Από το Brazilian στο πατάρι του Λουμίδη

Της Ειρήνης Γιαβάση

«Ο καφές δημιουργούσε τον χώρο και ο χώρος δημιουργούσε τις σχέσεις» είπε πολύ σωστά ο Χατζηδάκις. Τα καφενεία, πόσω μάλλον τα λογοτεχνικά καφενεία, είναι κατεξοχήν χώροι συνύπαρξης αναγκαίοι. Διατήρησαν μέσα στον χρόνο την ιστορική τους σημασία, ως κόλλα που έφερε κοντά προσωπικότητες και συνέβαλαν και αυτά στην διασπορά και τον πολλαπλασιασμό των ιδεών. Αποτέλεσαν φωλιές σπουδαίων προσωπικοτήτων και είναι δίκαιο να θεωρούνται κομμάτια της πολιτιστικής κληρονομιάς μιας πόλης.

Το Πατάρι του Λουμίδη

1948. Κρατάς ένα χειρόγραφο που ξενύχτησες να διορθώνεις. Σήμερα είναι η μεγάλη σου μέρα. Τα χέρια σου τρέμουν. Θα διασχίσεις την Σταδίου, θα κάνεις μια στάση στο Πατάρι των Ποιητών και θα βρεις κάποιον να πάρεις μια γνώμη. Το μέρος μυρίζει φρεσκοκομμένο καφέ, και μάλιστα εσπρέσο, που δεν βρίσκεις όπου και όπου. Ανεβαίνεις την σκάλα προς το πατάρι, όπου έχει τραπεζάκια σε σχήμα Π. Ο χώρος δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, ούτε ατμοσφαιρικός, είναι απλά βολικός, δίπλα από το βιβλιοπωλείο της Εστίας και πάνω στη μεγάλη οδό των σινεμά. Είναι ακόμη νωρίς, αλλά ξέρεις πως θα πας στο βάθος του παταριού, όπου μαζεύονται οι συγγραφείς και όχι αριστερά που κάνουν μπουλούκι ηθοποιοί και δημοσιογράφοι. Πίνεις τον καφέ σου αμέριμνος αναρωτώμενος αν θα ήταν καλύτερα να πάρεις μια γνώμη από τον Βάρναλη ή ίσως τον Βαλαωρίτη ή τον Σινόπουλο. Ίσως ο Σαχτούρης να ήταν πιο επιεικής μαζί σου. Ο Ελύτης με τίποτα. Μία ώρα αργότερα και ενώ έχει τελειώσει ο καφές σου ακούς τον Γκάτσο να απαγγέλει την μετάφραση του Ματωμένου Γάμου σε ένα κατάμεστο από λογοτέχνες χώρο. Απέναντι σου ο Κουν εξετάζει την μετάφραση ενθουσιασμένος. Ο Χατζηδάκις ήδη εμπνέεται νότες. Διακρίνεις ακόμη την Ελένη Βακαλό, τον Εμπειρίκο, την Λύδια Στεφάνου, και τον αγαπημένο Καρούζος. Σκέφτεσαι ποιες ζυμώσεις, συλλήψεις ιδεών, πνευματικές συναντήσεις, διαφωνίες, διορθώσεις στίχων έγιναν εδώ και ανατριχιάζεις με τη σημαντικότητα του χώρου. Ιδέες, συνεργασίες, φιλίες, μια ανήσυχη φωλιά. Δύο περίεργοι τύποι κάθονται σε ένα τραπεζάκι παραδίπλα. Ρωτάς τον διπλανό ποιοι είναι και μου λέει «χαφιέδες». «Μην ανησυχείς» προσθέτει «οι περισσότεροι εδώ μέσα χαρακτηρίζονται «Σοσιαλ Λουμίδηδες» και πίνει την τελευταία γουλιά από τον καφέ του.  

