Μια φανταστική περιήγηση στο βιβλιοπωλείο του Λώρενς Φερλινγκέτι

Το πρωί της Τετάρτης μάθαμε πως ο Λώρενς Φερλινγκέτι, αμερικάνος ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 101 ετών. Από όλες τις ιδιότητες που του «προσάπτουν» -ποιητής και συγγραφέας, ζωγράφος και διανοούμενος, φιλειρηνιστής και κοινωνικός ακτιβιστής- η ιδιότητά του ως ιδιοκτήτης του περίφημου βιβλιοπωλείου City Light book store δεν είναι λιγότερο σημαντική. Και αυτό γιατί ο χώρος που πρωτοάνοιξε το 1953 στο Σαν Φρανσίσκο με πρωτοβουλία δική του και του Peter Martin αποτέλεσε χώρο ζύμωσης και φιλοξενίας της beat λογοτεχνίας. Κερουάκ, Γκίνσπεργκ και Μπάροουζ και άλλοι βρήκαν εκεί το στέκι της επαναστατική τους διανόησης. Ο Φερλινγκέτι είχε τη χαρά να λέει πως από τη στιγμή που άνοιξαν, η πόρτα έμεινε πάντα ανοιχτή.

Ένα γκουγκλάρισμα στο όνομα “City light book store” και μία εικονική περιήγηση στο tripadvisor σου επιτρέπει να εισχωρήσεις φανταστικά στο ξακουστό βιβλιοπωλείο του Φερλινγκέτι. Σ’ έναν μάλλον κατηφορικό δρόμο, με τον αμερικανικό ήλιο του Σαν Φρανσίσκο, στη διασταύρωση δύο οδών, το σομόν κτίριο με  τις μαύρες, σιδερένιες πόρτες για πρόσοψη με καλεί να μπω μέσα. Τα χρυσά, προεξέχοντα γράμματα“City light book store” (δεν ξέρω για εσάς αλλά εμένα όλα τα βιβλιοπωλεία των ονείρων μου έχουν επιγραφή με χρυσά γράμματα) επιβεβαιώνουν πως ο χώρος έχει ένα prestige που χαρίζει μόνο ο χρόνος. Μία μεγάλη τζαμαρία για να θαυμάσεις τις καινούριες κυκλοφορίες και τα bestseller. Μπαίνω μέσα. Ξύλινο, δρύινο πάτωμα και ξύλινες θήκες βιβλίων σε ελαφρώς πιο ανοιχτό χρώμα. Ένα κομμάτι χαρτιού με την υπογραφή του Φερλινγκέτι γράφει «The printing press has made poetry too silent. I want it to be heard, to have the direct impact of speech».Η μορφή του Φερλινγκέτι ξεπηδά δίπλα μου. «Η ποίηση θα πρέπει να είναι εξ ίσου απλή, όχι μια περικοκλάδα νοημάτων την οποία θα αδυνατούσε να αναγνώσει ο απλός άνθρωπος» μου εξηγεί. «Ιδανικά, θα έπρεπε να ξυπνάει, με αυτή του την απλότητα τον άνθρωπο.» Τώρα, μπορώ να πω πως συμφωνώ με τις ευγενείς προθέσεις αυτής της άποψης, ωστόσο «Δεν με βρίσκεις απολύτως σύμφωνη, Λώρενς, καθώς το ζητούμενο δεν είναι πάντα η απλότητα». «Πιάσε», λέει πάλι και σκύβει να μου δώσει ένα βιβλίο που δεν λες πως είναι και σε περίοπτη θέση. Ενώ τρίβει την μέση του να χαλαρώσει τον πόνο που προέκυψε από το σκύψιμο-είναι και κάποιας ηλικίας!- διαβάζω τον τίτλο της συλλογής. Πρόκειται για το A coney island of the mind, μία από τις πιο πολυδιαβασμένες ποιητικές συλλογές παγκοσμίως. Πολλά εκατομμύρια εκτίμησαν λοιπόν την απλότητα! Ξεφυλλίζω τη συλλογή και το μάτι μου πέφτει στο παρακάτω ποίημα:

