To ice factory του Grimsby

Το Grimsby είναι μία παραλιακή πόλη στην ανατολική ακτή του Ηνωμένου Βασιλείου, 113 χιλιόμετρα ανατολικά του Sheffield. Η παράδοση ήθελε το Grimsby να διαθέτει τον μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο του Ηνωμένου Βασιλείου έως το 1990. Έναν στόλο που συνοδευόταν από ένα εμβληματικό κτήριο που φιλοξενούσε ένα εργοστάσιο πάγου για την συντήρηση των χιλιάδων τόνων ψαριών.

Όταν στο τέλος του προηγούμενου αιώνα το ψάρεμα παύει να αποτελεί κέντρο της δραστηριότητας των κατοίκων του Grimsby, το εργοστάσιο εγκαταλείπεται και αφήνεται στην αναπόφευκτη παρακμή του χρόνου. Μία παρακμή που αν και το βρίσκει να εντάσσεται σε λίστες με σημαντικά μνημεία της χώρας, δεν του χαρίζει καμία πιθανότητα επιστροφής στην «ενεργό δράση».

Κι αν, ίσως, τα ίδια του τα μηχανήματα βρίσκονταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, βρετανικό πρόγραμμα για την αναστήλωση και την επαναχρησιμοποίηση εγκαταλελειμμένων κτηρίων αποφάσισε να μετατρέψει τα 4.350 τετραγωνικά μέτρα του σε ένα θέατρο εθνικής εμβέλειας 1.400 θέσεων. 

Με τον ίδιο τον δήμαρχο να δηλώνει πως θα καταβάλλει κάθε προσπάθεια να χαρίσει μια νέα ζωή σε ένα κτήριο που αποτελεί την ζωντανή ιστορία της πόλης, βρισκόμαστε, εδώ, μπροστά σε ένα απτό παράδειγμα κατανόησης των καλλιτεχνικών αναγκών και δυνατοτήτων της αγγλικής επαρχίας. Κι αν, λοιπόν, οι όποιοι ιθύνοντες της κεντρικής διοίκησης εκφράζουν ανησυχίες για την δυνατότητα αξιοποίησης του χώρου από την τοπική καλλιτεχνική κοινότητα, πολιτικοί παράγοντες της πόλης επιμένουν στην καλλιτεχνική ορμή της βρετανικής επαρχίας και στην δυνατότητα για απόλυτη αξιοποίηση του μελλοντικά νεότευκτου χώρου.

Οποιεσδήποτε αναλογίες και παρομοιώσεις με την κρατική μέριμνα για την ανάπτυξη της τέχνης στην επαρχία της χώρας μας προκύπτουν φυσικά, εδώ, αυθόρμητα και -ίσως- αναγκαία. Και μας καλούν να αναλογιστούμε τις δυνατότητες και τις ανάγκες ενός συνόλου καλλιτεχνών αλλά κι ενός κοινού που επιμένει να προσπαθεί για την ισότιμη πρόσβαση σε ευκαιρίες μακριά από το πατροπαράδοτο κέντρο της Αθήνας, αλλά κοντά στις ρίζες και στον τόπο που το τροφοδοτεί και το εμπνέει.  

Waiting for Godot: πόσο διαρκεί μια zoom κλήση με τον Beckett?

Της Ιωάννας Μπούρη, 31 Μαίου 2021

Συνέβη όταν άνοιξα το NewYorker της 10ης Μαΐου και βρήκα μια σύντομη στήλη κάτω από τον τίτλο Shallwego?”.

Ήταν μια κλεφτή ματιά σε μια καταγεγραμμένη πρόβα που έκανε μέσω zoom η ομάδα New Groupγια τη νέα της παραγωγή: μια νέα προσέγγιση, στο κλασσικό πια ”Waiting for Godot” του Samuel Beckett.

Σε αυτό το zoom call, ο Ethan Hawke συνδέθηκε από το Μπρούκλιν όπου ήταν μεσημέρι και o John Leguizamo από ένα ξενοδοχείο στο Λονδίνο που ήταν απόγευμα. Στην ίδια κλήση επίσης συνδέθηκαν οι Tarik Trotter και Wallace Shawn. Όλοι μαζί αποτελούν τον θίασο της παραγωγής, που παρουσιάζεται πλέον on line και on demand, υπό τη σκηνοθετική επιμέλεια του Scott Elliott.

