Από τη Σοφία Γουργουλιάνη
Με την ιστορία να ρίχνει πάντα τις προειδοποιητικές της βολές πριν τις μεγάλες κοινωνικές κι ανθρωπιστικές καταιγίδες, οι γυναικοκτονίες στο Αφγανιστάν ξεκίνησαν, ήδη, από το 2015 να αυξάνονται ραγδαία. Με τους ιθύνοντες να δηλώνουν πως τα βήματα για την πρόοδο και την ισότητα είναι πελώρια κι απόλυτα σταθερά, η αστυνομία, το 2015 κινήθηκε νομικά -μόλις- εναντίον 72 από τους 241 θύτες. Και απέδειξε στην πράξη πως οι πολιτικές ρητορείες δεν ήταν παρά πολιτικά προσχήματα για την απόκρυψη της οδυνηρής αλήθειας.
Την επόμενη πενταετία τα όποια βήματα προς την ισότητα των γυναικών, ανακόπηκαν βίαια και μετατράπηκαν (μάλλον) ακούσια σε ταχεία οπισθοχώρηση. Μία οπισθοχώρηση που είχε, φυσικά, ως αναπότρεπτο κι οδυνηρό αποτέλεσμα την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν. Και τον βομβαρδισμό της συλλογικής συνείδησης με τον απόλυτο μισογυνισμό ως κατεστημένο κι αυτονόητο μέτρο.
Οι ίδιοι οι Ταλιμπάν, μετά την κατάληψη της Καμπούλ, δηλώνουν πως προτίθενται να σεβαστούν απόλυτα τα δικαιώματα των γυναικών. Όμως, προς επίρρωση του γνωστού ρητού, ο Μανωλιός- Ταλιμπάν μπορεί να έβαλε τα ρούχα του αλλιώς, δεν κατάφερε, βέβαια, να αλλάξει την ίδια του τη φασιστική φύση. Η ιστορία, λοιπόν, του 2020 τους διαψεύδει ηχηρά κι απόλυτα. Και «χαρίζει» -φυσικά- τους χειρότερους οιωνούς σε μια «διακυβέρνηση» έτοιμη κι αδίστακτη να πλημμυρίσει ψέμα και συντηρητισμό μια ολόκληρη γενιά και κοινωνία. Με τις δολοφονίες κι εξαφανίσεις γυναικών να εντείνονται μέσα στο 2020, μέσα σε μία ενδεικτική εβδομάδα του περασμένου έτους, μία γυναικολόγος ανέβηκε ένα πρωί στο μηχανάκι της για να πέσει -ακαριαία- θύμα εκρηκτικού μηχανισμού. Ενώ, τρεις Αφγανές γυναίκες δημοσιογράφοι στην πόλη Jalalabad βρέθηκαν δολοφονημένες. Δολοφονημένες από σφαίρα. Εξ’ επαφής.
Λίγες μέρες πριν την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν σημειώθηκε και η πρώτη «συμβολική» απουσία γυναικών στην Καμπούλ ως ένδειξη της νέας φασιστικής τάξης πραγμάτων. Οι ίδιοι, λοιπόν, οι Αφγανοί πολίτες μετρώντας μέρες και ώρες για την «υποδοχή» των Ταλιμπάν ξεκόλλησαν όλες τις διαφημιστικές αφίσες για γυναικεία προϊόντα ομορφιάς από τους δρόμους των πόλεων. Λίγο, λοιπόν, πριν την εγκαθίδρυση της νέας «εξουσίας», οι κάτοικοι των πόλεων έσπευσαν , μόνοι, να ξεκολλήσουν και να βάψουν με σπρέι όσες αφίσες απεικόνιζαν γυναίκες να χρησιμοποιούν καλλυντικά και άλλες μεθόδους καλλωπισμού.
Η επόμενη απουσία, ήταν (και είναι ακόμα) αυτή της «εξαφάνισης» των γυναικών από το δημόσιο χώρο των πόλεων. Σύμφωνα, λοιπόν, με την Αφγανή πολιτική δημοσιογράφο και αναλύτρια Zarmina Kakar οι γυναίκες, μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν εξαφανίστηκαν ξαφνικά από τους δρόμους. Κι απέμειναν οι λίγες και θαρραλέες να καλύπτονται ολόκληρες με μαντήλες για να αγοράσουν κρεμμύδια. Και ψωμί. Αν, λοιπόν, θέλει τόλμη κι αρετή η ελευθερία, οι σύγχρονες Αφγανές αναδεικνύονται ξαφνικά -κι απόλυτα οριστικά- σε ηρωίδες των δύσκολων καιρών για την χώρα.
Ως απάντηση στην Kakar, ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν, Zabiullah Mujahid, αναγνωρίζει την «εξαφάνιση» αυτή, δηλώνοντας ,όμως, πως αυτή θα αποβεί σε όφελος των γυναικών, καθώς οι ίδιοι οι Ταλιμπάν χρειάζονται χρόνο προκειμένου να εμφυσήσουν στα μέλη τους τον σεβασμό της γυναίκας. Θεωρώντας, λοιπόν, πως οι γυναίκες θα αρχίσουν και πάλι να ξεπηδάνε στους δρόμους και στην δημόσια σφαίρα μόλις οι «απλοί» στρατιώτες Ταλιμπάν περάσουν από κάποια εκπαίδευση για την εξάλειψη του μισογυνισμού, διατυμπανίζει πως για το «καλό» τους, αυτές θα έπρεπε για λίγο να χωθούν στις σκοτεινές κουζίνες των σπιτιών τους. Ένα «καλό», όμως, που λαμβάνεται και πάλι με γνώμονα τον υπαρκτό μισογυνισμό των «αρχόντων» και την (ίσως) επικείμενη προσπάθεια για τον μετριασμό του.
Η επίσημη πολιτική των Ταλιμπάν δείχει για την ώρα να ακολουθεί μια μετριοπαθή πολιτική στο ζήτημα των γυναικών δηλώνοντας, επίσης, πως, μέσα στα πλαίσια του Ισλάμ, θα αναγνωρίσει δικαιώματα στις γυναίκες. Παραβλέποντας, όμως, τον ασφυκτικό χαρακτήρα των κανόνων της Saria οι υποσχέσεις της νεότευκτης εξουσίας μοιάζουν απόλυτα ανεδαφικές. Ενώ, χρησιμοποιώντας για όπιο του γυναικείου λαού της χώρας το ίδιο τους «το καλό» επιδιώκουν συνοπτικά κι οριστικά την εγκατάσταση τους μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού. Και παρουσιάζοντας εαυτούς ως σύγχρονους ανθρώπινους σκύλους του Παβλόφ, υποστηρίζουν ακράδαντα πως μια κάποια εξαρτημένη μάθηση (κι όχι ανεξάρτητη παιδεία) μπορεί να τους αλλάξει τα φασιστικά μυαλά.