Από τη στιγμή που ένα θέαμα στήνεται προκειμένου να επικοινωνήσει με κάποιο κοινό, είναι απόλυτα λογικό η τελευταία λέξη να ανήκει σε αυτό το κοινό, το οποίο μετά από ένα χρονικό διάστημα σιωπής, έχει την ευκαιρία να πει τη γνώμη του, να τοποθετηθεί, δηλαδή να ασκήσει τoν κριτικό του λόγο, ο οποίος εδώ εκφράζεται με εργαλείο το σώμα. Σε μία παράσταση πάντα προσέχω το χειροκρότημα, πότε και πόσο συχνά ο κόσμος χειροκροτεί, εάν χειροκροτεί όρθιος και αν χειροκροτώντας φωνάζει η σφυρίζει κιόλας. Μου αρέσει να συγκρίνω χειροκροτητές (η γιουχαϊστές) από διαφορετικές χώρες. Μου αρέσει να βλέπω και να σχολιάζω διαφορές και ομοιότητες, να σκέφτομαι σε ποιο βαθμό ο όγκος του χειροκροτήματος είναι δείγμα ποιότητας του θεάματος, κάτι σαν λαϊκό γκάλοπ, ένα είδος δημοψηφίσματος.
Καταλαβαίνω καλλιτέχνες όπως ο Jerry Lewis που λένε: «έχω ανάγκη το χειροκρότημα». Όπως καταλαβαίνω και όλους εκείνους που ισχυρίζονται (παραγωγοί και καλλιτέχνες κυρίως) πως ο καλύτερος κριτής ενός θεάματος είναι το χειροκρότημα του απλού θεατή και όχι η άποψη ενός κριτικού. Από την άλλη, όμως, σκέφτομαι: εάν όντως ισχύει αυτό, τότε γιατί την ιστορία του θεάτρου τη γράφουν εκείνοι που εισπράττουν ποσοτικά το ισχνότερο χειροκρότημα (όπως ένας Beckett, επί παραδείγματι η ένας Pinter που σαφώς υστερούν σε επίπεδο λαϊκής υποδοχής απέναντι στον Μάρκο Σεφερλή ή τον Λάκη Λαζόπουλο ή σε σύγκριση με συγγραφείς δημοφιλέστερα των κωμωδιών όπως ο βρετανός Alan Ayckbourn, και ο πολύς Neil Simon);
Eάν τελικά το μαζικό γούστο του λαού το οποίο εκφράζεται μέσα από ένα εντυπωσιακό χειροκρότημα δεν καταλήγει στις κεντρικές σελίδες της θεατρικής ιστορίας, που καταλήγει; Μήπως στις υποσημειώσεις; Kαι αν όντως αυτό συμβαίνει; Nα συμπεράνουμε ότι η θεατρική ιστορία δεν θέλει χειροκροτητές; Oπότε τι να θέλει άραγε; Δεν θα υποκύψω στον πειρασμό να συζητήσω τα ζητήματα που βάζουν στο τραπέζι τα ερωτήματα αυτά. Απλώς τα σημειώνω για να υπογραμμίσω ότι λέξεις όπως χειροκροτώ αποδοκιμάζω κλπ έχουν ειδικό βάρος στην ιστορική διαδρομή του θεάτρου και αξίζουν ειδικής μελέτης, για αυτό και επέλεξα να κλείσω το βιβλίο αυτό με το συγκεκριμένο κεφάλαιο.
Για να πάρουμε μία γεύση του χώρου, ας δούμε παρακάτω επί τροχάδην κάποια επιλεκτικά highlights που αφορούν το θέμα μας. Καταρχάς, τι γράφει το λεξικό Νεοελληνικής γλώσσας στο λήμμα «χειροκρότημα»; Γράφει ότι είναι το χτύπημα των παλαμών των χεριών μεταξύ τους και ο θόρυβος που προκαλείται με σκοπό να εκφραστεί αποδοχή, επιδοκιμασία η ενθουσιασμός για κάποιον η για κάτι η ειρωνική αποδοκιμασία ή και ανακούφιση ή και καθήκον. Για παράδειγμα, έχουμε βαρεθεί σε μία παράσταση και περιμένουμε πώς και πώς να τελειώσει, οπότε το χειροκρότημα στο τέλος είναι έκφραση ανακούφισης. Οπως είναι όταν προσγειώνεται ένα αεροπλάνο μετά από μία πολύ δύσκολη πτήση. Σε μία δικτατορία, όλοι οι παρατρεχάμενοι, αλλά και ο κόσμος χειροκροτούν (καθήκον και φόβος μαζί-δείτε τι γίνεται σήμερα στη Βόρεια Κορέα με τις μαζικές συνάξεις του Κιμ Γιονγκ Ουν). Κάποιοι που ζουν στα δάση χτυπούν παλαμάκια για να τραβήξουν ενδεχομένως την προσοχή των ζώων ή να τα τρέψουν σε φυγή. Πολύ απλά διατυπωμένο, το χειροκρότημα είναι ο λόγος του σώματος, όπως η λέξη είναι ο λόγος της γλώσσας. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι κανάλι διάχυσης σωματικής ενέργειας που δεν φιλτράρεται μέσω του λόγου η της λογικής. Καίγοντας ενέργεια το σώμα σταδιακά ηρεμεί. Αφουγκραστείτε πως σε μία παράσταση το χειροκρότημα σταδιακά γίνεται όλο και πιο αδύνατο και τελικά σβήνει. Είναι μία ρυθμική έκφραση με κρεσέντι και ρυθμισμένες αποσυμπιέσεις. Όπως σε κάθε μαζική εκδήλωση, έτσι και εδώ δεν γνωρίζεις την πηγή, κατά πόσο προέρχεται από γυναίκα ή άντρα, από φτωχό η πλούσιο, από γέροντα η νέο, το αντίθετο δηλαδή από ό,τι συμβαίνει όταν χρησιμοποιείται η φωνή, λόγου χάρη, την οποία αναγνωρίζεις. Όπως λένε οι κοινωνιολόγοι, το χειροκρότημα είναι κατά κάποιο τρόπο η πιο δημοκρατική, ηχηρή και εύκολη έκφραση του πλήθους. Για ορισμένους είναι σαφώς ένας λιγότερο ενοχλητικός τρόπος εκδήλωσης συναισθημάτων από το να ανεμίζει κάποιος σημαίες και μαντήλια μέσα στο θέατρο, πράγματα που εύκολα αποσπούν την προσοχή του ηθοποιού.
