Μέσα σε μια αίθουσα τέχνης κυριαρχεί η σιωπή. Οτιδήποτε άλλο θεωρείται ανάρμοστο. Διόλου τυχαία και η γνωστή σε όλους πινακίδα: «Παρακαλώ ησυχία». Δεν ήταν πάντα έτσι. Τουλάχιστο στο θέατρο.
Κάποτε, και εννοώ πριν από την Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση, οι σχέσεις σκηνής και πλατείας ήταν πολύ πιο έντονες, θορυβώδεις και απρόβλεπτες. Και τούτο γιατί το θέατρο ήταν μια προέκταση του δημόσιου χώρου, οπότε ο κόσμος επιδείκνυε το ίδιο περίπου στυλ συμπεριφοράς που τον χαρακτήριζε και εκτός θεάτρου.
Όταν κάποια στιγμή τα θέατρα αποσπάστηκαν από αυτή τη σύνδεση, απέκτησαν μια φυσιογνωμία ξεχωριστή που απαιτούσε πλέον και την ανάλογη συμπεριφορά. Τέλος οι φωνασκίες, το φαγοπότι, οι καυγάδες, η αργοπορημένη άφιξη. Κατά κάποιον τρόπο το θέατρο άρχισε να παίρνει τη μορφή σχολικής τάξης, όπου κάποιος μπαίνει για να «μάθει», άποψη που έκτοτε θα εδραιωθεί, κυρίως στον χώρο των αποκαλούμενων ποιοτικών ή απαιτητικών θεαμάτων, τη μελέτη και προβολή των οποίων θα αναλάβουν οι απόφοιτοι των νέων τμημάτων φιλολογικών σπουδών.
Όπως στο σχολείο το παιχνίδι και η κουβέντα είναι για την αυλή, έτσι και στο θέατρο. Η όποια «αταξία» είναι για το φουαγιέ ή τους διαδρόμους. Ο μόνος που δικαιούται να παίζει και να κουβεντιάζει και να είναι «άτακτος» μέσα στην αίθουσα είναι ο ηθοποιός στη σκηνή, γιατί η σκηνή είναι η δική του «αυλή». Η μόνη στιγμή που επιτρέπεται στον θεατή της πλατείας να αντιδράσει με το σώμα του ή τον λόγο του είναι στο τέλος, όταν χειροκροτεί, εκτός βέβαια από τις στιγμές εκείνες όπου, για ποικίλους λόγους, εκφράζεται με ένα χειροκρότημα (πχ. μετά από ένα εξαιρετικό τραγούδι) ή με φωνές αποδοκιμασίας, χτύπημα των ποδιών κ.ο.κ.
Περί συμμετοχής
Γιατί τα αναφέρω όλα αυτά; Τα τελευταία χρόνια, μαζί με την ανάπτυξη της «άμεσης δημοκρατίας» ή, κατ΄ άλλους, «καθαρής δημοκρατίας» (όρος που χρησιμοποιείται κατ’ αντιδιαστολή με την αντιπροσωπευτική πολιτεία, όπου η εξουσία ασκείται από μια ομάδα ανθρώπων, που συνήθως επιλέγεται μέσα από εκλογές ανάδειξης αντιπροσώπων), παρατηρούμε και μια παράλληλη άνθιση του συμμετοχικού θεάτρου, του θεάτρου ντοκουμέντο, του site specific, όπου ο θεατής συχνά συντελεί, σχολιάζει ή γίνεται «μάρτυρας» καταθέσεων και γεγονότων. Κι όχι μόνο στο θέατρο.
Ανάλογη τάση βλέπουμε και στην τηλεόραση, όπου πολλά τηλεοπτικά προγράμματα καλούν τον θεατή να λάβει μέρος είτε ψηφίζοντας είτε εκφράζοντας με κάποιο μήνυμα sms τη γνώμη του. Γίνεται δηλαδή ένας από τους «συν-τελεστές», σε ένα είδος «ψηφιακού δημοψηφίσματος» που είναι το επιστέγασμα, υποτίθεται, των δικαιωμάτων του ως πολίτης-καταναλωτής.