Ο Ιρλανδός κριτικός Vivan Mercier περιέγραψε το”Waiting for Godot”, ως το έργο στο οποίο δε συμβαίνει απολύτως τίποτα, δύο φορές. Πρόκειται για ένα έργο σε δυο πράξεις, όπου οι δυο βασικοί ήρωες: Βλάντιμιρ και Έστραγκον, προκαλούν αδέξια μια σειρά φιλοσοφικών, θρησκευτικών και υπαρξιακών αναζητήσεων. Δύο ήρωες – μαριονέτες στα χέρια  αυτού που περιμένουν. Και αυτό που περιμένουν στο έργο έχει όνομα και γεμάτο calendar: Ο Γκοντό. Στο έργο ακούμε μονίμως για τον Γκοντό, ο οποίος όμως δεν εμφανίζεται ποτέ. Αντ’ αυτού, γινόμαστε συνταξιδιώτες σε μια τροχιά αναμονής – εκεί που δε συμβαίνει τίποτα. Χρόνος, τραύμα και εαυτός. Προσδοκώντας την έλευση του Γκοντό, οι Βλάντιμιρ και Έστραγκον προσπαθούν να αντικαταστήσουν την ανία της ζωής με το μαρτύριο της ύπαρξης. Ο ‘θάνατος’ του Γκοντό εξουσιάζει την ύπαρξη των Βλάντιμιρ και Έστραγκον, και τους σπρώχνει να επαληθεύουν την ύπαρξή τους μέσα από τη ματαιότητα των πράξεων τους, εκεί που η ύπαρξη ισοδυναμεί με αμνησία.

Το έργο κατά το όραμα του Beckett, λαμβάνει χώρα σε ένα δυστοπικό, έρημο τοπίο ονείρου, με κεντρικό σκηνικό στοιχείο ένα κούφιο, νεκρό δέντρο.Αν και εξαιρετικά σπάνιο, δεν είναι η πρώτη φορά που το σκηνικό του ”Waiting for Godot”αναπαριστά εσωτερικό χώρο. Ίσως όμως είναι η πρώτη φορά που δε βλέπουμε αυτό το δέντρο – σύμβολο του υπαρξιακού angst των ηρώων.Έχουμε, λοιπόν, μια [ακόμα πιο] απομονωμένη προσέγγισητου έργου, με ένα πανδημικό touch: οι Βλάντιμιρ και Έστραγκον, φαντάζονται ένα δέντρο [ή μια ύπαρξη;] κοιτάζοντας έξω από τα παράθυρά τους.΄Ενα δέντρο για το οποίο ο θεατής ακούει συνέχεια αλλά δε βλέπει ποτέ, ίσως όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον Γκοντό. Στο ίδιο πλαίσιο απομόνωσης, τα τέσσερα πρόσωπα δε συναντώνται ποτέ, και βρίσκονται σε τέσσερα διαφορετικά δωμάτια, ενώ αλληλοεπιδρούν ανταλλάζοντας καπέλα και άλλα σκηνικά αντικείμενα δια μαγείας μέσω zoom.

Οι προσεγγίσεις  των ηρώων ήταν μικτές, με έναν ψύχραιμο και στοργικό Hawke στο ρόλο του Βλάντιμιρ, και μια πιο Μπεκετική κλοουνερί προσέγγιση στον Έστραγκον του Leguizamo.Την παράσταση κλέβει ο Lucky του Wallace  Shawn, με μια ερμηνεία-ηφαίστειο που κάνει οικονομία εκεί που πρέπει, και πυροδοτείται έτσι για το θρυλικό χορό και μονόλογο του Lucky προς τέλος της πρώτης πράξης.

Το έργο διαρκεί τρεις ώρες, και παρουσιάζεται με μια άνεση στο χρόνο, που εντείνει την αίσθηση της αναμονής και της ματαιότητας στο θεατή. Πρόκειται για μια ευφυέστατη επιλογή έργου υπό τη συνθήκη του μέσου και για μια τεράστια πρόκληση. Η δυσκολία έγινε ελαφρώς αισθητή σε λίγα σημεία, όταν κάποιες φράσεις του κειμένου διαχειρίστηκαν με την ευκολία να ανταλλάσσονται ως inside jokes ανάμεσα στους δυο χαρακτήρες, χωρίς να αποσαφηνίζεται η συμβολική τους σημασία στον θεατή.

Μια ματιά στο φιλοσοφικό και υπαρξιακό πλαίσιο των ηρώων, με βαθιές θρησκευτικές και ηθικές απολήξεις. Με έναν ιδιαίτερα diverse θίασο να φωτίζει μια νέα διάσταση του έργου πάνω στο ρατσισμό και το λευκό προνόμιο.

Το ”Waiting for Godot”, είναι ένα ήσυχο έργο που έχει γραφτεί για να θέτει ερωτήσεις. Ένα έργο στο οποίο καθρεφτίζεται μια νέα πραγματικότητα που τους τελευταίους μήνες όλοι αναγκαστήκαμε να φορέσουμε. Ίσως όμως τελικά, αυτή η τρίωρη ησυχία να είναι η πιο κατάλληλη εποχή για να ρωτήσουμε και να αναρωτηθούμε.

Hamlet του Shakespeare και της RUTH NEGA

 

Ο δικός μας Hamlet δεν ήταν δυνατόν να μην σταματήσει έξω από το …….. και να μην μνημονεύσει εδώ μία παράσταση του ….Hamlet.

Δεν ήταν δυνατόν να μην επισημάνει και θαυμάσει μία ηθοποιό ελάχιστα γνωστή– για να μην πω καθόλου- στο Ελληνικό κοινό: RUTH NEGGA το όνομα της και το μικρό και αδύνατο σώμα της έβγαλε μια πρωτόγνωρη δύναμη. Την δύναμη του Σαιξπηρικού κορυφαίου ήρωα. Ο Hamlet της Negga είναι παραγωγή του  Dublin Gate theater μεταφέρθηκε και έκανε πρεμιέρα στο St Ann’s Warehouse του Μπρούκλιν στις 9 Φεβρουαρίου 2020 και έκλεισε στις 8 Μαρτίου.

