Σοφία Γουργουλιάνη, 22 Αυγούστου 2020
Η Jessica Goudeau, είναι αρθρογράφος για τους NewYork Times, την Atlantic, τη Washington, Post, τους Los Angeles Times αλλά και παραγωγός της ταινίας ντοκιμαντέρ μικρού μήκους «A Line Birds Can not See». Πριν από λίγες μέρες εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, «After the Last Border».
Αφηγείται, με αυτό, μια ιστορία για όλους εκείνους τους θαυμαστούς καινούριους κόσμους που αποδείχτηκαν φρεναπάτη. Και για τον δυτικό –μας- κόσμο που δεν δέχτηκε ποτέ να κάνει τα βουνά του ρατσισμού του να μοιάζουν με πεδιάδες.
Η συγγραφέας πραγματεύεται, εδώ, το φλέγον ζήτημα της προσφυγικής κρίσης, έχοντας βουτήξει στα άδυτα της σκληρής του πραγματικότητας μετά από χρόνια εργασίας με πρόσφυγες στο Austin του Texas. Και μας παραδίδει ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε στα Αγγλικά αρχές Αυγούστου και μοιάζει απογυμνωμένο από το αστικό μελό που μας θέλει -μόνο μακρινούς- παρατηρητές των εκάστοτε«τραγικών»προσφυγικών ιστοριών.
Με πρωταγωνίστριες της, δύο διαφορετικές γυναίκες πρόσφυγες από τη Μυανμάρ και από τη Συρία, μας χαρίζει ένα σκοτεινό ταξίδι σε μια απόλυτη καφκική Οδύσσεια στη σύγχρονη Αμερική.
Η MuNaw,είναι από τη Μυανμάρ. Μετά από μία δεκαετία σε στρατόπεδο προσφύγων,η μοίρα θα της χαμογελάσει, όταν θα βρεθεί σε αμερικανικό έδαφος. Για να συναντήσει, τελικά, τον δικό της προσωπικό καφκικό εφιάλτη στο Austin του Texas. Γκρίζα συγκροτήματα, γκρίζων διαμερισμάτων, λεωφορεία και μετρό που επιλέγουν αυτοβούλως ωράρια, επιβάτες και στάσεις. Ένα θερμοσίφωνο που αποδείχτηκε δυσεπίλυτο αίνιγμα, ένας φούρνος γεννημένος για να μην ψήνει και μια διαρκής αναζήτηση άγνωστου πλην απαραίτητου φαγητού.
Κι αν οι πρώτες μέρες της μοιάζουν με ψαροκόκαλο σφηνωμένο στο λαιμό, η MuNaw θα βρει τον τρόπο να το ξεσφηνώσει βλέποντας αυτοβούλως το ποτήρι της νέας της ζωής μισογεμάτο.
Η Hasnaal-Salam πίνει κάθε πρωί τον καφέ της στον κήπο της. Ο καφές είναι καυτός, της καίει τη γλώσσα. Τα παιδιά της παίζουν σχοινάκι στην αυλή του σχολείου. Στο πρώτο διάλειμμα θα φάνε. Δεν θυμάται τι, αλλά τους το μαγείρεψε χθες. Λίγο πριν παίξουνε επιτραπέζιο. Ο άντρας της δεν την φιλάει πια κάθε πρωί. Το σκέφτεται. Ο καφές είναι καυτός, της καίει τη γλώσσα. Το απόγευμα, μάλλον, θα τον φιλήσει εκείνη. Θα πιουν άλλο ένα καφέ παρέα. Όταν πέφτει ο ήλιος, ο κήπος δροσίζει. Θα βάλει από ένα παγάκι στον καφέ τους. Είναι, ακόμα, καλοκαίρι.
Το καθεστώς Άσαντ θα την οδηγήσει βίαια –και εκείνη- στο Austin. Σε ένα Austin, μακριά από παιδιά, φιλιά και κόσμους που τα νόμιζε δικά της. Με την αναγγελία της απαγόρευσης εισόδου προσφύγων από μουσουλμανικές χώρες να βουίζει στα αυτιά της, τα παγάκια να λιώνουν στον καφέ, το ανελέητο καλοκαίρι στο Texas να μην δροσίζει ποτέ και την επανένωση με τα παιδιά της να μοιάζει με μακρινή υπόσχεση, η διάψευση του λαμπρού μέλλοντος είναι -τελικά- απόλυτη και συντριπτική.
Ιστορίες δύο γυναικών που τελικά είναι μια ιστορία ντροπής για έναν ολόκληρο δυτικό κόσμο που φορά αυτάρεσκα το προσωπείου του προοδευτισμού, για να αποδείξει, όμως, περίτρανα πως, η ίδια του η ύπαρξη τελικά βρίσκεται στα παλαιότερα των υποδημάτων του άκρατου ρατσισμού. Ένα βιβλίο για την ιστορία, την πορεία και τη διαχρονική υποδοχή των προσφύγων στην Αμερική που μοιάζει να μας ανοίγει το αναγκαίο παράθυρο στον σκληρό κόσμο του ες αεί παρόντος ρατσισμού.
AFTER THE LAST BORDER
Two families and the story of Refuge in America
by Jessica Goudeau
348 pp, Viking