Παράδειγμα άμεσης δημοκρατίας: Δημοψήφισμα στο ελβετικό καντόνι Γκλάρους το 2006 (από την Wikipedia)
Αυτή η τάση συμμετοχής θα οδηγήσει κάποια στιγμή ορισμένα θέατρα να υιοθετήσουν την ιδέα του twitting, ήτοι τη δημιουργία ειδικών χώρων με περίπου 20-30 καθίσματα, όπου ο θεατής θα μπορεί να χρησιμοποιεί το κινητό του ώστε να στέλνει μηνύματα, να σχολιάζει και να συνδιαλέγεται με άλλους θεατές ή κόσμο εκτός θεάτρου καθώς τρέχει η παράσταση.
Aυτό το εγχείρημα χρεώνεται στην Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης η οποία το 2009 κυκλοφόρησε στους θεατές, μέσω twitter, την παρτιτούρα του διευθυντή της ορχήστρας μαζί με τις σημειώσεις και τα σχόλιά του, τα οποία ο θεατής μπορούσε να συμβουλεύεται κατά τη διάρκεια της συναυλίας. Τότε, με περιορισμένη την χρήση των κινητών και σχετικά άγνωστη τη λέξη “share”, η πρωτοτυπία αυτή θα περάσει μάλλον απαρατήρητη. Όσο όμως αυξανόταν η χρήση των κινητών τηλεφώνων –και ταυτόχρονα όλα τα γνωστά ηχητικά προβλήματα–, τα θέατρα άρχισαν να λαμβάνουν τα μέτρα τους ώστε να διαφυλάξουν την ησυχία εντός της αίθουσας. Η παράκληση «απενεργοποιείστε τα κινητά σας» θα γίνει το σήμα κατατεθέν όλων των θεάτρων παγκοσμίως. Ταυτόχρονα όμως με αυτό επανέρχεται ανανεωμένη και η πρωτοβουλία της Συμφωνικής Ορχήστρας, μια πρωτοβουλία η οποία απασχολεί πιο πολύ τους επιχειρηματίες-παραγωγούς οι οποίοι ψάχνουν διαρκώς τρόπους να αυξήσουν την πελατεία τους.
Υπέρ και κατά
Οι θιασώτες της ιδέας εκτιμούν ότι έχουν στα χέρια τους μια επιλογή-δόλωμα για την προσέλκυση κυρίως της νεότερης γενιάς, για την οποία το κινητό δεν είναι αξεσουάρ ή συμπλήρωμα, αλλά προέκταση της προσωπικότητάς της. Ο νέος ζει τον κόσμο μέσα από το κινητό. Οπότε η παρουσία στην πλατεία των tweet seats δημιουργεί ένα ελκυστικό περιβάλλον user friendly , το οποίο, εφόσον τηρεί ορισμένες αυτονόητες προϋποθέσεις (όπως για παράδειγμα ο σεβασμός του κόσμου που παρακολουθεί), θα μπορούσε να αποδειχτεί ευεργετικό για το σύνολο του θεάτρου.
Οι πολέμιοι της ιδέας αντιστέκονται σθεναρά, τονίζοντας ότι η τέχνη δεν είναι όπως τα άλλα δημόσια θεάματα, συνεπώς δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να διαταράσσεται από ενοχλητικούς ήχους και θορύβους, πλην των στιγμών εκείνων που προκαλούνται από το ίδιο το θέαμα. Επίσης, το γεγονός ότι κάποιος διαρκώς διοχετεύει στον κόσμο πληροφορίες που αφορούν το σύνολο της παράστασης (συνεπώς και τις όποιες εκπλήξεις μπορεί αυτή να κρύβει) αφαιρεί από τον πιθανό «πελάτη» τον ενθουσιασμό να πάει να τη δει. Επίσης, κανείς δεν εγγυάται ότι το twitting θα αφορά μόνο την παράσταση. Θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί και για την επικοινωνία με φίλους και γνωστούς του τύπου, «πού θα πάμε μετά για ποτό;».