Πρόλαβε ωστόσο να ταράξει τα νερά και να αναδείξει τόσο την Negga σε έναν πρωτόγνωρο και καταπληκτικό Hamlet αλλά και την σκηνοθεσία της Yaël Farber σε μία εμπνευσμένη σκηνοθεσία.

Η Ruth Negga Ιρλανδή με ρίζες από την Αιθιοπία, κατάφερε να δώσει ένα Αμλετ  μεγάλης έξαρσης μέσα στη μελαγχολία του. Με μια ενστικτώδη νεανική οργή εκφράζει μια αηδία που φτάνει μέχρι τις πίσω σειρές του θεάτρου για τον διεφθαρμένο πολιτικό κόσμο που μπορεί κορυφαίο ρόλο να παίζει ο θειος του και η  ίδια η μητέρα του αλλά μέρος του αποτελεί και αυτός ο ίδιος  τον Θείο του και τώρα πατριό του μέρος του είναι και αυτός ο ίδιος.   Το υπαρξιακό στοιχείο λοιπόν που έτσι και αλλιώς δεσπόζει στον Σαιξπηρικό ήρωα αποκτάει μια έντονη πολιτική διάσταση και γίνεται καταγγελία των πολιτικών ηθών και πρακτικών.

Girl From the North Country, ένα Jukebox musical

Ένα έθνος καταρρακωμένο. Αποταμιεύσεις μιας ζωής εξαφανισμένες σε μια νύχτα. Το σπίτι που νόμιζες ότι θα ζεις για πάντα δεν υπάρχει πια. Οι άνθρωποι αντί να έρχονται σε επαφή , έρχονται σε σύγκρουση, ακόμη και μέλη της ίδιας οικογενείας. Και ο χειμώνας φαίνεται ατελείωτος.

Αυτή είναι η οπτική του Ιρλανδού δραματουργού  Connor McPherson, από το Ντουλούθ της Μινεσότα του 1934, όπως το συνοψίζει στο βαθύτατα όμορφο  “Girl From the North Country,”  (Το κορίτσι από τα Βόρεια)). Το έργο θα ήταν άλλος ένας τίτλος στους χιλιάδες της αμερικάνικης κινηματογραφικής παραγωγής, αν δεν ήταν βασισμένο σε παλιά τραγούδια του Bob Dylan.  Θα νομίζετε ότι μια τόσο σκληρή οπτική ενός Αμερικάνικου χθες μοιάζει και χωράει τόσο άβολα σε ένα κοντινό αύριο.  Ποιος θα ήθελε να κοιτάξει μέσα σε ένα τόσο σκοτεινό καθρέπτη.

Το έργο έκανε πρεμιέρα μερικές μέρες πριν στο Belasco Theater  υπό την αστραφτερή σκηνοθεσία του McPherson’s και παρόλο που αυτή η παραγωγή , περιγράφει  την περίοδο της μεγάλης οικονομικής ύφεσης με υπερβολικά αρνητική γλαφυρότητα, ωστόσο είναι το απόλυτα αντίθετο της κατάθλιψης.  Και αυτό γιατί ο McPherson αφουγκράζεται την Αμερική που τραγουδάει μέσα στο σκοτάδι. Και οι φωνές της φωτίζουν την νύχτα με μια θεϊκή ακτινοβολία.

Το “Girl From the North Country,” είναι μια μίξη φαινομενικά ασύνδετων στοιχείων που μιλάει την δική του γλώσσα και ρέει αβίαστα και μάλιστα σε εδάφη αχαρτογράφητα για τα ήθη του Broadway.  Τεχνικά , θα έλεγε κανείς ότι ανήκει σε ένα είδος που αποκαλούν στο Broadway: the jukebox musical, διότι βασίζεται σε  λίστες γνωστών ηχογραφήσεων καλλιτεχνών σαν λόγια κειμένου.

Θέατρα κλειστά, βραβεία Tony μελαγχολικά

Στη Νέα Υόρκη τον Ιούνιο, κορίτσια με σορτς και businessmen με λεπτά σακάκια τρώνε το μεσημέρι στο Central Park. Τουρίστες φωτογραφίζονται με κοντομάνικα και καπέλα «I love New York» με φόντο το Άγαλμα της Ελευθερίας. Κάποιοι Νεοϋορκέζοι λιάζονται στη Μύκονο ή στην Ανάφη. Ενώ στο Radio City Music Hall, το αμερικάνικο θέατρο φοράει τα καλά του και υπέρλαμπρο, εμφανίζεται μπροστά σε κοινό και κριτικές επιτροπές για ένα πολυπόθητο βραβείο Tony. Κι αν ,φέτος, ο Ιούνιος βρήκε τους Νεοϋορκέζους στα σπίτια τους και το Άγαλμα της Ελευθερίας μακριά από τα φωτογραφικά φλας, το θέατρο επιχειρεί αποφασιστικά να εγκαταλείψει το λαγούμι το, ανακοινώνοντας τις υποψηφιότητες για τα φετινά αναβληθέντα βραβεία Tony. Ενώ ανακοινώνει παράλληλα πως η αναβολή δεν ήταν παρά πρόσκαιρο σημάδι αβέβαιων καιρών και πως η τελετή θα λάβει χώρα διαδικτυακά κατά την διάρκεια του χειμώνα.

