Με αφορμή το έργο του Nicholas Kazan BLOOD MOON. Παρουσιάστηκε στο θέατρο ΤΟΠΟΣ ΑΛΛΟύ σε σκηνοθεσία ΝΙΚΟΥ ΚΑΜΤΣΗ, περίοδος 2009-2010 . Επρόκειτο να ανέβει και πάλι τον Μάρτιο του 2021 αλλά ματαιώθηκε λόγω πανδημίας
Η σκέψη και μόνο μιας μητέρας, που σκοτώνει το παιδί της, μας γεμίζει συναισθήματα φρίκης και οργής. Η παιδοκτονία είναι μία αποτρόπαια και καταδικαστέα πράξη, που όμως χρησιμοποιήθηκε σε προηγούμενους αιώνες για να αποφευχθεί η «νοθεία» της κοινωνίας από αδύναμα ή αφύσικα και παραμορφωμένα παιδιά, αλλά και σε περιπτώσεις εξώγαμων παιδιών ή ως μέσο εκδίκησης του πατέρα από τη μάνα. Πλείστα είναι τα παραδείγματα παιδοκτονίας στις μέρες μας, που έγιναν πρωτοσέλιδα εφημερίδων, αλλά και όσα τεκμηριώνονται ιστορικά και που οι ρίζες τους φτάνουν μέχρι την αρχαία Ελλάδα.
Σημείο αναφοράς αποτελεί η αρχετυπική μορφή της Μήδειας, όχι αυτής του μύθου, αλλά της παιδοκτόνου ηρωίδας του Ευριπίδη. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Μήδεια ήταν θεά, προερχόμενη από την Ανατολή, προστάτιδα της γονιμότητας, που κυριαρχούσε στις μητριαρχικές κοινωνίες. Η σταδιακή αμφισβήτηση της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία και η υποτίμηση των γυναικείων θεοτήτων, οδήγησαν στην πατριαρχία και καθιέρωσαν την Μήδεια, ως πρότυπο μητέρας παιδοκτόνου, με πρώτο διδάξαντα τον Ευριπίδη. Την αδικία αυτή σε βάρος της μητρότητας, έρχεται να αποκαταστήσει, χιλιάδες χρόνια αργότερα, η άσπιλη και αμόλυντη μορφή της Παναγίας, η οποία δεν είναι ούτε σύζυγος, ούτε ερωμένη, ούτε θεά, αλλά απλώς μητέρα. Δεν είναι τυχαίο που το «Αιμάτινο φεγγάρι» αρχίζει με ένα μονόλογο, όπου η ηρωίδα του Nicholas Kazan, Μάνια, μας αποκαλύπτει, ότι το όνομά της είναι μία παραλλαγή του Μαρία, του ονόματος της Παναγίας. Πώς, όμως, έφτασε να γίνει μία σύγχρονη Μήδεια;
Ένα κορίτσι, μεγαλωμένο με τις αρχές του χριστιανικού φονταμενταλισμού, με την αθωότητα των δεκαεννέα χρόνων και με παραδοσιακές ηθικές αξίες για τη ζωή, την αγάπη και τον έρωτα, αποφασίζει να ξεφύγει από τη μίζερη και συντηρητική ζωή της επαρχίας και να πάει στη Νέα Υόρκη, την μητρόπολη του κόσμου, να σπουδάσει ιατρική, ακολουθώντας το δικό της αμερικάνικο όνειρο. Η γνωριμία της, όμως με τον Άλαν, έναν πετυχημένο επαγγελματικά και δυνατό οικονομικά άντρα, χαρακτηριστικό δείγμα Νεοϋορκέζου, έκανε το όνειρό της εφιάλτη.