Brazilian cafe

«Τασία – παρακαλώ έναν καφέ» θα γράψει μεταξύ άλλων στίχων ο Ταχτσής, στο «Η συμφωνία του Brazilian». αναφερόμενος στο παλιό, BRAZILIAN COFFEE STORES, που άνοιξε το 1933 στη Βουκουρεστίου, απ’ τον Ευάγγελο Σαραβάνο, γνώστη του καλού εσπρέσο, γαλουχημένο στην Βραζιλία. Άραγε, ο στίχος «όλα μας φαίνονται ντυμένα ήλιο» να γράφτηκε εκεί μέσα, στα όρθια, πάνω στον ξύλινο πάγκο, ρίχνοντας πανοραμικές ματιές από την τζαμαρία με τις επιγραφές «ΟΙΚΟΣ ΚΑΦΕΔΩΝ ΒΡΑΖΙΛΙΑΣ» προς τον δρόμο, θαυμάζοντας τα συγχρονισμένα πηγαινέλα των Αθηναίων; Βαρύς, εκλεκτός εσπρέσο θα εισχωρούσε στα ρουθούνια και θα κοντραριζόταν με μυρωδιές λεμονόπιτας, κρουασάν, πουτίγκας, και άλλων πρώτης ποιότητας εδεσμάτων. «Φοβού τους ποιητές και ποίησιν φέροντας» θα «συλλάβει» κάπου εκεί ο Ταχτσής και η πόρτα του μαγαζιού θα ανοίξει. Θα εισέλθει ίσως ο Χατζιδάκις, ο Αργυράκης ή ο Σαχτούρης. Μήπως ο Τσαρούχης,  ο Μόραλης, ο  Εγγονόπουλος ή ο Εμπειρίκος; Καλλιτέχνες που αναζητούσαν την εκλεκτή παρέα αυτής της φωλιάς σκέψης, κουβέντας, διανόησης, καλαμπουριού. Μαζί με τον Βασιλικό, τον Γκάτσο, τον Βαλαωρίτη ή τον Σινόπουλο παρεισφρέουν η βαβούρα, η δημιουργική αναρχία της ζωής. Ο καφές ξεχύνεται, μπαίνει στις μύτες, φτάνει στον εγκέφαλο, οι γουλιές τελειώνουν, αλλά όχι και τα λόγια: εκεί οι κουβέντες μετουσιώνονται σε τέχνη. Ο Ταχτσής σκαρώνοντας παραδίπλα στίχους δεν φαντάζεται ίσως πως μια λυπηρή παρένθεση με την ονομασία «χούντα» θα έκανε αυτό το ζωντανό μέρος να μαραθεί. «Οι άνθρωποι, οι άνθρωποι παίρνουν τα γράμματά μας και μ’ αυτά ανάβουν φωτιές τον χειμώνα». Τα γράμματα του Brazilian τα «δανείστηκε» πάλι το 2007 ένα στέκι στην Βαλαωρίτου, υπό την ιδιοκτησία του Κυριάκου Κακριδά, για να κλείσει την σύντομη παρένθεση του το 2015, στα χρόνια της κρίσης, αφήνοντας πίσω ζωντανό τον θρύλο του μυθικού καφέ.

Ο Μαγεμένος Αυλός

Και επειδή οι ιδέες δεν κατεβαίνουν μόνο πίνοντας καφέ, οι διανοούμενοι των Αθηνών είχαν και στέκια για φαγητό. Και αν με το ουζάκι στου Απότσου είχανε κάνει κεφάλι και ήθελαν να φάνε καλά ανέβαιναν στο Παγκράτι, στον «Μαγεμένο Αυλό» για καλό φαγητό, πίτσα (λέγεται πως είναι το πρώτο μαγαζί που την έφερε από την Ευρώπη) και σίγουρα γλυκάκι. Εκεί θα πετύχαιναν σίγουρα τον Χατζιδάκι, που είχε κάνει το μέρος δεύτερο σπίτι του. Αν έπιανες κουβέντα και σας έπαιρνε το βράδυ, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα: ο Μάνος είχε τα κλειδιά του μαγαζιού, κατέβαζε τους γενικούς, κλείδωνε και έβαζε το κλειδί κάτω από την πόρτα. Δικαίως σήμερα θα δούμε έξω από το μαγαζί την ταμπέλα «Πλατεία Μάνου Χατζηδάκι». Εδώ έχουν φάει και πιει πολιτικοί και διάσημοι ηθοποιοί: από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο έως και τον Κωνσταντίνος Καραμανλή και τον Παπανδρέου, την Τζένη Καρέζη την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Όλες τις προσωπικότητες επισκίαζε όμως η αύρα του Μάνου. Οι καλλιτέχνες της εποχής συνέρρεαν για να συνομιλήσουν μαζί του ολονυχτίς μέχρι ο κύριος Πολυχρόνης, ο ιδιοκτήτης, να του πεις «Μάνο, θα κλείσεις εσύ το μαγαζί;» και εκείνος να συνεχίσει ακάθεκτος τη συζήτηση με τους φίλους τους, τον Λάκη Παπαστάθη, τον Αλέξη Μινωτή, τον Μίνω Αργυράκη, τον Νίκο Κυπουργό, τον Γκάτσο, τον Θεοδωράκη και τόσους άλλους, να γελάσει δυνατά, να διηγηθεί ιστορίες, να μιλήσει για τέχνη μέχρι το πρωί, όπου τα βήματά του θα τον οδηγήσουν ένα στενό παραπάνω στο πραγματικό του σπίτι. 

Μαγεμένος Αυλός

Λουμίδης-Σταδίου 42

5 2 votes
Article Rating
Subscribe
Notify of
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments
Scroll to top
0
Would love your thoughts, please comment.x
()
x