Με τις υποψηφιότητες να ανακοινώνονται στις 15 Οκτωβρίου ,και να λαμβάνουν για φέτος υπ’ όψιν τους μόνο όσες παραστάσεις έκαναν την πρεμιέρα τους έως τον Φεβρουάριο του 2020, οι παραστάσεις που σέρνουν την κούρσα των βραβείων στην κατηγορία του καλύτερου μιούζικαλ είναι το «Jagged Little Peel» και το «Moulin Rouge! The Musical». Το πρώτο, βασισμένο σε τραγούδια της Alanis Morissette εκκινώντας από μία φαινομενικά αγία αμερικανική οικογένεια εμπλέκει στα αστικά της δίχτυα μία ιστορία βιασμού, ενός εθισμού στα ναρκωτικά και κάποιων ενδοσυζυγικών τριγμών. Και με χειρουργική ακρίβεια την ανατέμνει ,αναπόδραστα, στα εξ’ων (κακώς) συνετέθη.  Ενώ, το δεύτερο, το «Moulin Rouge! The Musical» έδωσε νέα θεατρική πνοή στα μοιραία πάθη του πολυαγαπημένου κλασικού μιούζικαλ.

Στην κατηγορία, τώρα, του νέου θεατρικού έργου η παράσταση «Slave Play»του νεαρού συγγραφέα Jeremy O. Harris και το «Inheritance» του Matthew Lopez υποδέχονται τους προβολείς των θεατρικών βραβείων Tony. Το «Slave Play» λαμβάνοντας τον τίτλο του πλέον προκλητικού έργου του περσινού Broadway, με χρονικό φόντο τον 19ο αιώνα, επιχειρεί να προσεγγίσει το ζήτημα των διαφυλετικών σχέσεων μέσα από μια σειρά σεξουαλικών παιχνιδιών ανάμεσα στα μέλη «μικτών» ζευγαριών. Ενώ, το «Inheritance» χάρισε στο Broadway μια σύγχρονη εκδοχή του «Howards End» του E. M. Forster μεταφέροντας την αναζήτηση ταυτότητας, κοινότητας και –εν τέλει- σπιτιού τριών γενεών γκέι ανδρών στην Νέα Υόρκη του 20ου και 21ου αιώνα.

Το Broadway βραβεύοντας, κάθε χρόνο, τις αναβιώσεις και διασκευές κλασικών έργων, μοιάζει να βρίσκει τον φετινό ιδανικό υποψήφιο του στην παράσταση «A soldier’s play», διασκευή του ομότιτλου έργου του Charles Fuller. Το έργο μας μεταφέρει στο 1944, στην στρατιωτική βάση της Λουϊζιάνα και στον φόνο ενός μαύρου λοχία. Ξεκινώντας, λοιπόν, από την αγωνιώδη αναζήτηση του δολοφόνου εμπλουτίζει την κλασική φόρμα του who dunit με καίρια σχόλια για την ρατσιστική αλλοτρίωση του δυτικού κόσμου και την ενσωμάτωση των εθνικιστικών διδαγμάτων.

Αναφορικά με τα βραβεία ερμηνειών, στις υποψηφιότητες των ανδρών θα βρει κανείς τους Χολιγουντιανούς αστέρες Jake Gyllenhaal για την παράσταση «Sea Wall/ALife» και Tom Hiddleston για την πρόσφατη διασκευή του «Betrayal» του Χάρολντ Πίντερ. Αλλά και τους πρωταγωνιστές του «Inheritance», Andrew Burnap, και του «A soldier’s play»,Blair Underwood.

Στις γυναίκες, το Χόλυγουντ εκπροσωπεί η Laura Liney για την ερμηνεία της στην παράσταση «My Name is Lucy Barton». Ενώ και η πρωταγωνίστρια του «Inheritance», Joaquina Kalukango, βρέθηκε υποψήφια σε αυτή την κατηγορία.

Στις υπόλοιπες κατηγορίες ερμηνειών, σε μιούζικαλ και σε θεατρικό έργο (εκτός μιούζικαλ) τις υποψηφιότητες μονοπωλούν οι πρωταγωνιστές των ««Jagged Little Peel», «Moulin Rouge! The Musical», «A soldier’s play», «Inheritance»και «Slave  Play». Τέλος, το ίδιο συμβαίνει στις κατηγορίες της σκηνογραφίας, των κοστουμιών και του φωτισμού.