Τέλος, ενδέχεται ορισμένοι (ίσως και πάρα πολλοί) να αντιμετωπίζουν την ενημέρωση αυτή σαν μια έγκυρη μορφή σοβαρής κριτικής και ανάλογα να αποφασίζουν κατά πόσο θα δουν ή όχι την παράσταση.
Πέρα από τα όποια προφανή υπέρ και κατά, το γεγονός ότι στέκομαι ειδικά σε αυτό το εύρημα είναι γιατί, ακόμη και ως πρόθεση, λέει πολλά για τον κόσμο που ζούμε σήμερα. Παραδείγματα υπάρχουν άφθονα εκτός θεάτρου, με ενδεικτικότερο όλων το ποδόσφαιρο, όπου ο οπαδός δεν έχει την υπομονή να περιμένει το τελικό σκορ ή την αξιολόγηση του ειδικού σχολιαστή μετά τη λήξη του αγώνα. Θέλει να είναι μέρος της εξέλιξης του θεάματος, να το νιώθει κοντά του, να έχει εικόνα εκ των έσω: «Λεπτό προς λεπτό».
Θεατής και χρόνος
Στέκομαι περισσότερο στον χρόνο, γιατί ακριβώς η υψηλή τεχνολογία μας έχει αλλάξει εντελώς την άποψη και την αίσθηση που έχουμε γι’ αυτόν, πώς τον βιώνουμε, πώς τον εκμεταλλευόμαστε, πώς μας ελέγχει και πώς τον ελέγχουμε;
Ειδικά στο θέατρο, ένας από τους λόγους που φαντάζομαι οδήγησε τους πρώτους επιχειρηματίες να δοκιμάσουν τη λύση των tweet seats έχει να κάνει και με αυτήν τη σχέση του καταναλωτή με τον χρόνο.
Ο σύγχρονος καταναλωτής θεαμάτων, και κυρίως ο νεότερος, δεν διακρίνεται για την υπομονή του. Απαιτεί ή επιδιώκει άμεση απάντηση, ακριβώς στις ταχύτητες που του έχει μάθει το google. Υπ’ αυτή την έννοια, εξηγείται εν μέρει και το γεγονός ότι ολοένα και πληθαίνουν τα θεατρικά έργα των οποίων η διάρκεια δεν ξεπερνά τα 60 λεπτά. Σύγχρονα έργα τριών πράξεων είναι πια δυσεύρετα. Φυσικά εμπλέκεται εδώ και ο παράγοντας της οικονομίας (όσο πιο σύντομο τόσο πιο ολιγοπρόσωπο=οικονομικότερο). Όμως ας μην υποβιβάζουμε το θέμα της ψυχολογίας του δέκτη/πελάτη. Μια ψυχολογία μονίμως βιαστική.
Ο σύγχρονος θεατής είναι εθισμένος στη γρήγορη εναλλαγή ερεθισμάτων. Ας μην πάμε μακριά. Ένα πολύ απλό όσο και ενδεικτικό παράδειγμα είναι η ευκολία με την οποία τα «αστεράκια» αντικατέστησαν την κανονική/συμβατική θεατρική κριτική. Δεν έγιναν τυχαία. Ο βιαστικός αναγνώστης δεν χρειάζεται να αφιερώσει χρόνο για να διαβάσει μια κριτική 600 λέξεων. Του αρκεί το εικονίδιο με τα τρία και τα τέσσερα σύμβολα.
Με το ίδιο σκεπτικό, ο σημερινός θεατής δεν περιμένει τέσσερις και πέντε μέρες τον κριτικό, τον ειδικό δηλαδή, να του πει τη γνώμη του για μια παράσταση. Μόλις πέσει η αυλαία έχει ήδη τις πρώτες πληροφορίες από δεκάδες διαδικτυακές αναρτήσεις. Και εάν τον ενδιαφέρει μια συγκεκριμένη παράσταση το πιθανότερο είναι ότι θα επιλέξει, εφόσον μπορεί, να ακούσει αυτόν που βρίσκεται μέσα στην αίθουσα και αναμεταδίδει «λεπτό προς λεπτό». Κάπως έτσι νιώθει ότι βρίσκεται και ο ίδιος πιο κοντά στο γεγονός όπως διαμορφώνεται.