Just as I used to say
                           love comes harder to the aged
because they’ve been running
                                  on the same old rails too long
and then when the sly switch comes along
                                        they miss the turn
and burn up the wrong rail while
                           the gay caboose goes flying
and the steam-engine driver don’t recognize
                                        them new electric horns
and the aged run Out on the rusty spur
                                        which ends up in
                          the dead grass where
the rusty tin cans and bedsprings and old razor
                          blades and moldy mattresses
                                       lie
and the rail breaks off dead
                          right there
though the ties go on awhile
                                       and the aged
say to themselves
             Well
                   this must be the place
                          we were supposed to lie down
And they do
     while the bright saloon careens along away
    on a high
         hilltop
          its windows full of blue sky and lovers
        with flowers
             their long hair streaming
                          and all of them laughing
          and waving and
                          whispering to each other
and looking out and
                          wondering what that graveyard
      where the rails end
             is

Ο Φερλινγκέτι μου κλείνει το μάτι και αναρωτιέμαι, κολλώντας με τους τέσσερις πρώτους στίχους, αν και εκείνος αισθάνεται όπως εγώ, πως οι ράγες που τρέχω δεν έχουν ακόμη σκουριάσει. Προχωρώ στα ενδότερατου μαγαζιού.

«Διάβασε εδώ (και) τώρα» προτρέπει μία χειρόγραφη πινακίδα (λατρεύω τους γραφικούς χαρακτήρες) πάνω από μία βιβλιοθήκη και άλλες: «a literary meeting place since 1953» και «free the press». Μία ακόμη καδραρισμένη αφίσα αναφέρει πως ο Γκίνσπεργκ υπογράφει αυτόγραφα την τάδε μέρα. Φαντάζομαι πως θα ήταν αυτόγραφα για το καταδικαστέο για τα ήθη της εποχής «Ουρλιαχτό», το  οποίο ο Φερλινγκέτι αποφάσισε να εκδώσει το 1956. Αναφορές στην ομοφυλοφιλία, ναρκωτικά και άλλα καθέκαστα καταδικάζουν τον ίδιο ως εκδότη απρεπούς λογοτεχνίας. Το γεγονός αποτέλεσε την αφορμή να κερδηθεί μία μάχη για την ελευθερία του λόγου.

Μία ξύλινη σκαλίτσα οδηγείς το υπόγειο του μαγαζιού που σίγουρα έχει περισσότερα βιβλία. Το ξύλο παλιό, αν και φροντισμένο. Μυρίζει βιβλίο και ξύλο μαζί. Στο υπόγειο κόκκινες σωληνώσεις ορθώνονται σε μερικά σημεία και ο τοίχος που καταλήγει δίπλα στη σκάλα είναι χτισμένος με μικρό, κόκκινο τουβλάκι. Σκαμπό δίπλα από τις ξύλινες θήκες σε προσκαλούν να κάνεις μία στάση για διάβασμα. Η πινακίδα «A kind of library where books are sold» απογειώνει την αίσθησή μου για τον χώρο.

Κάνω μία στάση στην πραγματικότητα και αρχίζω να μετράω πόσο καιρό έχω να επισκεφτώ ένα πραγματικό βιβλιοπωλείο. Ο εγκλεισμός της καραντίνας έχει παραταθεί ανυπέρβλητα και για μας τους βιβλιοφάγους η εβδομαδιαία επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο συνιστούσε την μπαρότσαρκα ή την βόλτα στα μαγαζιά. Η επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο είναι ένα συνονθύλευμα θετικών πραγμάτων-ιδεών, εξερεύνησης, ηρεμίας, ενθουσιασμού, θετικότητας και γαργάλημα αισθήσεων.
Γύρω ησυχία.
Ξεφύλλισμα βιβλίων. Χαμηλόφωνες ερωτήσεις για νέες κυκλοφορίες. Μυρωδιά από πρώτες κόπιες. Χέρια που αρπάζουν το αντίτυπο που πρόσεξες. Ένας συντονισμός στον ίδιο χώρο με άλλους που διατηρείτε την αγάπη για την ανάγνωση.