Με τα θέατρα του Broadway να παραμένουν κλειστά από τον Μάρτιο και να συνεχίζουν, σύμφωνα με επίσημες ανακοινώσεις, να κρατάνε κατεβασμένα τα ρολά τους τουλάχιστον μέχρι και τον Μάιο του 2021, η ίδια η θεατρική σάρκα και ψυχή μοιάζει να προσπαθεί να βγει ξανά στην επιφάνεια. Ακόμα και χωρίς πρόβες, ακόμα και χωρίς φιλιά στα καμαρίνια, ακόμα και χωρίς σφηνάκια πριν την παράσταση και κρασιά μετά. Έστω με βραβεία, κόκκινα χαλιά και πανάκριβα φορέματα.

Επεισοδιακές ανακατατάξεις στα θέατρα του Παρισιού

Ερευνα, Αργυρώ Βώβου-θεατρολόγος, Οκτώβριος 2020

Την ίδια στιγμή που ο κορωνοϊός κρατά τα θέατρα σε παγκόσμιο επίπεδο κλειστά, με τις απόπειρες να καταστεί εφικτή η λειτουργία τους  να οδηγούνται σε αδιέξοδο, οι πρόσφατες σοβαρές και κρίσιμης σημασίας ανακατατάξεις στα παρισινά θέατρα δημιουργούν αντιδράσεις και διχάζουν την καλλιτεχνική κοινότητα στο Παρίσι.

Opéra national de Paris : Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ «ΑΣΩΤΟΥ»

Χρέη καλλιτεχνικού διευθυντή της Όπερας του Παρισιού φαίνεται ότι αναλαμβάνει ο πρώην διευθυντής του COC (Canadian Opera Company) Alexander Neef. Ο Neef δεν είναι άγνωστος στον καλλιτεχνικό κόσμο της Γαλλίας αφού από το 2004 ως και το 2008 υπήρξε ο βασικός casting director της Όπερας του Παρισιού δουλεύοντας δίπλα στον Gerard Mortier. Οι δημοσιογράφοι και οι κριτικοί βλέπουν πολύ θετικά την επιστροφή  του με τον Christian Merlin από τη Le Figaro να υποστηρίζει ότι: «Ο Neef είναι μια πολύ σωστή επιλογή για τη θέση του διευθυντή. Για πρώτη φορά δίνεται η ευκαιρία σε έναν νέο άντρα να αναλάβει τη θέση αυτή και μάλιστα στην ακμή και όχι στη Δύση της καριέρας του […] ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα αυτής της απόφασης είναι το γεγονός ότι ο Neef λόγω της καταγωγής και της δράσης του σε Αμερική και Ευρώπη, έχει πολύπλευρες γνώσεις και ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες.» Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι γίνονται ακόμη προσπάθειες από τη μεριά του COC ώστε ο Neef να συνεχίσει να είναι ενεργός παράλληλα  και στις Όπερες του Τορόντο, μέχρι τουλάχιστον να βρεθεί αντικαταστάτης του. Ο Neef ήταν αυτός που αγωνίστηκε ώστε το Τορόντο να μεταμορφωθεί σε πηγή πνευματικής και καλλιτεχνικής καλλιέργειας, σε ένα στέκι αισθητικής και συγκίνησης για τους λάτρες της όπερας, και όχι μόνο. Ενδεικτικό της επιτυχίας του στο Τορόντο είναι το ανέβασμα της όπερας του Rufus Wainwright “Hadrian”  όπου παρουσιάζεται η ιστορία της ερωτικής σχέσης του Ρωμαίου αυτοκράτορα με τον Αντίνοο, έναν νεαρό Έλληνα.
Λίγο πριν την οριστική ανακοίνωση του ονόματος του από τους επίσημους φορείς, προς μεγάλη του έκπληξη, ο Neef πραγματοποίησε μια συνομιλία διάρκειας 45 λεπτών με τον πρόεδρο Emmanuel Macron κατά τη διάρκεια της οποίας δέχθηκε πολλές ερωτήσεις για τα σχέδια του σχετικά με τη διαχείριση της Όπερας. Με την εμπιστοσύνη και τη στήριξη όλης της καλλιτεχνικής κοινότητας του Παρισιού, αναλαμβάνει καθήκοντα το φθινόπωρο του 2020, σχεδόν έναν χρόνο νωρίτερα δηλαδή από την προβλεπόμενη έναρξη της θητείας του. Ο Neef όπως λέει αντιμετωπίζει με «σεβασμό και υπευθυνότητα» την θέση που του εμπιστεύτηκαν σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για τον πολιτισμό και τον κόσμο. Προτεραιότητα του είναι η ανάδειξη των έργων όπερας του 21ου αιώνα η οποία θα συμπορεύεται με την παρουσίαση ξεχασμένων ή παραμελημένων έργων του κλασικού και γαλλικού ρεπερτορίου. Έργα τα οποία θα έρθουν στο φως προκειμένου να είναι φανερά πια τα δομικά στοιχεία που οικοδομούν την καλλιτεχνική ταυτότητα της Γαλλίας.