Τέλος, η πανδημία και η κυριαρχία του live streaming, όπου όλοι μπορούν να σχολιάζουν μέσω του chat room τις εντυπώσεις τους για ένα θέαμα, έχει ενισχύσει κατά πολύ τη λογική που περιγράφουμε εδώ: λεπτό προς λεπτό.
Είναι προφανές πως έχουμε πλέον μπροστά μας ένα νέο είδος κριτικού λόγου ή μάλλον καλύτερα, μια νέα αντίληψη «τι είναι κριτική», και ένα νέο είδος καταναλωτή/αναγνώστη/θεατή.
Κριτική εκ των έσω: λεπτό προς λεπτό
Μέχρι πρόσφατα μιλούσαμε για έναν κριτικό λόγο αποστασιοποιημένο και υποταγμένο στη λογική, στον ορθό λόγο. Τώρα πια μιλάμε για μια κριτική «ενσωματωμένη» στο θέαμα, συνεπώς μια κριτική πιο πολύ συναισθηματική/παρορμητική. Embedded criticism, την ονομάζουν οι άγγλοι θεωρητικοί.
Το πορτρέτο του μοναχικού και όσο γίνεται πιο αντικειμενικού και «cool» κριτικού που παρακολουθεί μια παράσταση, μετά πηγαίνει στο σπίτι του και μέσα από τη γραφή προσπαθεί να εκλογικεύσει τα συναισθήματα που του έχει προκαλέσει, φαίνεται πως δεν είναι πια «καλοδεχούμενη» μέσα στη νέα τάξη θεατρικών πραγμάτων. Τώρα ένας νέος τύπος κριτικού γεννιέται, τον οποίο δεν φαίνεται να συγκινούν οι αρχές της προηγούμενης γενιάς.
Ο νέος κριτικός δεν σκοτίζεται να κρατήσει αποστάσεις από το αντικείμενο της κρίσης. «Νομιμοποιείται» πλέον ακόμη και να παρακολουθεί τις πρόβες μιας παραγωγής, να συντρώει και να συμπίνει με τους συντελεστές, να ενημερώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα τον αναγνώστη με συνεντεύξεις, με ιστορίες-ρεπορτάζ από τα παρασκήνια, με κους-κους, σχόλια γύρω από τις δυσκολίες παραγωγής, τις έριδες ανάμεσα στους συντελεστές κ.λπ.
Με άλλα λόγια, έχουμε και εδώ μια μορφή twitting, όπως την περιέγραψα πιο πάνω, ένα είδος απομυθοποίησης της, κάποτε εν κρυπτώ, διαδικασίας δοσμένης «λεπτό προς λεπτό». Τέρμα το «μυστήριο» της καλλιτεχνικής δημιουργίας, η γοητεία της αναμονής. Όπως και τέρμα η υποχρέωση του κριτικού να αξιολογήσει. Τώρα περιγράφει. Διόλου τυχαίο.
Να πούμε ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους ελέγχονται από τους νεότερους οι πιο παλιοί κριτικοί έχει να κάνει με το γεγονός ότι αξιολογώντας επιβάλλουν μια προσωπική ιεράρχηση κριτηρίων, η οποία ενδεχομένως αδικεί κάποιους που δεν ανήκουν σε αυτά που ο κριτικός θεωρεί ποιοτικά αξιόλογα. Εξ ου και το μεταμοντέρνο anything goes, μια θέση που εμπίπτει σε ένα μεγάλο βαθμό στο πνεύμα της «άμεσης δημοκρατίας», όπου όλοι συμμετέχουν με τις θέσεις και τις απόψεις τους, χωρίς να δέχονται κάποιο ποιοτικό έλεγχο.
