Οι «Ευτυχισμένες ημέρες» του Σάμιουελ Μπέκετ είναι το έργο που συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο την εργογραφία του. Τα μοτίβα και τις θερμοκρασίες, τις προοπτικές και τις καθηλώσεις, το παράλογο και την υπέρβασή του. Έργο εξαντλητικό και απαιτητικό ταυτόχρονα για τον ηθοποιό και το θεατή όσο και για τον αναγνώστη του, πυκνό σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταργεί τη διάκριση λεπτομέρειας και συνόλου, συμπυκνώνει το μπεκετικό σύμπαν χωρίς να εξαρτάται από αυτό, σε μια συγγραφική χειρονομία που ανοίγει τον θεατρικό λόγο προς το μέλλον του.
Ο μοντερνισμός του Μπέκετ είναι παράλληλος με αυτόν του μεγάλου δασκάλου του, του Τζαίημς Τζόυς. Αλλά αν και παράλληλοι ακολουθούν την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Ο Τζόυς κινείται προς τη σύνθεση, προς το μεγάλο οικοδόμημα, προς ένα έργο που το μέγεθός του θα μπορούσε να αναμετρηθεί με το ίδιο το μέγεθος της ζωής. Με το Finnegans Wake, το τελευταίο έργο του, ο Τζόυς επιτυγχάνει ίσως το πιο πολύπλοκο έργο της δυτικής γραμματείας. Βαθύς γνώστης του έργου αυτού και συνεργάτης του Τζόυς, ο Μπέκετ είδε έναν ολόκληρο λογοτεχνικό τρόπο να εξαντλείται στο αποκορύφωμά του. Και σοφά διάλεξε να δημιουργήσει με τρόπο αντίστροφο. Ο Μπέκετ κινείται προς την αφαίρεση, το λίγο που γίνεται ξαφνικά πολύ. Η γλώσσα του είναι η έλλειψη, αυτό που συνεχώς μικραίνει, αυτό που συνεχώς χάνεται. Μια απουσία που θα μπορούσε να αναμετρηθεί με το ίδιο το τίποτα του θανάτου. Και με την ζωή ιδωμένη από τη στιγμή αυτή προς τα πίσω.Μια αφαίρεση που ως διαδικασία είναι ίσως περισσότερο από οπουδήποτε εμφανής στο πέρασμα από την πρώτη στη δεύτερη πράξη του «οι ωραίες ημέρες», του πιο κλινικούαπό τα έργα του. Η ερημιά του τοπίου, η οποία μέσα από την ακινησία της Ουϊννυ γίνεται σχεδόν απέραντη είναι το λίγο που γίνεται πολύ. Και θα γίνει ακόμα περισσότερο όταν η ακινησία θα κυριαρχήσει σχεδόν απόλυτα με το πέρασμά μας στη δεύτερη πράξη. Αυτό το κεφάλι μέσα στο χώμα δεν αντιπροσωπεύει μόνο τον ρόγχο της ανθρώπινης γενιάς. Είναι μαζί και ένα ταξίδι του ίδιου του λόγου λίγο πριν τον βαθμό μηδέν, μια αποτύπωση της μπεκετικής διαδικασίας προς την πιο πυκνή και πιο επείγουσα γλώσσα. Μέσα στην επικράτεια αυτή του ελάχιστου, κάθε τι μεγεθύνεται. Παίρνει διαστάσεις σχεδόν αρχετύπου. Το σώμα και η γη, το ανδρόγυνο, το γήρας, το γέλιο, η φθορά, η ανάγκη του ανθρώπου για τον άνθρωπο, η προσδοκία, η μοναξιά, η ανάμνηση. Και ανάμεσά τους το πρωταρχικό σύμβολο, η δραματική όψη του έργου, η γυναίκα θαμμένη μέχρι την μέση, γίνεται σημείο. Ένα σημείο ανοιχτό προς κάθε είδους ερμηνεία και νοηματοδότηση. Ο άνθρωπος όπως βυθίζεται στον χρόνο, η ύλη που συγκρατεί τον άνθρωπο στη γη, η φθορά του σώματος που τον καθηλώνει στο γύρας, η μόνιμη ακινησία του ατόμου σε έναν κόσμο χωρίς επιλογές και τόσα ακόμη. Όχι διαφορετικές ερμηνείες, αλλά ερμηνείες ίσες και ταυτόχρονες, ερμηνείες που υπάρχουν την ίδια στιγμή φορτίζοντας την όψη με νόημα και πολλαπλά νοήματα μαζί. Όλα βαλμένα σε μια αλληλουχία με μόνη σκαλωσιά τους κινήσεις τυποποιημένες, χειρονομίες που επαναλαμβάνονται μέσα στους αιώνες, άδειες από νόημα ή λειτουργικότητα, αναμνήσεις ενός ξεθυμασμένου «ορθού τρόπου», απαραίτητες όμως μέσα στην κοινοτοπία τους. Σαν να επιβεβαιώνουν στην κάθε τους εκδοχή πως η ζωή συνεχίζει να συμβαίνει, πως η ρουτίνα έχει χώρο ακόμα και εδώ, ανάμεσα στα καμένα χορτάρια. Ένα τελετουργικό των μικρών τρόπων, μιας ζωής που ενώ εξαντλήθηκε επιμένει, ακόμα και αν έχει μείνει μόνο ο σκελετός της αρχικής του όψης.
Ανάμεσα στις οπτικές πληροφορίες- πράξεις και τον σκηνικό χώρο (που μπαίνουμε στον πειρασμό να περιγράψουμε και ως αποτύπωση του ψυχικού χώρου της Ουϊννυ ή ακόμη και της σχέσης των δύο πρωταγωνιστών) υπάρχει η ροή των λέξεων. Οι λέξεις της Ουϊννυ δίπλα στο απομεινάρι του άντρα της, τις κινήσεις κονσέρβα και το θαμμένο της σώμα είναι το μόνο ζωντανό στοιχείο. Σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν ταυτίζονται με την ίδια τη ζωή. Η Ουϊννυ μπορεί να είναι θαμμένη μέχρι την μέση, η Ουϊννυ μπορεί να είναι θαμμένη ολόκληρη. Αυτό που έχει σημασία είναι να συνεχίσει να μιλά. Γιατί όσο μιλά συνεχίζει να υπάρχει. Ακόμα και αν οι λέξεις της ακούγονται κωμικές ή αφελείς. Ο λόγος της Ουϊννυ είναι ο κόσμος που συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και αν σταδιακά χάνεται στην ανυπαρξία. Γιατί όσο η Ουϊννυ μιλά μας επιτρέπει να υπάρχουμε. Λοιπόν, «άρχισε την μέρα σου Ουϊννυ», γιατί όσο υπάρχουν οι λέξεις, μπορούμε και εμείς να υπάρχουμε.