Théâtre du Châtelet : ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΦΕΥΓΕΙ

Για δυο ολόκληρα χρόνια το ιστορικό Théâtre du Châtelet παρέμεινε κλειστό προκειμένου να ανακαινιστεί υπό τις υποδείξεις της Βρετανίδας Ruth Mackenzie που ανέλαβε χρέη καλλιτεχνικής διευθύντριας το 2017. Η Mackenzie δήλωνε αποφασισμένη να προβεί σε ανανεωτικές αλλαγές τόσο στο χώρο όσο και στον καλλιτεχνικό προσανατολισμό του Châtelet δίχως να αλλοιωθεί η ιστορική ιδιαιτερότητα του θεάτρου, οραματιζόμενη  «ένα θέατρο ακτιβιστών». Στόχος της ήταν η σκηνή του Châtelet η οποία λειτουργεί από το 1862, να αναγεννηθεί και να παρουσιάζει ένα ρεπερτόριο που απευθύνεται σε όλους, είναι προσιτό και όχι προσκολλημένο στις στεγανοποιημένες προσδοκίες μιας ελίτ.
Οι εντυπώσεις του τύπου ήταν συγκρατημένες ως προς τον νεωτερισμό της Mackenzie  όταν το 2019 το Théâtre du Châtelet παρουσίασε την παραγωγή “Les Justes”  ένα ραπ μιούζικαλ βασισμένο στην εργογραφία του Καμύ και σε σκηνοθετική επεξεργασία του Abd Al Malik. Σταδιακά, οι κριτικοί άρχισαν να κατακρίνουν τις προτάσεις της με βασικό επιχείρημα ότι η ιδεολογία της ασκούσε μια ισοπεδωτικά διαβρωτική επίδραση στο Théâtre du Châtelet ικανή να πλήξει, ακόμη και να αμαυρώσει την ιστορική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα του. Η εφημερίδα Le Figaro χαρακτήρισε την εναρκτήρια δράση του θεάτρου με τίτλο “PARADE” επιφανειακή και απογοητευτική ενώ ακόμη και το πολυαναμενόμενο “DAU” μια μεγάλη παραγωγή η ανακοίνωση της οποίας δημιούργησε υψηλές προσδοκίες θεωρήθηκε από την συντριπτική πλειοψηφία των κριτικών «φιάσκο» με την Ariane Bavelier να το θεωρεί ως το ιδανικότερο «υπόδειγμα ανοργανωσιάς και βαρεμάρας». Φυσικά, υπήρξαν και υποστηρικτικά σχόλια εστιασμένα όχι μόνο στην αρτιότητα του ρεπερτορίου και στο περιεχόμενο του αλλά και στην όπως φαίνεται γενναία προσπάθεια της Mackenzie να κρατήσει το Théâtre du Châtelet μακριά από έναν ενδεχόμενο καλλιτεχνικό μαρασμό. Είναι αυτονόητο άλλωστε ότι η τόλμη και η καινοτομία στις προτάσεις αίρει την καλλιτεχνική στασιμότητα και την ακινησία οδηγώντας μέσα από το καινούργιο, στην εξέλιξη και την πολιτισμική πρόοδο.
Τέλη Αυγούστου του 2020, την ώρα που οι συζητήσεις για το άνοιγμα των θεάτρων και οι προσπάθειες επαναλειτουργίας τους  μετά από την παύση τους λόγω covid  είναι σε εξέλιξη, η Mackenzie ύστερα από μια σειρά τηλεδιασκέψεων και μια επιστολή ενημερώνεται για την απόλυση της από το Théâtre du Châtelet. Η επίσημη ανακοίνωση έκανε λόγο για αντισυναδελφική συμπεριφορά εκ μέρους της καθ’ όλη τη διάρκεια του lockdown  και για όσο διάστημα το θέατρο παραμένει κλειστό. Η Mackenzie από τη δική της πλευρά κάνει λόγο για ξενοφοβικά σχόλια σε βάρος της από σημαντικά στελέχη του Châtelet καθώς και ότι αντιμετώπισε σε όλη τη διάρκεια της θητείας της αρνητισμό και αμφισβήτηση για τις ιδέες και τις προτάσεις της. Η ίδια υποστήριξε για ακόμη μια φορά ότι οι αλλαγές που πραγματοποίησε αλλά και όσα δεν πρόλαβε ακόμη να υλοποιήσει στόχευαν στη δημιουργία ενός θεάτρου «ακτιβιστών» ενός θεάτρου «της πόλης» «προσιτό σε όλους τους κατοίκους της.»  συμπληρώνοντας ότι σκοπεύει να συμβουλευτεί δικηγόρους ώστε να εξακριβώσει κατά πόσο είναι νόμιμη η απόλυση της. Οι αντιδράσεις από τον τύπο και την καλλιτεχνική κοινότητα του Παρισιού είναι πολυποίκιλες στο άκουσμα της απομάκρυνσης της Mackenzie με τους δημοσιογράφους να διχάζονται ξανά. Αξίζει να σχολιαστεί επίσης το γεγονός ότι η εξέλιξη αυτή συμπίπτει χρονικά με την απόφαση της Όπερας του Παρισιού να ορίσει διευθυντή της τον Alexander Neef, καθώς και να του εμπιστευτεί καθήκοντα αρκετούς μήνες νωρίτερα από την επίσημη έναρξη της θητείας του με διθυραμβικές αντιδράσεις τόσο από τον τύπο όσο και από τους καλλιτεχνικούς κύκλους που φαίνονται ιδιαίτερα υποστηρικτικοί ως προς τον οραματισμό τις θέσεις και τα σχέδια του.
Ο βασικός πυρήνας προβληματισμού είναι φυσικά  ο εξής: Είναι άραγε δίκαιο μια γυναίκα σε θέση ισχύος και προερχόμενη από άλλη χώρα να δέχεται πυρά και να στηλιτεύεται στην προσπάθεια της να δώσει μια νέα πνοή, μια «ακτιβιστική» χροιά στην καλλιτεχνική ταυτότητα του θεάτρου Châtelet, και τελικά να απολύεται την ίδια στιγμή που οι δημοσιογράφοι και η καλλιτεχνική κοινότητα του Παρισιού υποδέχονται τον Neef  μετά Βαϊων και κλάδων;