Ακτιβιστές και διανοούμενοι
Η εποχή μας ζητά ακτιβιστές και όχι διανοούμενους (ακαδημαϊκούς) κριτικούς, υποστηρίζει ο Ghassan Hage (και όχι μόνο) στο άρθρο του «The haunting figure of the useless academic: Critical thinking in coronavirus time» (2020). Και για να τεκμηριώσει την άποψή του, γράφει: «Φανταστείτε κάποιον [διανοούμενο] να δίνει συμβουλές στον καπετάνιο του Τιτανικού που προσπαθεί να σώσει το πλοίο και τους επιβάτες του, να του λέει ότι πρέπει πρώτα να καταλάβει αυτός και όλοι οι υπόλοιποι ότι ο αποικισμός ήταν η αιτία της τραγωδίας που ζουν τώρα». Σύμφωνα με τον συγγραφέα, στην εποχή μας δεν μετράει η παραγωγή ιδεών αλλά η παραγωγή πράξεων. «Το κατεπείγον της δράσης και η στοχαστική φυσιογνωμία της διανόησης δεν ταιριάζουν», καταλήγει.
Αξίζει να θυμηθούμε και τις πρόσφατες διαμαρτυρίες φοιτητών δραματικών σχολών που στρέφονταν, μεταξύ άλλων, ενάντια σε κάθε «αυθεντία», ανάμεσά τους εννοείται και η αυθεντία του κριτικού, του δασκάλου, του σκηνοθέτη κ.ο.κ.
Θεμιτές όλες αυτές οι (αντι)θέσεις, ωστόσο με τον τρόπο που διατυπώνονται μου ακούγονται άκρως ανησυχητικές, γιατί έτσι επιστρέφει εκείνο ακριβώς που ο μεταμοντερνισμός είχε κάνει σημαία του: την ακύρωση του διπολισμού. Πίσω στο είτε/είτε. Και πάλι από την αρχή.
Συμπέρασμα
Σε κάθε περίπτωση,από τη στιγμή που το θέατρο είναι αναπόσπαστο κομμάτι του κοινωνικού σώματος, δεν μπορεί παρά να κουβαλά τις κατακτήσεις, τις ανησυχίες του και κυρίως τα επικοινωνιακά μοντέλα που επιβάλλει η υψηλή τεχνολογία, ο ισχυρότερος διαμεσολαβητής ανάμεσα στους πολίτες και την «πραγματική» τους πόλη.
Οι διαχειριστές της τεχνολογίας, επειδή γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι οι βασικοί υπαίτιοι της απομόνωσης των ανθρώπων, έχουν υπούλως διαμορφώσει ένα ψευδο-επικοινωνιακό περιβάλλον (βλ. facebook, instagram, twitter), όπου ο κόσμος αισθάνεται περίπου «κυρίαρχος». Αισθάνεται πως μπορεί να μοιραστεί τα πάντα, ακόμη και τα πλέον προσωπικά θέματα που κάποτε γνώριζαν λίγοι και οικείοι ή ενδιέφεραν λίγους και οικείους. Μέσα από την απομόνωσή του ο κόσμος επικοινωνεί, λεπτό προς λεπτό, απίθανες περιγραφές από έρωτες, εγκυμοσύνες (επί εννέα μήνες περιγραφή της κάθε μέρας), καυγάδες, παρεξηγήσεις.
Το πάλαι ποτέ προσωπικό ημερολόγιο έχει μετατραπεί σε ένα δημόσιο «άλμπουμ» εμπειριών, τραυμάτων, αναμνήσεων, με υποδοχέα (και δυνάμει σχολιαστή) ένα τεράστιο και εν πολλοίς άγνωστο κοινό.
Η τεχνολογία, με άλλα λόγια, έχει διαμορφώσει μια γενικότερη στάση/άποψη ζωής που της ταιριάζει (γιατί «πουλάει»), και βεβαίως αφορά το θέατρο και την κριτική του, αφού επηρεάζει άμεσα το πώς γράφουμε/παίζουμε, τι γράφουμε/παίζουμε, για ποιους γράφουμε/παίζουμε, πόσο γράφουμε/παίζουμε και πού γράφουμε/παίζουμε.
Την αξία όλων αυτών θα την κρίνει βεβαίως ο δικαιότερος παρατηρητής: ο χρόνος.
Σημ. Πρώτη δημοσίευση, Parallaxi 4/05/2021