Ερευνα Ειρήνη Γιαβάση
« Αστυνομία της μνήμης. Σηκώστε τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Μην ακουμπήσετε τίποτα. Μην βγάλετε μιλιά μέχρι να τελειώσουμε. Αν δεν υπακούσετε θα συλληφθείτε αμέσως.»
Φανταστείτε τα παραπάνω λόγια να εκφέρονται στο σαλόνι σας. Ψηλοί, ψυχροί άντρες, με ατσαλάκωτες πράσινες στολές, δερμάτινες μπότες σας σημαδεύουν με όπλα που βαστούν τα δερμάτινα γάντια τους. Και τώρα, όπως αναγκάζεστε να γονατίσετε στο πάτωμα και βάζετε τα χέρια πίσω από τον σβέρκο, νιώθετε τον φόβο να σας κατακλύζει, φόβο και τύψεις επειδή πράξατε απλώς φυσικά – διατηρήσατε τις αναμνήσεις σας αναλλοίωτες. Παραμένετε ακινητοποιημένοι στο σαλόνι του σπιτιού, ενώ η Αστυνομία της Μνήμης επιθεωρεί το σπίτι για τυχόν αντικείμενα που δεν κάηκαν όταν διατάχτηκε ή κρυμμένα πράγματα που σε όλο το νησί έχουν εξαφανιστεί, αλλά εσείς ως παράνομος διατηρείτε ακόμη σε μία προσπάθεια ανταρσίας προς την φυσική εξαφάνιση των πραγμάτων. Αναρωτιέστε αν ο κόσμος που ζείτε μπορεί να χαρακτηριστεί ως δυστοπία, αλλά δεν μπορείτε να την πείτε έτσι, καθώς βρίσκεστε μέσα της και ως εκ τούτου θα πρέπει να κατονομαστεί «πραγματικότητα». Ποιες είναι οι αναμνήσεις που προσπαθείτε με νύχια και με δόντια να διατηρήσετε; Τι είναι αυτό που προσπαθείτε τόσο πολύ να συγκρατήσετε και φοβάστε μήπως αναγκαστείτε να ξεχάσετε;
Οι κάτοικοι του νησιού της ιστορίας βιώνουν κάθε κάποιο καιρό, απροσδιόριστα και αναπάντεχα, την απώλεια. Μικρών ή μεγάλων πραγμάτων. Εισιτήρια φεριμπότ. Ατζέντες και ημερολόγια. Φυσαρμόνικες. Τριαντάφυλλα. Πράγματα που θα φυλάγονταν σε ξύλινα κουτιά κάτω από το κρεβάτι για να τα δείξουμε σε πρόσωπα πολύτιμα. Όλοι διατάζονται να ξεχάσουν. Από μία ανώτερη δύναμη που ποτέ δεν εξηγείται, μια φυσική ανωμαλία που συνιστά κανονικότητα σε αυτό το νησί, πρέπει όλοι σαν ξυπνήσουν μια μέρα, να ξεχάσουν κάτι. Τις μέρες που κάτι εξαφανίζεται από αυτόν τον αόρατο νόμο που κυβερνά το νησί, νιώθεις κάτι παράξενο στην ατμόσφαιρα. Έπειτα, οι άνθρωποι συγκεντρώνονται σε μικρές ομάδες και καίνε ή καταστρέφουν τα απομεινάρια από αυτό το κάτι, γιατί πια, με μία φυσική διαδικασία, δεν έχουν συναισθήματα για αυτό και ό,τι αναμνήσεις είχαν σιγά-σιγά εξανεμίζονται, ώσπου και η ίδια η λέξη του αντικειμένου να αδυνατεί να ανακαλέσει κάποια ανάμνηση.
Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που θυμούνται τα πάντα. Όχι επειδή δεν έκαψαν ή δεν κατέστρεψαν αυτό που εξαφανίστηκε. Είναι πλασμένοι να θυμούνται, ακόμη και αν όλα γύρω τους καταστρέφονται. Όσοι θυμούνται αποτελούν ανωμαλία αυτής της παράξενης φύσης. Η αστυνομία της μνήμης είναι εκεί να τους ανακαλύψει. Κυνηγιούνται. Κρύβονται για να μην κυνηγιούνται. Το γονιδίωμά τους διερευνάται για να δουν τι φταίει και θυμούνται τους χαρταετούς, τα μήλα, τις σβούρες, τα γογγύλια. Τι θέλουν και θυμούνται; Θα ήταν πιο εύκολο να τα ξεχνούσαν όλα, οπότε τι πρόβλημα έχουν και θυμούνται;
Υπάρχουν αυτοί που λένε πως προτιμούν να προσαρμόζονται σ’ αυτήν την απλούστερη ζωή, που είναι κάθε φορά φτωχότερη. Πως ό,τι δεν γνωρίζουμε δεν έχει και τόσο σημασία καθώς δεν υπάρχει πια χώρος για αυτό στο κεφάλι και στην καρδιά. Εξάλλου, λένε, θα πεθάνουμε και περιμένουν στωικά αυτόν τον παράδοξο θάνατο, θεωρώντας πως οι δυνάμεις της προσαρμοστικότητας θα απαλύνουν την αίσθηση της παντοτινής απώλειας του εαυτού. «Πρέπει να σταματήσεις να ανησυχείς για τέτοια πράγματα. Οι εξαφανίσεις είναι πέρα από τον έλεγχό μας. Δεν έχουν καμία σχέση με εμάς. Όλοι θα πεθάνουμε άλλωστε κάποια μέρα, άρα ποια η διαφορά; Ας αφήσουμε απλώς τα πράγματα στη μοίρα τους.» θα πει ο γέροντας φίλος της πρωταγωνίστριας, για να την καθησυχάσει.
Υπάρχουν αυτοί που διερωτώνται συνεχώς πού θα οδηγήσει αυτή η συστηματική συρρίκνωση. Αντιλαμβάνονται πως οι εξαφανίσεις αντικατοπτρίζουν και μία εσωτερική συρρίκνωση του εαυτού. Μερικοί γραφικοί επαναλαμβάνουν, αλλά γρήγορα συλλαμβάνονται από την αστυνομία της μνήμης: «Κανείς δεν μπορεί να σβήσει τις ιστορίες». Ο καιρός περνά, οι εξαφανίσεις συνεχίζονται, το ερώτημα γιγαντώνεται σελίδα τη σελίδα: χάνοντας τις αναμνήσεις μας, αποτελούμε τους ίδιους;
Ολοκληρώνοντας την τελευταία αράδα και κλείνοντας το βιβλίο προσπαθούσα να καταλάβω τι μου συνέβη. Μετά από ώρα κατάλαβα, καθώς αβίαστα μου ήρθε μια κινηματογραφική σκηνή. Η εικόνα που είχα δει επαναλαμβανόμενες φορές στην οθόνη ήρθε να απεικονίσει αυτό που αισθανόμουν: με είχε διαπεράσει ένα γιαπωνέζικο μαχαίρι, ένα κατάνα* και για τα λίγα λεπτά μετά την τομή το πάνω και το κάτω σώμα ισορροπούσαν το ένα πάνω στο άλλο, μέχρι να αποσχιστούν και να βιώσω εν τέλει τον πόνο, την απώλεια και τον θάνατο. Και ήταν τόσο μαστορικός ο τρόπος που χειρίστηκε αυτό το κατάνα η Ογκάουα: αργά, λιτά, χωρίς φτιασιδώματα, με μια γαλήνια ήρεμη φωνή που θυμίζει την παραδοχή της ματαιότητας των πραγμάτων και την συμφιλίωση του βαρυποινίτη με τον χρόνο, η Ογκάουα τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια μου για να με προσγειώσει στο πάτωμα. Η ψυχραιμία με την οποία παρουσιάζεται όλο το δυστοπικό σκηνικό, η λιτότητα της γραφής, η ψυχραιμία της αποτύπωσης, στην οποία θες να φωνάξεις «πώς γίνεται να τα λες τόσο ήρεμα, δεν βλέπεις τι συμβαίνει γύρω;» συντελούν στο να σε διαπεράσει η θλίψη.