Πώς μεταδίδεται; Προσέξτε τις αντιδράσεις μόλις τελειώσει μία παράσταση και θα καταλάβετε. Αρχίζει με λίγους και γρήγορα απλώνεται, έως ότου «κολλήσουν» όλοι. Καμιά φορά ακόμη και μία κακή παράσταση εισπράττει ένα διαρκές χειροκρότημα και διερωτάσαι γιατί. Και παραστάσεις πολύ δυσανάγνωστες στο τέλος ανταμείβονται και αυτές με ένα γενναίο χειροκρότημα. Δεν υπάρχει σαφής απάντηση στο «γιατί» συμβαίνει αυτό. Το χειροκρότημα συμπαρασύρει. Δεν αφήνει κανένα αδιάφορο. Είναι πανδημικό.
Οι κοινωνιολόγοι είναι της άποψης που λέει ότι, όταν χειροκροτούμε έναν ηθοποιό, είναι σαν να τον χτυπάμε φιλικά στην πλάτη από απόσταση. Σκέψη που ισχύει, χωρίς να είναι κανόνας. Οπως αναφέραμε και πιο πάνω, ο κόσμος στο θέατρο χειροκροτεί σε διάφορες στιγμές και για διαφορετικούς λόγους, όπως ας πούμε μόλις αρχίσει η παράσταση, δείχνοντας έτσι τη χαρά του ότι επιτέλους αρχίζει το θέαμα ή γιατί αναγνωρίζει κάποιους ηθοποιούς και επικροτεί τη μέχρι τώρα πορεία τους. Μερικές φορές χειροκροτεί την επανεμφάνιση ενός ηθοποιού μετά από μία περιπέτεια υγείας ή μετά από μεγάλο διάστημα απουσίας. Άλλες φορές το χειροκρότημα δεν έχει να κάνει με την ποιότητα του θεάματος αλλά με τις αντιδράσεις των άλλων. Εάν σου άρεσε η παράσταση και κανένας δεν χειροκροτεί το πιθανότερο είναι ότι ούτε εσύ θα χειροκροτήσεις. Η και αν χειροκροτήσεις θα είναι «πνιγμένο», ξεψυχισμένο χειροκρότημα, σκέψη που θέτει ευθύς αμέσως και το ερώτημα πόσο ελεύθερο ή αυθόρμητο είναι το χειροκρότημα του κόσμου στο θέατρο (και όχι μόνο).
Μολονότι πρόκειται για μία Δημοκρατική αντίδραση, όπως είπαμε, κατά βάθος είναι και μία μορφή κοινωνικής πίεσης. Ο κόσμος δεν μιμείται τον διπλανό του. Παρασύρεται από τον όγκο του χειροκροτήματος. Χειροκροτούμε για να γίνουμε ένα με τη μάζα και όχι για να ξεχωρίσουμε ως ατομικότητες. Όπως παλιά το χειροκρότημα ήταν ένα είδος μαζικού μέσου επικοινωνίας, ένας τρόπος διασύνδεσης των ανθρώπων μεταξύ τους και με τους ηγέτες τους, έτσι και στις μέρες μας εξακολουθεί να είναι μία μορφή κοινωνικής σύμβασης.
Γενικά δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε ο άνθρωπος άρχισε να χειροκροτεί με τρόπο οργανωμένο. Οι γνώμες διίστανται. Κάποιοι λένε πως το χειροκρότημα είναι έμφυτο γνώρισμα του ανθρώπου. Και φέρνουν ως παράδειγμα τα βρέφη, τα οποία πριν καν μιλήσουν, για να εκφράσουν τον θαυμασμό τους για κάτι ή τη χαρά τους, χτυπούν τα χεράκια τους. Άλλοι (οι περισσότεροι) υποστηρίζουν ότι το χειροκρότημα είναι κάτι που μαθαίνει ο άνθρωπος. Είναι μία μορφή εκκοινωνισμού, ένταξης σε κανόνες και συμβάσεις. Με το χειροκρότημα ο άνθρωπος συντονίζεται με το πλήθος. Ανήκει σε ένα όλον. Τρόπον τινά παραδίδει την ατομικότητα του, όπως είπαμε, στη μάζα.
(Από το βιβλίο του Σάββα Πατσαλίδη: ΘΕΑΤΡΟ και ΘΕΩΡΙΑ ΙΙ, εκδόσεις University Studio press, σελ.596-598)