Του Θωμά Τσαλαπάτη
Δεν υπάρχει χώρα που να περιφρονεί την ποίηση περισσότερο από την Ελλάδα. Δεν υπάρχει χώρα με τόσο επιθετική αδιαφορία σε όλα τα επίπεδα. Οσοι από εμάς γράφουνε ποίηση και έχει τύχει να βρεθούν σε ξένα φεστιβάλ και να συνομιλήσουν με ποιητές από άλλα μέρη του κόσμου, σύντομα συνειδητοποιούν το χάος που μας χωρίζει.
Σε πολλές χώρες κάποιος μπορεί να ζήσει αποκλειστικά γράφοντας ποίηση. Στη Γερμανία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες κάποιος μπορεί να επιβιώσει μέσα από τις επισκέψεις του σε σχολεία, από τις περιοδείες και τις δημόσιες αναγνώσεις, οι οποίες –φυσικά– πληρώνονται. Στις σκανδιναβικές χώρες μεγάλος αριθμός ποιητών συντηρείται από κρατικές υποτροφίες. Ποιητές από τη Λατινική Αμερική (και μιλάμε φυσικά για μεγάλους αριθμούς) θα σου αποκαλύψουν πως βιοπορίζονται κάνοντας μαθήματα δημιουργικής γραφής σε πανεπιστήμια καθώς και από τις πωλήσεις των βιβλίων τους.Γνωρίζοντας ποιητές από χώρες φτωχότερες από την Ελλάδα (όπως π.χ. η Λιθουανία ή η Βόρεια Μακεδονία) σύντομα καταλαβαίνεις πως οποιαδήποτε μέριμνα για την ποίηση και τους ποιητές δεν προκύπτει από το πλεόνασμα των ισχυρών οικονομιών, αλλά από την αντίληψη πως η ποίηση αποτελεί μια σημαντική ανθρώπινη δραστηριότητα που πρέπει να ενισχυθεί. Ακόμα κι αν οι συνθήκες είναι δύσκολες, σε κάθε χώρα υπάρχει ως δεδομένη η αντίληψη πως η μέριμνα για την ποίηση δεν είναι μια πολυτέλεια αλλά ένας πολιτισμικός δείκτης ικανός να περιγράψει το πώς η χώρα αυτή αντιλαμβάνεται τον εαυτό της.
Εξασφαλίζουν όλα αυτά καλύτερη ποίηση; Δεν είμαι σίγουρος. Αυτό που εξασφαλίζουν πάντως είναι αξιοπρέπεια. Και την αίσθηση πως η ποίηση δεν αποτελεί ένα χόμπι αντίστοιχο του φιλοτελισμού ή της συλλογής πεταλούδων.
Στην Ελλάδα, το κράτος σφυρίζει όσο πιο αδιάφορα μπορεί. Δεν υπάρχουν υποτροφίες, δεν υπάρχουν residencies, δεν υπάρχει κανενός είδους μέριμνα. Η κατάργηση του ΕΚΕΒΙ και η απουσία επίσημης κρατικής πολιτικής για το βιβλίο (βρείτε μου άλλη μία χώρα όπου να συμβαίνει κάτι τέτοιο) έρχονται να συμπληρώσουν την απαξίωση με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο. Οι δημοσιεύσεις σε περιοδικά προφανώς δεν πληρώνονται, οι εκδόσεις προφανώς δεν ενισχύονται και σε περίπτωση ανάγνωσης ο ποιητής θα πρέπει να αισθάνεται τυχερός την –απολύτως σπάνια– εκείνη φορά που δεν θα αναγκαστεί να πληρώσει τα μεταφορικά του (ακόμα και εκτός έδρας).
Ταυτόχρονα αποτελεί σχεδόν άγραφο νόμο το γεγονός πως ο ποιητής θα πληρώσει ο ίδιος την πρώτη του –τουλάχιστον– ποιητική συλλογή, θα την ταχυδρομήσει ο ίδιος σε κριτικούς και ομότεχνους και θα οργανώσει μόνος του τις παρουσιάσεις. Την ίδια στιγμή η κριτική παραμένει απολύτως περιορισμένη στα έντυπα και στις εφημερίδες και συνήθως έχει τη μορφή απλής παρουσίασης και όχι πραγματικής κριτικής. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί και ο τεράστιος αριθμός εκδόσεων ποιητικών βιβλίων που δημιουργεί έναν θόρυβο πιο εκκωφαντικό και από τη σιωπή. Και ταυτόχρονα, η απόλυτη αδιαφορία όλων των ιδρυμάτων (Στέγη, Νιάρχος κτλ) που συναγωνίζονται το κράτος σε ποιητική αδιαφορία. Καμία μέριμνα, κανένα φιλτράρισμα, κανένα ενδιαφέρον.
Το παράδοξο είναι πως η ποίηση επιβιώνει παρ’ όλα αυτά. Από στόμα σε στόμα, σε μικρές παρέες, μέσα από προσωπικές πρωτοβουλίες. Το άλλο παράλογο που αντιλαμβάνεσαι άμα επισκεφτείς κάποιο ξένο φεστιβάλ ποίησης είναι το γεγονός πως η ελληνική ποιητική παραγωγή των τελευταίων ετών είναι μία από τις σημαντικότερες της Ευρώπης. Σε θέματα, ποικιλία ακόμα και αριθμό ποιητών. Η ποίηση καταφέρνει να αντεπεξέλθει παρά τα εμπόδια.
Από την εφημερίδα των Συντακτών 28 Ιουλίου 2020