Ο Άλαν, ως άρχον φύλο, με την αριστοτελική έννοια, ενσαρκώνει με τον χειρότερο τρόπο το πρότυπο του σύγχρονου άντρα, μίας κοινωνίας, όπου η αγοραστική δύναμη των πολιτών είναι το μέσον για να πετύχουν τους σκοπούς τους. Το μόνο που γνωρίζει είναι το δίκαιο του ισχυρού, «να σπάει πόδια ή να το βάζει στα πόδια», χωρίς τύψεις και ενοχές. Έχει χωρίσει στο μυαλό του τους ανθρώπους σε «πόρνες και νταβατζήδες», ενώ η γυναίκα, για αυτόν, είναι συνώνυμο της κατωτερότητας και της αδυναμίας. Αρνείται να δεχτεί ότι ένα δεκαεννιάχρονο, ανυπεράσπιστο κορίτσι από την επαρχία, έχει πάρει τη ζωή στα χέρια του και διεκδικεί ένα καλύτερο μέλλον, σπουδάζοντας ιατρική, ένα επάγγελμα που σε μεγάλο ποσοστό, διαχρονικά, ασκείται από άνδρες. «Μια γυναίκα στο κρεβάτι του χειρουργείου», μόνο με σεξιστικούς υπαινιγμούς και με ειρωνεία θα μπορούσε να τη δει ο Άλαν, ενώ αντίθετα ενθουσιάζεται με την μαγειρική της δεινότητα, μία κατεξοχήν γυναικεία ασχολία. Η λανθασμένη αντίληψη, που έχει για τη θηλυκότητα και τη γυναικεία φύση, τον κάνουν να θέλει να αντιτάξει την ανωτερότητα του αρσενικού σε όσες γυναίκες δεν ακολουθούν τα πρότυπα ομορφιάς και συμπεριφοράς ή τα επαγγελματικά στερεότυπα, που η ίδια η κοινωνία των ανδρών έχει επιβάλλει στις γυναίκες. Θέλοντας να αποκαταστήσει την τάξη και να επιβεβαιώσει την υπεροχή του φύλου του, ο Άλαν βιάζει την Μάνια και εκτονώνει πάνω της όλα τα απωθημένα και τα συμπλέγματα, που τον διακατέχουν.
Η Μάνια βίωσε την ενηλικίωσή της, απότομα, με τον πιο βίαιο και αποτρόπαιο τρόπο, διαπιστώνοντας παράλληλα, πως ο κόσμος μας δεν είναι όμορφος, ηθικός κι αγγελικά πλασμένος. Η επικείμενη γέννα του ανεπιθύμητου παιδιού της, που δεν είναι προϊόν αγάπης και έρωτα, όπως ήταν η ίδια για τους γονείς της, αλλά αποτέλεσμα ενός βιασμού, την κάνει να επαναστατήσει ενάντια σε μία ζωή, που δεν την διάλεξε η ίδια, αλλά της επιβλήθηκε με το ζόρι. Η Μάνια αποφασίζει, με τη βοήθεια δύο φίλων της, να σκοτώσουν το πέντε μηνών έμβρυο, κλονίζοντας συθέμελα, όχι μόνο τα στηρίγματα της κοινωνίας, που θεωρεί τη μητρότητα ως κάτι φυσικό κι αυτονόητο για κάθε γυναίκα, αλλά και ολόκληρης της φύσης, διακυβεύοντας τη διαιώνιση του είδους και τη συνέχιση της ίδιας της ζωής.
Σε όλη τη διάρκεια του έργου αυτό «που βασανιστικά παιδεύει» την Μάνια είναι η σχέση της με το κοινό, που σαν χορός αρχαίας τραγωδίας την παρακολουθεί αποσβολωμένο, εκπροσωπώντας ολόκληρη την κοινωνία, που είναι έτοιμη να την καταδικάσει! Η Μάνια, όμως, δεν παλεύει να αποδείξει την αθωότητά της, αλλά να καταγγείλει τον εξευτελιστικό τρόπο, που η ίδια η κοινωνία, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του «ισχυρού φύλου», αντιμετωπίζει τις γυναίκες. Ένοχη για το πιο βαρύ έγκλημα στον κόσμο, παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια μας ως θύμα μια κοινωνίας φυλετικών διακρίσεων, και σεξουαλικού ρατσισμού. Η δολοφονία ενός άρρενος εμβρύου, πριν προλάβει να γεννηθεί, αποκτά διττή σημασία. Η Μάνια, αφενός μεν αρνείται να φέρει το παιδί της, ως προέκταση του ίδιου της του εαυτού, σε έναν κόσμο ανισοτήτων και φυλετικών διακρίσεων και αφετέρου δε, σκοτώνοντας το αγόρι, στρέφεται εναντίον μίας ολόκληρης ανδροκρατούμενης κοινωνίας, που προσβάλλει, απαξιώνει και καταπιέζει τη γυναίκα.