Τώρα περισσότερο από ποτέ, ίσως, μας έχουν λείψει οι χώροι ως μέρη συνύπαρξης, η παρουσία μας και ο ορισμός μας μέσα σε αυτούς. Τα μικρά βιβλιοπωλεία θα έπρεπε να γνωρίζουν καλύτερα τη δύναμη που έχουν ως χώροι- μαγνήτες- συσπειρωτές μικρών κοινοτήτων. Νομίζω πως η ανάγκη που αναδυόταν πριν την πρωτόγνωρη πανδημία -να χαθούμε στο πλήθος- αντικαταστάθηκε με την ανάγκη του “ανήκειν” σε μικρές ομάδες με αληθινή αλληλεπίδραση, ανταλλαγή απόψεων. Η πανδημία ανέδειξε την ανάγκη της γειτονιάς και τη σημασία του μικρού, του κοντινού – κοίτα να δεις που τελικά μας νοιάζει και ποιος είναι ο διπλανός μας- καθώς προσηλωθήκαμε περισσότερο στον Άνθρωπο.  Θέλουμε το μικρό και οικογενειακό βιβλιοπωλείο που έχει προσωπικότητα, κάνει δράσεις, έχει άποψη για αυτά που κυκλοφορούν και το πιο σημαντικό, μπορεί να αποτελέσει χώρο συγκέντρωσης πέντε-δέκα αναγνωστών που στο τέλος της εβδομάδας θα πιουν μαζί ένα ποτήρι κρασί και θα ανταλλάξουν εντυπώσεις για βιβλία. Είναι σημαντικό να δημιουργηθούν μικρές αλλά σημαντικές κοινότητες Ανάγνωσης. Και να έχουμε περισσότερα παραδείγματα βιβλιοπωλείων όπως ο Μωβ Σκίουρος στην Καρύτση, το Επί Λέξει στην Ακαδημίας, οι Πλειάδες στο Παγκράτι, το Έναστρον στο Κέντρο και το Λεμόνι στο Θησείο που έχουν αποδείξει τη δύναμη του μικρού. (Μακάρι να μπορούσαμε να αναφέρουμε και το παράδειγμα του Βιβλιοστάτη, που έκλεισε το 2016, λόγω της κρίσης.) Νομίζω πως έχουμε ανάγκη από τύπους σαν τον Φερλινγκέτι που κρατάνε τους χώρους ανοιχτούς (και δεν μιλάμε για περιόδους πανδημίας). Εννοώ προσιτούς. Δεν χρειάζεται να συντηρείς στο χώρο σου κινήματα όπως αυτό της beat λογοτεχνίας. Αρκεί να βοηθάς να συντηρείται η αναγνωστική απόλαυση σε μικρές κοινότητες, όπου μέσα τους είναι ευκολότερο ίσως η επικοινωνία της.

Η περιήγησή μου τελειώνει. Μπορεί να μην καταφέρω να έρθω σ’ αυτήν την άκρη του κόσμου, αλλά δεν μπορεί, νιώθω αισιόδοξη, τα πράγματα θα πάνε καλύτερα και θα τα πούμε σύντομα ανάμεσα σε κάποιο κοντινό βιβλιοπωλείο. Πηγαίνοντας προς την πόρτα μου ήρθε ένα άλλο ποίημα από εκείνη τη συλλογή που με τρυφερότητα έβαλε στα χέρια μου.

The penny candy store beyond the El
is where I first
fell in love
with unreality
Jelly beans glowed in the semi-gloom
of that September afternoon
A cat upon the counter moved among
the licorice sticks
and tootsie rolls
and Oh Boy Gum

Outside the leaves were falling as they died

A wind had blown away the sun

A girl ran in
Her hair was rainy
Her breasts were breathless in the little room

Outside the leaves were falling
and they cried
Too soon! too soon!

Τον ψάχνω ανάμεσα στις βιβλιοθήκες να τον ευχαριστήσω για την σύνδεση που «φύτεψε» στο μυαλό μου. Ναι, Λώρενς, το βιβλιοπωλείο είναι το μέρος που πρώτη φορά ερωτεύτηκα αυτό που «δεν είναι πραγματικότητα». Βλέπω από μακριά πως έχει πολλή δουλειά. Άλλωστε όπως έχει δηλώσει ταπεινά είναι απλώς «ο τύπος που τρέχει το μαγαζί». Βγαίνοντας από το βιβλιοπωλείο, ο σκύλος του ο Όμηρος, ο «υπεύθυνος δημοτικότητας και δημοσίων σχέσεων» του μαγαζιού, σύμφωνα με τον ίδιο, ξύνει το αυτί και δεν έχει πάρει χαμπάρι την παρουσία μου. Στέκεται έπειτα απτόητος, κοιτάει τον απέναντι δρόμο και ο ήλιος του Σαν Φρανσίσκο του λούζει τα αυτιά.