Ένα συνέδριο είναι ότι πρέπει

Αυτό είναι ένα σοβαρό γεγονός και του αξίζει προσοχή και ενδιαφέρον από τους ανθρώπους του θεάτρου. Ένα θεατρολογικό συνέδριο στον εμβληματικό μέλλοντα χρόνο του Μαρτίου 2021. Διοργάνωση: Ελληνική Ένωση κριτικών θεάτρου.

Δεν θυμάμαι κάτι ανάλογο, εκτός από μία πρόσφατη διοργάνωση του θεατρολογικού τμήματος του πανεπιστημίου του Ναυπλίου (Μάιος 2017)  και ένα συνέδριο του Διεθνούς ινστιτούτου θεάτρου τουλάχιστον 30 χρόνια πριν.
Αλλά αν ξεκινήσουμε από την αρχή του 21ου αιώνα και μετά (το πριν έχει περάσει στην προϊστορία πια), έχουμε διανύσει μία και πλέον εικοσαετία θεατρικής εμπειρίας και σκηνικής πρακτικής όπου η ρήση του Μπέκετ «προσπαθούμε ξανά και ξανά για να αποτύχουμε καλλίτερα» λάμπει σε όλο της το μεγαλείο στο θεατρικό μας σύμπαν. Θεατρικά «ρεύματα» και μόδες ρίχθηκαν φίρδην- μίγδην στο έτσι και αλλιώς άναρχο θεατρικό μας τοπίο, διεκδικώντας (και κομπάζοντας) πρωτοπορία και δημιουργώντας μάλλον σύγχυση παρά πλουραλισμό, γνώση και θεατρική εμπειρία. Είναι καιρός λοιπόν να κάτσουμε και να τα πούμε. Ένα συνέδριο όπου θα ακουστούν πράγματα από μορφωμένους (λιγότερο η περισσότερο) περί τα θεατρικά τεκταινόμενα- παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα- είναι αν όχι απαραίτητο (σε εποχές χρόνιας κρίσης) τουλάχιστον χρήσιμο και ενδιαφέρον.
Το ενδιαφέρον για τους παροικούντες την θεατρική Ιερουσαλήμ κορυφώνεται πριν ακόμη τελειώσουμε την ανάγνωση του γενικού τίτλου. Ειλικρινής, υπαινικτικός και σημαίνον :
Θέατρο  και παραστατικές τέχνες τον 21ο αιώνα: Η αγωνία και ο αγώνας του επαναπροσδιορισμού
Ποιος να φέρει αντίρρηση.  Διαβάζοντας τους επί μέρους θεματικούς άξονες διαλύεται κάθε αμφιβολία.
(παραθέτω αυτούσιο από το blog του Σάββα Πατσαλίδη https://savaspatsalidis.blogspot.com/)

Αισθητική:
•   Μετά το μεταδραματικό, τι; / Παραστάσεις/επιτελέσεις στον ψηφιακό κόσμο/ Ο ρόλος της δραματουργίας στο σύγχρονο θέατρο (ελληνικό και ξένο) / Ο νέος ρόλος του σκηνοθέτη (και χορογράφου)/ Υβριδικά (χορό) θεατρικά εγχειρήματα / Διαπολιτισμικότητα/Ανακύκλωση/ Πρωτοτυπία/ Πρωτοπορία

Κοινό:
•   Από το μοντέρνο κοινό στο μετα-μοντέρνο και στο μετα-ουμανιστικό / Σύγχρονες θεωρίες πρόσληψης/ Νέες φόρμες (επιτελέσεις) συλλογικότητας, συμμετοχής, διάδρασης, παρουσίας (εδώ και τώρα) / Κοινό/κοινά (public/publics)

Κριτική:
Καλλιτεχνική δημιουργία και κριτικός λόγος/ Κριτική και ψηφιακός κόσμος/Νέες αντιλήψεις περί κριτικής/Όλα επιτρέπονται (;)—anything goes?

Οικονομία/Πολιτική:
•   Νέες οικονομίες/νέες θεατρικές (επιτελεστικές/performative) οικολογίες / Πολιτιστική πολιτική: πώς επηρεάζει το ίδιο το θεατρικό φαινόμενο, προτάσεις για το μέλλον/ Ιδιωτικά ιδρύματα-Ελεύθερο θέατρο/ Η θέση της θεατρικής έρευνας (και πρακτικής) στο σύγχρονο τοπίο της οικονομικής δυσπραγίας και της ελλιπούς στήριξης από την πολιτεία

Τον Μάρτιο λοιπόν αδελφοί μου, τον Μάρτιο (κατά το τσεχωφικό «στη Μόσχα αδελφές μου, στη Μόσχα» μια που ο Μάρτιος φαντάζει σαν ουτοπία)  5, 6, και 7,  στην πανεπιστημιούπολη του Ζωγράφου.