Η Μάνια εμφανίζεται ως ηρωίδα, που εναντιώνεται με ορμή, δύναμη και θάρρος σε όλα αυτά τα σεξιστικά στερεότυπα, (τα οποία καλλιεργούνται από την παιδική κιόλας ηλικία με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον διαχωρισμό των παιχνιδιών όπως όπλα, αυτοκινητάκια και στρατιωτάκια για τα αγόρια και μαγειρικά σκεύη, κούκλες και ψεύτικα καλλυντικά και κοσμήματα για τα κορίτσια). Πηγαίνει κόντρα σε μία κοινωνία, που θέλει τη γυναίκα να είναι ταυτόχρονα καλή μάνα, καλή σύζυγος, καλή ερωμένη, καλή επαγγελματίας και που πρέπει να αποδεικνύει καθημερινά το αυτονόητο, ότι είναι το ίδιο ικανή με έναν άνδρα. Αντιστέκεται σε μία κοινωνία, που η γυναίκα πρέπει να ακολουθεί τα πρότυπα ομορφιάς, αν θέλει να είναι επιθυμητή στο αντίθετο φύλο, ενώ παράλληλα η γυναικεία σεξουαλικότητα αποτελεί κίνδυνο για τους άνδρες και απειλή για την κοινωνική και οικογενειακή αρμονία. Αντιδρά σε μία κοινωνία, που ο βιασμός δύσκολα μπορεί να διαγνωστεί και να αποδειχτεί κι ακόμα πιο δύσκολα να εκδικαστεί, ενώ τις περισσότερες φορές αποσιωπάται, από φόβο του στιγματισμού και της κοινωνικής αντίδρασης ή της προκατάληψης απέναντι στο θύμα. Έτσι, η Μάνια ξεσπά, υιοθετώντας την επιθετικότητα και τη βιαιότητα του αρσενικού, αποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο, ότι μπορεί επάξια να ανταγωνιστεί στα ανόσια και την πανουργία έναν άντρα. Παίρνει την εκδίκησή της με την ιδιότητα της καλής μαγείρισσας, που το αρσενικό φύλο της έχει αποδώσει, επαληθεύοντας αυτό, που κάποια στιγμή είχε πει στον Άλαν, πως «ο εαυτός έχει πολλές πλευρές, που κάποιες φαίνονται και κάποιες είναι κρυφές, σκοτεινές».
Η βιτρίνα μιας δήθεν πραγματικότητας, που το αμερικάνικο όνειρο προβάλλει, για ίσα δικαιώματα και ευκαιρίες για ατομική ελευθερία και ισονομία, θρυμματίζεται. Τοποθετώντας τη δράση στη Νέα Υόρκη, την πρωτεύουσα του κόσμου, με την πολιτιστική και οικονομική επιρροή της, Ο Nicholas Kazan καταργεί την παγκόσμια κοινωνία, που εκπροσωπείται από τον Άλαν ως «ισχυρό φύλλο» και κατηγορεί ως ηθικούς αυτουργούς όλους αυτούς, που για χάρη των συμφερόντων τους προτιμούν να σιωπούν και να σφυρίζουν αδιάφορα, όπως το κάνει ο θείος της Μάνιας, ο Γκρεγκ.