Eθνικές εορτές και η διαμόρφωση μιας επιλεκτικής εθνικής συλλογικής μνήμης

Πάντα μου έκανε εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο οι εθνικές εορτές συμβάλλουν στην διαμόρφωση μια επιλεκτικής εθνικής συλλογικής μνήμης.
– Η Γαλλία γιορτάζει στις 8 Μαΐου (1945) την ολοκληρωτική ήττα των Γερμανών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η είσοδος στον πόλεμο και η ολοκληρωτική κατάρρευση στο μέτωπο σε ελάχιστες ημέρες, δεν αποτελεί για τους Γάλλους ένα γεγονός στο οποίο θέλουν να δώσουν έμφαση.
– Παρομοίως η Ολλανδία γιορτάζει στις 5 Μαΐου (1945) την λήξη της Γερμανικής κατοχής στην χώρα τους. Η αντίσταση ενάντια στους Γερμανούς τον Μάιο του 1940 κράτησε 5 ημέρες και ένας σφοδρότατος βομβαρδισμός της πόλης του Ρότερνταμ οδήγησε -μεταξύ άλλων- στην γρήγορη συνθηκολόγηση της.
– Η Ιταλία γιορτάζει στις 25 Απριλίου (1945) την “απελευθέρωση της από τον Φασισμό”. Το καθεστώς της Ιταλίας για 21 ολόκληρα χρόνια (1922-1943) ήταν φασιστικό υπό τον Μπενίτο Μουσολίνι με ευρεία λαϊκή αποδοχή. Ο βασικός σύμμαχος στον Άξονα, και υπεύθυνη για την έναρξη πολλών πολεμικών συγκρούσεων, μεταξύ αυτών και εναντίον της Ελλάδας. Η πτώση του Μουσολίνι ήταν συνδυασμός περισσότερο εξωγενών παραγόντων παρά εσωτερικής αντίστασης. Παρ’ όλα αυτά η ημέρα αυτή έχει κυρίως συμβολικό χαρακτήρα, επειδή η αποκήρυξη του φασισμού για το νέο Ιταλικό κράτος θεωρείται ως θεμελιώδους σημασίας για την ζωή μετά τον πόλεμο και όχι για να τιμηθούν τα πεπραγμένα της χώρας πριν και κατά την διάρκεια αυτού.
– Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που γιορτάζει την είσοδο της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μελέτη της ιστορίας μας εστιάζει στον περήφανο πράγματι τρόπο που η Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου (1940) απέρριψε το τελεσίγραφο των Ιταλών και οδηγήθηκε σε έναν αρχικά νικηφόρο πόλεμο εναντίον τους. Μέχρι που οι Γερμανοί Ναζί ήρθαν προς βοήθεια τους και με συνοπτικές διαδικασίες έκαμψαν αυτήν την αντίσταση (Απρίλιος-Μάιος 1941). Συμβολικά το ΟΧΙ αποδίδεται στην άρνηση του φασισμού, παρότι επικεφαλής του κράτους ήταν ο Δικτάτορας και φίλα προσκείμενος σε τέτοιου είδους ιδέες, Ιωάννης Μεταξάς. Αυτή την ημέρα τιμάται συγκεκριμένα “το έπος της Αλβανίας” και γενικά και αόριστα “η αντίσταση του Ελληνικού Λαού” κατά την διάρκεια της σκληρότατης γερμανικής (κατά το μεγαλύτερο ποσοστό) κατοχής. Γενικά και αόριστα γιατί δεν γίνεται πότε επί της ουσίας ανοιχτή και χωρίς ιδεολογικούς χρωματισμούς συζήτηση για το τι ήταν αυτή η αντίσταση, γιατί δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη στους συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων όπως σε όλες τις άλλες χώρες κλπ.
-Η Ελλάδα δεν γιορτάζει λοιπόν την απελευθέρωση της από τους Γερμανούς στις 12 Οκτωβρίου (1944) για ένα πολύ απλό λόγο. Γιατί ο πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ. Σπάνια συζητάμε ανοιχτά για το πως φτάσαμε από την πτώση της Κρήτης (Μάιος 1941) στο τέλος του εμφυλίου πολέμου (Αύγουστος 1949). Οι απόψεις συνήθως συνοψίζονται στο τι μας είπε ο παππούς μας ο αντάρτης ή ο παππούς μας ο στρατιωτικός. Και οι δύο δεν ήξεραν όμως ότι τόσα χρόνια πολεμούσαν μάταια για κάτι που είχε συμφωνηθεί σε μια χαρτοπετσέτα μεταξύ του Στάλιν και του Τσώρτσιλ τον Οκτώβριο του 1944.
-Και θυμόμαστε κάτι τέτοιες ημέρες τον Ουίνστον με ένα πούρο στο στόμα να λέει “Στο εξής δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες” αλλά πόσο συχνά αναφέρεται ότι τον Δεκέμβριο του 1944 έδωσε την ακόλουθη εντολή στα Βρετανικά στρατεύματα στην Αθήνα λέγοντας: “Μην διστάζετε πάντως να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη, όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση”
Τα κράτη λοιπόν θεσπίζοντας εθνικές εορτές επιλέγουν να υπερθεματίσουν συγκεκριμένες πτυχές της ιστορίας και να αποσιωπήσουν άλλες διαμορφώνοντας με αυτόν τον τρόπο επιλεκτικά την εθνική συλλογική τους μνήμη. Η μελέτη και η ικανότητα ανάλυσης της ιστορίας καθώς και η ανοιχτή και χωρίς παρωπίδες συζήτηση σχετικά με αυτή μπορεί να μας διδάξει πράγματα πολύ πιο ουσιαστικά για το παρελθόν αλλά και για το μέλλον μας.” 

