Το πρωί της Τετάρτης μάθαμε πως ο Λώρενς Φερλινγκέτι, αμερικάνος ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 101 ετών. Από όλες τις ιδιότητες που του «προσάπτουν» -ποιητής και συγγραφέας, ζωγράφος και διανοούμενος, φιλειρηνιστής και κοινωνικός ακτιβιστής- η ιδιότητά του ως ιδιοκτήτης του περίφημου βιβλιοπωλείου City Light book store δεν είναι λιγότερο σημαντική. Και αυτό γιατί ο χώρος που πρωτοάνοιξε το 1953 στο Σαν Φρανσίσκο με πρωτοβουλία δική του και του Peter Martin αποτέλεσε χώρο ζύμωσης και φιλοξενίας της beat λογοτεχνίας. Κερουάκ, Γκίνσπεργκ και Μπάροουζ και άλλοι βρήκαν εκεί το στέκι της επαναστατική τους διανόησης. Ο Φερλινγκέτι είχε τη χαρά να λέει πως από τη στιγμή που άνοιξαν, η πόρτα έμεινε πάντα ανοιχτή.
Ένα γκουγκλάρισμα στο όνομα “City light book store” και μία εικονική περιήγηση στο tripadvisor σου επιτρέπει να εισχωρήσεις φανταστικά στο ξακουστό βιβλιοπωλείο του Φερλινγκέτι. Σ’ έναν μάλλον κατηφορικό δρόμο, με τον αμερικανικό ήλιο του Σαν Φρανσίσκο, στη διασταύρωση δύο οδών, το σομόν κτίριο με τις μαύρες, σιδερένιες πόρτες για πρόσοψη με καλεί να μπω μέσα. Τα χρυσά, προεξέχοντα γράμματα“City light book store” (δεν ξέρω για εσάς αλλά εμένα όλα τα βιβλιοπωλεία των ονείρων μου έχουν επιγραφή με χρυσά γράμματα) επιβεβαιώνουν πως ο χώρος έχει ένα prestige που χαρίζει μόνο ο χρόνος. Μία μεγάλη τζαμαρία για να θαυμάσεις τις καινούριες κυκλοφορίες και τα bestseller. Μπαίνω μέσα. Ξύλινο, δρύινο πάτωμα και ξύλινες θήκες βιβλίων σε ελαφρώς πιο ανοιχτό χρώμα. Ένα κομμάτι χαρτιού με την υπογραφή του Φερλινγκέτι γράφει «The printing press has made poetry too silent. I want it to be heard, to have the direct impact of speech».Η μορφή του Φερλινγκέτι ξεπηδά δίπλα μου. «Η ποίηση θα πρέπει να είναι εξ ίσου απλή, όχι μια περικοκλάδα νοημάτων την οποία θα αδυνατούσε να αναγνώσει ο απλός άνθρωπος» μου εξηγεί. «Ιδανικά, θα έπρεπε να ξυπνάει, με αυτή του την απλότητα τον άνθρωπο.» Τώρα, μπορώ να πω πως συμφωνώ με τις ευγενείς προθέσεις αυτής της άποψης, ωστόσο «Δεν με βρίσκεις απολύτως σύμφωνη, Λώρενς, καθώς το ζητούμενο δεν είναι πάντα η απλότητα». «Πιάσε», λέει πάλι και σκύβει να μου δώσει ένα βιβλίο που δεν λες πως είναι και σε περίοπτη θέση. Ενώ τρίβει την μέση του να χαλαρώσει τον πόνο που προέκυψε από το σκύψιμο-είναι και κάποιας ηλικίας!- διαβάζω τον τίτλο της συλλογής. Πρόκειται για το A coney island of the mind, μία από τις πιο πολυδιαβασμένες ποιητικές συλλογές παγκοσμίως. Πολλά εκατομμύρια εκτίμησαν λοιπόν την απλότητα! Ξεφυλλίζω τη συλλογή και το μάτι μου πέφτει στο παρακάτω ποίημα:
Just as I used to say
love comes harder to the aged
because they’ve been running
on the same old rails too long
and then when the sly switch comes along
they miss the turn
and burn up the wrong rail while
the gay caboose goes flying
and the steam-engine driver don’t recognize
them new electric horns
and the aged run Out on the rusty spur
which ends up in
the dead grass where
the rusty tin cans and bedsprings and old razor
blades and moldy mattresses
lie
and the rail breaks off dead
right there
though the ties go on awhile
and the aged
say to themselves
Well
this must be the place
we were supposed to lie down
And they do
while the bright saloon careens along away
on a high
hilltop
its windows full of blue sky and lovers
with flowers
their long hair streaming
and all of them laughing
and waving and
whispering to each other
and looking out and
wondering what that graveyard
where the rails end
is
Ο Φερλινγκέτι μου κλείνει το μάτι και αναρωτιέμαι, κολλώντας με τους τέσσερις πρώτους στίχους, αν και εκείνος αισθάνεται όπως εγώ, πως οι ράγες που τρέχω δεν έχουν ακόμη σκουριάσει. Προχωρώ στα ενδότερατου μαγαζιού.
