του σύγχρονου ανθρώπου, προβάλλουν δυνατές εικόνες μοναξιάς και αποξένωσης και συμβάλλουν στη δημιουργία μίας έντονα θεατρικής ατμόσφαιρας.
Αν και χρησιμοποιεί πρακτικές μη αποδεκτές για το ρεαλιστικό θέατρο, ο Μπέκετ δεν παύει να αναφέρεται σε αυτό και να το σχολιάζει, εκθέτοντας στο κοινό τους μηχανισμούς του. Δεν χωρά αμφιβολία, ότι μια θεατρική παράσταση είναι τόσο φευγαλέα, όσο η ίδια η ζωή και η τεχνολογία, που διαθέτουμε σήμερα, είναι αδύνατο να αποτυπώσει, όχι τις εικόνες, αλλά την αίσθηση και την ατμόσφαιρα του έργου, σε σχέση με το κοινό, και να αναμεταδώσει τη ζωντάνια της στιγμής. Η παράσταση αρχίζει με το που ανάψουν οι προβολείς και τελειώνει μόλις αυτοί σβήσουν.
Πριν η Ουΐννυ αρχίσει τον μονόλογό της, κάνει όλα τα απαραίτητα, που θα έκανε μια ηθοποιός στο καμαρίνι της. Βουρτσίζει τα δόντια της, φτιάχνει τα μαλλιά της, φοράει το καπέλο της, κοιτάζεται στον καθρέφτη και βάζει κραγιόν. Απλώνει μπροστά της τα χρειαζούμενα αντικείμενα και τα μαζεύει όλα μαζί, «σωρευτικά, στο τέλος της ημέρας», όταν τα φώτα του θεάτρου σβήσουν. Την επόμενη μέρα τα αντικείμενα θα είναι πάλι εκεί, στη θέση τους, για να την βοηθήσουν να βγάλει την παράστασή της. Τα εκκωφαντικά κουδούνια της αρχής, που σηματοδοτούν έναρξη παράστασης, σε συνδυασμό με το εκτυφλωτικό φως ενός προβολέα, που θυμίζει μαρτύριο ανάκρισης, την ενεργοποιούν και την κάνουν να μιλά.   Τοποθετημένη συμμετρικά στο κέντρο της σκηνής και ψηλά, ώστε να είναι ορατή από όλους, η Ουΐννυ κοιτάζει προς το μέρος των θεατών και μονολογεί. Πολλές φορές τους απευθύνεται, εφιστώντας τους την προσοχή, άλλοτε πάλι, τυφλωμένη από το έντονο φως του προβολέα, αναρωτιέται αν υπάρχει κανείς, που την ακούει, ενώ πολλές φορές νιώθει, ότι κάποιος την παρακολουθεί. Έχει ανάγκη έστω από έναν θεατή, όπως όλοι οι ηθοποιοί, για να μπορέσει να κάνει την παράστασή της, αλλά κι αν δεν τον έχει, ευτυχώς, υπάρχει ο Ουΐλλυ, ο οποίος είναι εκεί και την ακούει.
Αυτή η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ηθοποιού και θεατή, είναι αρκετά δυσδιάκριτη στις «Ευτυχισμένες μέρες». Οι ρόλοι αντιστρέφονται και το αντικείμενο παρατήρησης γίνεται υποκείμενο και τούμπαλιν. Με το ζευγάρι των Σάουερ (shower) ή Κούκερ (cooker), που παραπέμπει στον οικογενειακό βίο και στην αστική τάξη, πιθανότατα υπονοούνται οι θεατές. Ο άνδρας, που είναι βουτηγμένος μέχρι το λαιμό στη λογική του «δούναι και λαβείν», βλέποντας την Ουΐννυ, την απορρίπτει, ως παράλογη οντότητα, καθώς, έτσι θαμμένη, όπως είναι, δεν χρησιμεύει σε τίποτα. Η Ουΐννυ, αντιδρά στα σχόλια του άντρα, χαρακτηρίζοντάς τον «άξεστο» και καταργεί την αντικειμενοποίησή της, κάνοντας το ζευγάρι αντικείμενο του δικού της βλέμματος και αναπαριστώντας με ευχέρεια μεγάλης ηθοποιού τον διάλογό τους, παίζοντας πότε τον έναν ρόλο και πότε τον άλλον.
Ο θεατής αποκωδικοποιώντας, με το δικό του τρόπο και σύμφωνα με την παιδεία του, την ευαισθησία και τις εμπειρίες του, τα αμφίσημα και αμφιλεγόμενα μηνύματα του έργου, στην ουσία συμμετέχει κι ο ίδιος στη δημιουργία της παράστασης, την ίδια ακριβώς στιγμή που συμβαίνει. Θα ήταν μεγάλο λάθος να ψάξουμε να βρούμε στα έργα του Μπέκετ, απαντήσεις σε ερωτήματα, λύσεις σε προβλήματα, συγκεκριμένες ιδεολογίες και πολιτικές αναφορές. Ο καλύτερος τρόπος για να έρθεις σε επαφή με τα έργα του Μπέκετ είναι περισσότερο με τη διαίσθηση παρά με τη λογική.

0 0 votes
Article Rating
Subscribe
Notify of
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments
Scroll to top
0
Would love your thoughts, please comment.x
()
x