The power of the empty space

“There was not one amongst us who looked forward to being born. We disliked the rigors of existence, the unfulfilled longings, the enshrined injustices of the world, the labyrinths of love, the ignorance of parents, the fact of dying, and the amazing indifference of the living in the midst of the simple beauties of the universe. We feared the heartlessness of human beings, all of whom are born blind, few of whom ever learn to see.”

Ben Okri, The Famished Road

I am writing this article in the midst of the most absolute perplexity, trying to imagine what will our lives be like in the post-pandemic days… for those who will survive. It’s common knowledge that postwar is even more traumatic and painful than war itself. And that’s what we’ve been told – that we are waging a war against an invisible enemy, against a deadly and uncontrolled force that has madly unraveled in all corners of the world and in all the corners of our scared and cornered bodies. A few days ago, Colombian historian Diana Uribe invited us not to give up: she said that it was just our bodies that were confined; not our minds, our spirits. But for those of us who see no boundaries between our physical/mental/spiritual bodies, this prison of fear, uncertainty, news (truths and post-truths) and  Trumpian fake news, statistics and maps of horror, Diana Uribe’s solace is rather thin. Each one of us, with our masks and our Damocles’ swords in our gaze…, ask each other from our tragic distancing: “Who’s next? You or me? Don’t come too close!” 

Nature has challenged us like never before: but how could we not have foreseen it? The arrogance of human beings (as in Okri’s text), kings and queens of creation, have crumbled and humbled us like never before. It is not an earthquake, or a tsunami, or a planetarian hecatomb that has forced us to our knees. The threat comes from deep within us, from our deepest and most remote cells: we spawned the evil and we are inoculating it to one another: it is a body-to-body combat with no winners… we are all victims… all losers. ‘Sometimes you win and sometimes you… learn.’ Let us hope this deadly pandemic will teach us the lesson… for good. 

Social distancing and the Japanese concept of MA

During the early 1980s, as an aspiring dance student in New York City (at the dawn of the AIDS plague), I became aware, thanks to my Korean master and partner, Cho Kyoo Hyun, of the Japanese concept of MA, an idea ingrained in their culture and in all aspects of life. MA is regarded as pause in time and as an interval or emptiness in space – no, it is not a notion of negative voidness, on the contrary, it is perceived as a ‘pregnant nothingness.’ It is a dimension full of energy and meaning: in music it is the silence between the notes and the sounds; in architecture the space between the columns; in painting, the empty space around the image; in conversation, the gap between ideas and words; in theater, the dramatic pauses between the actor’s lines; in dance, the preparation before movement, the nuances and suspension and, at the end, the resonance, the echo….stillness. 