«Διάβασε εδώ (και) τώρα» προτρέπει μία χειρόγραφη πινακίδα (λατρεύω τους γραφικούς χαρακτήρες) πάνω από μία βιβλιοθήκη και άλλες: «a literary meeting place since 1953» και «free the press». Μία ακόμη καδραρισμένη αφίσα αναφέρει πως ο Γκίνσπεργκ υπογράφει αυτόγραφα την τάδε μέρα. Φαντάζομαι πως θα ήταν αυτόγραφα για το καταδικαστέο για τα ήθη της εποχής «Ουρλιαχτό», το οποίο ο Φερλινγκέτι αποφάσισε να εκδώσει το 1956. Αναφορές στην ομοφυλοφιλία, ναρκωτικά και άλλα καθέκαστα καταδικάζουν τον ίδιο ως εκδότη απρεπούς λογοτεχνίας. Το γεγονός αποτέλεσε την αφορμή να κερδηθεί μία μάχη για την ελευθερία του λόγου.
Μία ξύλινη σκαλίτσα οδηγείς το υπόγειο του μαγαζιού που σίγουρα έχει περισσότερα βιβλία. Το ξύλο παλιό, αν και φροντισμένο. Μυρίζει βιβλίο και ξύλο μαζί. Στο υπόγειο κόκκινες σωληνώσεις ορθώνονται σε μερικά σημεία και ο τοίχος που καταλήγει δίπλα στη σκάλα είναι χτισμένος με μικρό, κόκκινο τουβλάκι. Σκαμπό δίπλα από τις ξύλινες θήκες σε προσκαλούν να κάνεις μία στάση για διάβασμα. Η πινακίδα «A kind of library where books are sold» απογειώνει την αίσθησή μου για τον χώρο.
Κάνω μία στάση στην πραγματικότητα και αρχίζω να μετράω πόσο καιρό έχω να επισκεφτώ ένα πραγματικό βιβλιοπωλείο. Ο εγκλεισμός της καραντίνας έχει παραταθεί ανυπέρβλητα και για μας τους βιβλιοφάγους η εβδομαδιαία επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο συνιστούσε την μπαρότσαρκα ή την βόλτα στα μαγαζιά. Η επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο είναι ένα συνονθύλευμα θετικών πραγμάτων-ιδεών, εξερεύνησης, ηρεμίας, ενθουσιασμού, θετικότητας και γαργάλημα αισθήσεων.
Γύρω ησυχία.
Ξεφύλλισμα βιβλίων. Χαμηλόφωνες ερωτήσεις για νέες κυκλοφορίες. Μυρωδιά από πρώτες κόπιες. Χέρια που αρπάζουν το αντίτυπο που πρόσεξες. Ένας συντονισμός στον ίδιο χώρο με άλλους που διατηρείτε την αγάπη για την ανάγνωση.
