Ευριπίδειες αντανακλάσεις στην ταινία “Μια Πόλη Διπλά στη Θάλασσα” του Κένεθ Λόρενγκαν

Κάποιο σύγχρονοι σκηνοθέτες του κινηματογράφου, που είναι και σεναριογράφοι των ταινιών τους, χωρίς να αρνούνται την σύγχρονη μεταμοντέρνα εποχή τους, πιστεύουν σε έναν μοντερνιστικό ουμανισμό  και σε μια ευαισθησία που  δίνει στις δουλειές τους την ξεχωριστή λάμψη που διακρίνουμε.

Κάνουν όμως και κάτι άλλο, ενώ η εποχή μας αλλοτριώνει το μύθο σε αφήγημα, αυτοί προσπαθούν ,παίρνοντας τον αντίθετο δρόμο, να επιστρέψουν στο μύθο. Τομύθο, που αποτελεί αποκλειστική λειτουργιά της ανθρώπινης συνειδήσεις,  η οποία μπροστά στο άγνωστο, το οποίο φλέγεται να κατανοήσει, κατασκευάζει, όχι μόνο, μια καθολική εικόνα του κόσμου αλλά και ένα  σύστημα αξιών αναμιγνύοντας έλλογα και άλογα στοιχεία, και μεταβάλλοντας τα ανέφικτα σε εφικτά, ικανοποιεί την επιθυμία της να διαβεί τα όρια του επιστητού. Η μετουσίωση του μύθου σε τέχνη , η μεγαλοπρεπέστερη ίσως από τις λειτουργίες της ανθρώπινης συνείδησης, έγινε πράξη με την αρχαία ελληνική τραγωδία.

Ένας από αυτούς τους σκηνοθέτες είναι και ο Κένεθ Λόρενγκαν, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας Μια Πόλη Δίπλα στη Θάλασσα,  ο οποίος ξεκίνησε την πορεία του ως θεατρικός συγγραφέας, και έχει κάτι το έντονα ευριπίδειο στην δραματουργία του.

Ο Ευριπίδης, όπως λέει και ο ποιητής, «είδε τις φλέβες των ανθρώπων/σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια». Πίστευε ακόμα ότι το κακό έρχεται αποκλειστικά απ’ έξω, από δυνάμεις που εξουσιάζουν την ύπαρξη του ανθρώπου, δυνάμεις που η επίδρασή τους δε συλλαμβάνεται λογικά, ούτε συνδέεται με ηθικούς κανόνες. Το παράλογο επεμβαίνει στη ζωή του ανθρώπου καταστρέφοντάς την. Στον Ευριπίδη δεν υπάρχει μοίρα, ειμαρμένη, κυριαρχεί η τύχη.

Αντίστοιχα η δραματουργία του Λόνεργκαν, του οποίου και οι δύο γονείς είναι ψυχαναλυτές, και μάλιστα της φροϋδικής σχολής, στρέφεται γύρω από την άποψη ότι ένα μεγάλο μέρος του εαυτού μας, παραμένει κρυμμένο από εμάς, με αποτέλεσμα η σκοτεινότητα αυτής της άγνωστης περιοχής να εκφράζεται με τρόπους αλλόκοτους 

Ο ήρωας του Ευριπίδη που έχει υποστεί την ανηλεότερη επέμβαση αυτών των δυνάμεων, είναι ο Ηρακλής, της σπάνια παιζόμενης σήμερα τραγωδίας, Ηρακλής Μαινόμενος, που σκοτώνει τη γυναίκα του και τα παιδιά του μετά από ξαφνική τρέλα που του στέλνει η Ήρα. Καταρρακωμένος  από την πράξη του θέλει να αυτοκτονήσει, με την παρέμβαση όμως του Θησέα ο Ηρακλής πείθεται να ζήσει, λέγοντας «εγκατερήσω βίοτον», θα την αντέξω τη ζωή.

Ο Λη Τσάντλερ, ο ήρωας του Λόνεργκαν, είναι ένα σύγχρονο αντίγραφο του ευριπίδειου Ηρακλή. Καλείται κι αυτός να σηκώσει το άγος του πεσμένος βαθιά  μέσα στη αβυσσαλέα, στη ζοφερή, νύχτα της οδύνης. Αντέχει κι αυτός τη ζωή πληρώνοντας ως αντίτιμο τη βίωση της έσχατης δυστυχίας. Όπως ο Ηρακλής, έτσι και ο Λη φεύγει από τον τόπο του μετά την αμαρτία, αναγκάζεται όμως να επιστρέψει χωρίς να το θέλει, και εδώ ο Λόνεργκαν με μια ιδιοφυή επινόηση προσπαθεί να ανανεώσει τον αρχαίο μύθο προσθέτοντάς του σοφά έναν μετά- μύθο.

Ένας διαλογισμός επάνω στην έσχατη οδύνη είναι η ταινία, προσπαθώντας να δώσει μια ελάχιστα πειστική  απάντηση στο ερώτημα πως μπορεί ένας άνθρωπος να ζήσει κάτω από το βάρος που επισωρεύει στους ώμους του μια τόσο μεγάλη τραγική απώλεια, χωρίς να γίνει ένα φάντασμα του εαυτού του.

Εδώ όπως και στην τραγωδία του Ηρακλή το τέλος είναι ανοιχτό.

Τα φλας-μπακ του Λόνεργκαν,που τηρούμενων των αναλογιών, μπορούν να αντιστοιχηθούν με τους αγγελιαφόρους της τραγωδίας, φέρνουν το παρελθόν στο παρόν ανοίγοντας την πάντα χέουσα πληγή. Τολμά ο Λ. να αναμιγνύει, σε σκηνές έντονης δραματικότητας, στοιχεία κωμικά,(το ίδιο δεν κάνει και ο Ευριπίδης στις, με ευτυχές τέλος, τραγωδίες του), και περιγράφει με μελβιλική ακρίβεια το χώρο:    Το «παρά θιν’ αλός» Μάντσεστερ της Νέας Αγγλίας,  οι κάτοικοι και οι συνήθειες τους, το γλωσσικό ιδίωμά τους, ο παγετός που δεν επιτρέπει την ταφή του νεκρού αδελφού του ήρωα, όλα αυτά μεταξιώνουν το χώρο κάνοντάς τον,    από  απλή συμβολική σήμανση, ένα από το δρώντα πρόσωπα του δράματος.

Ο  Κέϊσι Αφλεκ, ο έξοχος αυτός ηθοποιός ενσαρκώνει κυριολεκτικά τον Λη Τσάντλερ, δίνοντας μας την εικόνα του απόλυτα μοναχικού, σπαρασσόμενου από την οδύνη, ανθρώπου.

Αν και από πουθενά δε φαίνεται ίχνος αισιοδοξίας η τελευταία σκηνή ανοίγει  μια μικρότατη χαραμάδα από όπου περνά ένα αμυδρότατο φως: ακόμη και ο πιο απελπισμένος άνθρωπος έχει κάποιες στιγμές που είναι λιγότερο απελπισμένος. 

0 0 votes
Article Rating
Subscribe
Notify of
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments
Scroll to top
0
Would love your thoughts, please comment.x
()
x