Δεν μένει τίποτα άλλο από το να κάνουμε ένα διάλειμμα από τις ισχνές εργασιακές μας ενασχολήσεις, διαμαρτυρίες και διεκδικήσεις επιδομάτων και να δηλώσουμε παρόν. Παρ΄όλο ότι είναι βαθιά ριζωμένη στο γονίδιο μας η παντογνωσία… κάτι θα μάθουμε.

O Covid-19 και που βρήκε τον μάστορα του

Τον βρήκε?
Αλήθεια πού ?
Στα εργαστήρια κάποιας φαρμακευτικής εταιρίας μέσα σε πλήρη μυστικότητα μην τους κλέψουν την ευρεσιτεχνία?
Όχι στο ODEON theatre Europe. Που φαίνεται ότι δεν καταλαβαίνει τίποτα και σαν δημιουργικός ζωντανός οργανισμός με την πλούσια ιστορία που ξέρουν καλά οι παρεπιδημούντες την πόλη του φωτός, ετοιμάζεται, εξοπλίζεται και προτείνει.

Το Festival d’ Autumn είναι προ των πυλών και το ODEON θα είναι εκεί με δύο παραγωγές και μία συμπαραγωγή. Παρ΄ ότι το μεγάλο αφεντικό του , ο Stéphane Braunschweig  δηλώνει στεναχωρημένος για την ματαίωση των σχεδίων και του προγραμματισμού του λόγω πανδημίας, δεν το βάζει κάτω και ορμάει ακάθεκτος.

Δεκατρείς (13) παρακαλώ παραγωγές/θεάματα ετοιμάζονται:

  • Ιφιγένεια του Ρακίνα σε σκηνοθεσία Stéphane Braunschweig, (23 Σεπτεμβρίου) 
  • Ο Μεγάλος Ανακριτής εμπνευσμένο από το έργο του Ντοστογιέφσκι( που έχει την τιμητική του) σε σκηνοθεσία του Sylvain Creuzevault ετοιμάζεται για την μεγάλη γιορτή του θεάτρου στο Παρίσι,  το festival d’ Automne    (25 Σεπτεμβρίου)
  • Αδελφοί Καραμαζώφ του Ντοστογιέφσκι επίσης και σε σκηνοθεσία του Sylvain Creuzevault επίσης, και πάλι για το festival d’ Automne  (12 Νοεμβρίου) 
  • Faith, Hope and Charity ένα θέαμα του Alexander Zeldin σε συμπαραγωγή με το festival d’ Automne.   (1 Δεκεμβρίου )
  • Que ta volonte soit Kin (Thy will be Kin) του Sinzo Aanza σε σκηνοθεσία Aristide Tarnaga. (6 Ιανουαρίου) 
  • Comme tu me veux (How you love me) του Πιραντέλλο σε σκηνοθεσία του Stéphane Braunschweig  (15 Ιανουαρίου) 
  • Entre chien at loup (Dusk) εμπνευσμένο ελεύθερα από το Dogville του Lars von Trier σε σκηνοθεσία της Christiane Jatahy  (29 Ιανουαρίου)
  • La reponse des Hommes (Mankind’s Answer) θέαμα της Tiphaine Raffier
    (2 Μαρτίου)                                                                      
  • Le Ciel de Nantes (The Sky Over Nantes) ένα θέαμα του Christophe Honoré (19 Μαρτίου)
  • La Double Inconstance (The Double Inconstancy) του Marivaux σε σκηνοθεσία του Galin Stoev (30 Μαρτίου 2021)
  • Γυάλινος κόσμος τουTennessee Williams που τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο πολύς Ivo van Hove και την Ιζαμπέλ Υπέρ στο ρόλο της Αμάντα  (27 Απριλίου)
  • Αντώνιος και Κλεοπάτρα του Shakespeare σε σκηνοθεσία της Célie Pauthe( 7 Μαΐου)
  • Και τέλος Berlin my boy της Marie NDiaye σε σκηνοθεσία Stanislas Nordey  (12 Ιουνίου)

Σήμερα αρκούμαστε σε μια απλή αναφορά του προγράμματος (για να δείτε και να σπεύσετε να βγάλετε τα εισιτήρια σας για μία γρήγορη επίσκεψη στο Παρίσι, αν τολμάτε) και με ιδιαίτερη μνεία στην Ιφιγένεια του Ρακίνα. Υποσχόμαστε για περισσότερα τις επόμενες μέρες.

Για κείνους που αδημονούν, ιδού η παρουσίαση όλου του προγράμματος από τον διευθυντή του ODEON και από τους σκηνοθέτες, με σκηνές από τις παραστάσεις. (Διάρκεια 1.05′)

Scroll to top