Τώρα περισσότερο από ποτέ, ίσως, μας έχουν λείψει οι χώροι ως μέρη συνύπαρξης, η παρουσία μας και ο ορισμός μας μέσα σε αυτούς. Τα μικρά βιβλιοπωλεία θα έπρεπε να γνωρίζουν καλύτερα τη δύναμη που έχουν ως χώροι- μαγνήτες- συσπειρωτές μικρών κοινοτήτων. Νομίζω πως η ανάγκη που αναδυόταν πριν την πρωτόγνωρη πανδημία -να χαθούμε στο πλήθος- αντικαταστάθηκε με την ανάγκη του “ανήκειν” σε μικρές ομάδες με αληθινή αλληλεπίδραση, ανταλλαγή απόψεων. Η πανδημία ανέδειξε την ανάγκη της γειτονιάς και τη σημασία του μικρού, του κοντινού – κοίτα να δεις που τελικά μας νοιάζει και ποιος είναι ο διπλανός μας- καθώς προσηλωθήκαμε περισσότερο στον Άνθρωπο. Θέλουμε το μικρό και οικογενειακό βιβλιοπωλείο που έχει προσωπικότητα, κάνει δράσεις, έχει άποψη για αυτά που κυκλοφορούν και το πιο σημαντικό, μπορεί να αποτελέσει χώρο συγκέντρωσης πέντε-δέκα αναγνωστών που στο τέλος της εβδομάδας θα πιουν μαζί ένα ποτήρι κρασί και θα ανταλλάξουν εντυπώσεις για βιβλία. Είναι σημαντικό να δημιουργηθούν μικρές αλλά σημαντικές κοινότητες Ανάγνωσης. Και να έχουμε περισσότερα παραδείγματα βιβλιοπωλείων όπως ο Μωβ Σκίουρος στην Καρύτση, το Επί Λέξει στην Ακαδημίας, οι Πλειάδες στο Παγκράτι, το Έναστρον στο Κέντρο και το Λεμόνι στο Θησείο που έχουν αποδείξει τη δύναμη του μικρού. (Μακάρι να μπορούσαμε να αναφέρουμε και το παράδειγμα του Βιβλιοστάτη, που έκλεισε το 2016, λόγω της κρίσης.) Νομίζω πως έχουμε ανάγκη από τύπους σαν τον Φερλινγκέτι που κρατάνε τους χώρους ανοιχτούς (και δεν μιλάμε για περιόδους πανδημίας). Εννοώ προσιτούς. Δεν χρειάζεται να συντηρείς στο χώρο σου κινήματα όπως αυτό της beat λογοτεχνίας. Αρκεί να βοηθάς να συντηρείται η αναγνωστική απόλαυση σε μικρές κοινότητες, όπου μέσα τους είναι ευκολότερο ίσως η επικοινωνία της.
Η περιήγησή μου τελειώνει. Μπορεί να μην καταφέρω να έρθω σ’ αυτήν την άκρη του κόσμου, αλλά δεν μπορεί, νιώθω αισιόδοξη, τα πράγματα θα πάνε καλύτερα και θα τα πούμε σύντομα ανάμεσα σε κάποιο κοντινό βιβλιοπωλείο. Πηγαίνοντας προς την πόρτα μου ήρθε ένα άλλο ποίημα από εκείνη τη συλλογή που με τρυφερότητα έβαλε στα χέρια μου.
The penny candy store beyond the El
is where I first
fell in love
with unreality
Jelly beans glowed in the semi-gloom
of that September afternoon
A cat upon the counter moved among
the licorice sticks
and tootsie rolls
and Oh Boy Gum
Outside the leaves were falling as they died
A wind had blown away the sun
A girl ran in
Her hair was rainy
Her breasts were breathless in the little room
Outside the leaves were falling
and they cried
Too soon! too soon!
Τον ψάχνω ανάμεσα στις βιβλιοθήκες να τον ευχαριστήσω για την σύνδεση που «φύτεψε» στο μυαλό μου. Ναι, Λώρενς, το βιβλιοπωλείο είναι το μέρος που πρώτη φορά ερωτεύτηκα αυτό που «δεν είναι πραγματικότητα». Βλέπω από μακριά πως έχει πολλή δουλειά. Άλλωστε όπως έχει δηλώσει ταπεινά είναι απλώς «ο τύπος που τρέχει το μαγαζί». Βγαίνοντας από το βιβλιοπωλείο, ο σκύλος του ο Όμηρος, ο «υπεύθυνος δημοτικότητας και δημοσίων σχέσεων» του μαγαζιού, σύμφωνα με τον ίδιο, ξύνει το αυτί και δεν έχει πάρει χαμπάρι την παρουσία μου. Στέκεται έπειτα απτόητος, κοιτάει τον απέναντι δρόμο και ο ήλιος του Σαν Φρανσίσκο του λούζει τα αυτιά.