For a dancer stillness is not the absence of movement: On the contrary, stillness (immobility) is the quintessence of movement. Movement in its pure state. The concept of MA is also present in interpersonal relationships: in Japan, (before coronavirus), social distancing was already very alive in their culture: it is the bubble of privacy, intimacy, secrecy to which every human being has a right. MA is also emptiness full of possibilities: a promise that awaits to be fulfilled. A Japanese poem explains it clearly:

Walls and doors shape the house; however the space between them define its essence.

My body, my home

Between 2007-11, El Colegio del Cuerpo (The School of the Body) conceived for Cartagena’s educational system The Project MA: My body, my home, financed by the Japanese Social Development Fund (JSDF) through the World Bank’s Education Department. This initiative was aimed mostly at children and youngsters belonging to Cartagena’s most vulnerable communities – those who have been displaced because of Colombia’s civil armed conflict (undeclared civil war) and those who always have suffered poverty. The project sought to offer tools to shield them against the multiple threats they face in these underprivileged neighborhoods. The goal was to make them aware that their own bodies are sacred habitats and havens of dignity, self-respect and respect for others: their body as space/time (MA) where they could discover other notions of wealth/health, completely unknown to them: silence, stillness, privacy, intimacy, hygiene, the ethics/aesthetics of care, amongst many others. Most of these children come from contexts where they do not experience these possibilities and opportunities. Domestic violence, overcrowding, noise, promiscuity and sexual and drug abuse are their daily bread. A sophisticated, exotic and necessary idea as the Japanese MA, offered them a new vision of their lives. Through meditation, exercise, breathing, concentration techniques and other languages of art, as well as theoretical workshops with experts on all these subjects and issues, the education of the physical/mental/spiritual body was introduced in the curriculum.

El-Colegio-del-Cuerpo-1024x768

In these dark days, in which social distancing is the only proven antidote to halt the spreading of the virus, the Japanese concept of MA comes to my mind: in the supermarket queues, the conversations with our neighbors, the hands we cannot shake and the hugs we cannot share, we start to feel the devastating  power of the void and the solitude of human condition; each one of us in his or her (our) own life and death bubble (alone!) in front of his or her (our) own destiny. This sort of negative MA has been imposed on us by way of this violent reality that we cannot stop or change. For those of us who work with/in our bodies as our primordial tool and language, times approaching, until the beast will be defeated, are uncertain and scary. When will we be allowed to touch each other again? When will my neighbour’s (or dance partner’s) saliva or sweat droplets cease to be a threat? When will we be able to share our work on a stage with hundreds or thousands of spectators who come to see us? Will my/body recover someday the trust in the body of some/body else? Will we be able to see ourselves again as cells of a healthy social body, not anymore frightened and lonely, but coresponsible and compassionate?

Dance, as a form of corpo/real communication in the era of Coronavirus, will be forced to find poetry in distancing: the intervals and pauses of a compulsory MA where we will have to create and find inspiration in absence, solitude and presage. Visionary French poet and playwright Jean Genet forecast it in his amazing The Tightrope Walker: 

‘Do not dance for us but for yourself. It is not a whore we come to see in the circus but a solitary lover, spared and vanished on the rope. Always in the region of hell. It is your solitude that will haunt us.

Jean Genet The Tightrope Walker (Le Funambule)

Let’s introduce Alvaro Restrepo

Colombian dancer and choreographer, born in Cartagena de Indias on September 10, 1957. He has a Cartagena family and was raised in Bogotá. According to him, it was his great-aunt Maruja de León de Luna who revealed his passion for art and spirituality. When he was younger, Restrepo already showed himself to be a person of great social sensitivity. He volunteered at Bosconia, a famous program for homeless children in Bogotá. That experience marked him and led him to worry especially about the tragedies of marginalized childhood. Restrepo was formed in New York and reaped his first triumphs in Europe.
Since 1997, Álvaro Restrepo has dedicated his energy to El Colegio del Cuerpo, a visionary dance centre in Cartagena de Indias (Colombia), where, with Marie France Delieuvin, he has taught thousands of young people, often in the most precarious situations, and created works of exceptional beauty and moral force. He is a dear friend and one of the people I count myself most fortunate to have met. When he sent me this text, which he’d written for El Tiempo, I immediately asked him if I could share it here

Scroll to top