Παρόλο που το βιβλίο εκδόθηκε το 1994, τα άχρονα και μη συγκεκριμένα χωρικά τοπία προσδίδουν στο κείμενο καθολικότητα που συνομιλεί με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αυτόματα σχεδόν σκέφτεσαι πως στον αναγκαστικό εγκλεισμό που περνάμε το ξεθώριασμα των διαφόρων αναμνήσεων είναι καθολική διαδικασία, που, όπως και οι κάτοικοι αυτού του νησιού, την αποδέχεσαι. Και καθώς εγκλεισμός σημαίνει λιγότερα κοινωνικά ερεθίσματα, συναντήσεις κόσμων και εντυπώσεις και εξερευνήσεις, αντιλαμβάνεσαι, μετά από έναν χρόνο, πως δεν θυμάσαι την αίσθηση ορισμένων πραγμάτων: πώς κάνουμε αγκαλιές, πως είναι να φοράς μακιγιάζ στις 12 το βράδυ, πως τα μπαρ με χαμηλό φωτισμό σε νυστάζουν, πώς είναι να χορεύεις μέσα σε πλήθος, να βγαίνεις για καφέ μετά τη δουλειά, να μιλάς με όλο σου το πρόσωπο, να διασχίζεις πολύ κόσμο. Αναρωτιέσαι όπως και οι γραφικοί κάτοικοι του νησιού «Συρρικνωνόμαστε;»
Κάθε χάσιμο αναμνήσεων μας βρίσκει πιο αδειανούς . Οι αναμνήσεις μας διαμορφώνουν αυτό που είμαστε, αυτό που είμαστε διαμορφώνει τις αναμνήσεις σας. Τι μένει μετά από αυτές τις αλλεπάλληλες χειρουργικές επεμβάσεις; «Όσο υπέροχη και αν είναι η ανάμνηση εξαφανίζεται αν την αφήσεις στην ησυχία της, αν δεν της δίνεις σημασία. Δεν αφήνουν ίχνη ούτε απόδειξη ότι κάποτε υπήρχαν.»
«Η αστυνομία της μνήμης» βρίσκεται στη βραχεία λίστα για το Διεθνές Booker Μεταφρασμένου Βιβλίου του 2020. Η συγγραφέας εμπνεύστηκε την «Αστυνομία της μνήμης» από το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ. Μοναξιά, υπαρξιακή αγωνία, αβοήθητη δυσφορία είναι τα θέματα που διαπερνούν το βιβλίο.
«Όλα θα πάνε καλά. Μπορείς να νομίζεις ότι οι αναμνήσεις χάνονται κάθε φορά που συμβαίνει μια εξαφάνιση, αλλά δεν είναι αλήθεια. Επιπλέουν σε μια λιμνούλα όπου δεν φτάνει ποτέ το φως του ήλιου. Το μόνο που χρειάζεται είναι να βουτήξεις το χέρι σου μέσα και σίγουρα θα βρεις κάτι. Κάτι που θα επαναφέρεις στο φως. Πρέπει να προσπαθήσεις. Δεν μπορώ να κάθομαι και να βλέπω την ψυχή σου να μαραζώνει.» λέει ο εκδότης της πρωταγωνίστριας, καταραμένος να θυμάται τα πάντα, και ως εκ τούτου αναγκασμένος να κρύβεται από την Αστυνομία της Μνήμης. Η φωνή του κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος συγκρατεί μια καλά ισορροπημένη ελπίδα στη δυστοπία.
«Αν θυμηθούμε κάτι» είπε ο γέρος παλεύοντας να βρει τις λέξεις «τι θα πρέπει να κάνουμε;»
«Τίποτα ιδιαίτερο. Είμαστε όλοι ελεύθεροι να κάνουμε τις δικές μας αναμνήσεις ό,τι θέλουμε». Ας τις φυλάξουμε καλά λοιπόν, όσο τις έχουμε ακόμη.
- κατάνα=παραδοσιακό Γιαπωνέζικο μαχαίρι.
Εκδόσεις Πατάκη , μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου