Η αστυνομία της μνήμης

Ερευνα Ειρήνη Γιαβάση

« Αστυνομία της μνήμης. Σηκώστε τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Μην ακουμπήσετε τίποτα. Μην βγάλετε μιλιά μέχρι να τελειώσουμε. Αν δεν υπακούσετε θα συλληφθείτε αμέσως.»

Φανταστείτε τα παραπάνω λόγια να εκφέρονται στο σαλόνι σας. Ψηλοί, ψυχροί άντρες, με ατσαλάκωτες πράσινες στολές, δερμάτινες μπότες σας σημαδεύουν με όπλα που βαστούν τα δερμάτινα γάντια τους. Και τώρα, όπως αναγκάζεστε να γονατίσετε στο πάτωμα και βάζετε τα χέρια πίσω από τον σβέρκο, νιώθετε τον φόβο να σας κατακλύζει, φόβο και τύψεις επειδή πράξατε απλώς φυσικά – διατηρήσατε τις αναμνήσεις σας αναλλοίωτες. Παραμένετε ακινητοποιημένοι στο σαλόνι του σπιτιού, ενώ η Αστυνομία της Μνήμης επιθεωρεί το σπίτι για τυχόν αντικείμενα που δεν κάηκαν όταν διατάχτηκε ή κρυμμένα πράγματα που σε όλο το νησί έχουν εξαφανιστεί, αλλά εσείς ως παράνομος διατηρείτε ακόμη σε μία προσπάθεια ανταρσίας προς την φυσική εξαφάνιση των πραγμάτων. Αναρωτιέστε αν ο κόσμος που ζείτε μπορεί να χαρακτηριστεί ως δυστοπία, αλλά δεν μπορείτε να την πείτε έτσι, καθώς βρίσκεστε μέσα της και ως εκ τούτου θα πρέπει να κατονομαστεί «πραγματικότητα». Ποιες είναι οι αναμνήσεις που προσπαθείτε με νύχια και με δόντια να διατηρήσετε; Τι είναι αυτό που προσπαθείτε τόσο πολύ να συγκρατήσετε και φοβάστε μήπως αναγκαστείτε να ξεχάσετε;

Οι κάτοικοι του νησιού της ιστορίας βιώνουν κάθε κάποιο καιρό, απροσδιόριστα και αναπάντεχα, την απώλεια. Μικρών ή μεγάλων πραγμάτων. Εισιτήρια φεριμπότ. Ατζέντες και ημερολόγια. Φυσαρμόνικες. Τριαντάφυλλα. Πράγματα που θα φυλάγονταν σε ξύλινα κουτιά κάτω από το κρεβάτι για να τα δείξουμε σε πρόσωπα πολύτιμα. Όλοι διατάζονται να ξεχάσουν. Από μία ανώτερη δύναμη που ποτέ δεν εξηγείται, μια φυσική ανωμαλία που συνιστά κανονικότητα σε αυτό το νησί, πρέπει όλοι σαν ξυπνήσουν μια μέρα, να ξεχάσουν κάτι. Τις μέρες που κάτι εξαφανίζεται από αυτόν τον αόρατο νόμο που κυβερνά το νησί, νιώθεις κάτι παράξενο στην ατμόσφαιρα. Έπειτα, οι άνθρωποι συγκεντρώνονται σε μικρές ομάδες και καίνε ή καταστρέφουν τα απομεινάρια από αυτό το κάτι, γιατί πια, με μία φυσική διαδικασία, δεν έχουν συναισθήματα για αυτό και ό,τι αναμνήσεις είχαν σιγά-σιγά εξανεμίζονται, ώσπου και η ίδια η λέξη του αντικειμένου να αδυνατεί να ανακαλέσει κάποια ανάμνηση.

Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που θυμούνται τα πάντα. Όχι επειδή δεν έκαψαν ή δεν κατέστρεψαν αυτό που εξαφανίστηκε. Είναι πλασμένοι να θυμούνται, ακόμη και αν όλα γύρω τους καταστρέφονται. Όσοι θυμούνται αποτελούν ανωμαλία αυτής της παράξενης φύσης. Η αστυνομία της μνήμης είναι εκεί να τους ανακαλύψει.  Κυνηγιούνται. Κρύβονται για να μην κυνηγιούνται. Το γονιδίωμά τους διερευνάται για να δουν τι φταίει και θυμούνται τους χαρταετούς, τα μήλα, τις σβούρες, τα γογγύλια. Τι θέλουν και θυμούνται; Θα ήταν πιο εύκολο να τα ξεχνούσαν όλα, οπότε τι πρόβλημα έχουν και θυμούνται;

Υπάρχουν αυτοί που λένε πως προτιμούν να προσαρμόζονται σ’ αυτήν την απλούστερη ζωή, που είναι κάθε φορά φτωχότερη. Πως ό,τι δεν γνωρίζουμε δεν έχει και τόσο σημασία καθώς δεν υπάρχει πια χώρος για αυτό στο κεφάλι και στην καρδιά. Εξάλλου, λένε, θα πεθάνουμε και περιμένουν στωικά αυτόν τον παράδοξο θάνατο, θεωρώντας πως οι δυνάμεις της προσαρμοστικότητας θα απαλύνουν την αίσθηση της παντοτινής απώλειας του εαυτού. «Πρέπει να σταματήσεις να ανησυχείς για τέτοια πράγματα. Οι εξαφανίσεις είναι πέρα από τον έλεγχό μας. Δεν έχουν καμία σχέση με εμάς. Όλοι θα πεθάνουμε άλλωστε κάποια μέρα, άρα ποια η διαφορά; Ας αφήσουμε απλώς τα πράγματα στη μοίρα τους.» θα πει ο γέροντας φίλος της πρωταγωνίστριας, για να την καθησυχάσει.

Υπάρχουν αυτοί που διερωτώνται συνεχώς πού θα οδηγήσει αυτή η συστηματική συρρίκνωση. Αντιλαμβάνονται πως οι εξαφανίσεις αντικατοπτρίζουν και μία εσωτερική συρρίκνωση του εαυτού. Μερικοί γραφικοί επαναλαμβάνουν, αλλά γρήγορα συλλαμβάνονται από την αστυνομία της μνήμης: «Κανείς δεν μπορεί να σβήσει τις ιστορίες». Ο καιρός περνά, οι εξαφανίσεις συνεχίζονται, το ερώτημα γιγαντώνεται σελίδα τη σελίδα: χάνοντας τις αναμνήσεις μας, αποτελούμε τους ίδιους;

Ολοκληρώνοντας την τελευταία αράδα και κλείνοντας το βιβλίο προσπαθούσα να καταλάβω τι μου συνέβη. Μετά από ώρα κατάλαβα, καθώς αβίαστα μου ήρθε μια κινηματογραφική σκηνή. Η εικόνα που είχα δει επαναλαμβανόμενες φορές στην οθόνη ήρθε να απεικονίσει αυτό που αισθανόμουν: με είχε διαπεράσει ένα γιαπωνέζικο μαχαίρι, ένα κατάνα* και για τα λίγα λεπτά μετά την τομή το πάνω και το κάτω σώμα ισορροπούσαν το ένα πάνω στο άλλο, μέχρι να αποσχιστούν και να βιώσω εν τέλει τον πόνο, την απώλεια και τον θάνατο. Και ήταν τόσο μαστορικός ο τρόπος που χειρίστηκε αυτό το κατάνα η Ογκάουα: αργά, λιτά, χωρίς φτιασιδώματα, με μια γαλήνια ήρεμη φωνή που θυμίζει την παραδοχή της ματαιότητας των πραγμάτων και την συμφιλίωση του βαρυποινίτη με τον χρόνο, η Ογκάουα τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια μου για να με προσγειώσει στο πάτωμα. Η ψυχραιμία με την οποία παρουσιάζεται όλο το δυστοπικό σκηνικό, η λιτότητα της γραφής, η ψυχραιμία της αποτύπωσης, στην οποία θες να φωνάξεις «πώς γίνεται να τα λες τόσο ήρεμα, δεν βλέπεις τι συμβαίνει γύρω;» συντελούν στο να σε διαπεράσει η θλίψη.

Παρόλο που το βιβλίο εκδόθηκε το 1994, τα άχρονα και μη συγκεκριμένα χωρικά τοπία προσδίδουν στο κείμενο καθολικότητα που συνομιλεί με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αυτόματα σχεδόν σκέφτεσαι πως στον αναγκαστικό εγκλεισμό που περνάμε το ξεθώριασμα των διαφόρων αναμνήσεων είναι καθολική διαδικασία, που, όπως και οι κάτοικοι αυτού του νησιού, την αποδέχεσαι. Και καθώς εγκλεισμός σημαίνει λιγότερα κοινωνικά ερεθίσματα, συναντήσεις κόσμων και εντυπώσεις και εξερευνήσεις, αντιλαμβάνεσαι, μετά από έναν χρόνο, πως δεν θυμάσαι την αίσθηση ορισμένων πραγμάτων: πώς κάνουμε αγκαλιές, πως είναι να φοράς μακιγιάζ στις 12 το βράδυ, πως τα μπαρ με χαμηλό φωτισμό σε νυστάζουν, πώς είναι να χορεύεις μέσα σε πλήθος, να βγαίνεις για καφέ μετά τη δουλειά, να μιλάς με όλο σου το πρόσωπο, να διασχίζεις πολύ κόσμο. Αναρωτιέσαι όπως και οι γραφικοί κάτοικοι του νησιού «Συρρικνωνόμαστε;»

Κάθε χάσιμο αναμνήσεων μας βρίσκει πιο αδειανούς . Οι αναμνήσεις μας διαμορφώνουν αυτό που είμαστε, αυτό που είμαστε διαμορφώνει τις αναμνήσεις σας. Τι μένει μετά από αυτές τις αλλεπάλληλες χειρουργικές επεμβάσεις; «Όσο υπέροχη και αν είναι η ανάμνηση εξαφανίζεται αν την αφήσεις στην ησυχία της, αν δεν της δίνεις σημασία. Δεν αφήνουν ίχνη ούτε απόδειξη ότι κάποτε υπήρχαν.»

«Η αστυνομία της μνήμης» βρίσκεται στη βραχεία λίστα για το Διεθνές Booker Μεταφρασμένου Βιβλίου του 2020. Η συγγραφέας εμπνεύστηκε την «Αστυνομία της μνήμης» από το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ. Μοναξιά, υπαρξιακή αγωνία, αβοήθητη δυσφορία είναι τα θέματα που διαπερνούν το βιβλίο.

«Όλα θα πάνε καλά. Μπορείς να νομίζεις ότι οι αναμνήσεις χάνονται κάθε φορά που συμβαίνει μια εξαφάνιση, αλλά δεν είναι αλήθεια. Επιπλέουν σε μια λιμνούλα όπου δεν φτάνει ποτέ το φως του ήλιου. Το μόνο που χρειάζεται είναι να βουτήξεις το χέρι σου μέσα και σίγουρα θα βρεις κάτι. Κάτι που θα επαναφέρεις στο φως. Πρέπει να προσπαθήσεις. Δεν μπορώ να κάθομαι και να βλέπω την ψυχή σου να μαραζώνει.» λέει ο εκδότης της πρωταγωνίστριας, καταραμένος να θυμάται τα πάντα, και ως εκ τούτου αναγκασμένος να κρύβεται από την Αστυνομία της Μνήμης. Η φωνή του κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος συγκρατεί μια καλά ισορροπημένη ελπίδα στη δυστοπία.

«Αν θυμηθούμε κάτι» είπε ο γέρος παλεύοντας να βρει τις λέξεις «τι θα πρέπει να κάνουμε;»

«Τίποτα ιδιαίτερο. Είμαστε όλοι ελεύθεροι να κάνουμε τις δικές μας αναμνήσεις ό,τι θέλουμε». Ας τις φυλάξουμε καλά λοιπόν, όσο τις έχουμε ακόμη.

  • κατάνα=παραδοσιακό Γιαπωνέζικο μαχαίρι.

Εκδόσεις Πατάκη , μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου

30 Οκτωβρίου 1938: Οι Εξωγήινοι στην Νέα Υόρκη

Στις 30 Οκτωβρίου 1938, η Αμερική τρώει τα νύχια και τις σάρκες της παρακολουθώντας τα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα και τις χιτλερικές εξελίξεις.

Στο Μανχάταν ένας κάποιος Τζον ή Τζακ παντρεύεται μια κάποια Μέρι ή Κάθυ. Το ερωτευμένο ζευγάρι, ως μη αναμενόταν, αμέσως μετά την τελετή, βρίσκεται στον χώρο της δεξίωσης ανήσυχο και μόνο. Σε λίγα λεπτά, ο Τζον και η Μέρι βλέπουν ανακουφισμένοι τους πρώτους καλεσμένους να φτάνουν, χαμογελούν και φιλιούνται βιαστικά στο στόμα. Ο Τζακ και η Κάθυ βλέπουν ανακουφισμένοι τους πρώτους καλεσμένους να πλησιάζουν, κρατιούνται χέρι-χέρι και ψιθυρίζουν σ’ αγαπώ. Το πρώτο τραγούδι της βραδιάς του γάμου ακούγεται και το ζευγάρι κουνάει διακριτικά χέρια και πόδια στο ρυθμό του. Ξαφνικά, πέντε ή έξι από τους καλεσμένους που μόλις πάτησαν το πόδι τους στην αίθουσα, αρπάζουν το μικρόφωνο από τα χέρια της νύφης και έντρομοι πληροφορούν το ζευγάρι και τους ελάχιστους καλεσμένους ότι το Μανχάταν βιώνει την πρώτη ,στην ιστορία του, επιδρομή εξωγήινων.

Αν, λοιπόν, τα fakenews και η χειραγώγηση των μαζών σας μοιάζουν γέννημα και θρέμμα της ψηφιακής μας εποχής, η ιστορία της ραδιοφωνικής εκπομπής του Όρσον Γουέλς, στις 30 Οκτωβρίου 1938, αποτελεί απτή απόδειξη της ευκολίας παραγωγής μαζικής τρομολαγνείας.

Ο 23χρονος, λοιπόν, Όρσον γνωρίζει μικρή, ακόμα, επιτυχία διασκευάζοντας διάσημα λογοτεχνικά έργα για την ραδιοφωνική του εκπομπή. Η επιτυχία αυτή θα γιγαντωθεί ξαφνικά το εν λόγω βράδυ, όταν ο Όρσον και οι συνεργάτες του, θα παρουσιάσουν στο κοινό το μυθιστόρημα του X. Tζ. Γουέλς, «Ο πόλεμος των κόσμων». Διακόπτοντας, λοιπόν, την ροή της λογοτεχνικής αφήγησης, ακούγεται ανήσυχη η βαριά φωνή του Όρσον Γουέλς «Κυρίες και κύριοι, πρέπει να σας κάνω μια σοβαρή ανακοίνωση. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, τόσο οι παρατηρήσεις της επιστήμης όσο και όσα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κάποια περίεργα όντα που προσγειώθηκαν στα χωράφια του Τζέρσεϋ απόψε αποτελούν στρατό εισβολής από τον πλανήτη Άρη.». Ένας μεγάλος αριθμός ακροατών, υπό την επήρεια της αληθοφάνειας της περιγραφής και του συνακόλουθου πανικού, δεν άλλαξε ποτέ ραδιοφωνική συχνότητα. Έτσι, ενώ η υπόλοιπη Αμερική ασχολείται με κολοκύθες και αμέριμνες βόλτες στην γειτονιά γιορτάζοντας ήσυχη και ευτυχισμένη τοHalloween, οι ακροατές του Όρσον Γουέλς παρακολουθούν τους εξωγήινους να προχωρούν ακάθεκτοι προς την Νέα Υόρκη διαλύοντας τα αμερικανικά στρατεύματα και απειλώντας άμεσα πλέον οικογενειακές εστίες και ζωές.

Ενώ, τελικά, οι χαμογελαστές κολοκύθες (λόγω του Halloween) στους δρόμους του Νιού Τζέρσει και της Νέας Υόρκης θα τσαλαπατηθούν από παπούτσια κι από ρόδες αυτοκινήτων, περίπου 1,2 εκατομμυρίων πολιτών που θα σπεύσουν πανικόβλητοι να συνδράμουν στον πόλεμο κατά των εξωγήινων.

Ανά τα χρόνια, ο ίδιος ο Γουέλς, ο αρχιτέκτονας του οικοδομήματος της πρώτης μαζικής μιντιακής τρομολογανείας, δεν έχει διασαφηνίσει εάν ο απόλυτος αυτός πανικός ήταν αποτέλεσμα δαιμόνιου σχεδιασμού ή παρελκόμενο της μοιραία ισχυρής απήχησης ενός νέου μέσου ενημέρωσης, του ραδιοφώνου. Με φίλους του Γουέλς να δηλώνουν θιασώτες και των δύο απόψεων, 83 χρόνια μετά, το εκούσιο ή ακούσιο αυτό εγχείρημα μοιάζει να αποκτά απόλυτη επικαιρότητα.

Σε ένα, λοιπόν, διεθνές μιντιακό πεδίο όπου ο σχηματισμός της κοινής γνώμης μοιάζει με παιχνίδι στα χέρια των λίγων και των ισχυρών και η αλήθεια προνόμιο των μικρών και των «τρελών», μερικές τσαλαπατημένες κολοκύθες μοιάζουν, πια, με άκακο πρόγονο της καλπάζουσας τρομολαγνείας και χειραγώγησης του 21ου μας αιώνα.

Hamlet του Shakespeare και της RUTH NEGA

 

Ο δικός μας Hamlet δεν ήταν δυνατόν να μην σταματήσει έξω από το …….. και να μην μνημονεύσει εδώ μία παράσταση του ….Hamlet.

Δεν ήταν δυνατόν να μην επισημάνει και θαυμάσει μία ηθοποιό ελάχιστα γνωστή– για να μην πω καθόλου- στο Ελληνικό κοινό: RUTH NEGGA το όνομα της και το μικρό και αδύνατο σώμα της έβγαλε μια πρωτόγνωρη δύναμη. Την δύναμη του Σαιξπηρικού κορυφαίου ήρωα. Ο Hamlet της Negga είναι παραγωγή του  Dublin Gate theater μεταφέρθηκε και έκανε πρεμιέρα στο St Ann’s Warehouse του Μπρούκλιν στις 9 Φεβρουαρίου 2020 και έκλεισε στις 8 Μαρτίου.

Πρόλαβε ωστόσο να ταράξει τα νερά και να αναδείξει τόσο την Negga σε έναν πρωτόγνωρο και καταπληκτικό Hamlet αλλά και την σκηνοθεσία της Yaël Farber σε μία εμπνευσμένη σκηνοθεσία.

Η Ruth Negga Ιρλανδή με ρίζες από την Αιθιοπία, κατάφερε να δώσει ένα Αμλετ  μεγάλης έξαρσης μέσα στη μελαγχολία του. Με μια ενστικτώδη νεανική οργή εκφράζει μια αηδία που φτάνει μέχρι τις πίσω σειρές του θεάτρου για τον διεφθαρμένο πολιτικό κόσμο που μπορεί κορυφαίο ρόλο να παίζει ο θειος του και η  ίδια η μητέρα του αλλά μέρος του αποτελεί και αυτός ο ίδιος  τον Θείο του και τώρα πατριό του μέρος του είναι και αυτός ο ίδιος.   Το υπαρξιακό στοιχείο λοιπόν που έτσι και αλλιώς δεσπόζει στον Σαιξπηρικό ήρωα αποκτάει μια έντονη πολιτική διάσταση και γίνεται καταγγελία των πολιτικών ηθών και πρακτικών.

Ας μην ξεχνάμε την καλή Γαλλική λογοτεχνία…!

Της Μάρθας Αρβανιτίδου

Βραβείο Goncourt… Τι πιο τιμητικός έπαινος για έναν Γάλλο συγγραφέα;!

Το πεζό έργο μυθοπλασίας που καταφέρνει να «φορέσει»  αυτό τον τίτλο στον ετήσιο διαγωνισμό Goncourt θεωρείται το κορυφαίο της χρονιάς και όχι μόνο… ίσως κι ένα από τα καλύτερα έργα που γεννήθηκαν ποτέ στους κόλπους της γαλλικής λογοτεχνίας! Βέβαια τα πολλά συγχαρητήρια που απονέμονται στον δημιουργό, από την ακαδημία Goncourt, συνοδεύονται από ένα συμβολικό χρηματικό ποσό αλλά και από μια μεγάλη αναγνώριση τόσο στη Γαλλία όσο και παγκοσμίως.

Αυτή η δόξα και τιμή ενδεχομένως να αποτέλεσαν ένα αρκετά ικανοποιητικό κίνητρο ώστε να «τρέξουν» και οι περσινοί (2020) «καταδρομείς»- υποψήφιοι συγγραφείς σε αυτό τον λογοτεχνικό αγώνα, με στόχο να σηκώσουν το νικητήριο λάβαρο της απόλυτης έγκρισης της  λογοτεχνικής κοινότητας.

Η ψηφοφορία έχει προφορικό χαρακτήρα και λαμβάνει χώρα σε τρία στάδια.

Στον πρώτο γύροεπιλογής αναδεικνύονται τα πρώτα 14 λογοτεχνικά έργα.

Στον δεύτερο, συνεχίζουν τα μισά σε αριθμό,

Και στον τρίτο αναλόγως.

Το 2020, στο τρίτο και τελευταίο στάδιο ψηφοφορίας κλήθηκαν να αγωνιστούν οι: Djaïli Amadou Amal, HervéLe Tellier, Maël Renouard και Camillede Toledo,

με τα εξής έργα αντίστοιχα: Les Impatientes, L’Anomalie, L’Historiographe du royaume, Thésée, savie nouvelle.

Girl From the North Country, ένα Jukebox musical

Ένα έθνος καταρρακωμένο. Αποταμιεύσεις μιας ζωής εξαφανισμένες σε μια νύχτα. Το σπίτι που νόμιζες ότι θα ζεις για πάντα δεν υπάρχει πια. Οι άνθρωποι αντί να έρχονται σε επαφή , έρχονται σε σύγκρουση, ακόμη και μέλη της ίδιας οικογενείας. Και ο χειμώνας φαίνεται ατελείωτος.

Αυτή είναι η οπτική του Ιρλανδού δραματουργού  Connor McPherson, από το Ντουλούθ της Μινεσότα του 1934, όπως το συνοψίζει στο βαθύτατα όμορφο  “Girl From the North Country,”  (Το κορίτσι από τα Βόρεια)). Το έργο θα ήταν άλλος ένας τίτλος στους χιλιάδες της αμερικάνικης κινηματογραφικής παραγωγής, αν δεν ήταν βασισμένο σε παλιά τραγούδια του Bob Dylan.  Θα νομίζετε ότι μια τόσο σκληρή οπτική ενός Αμερικάνικου χθες μοιάζει και χωράει τόσο άβολα σε ένα κοντινό αύριο.  Ποιος θα ήθελε να κοιτάξει μέσα σε ένα τόσο σκοτεινό καθρέπτη.

Το έργο έκανε πρεμιέρα μερικές μέρες πριν στο Belasco Theater  υπό την αστραφτερή σκηνοθεσία του McPherson’s και παρόλο που αυτή η παραγωγή , περιγράφει  την περίοδο της μεγάλης οικονομικής ύφεσης με υπερβολικά αρνητική γλαφυρότητα, ωστόσο είναι το απόλυτα αντίθετο της κατάθλιψης.  Και αυτό γιατί ο McPherson αφουγκράζεται την Αμερική που τραγουδάει μέσα στο σκοτάδι. Και οι φωνές της φωτίζουν την νύχτα με μια θεϊκή ακτινοβολία.

Το “Girl From the North Country,” είναι μια μίξη φαινομενικά ασύνδετων στοιχείων που μιλάει την δική του γλώσσα και ρέει αβίαστα και μάλιστα σε εδάφη αχαρτογράφητα για τα ήθη του Broadway.  Τεχνικά , θα έλεγε κανείς ότι ανήκει σε ένα είδος που αποκαλούν στο Broadway: the jukebox musical, διότι βασίζεται σε  λίστες γνωστών ηχογραφήσεων καλλιτεχνών σαν λόγια κειμένου.

Ritu Kumar η Μόδα για Ινδικά παλάτια

Ερευνα Μίκα Πανάγου

Το όνομα Ritu Kumar δεν λέει τίποτα για τους Έλληνες σχεδιαστές και όλους όσους περί την μόδα τυρβάζοντες.  Εάν όμως κανείς βρεθεί στον οίκο Christies θα δει το βιβλίο της “Costume and textiles of Royal India” που κοσμεί τις εκδόσεις του.

Η Ritu Kumar είναι η σχεδιάστρια με την μεγαλύτερη αποδοχή στην Ινδία. Η γνώση της των υφασμάτων και της επεξεργασίας τους είναι μοναδική. Η επιτυχία της να φέρει κοντά και να συνδυάσει την παραδοσιακή ινδική τέχνη και τις  παραδοσιακές φορεσιές με τις μοντέρνες φόρμες της μόδας σήμερα, την αναδεικνύουν εδώ και πολλά χρόνια ως μια επιτυχημένης  σχεδιάστρια και επιχειρηματία.
Ξεκίνησε το 1969 με όλο κι όλο τέσσερις χειροποίητες σφραγίδες υφάσματος και δύο τραπέζια σε ένα μικρό χωριό κοντά στην Καλκούτα. Σήμερα έχει 55 Καταστήματα λιανικής πώλησης σε όλη τη χώρα.
Οι κολεξιόν της είναι πραγματικά υψηλής αισθητικής καθώς κατάφερε να συνδυάσει τα ινδικά μοτίφ, σχέδια και κεντήματα με τις δυτικές σιλουέτες.
Με σπουδές στην ιστορία της τέχνης και στην Μουσειολογία και ενώ πέρασε την παιδική της ηλικία στα ήρεμα βουνά της Σίμλα, πήγε στο Δελχί για τις ανώτερες  σπουδές όπου συνάντησε το μελλοντικό της σύζυγο.   
Η οικογένεια της πίστευε ότι οι γυναίκες έπρεπε να σπουδάζουν και να είναι ανεξάρτητες αντίθετα με τα επίσημα ήθη της Ινδίας του ‘60. Έτσι σπούδασε στο Lady Irwin college στο Δελχί το 1964 και μετά πήρε υποτροφία στη Νέα Υόρκη στο Briarcliff college όπου έκανε ιστορία της Τέχνης. Τα σάρι της από πολυτελή υφάσματα και εκπληκτικά κεντήματα αναδεικνύουν την μοναδικότητα τους με τον απόλυτο (και επιτυχημένο) συνδυασμό του παραδοσιακού κλασικού ινδικού πολιτισμού και των σημερινών στοιχείων της μόδας.

Θέατρα κλειστά, βραβεία Tony μελαγχολικά

Στη Νέα Υόρκη τον Ιούνιο, κορίτσια με σορτς και businessmen με λεπτά σακάκια τρώνε το μεσημέρι στο Central Park. Τουρίστες φωτογραφίζονται με κοντομάνικα και καπέλα «I love New York» με φόντο το Άγαλμα της Ελευθερίας. Κάποιοι Νεοϋορκέζοι λιάζονται στη Μύκονο ή στην Ανάφη. Ενώ στο Radio City Music Hall, το αμερικάνικο θέατρο φοράει τα καλά του και υπέρλαμπρο, εμφανίζεται μπροστά σε κοινό και κριτικές επιτροπές για ένα πολυπόθητο βραβείο Tony. Κι αν ,φέτος, ο Ιούνιος βρήκε τους Νεοϋορκέζους στα σπίτια τους και το Άγαλμα της Ελευθερίας μακριά από τα φωτογραφικά φλας, το θέατρο επιχειρεί αποφασιστικά να εγκαταλείψει το λαγούμι το, ανακοινώνοντας τις υποψηφιότητες για τα φετινά αναβληθέντα βραβεία Tony. Ενώ ανακοινώνει παράλληλα πως η αναβολή δεν ήταν παρά πρόσκαιρο σημάδι αβέβαιων καιρών και πως η τελετή θα λάβει χώρα διαδικτυακά κατά την διάρκεια του χειμώνα.

Με τις υποψηφιότητες να ανακοινώνονται στις 15 Οκτωβρίου ,και να λαμβάνουν για φέτος υπ’ όψιν τους μόνο όσες παραστάσεις έκαναν την πρεμιέρα τους έως τον Φεβρουάριο του 2020, οι παραστάσεις που σέρνουν την κούρσα των βραβείων στην κατηγορία του καλύτερου μιούζικαλ είναι το «Jagged Little Peel» και το «Moulin Rouge! The Musical». Το πρώτο, βασισμένο σε τραγούδια της Alanis Morissette εκκινώντας από μία φαινομενικά αγία αμερικανική οικογένεια εμπλέκει στα αστικά της δίχτυα μία ιστορία βιασμού, ενός εθισμού στα ναρκωτικά και κάποιων ενδοσυζυγικών τριγμών. Και με χειρουργική ακρίβεια την ανατέμνει ,αναπόδραστα, στα εξ’ων (κακώς) συνετέθη.  Ενώ, το δεύτερο, το «Moulin Rouge! The Musical» έδωσε νέα θεατρική πνοή στα μοιραία πάθη του πολυαγαπημένου κλασικού μιούζικαλ.

Στην κατηγορία, τώρα, του νέου θεατρικού έργου η παράσταση «Slave Play»του νεαρού συγγραφέα Jeremy O. Harris και το «Inheritance» του Matthew Lopez υποδέχονται τους προβολείς των θεατρικών βραβείων Tony. Το «Slave Play» λαμβάνοντας τον τίτλο του πλέον προκλητικού έργου του περσινού Broadway, με χρονικό φόντο τον 19ο αιώνα, επιχειρεί να προσεγγίσει το ζήτημα των διαφυλετικών σχέσεων μέσα από μια σειρά σεξουαλικών παιχνιδιών ανάμεσα στα μέλη «μικτών» ζευγαριών. Ενώ, το «Inheritance» χάρισε στο Broadway μια σύγχρονη εκδοχή του «Howards End» του E. M. Forster μεταφέροντας την αναζήτηση ταυτότητας, κοινότητας και –εν τέλει- σπιτιού τριών γενεών γκέι ανδρών στην Νέα Υόρκη του 20ου και 21ου αιώνα.

Το Broadway βραβεύοντας, κάθε χρόνο, τις αναβιώσεις και διασκευές κλασικών έργων, μοιάζει να βρίσκει τον φετινό ιδανικό υποψήφιο του στην παράσταση «A soldier’s play», διασκευή του ομότιτλου έργου του Charles Fuller. Το έργο μας μεταφέρει στο 1944, στην στρατιωτική βάση της Λουϊζιάνα και στον φόνο ενός μαύρου λοχία. Ξεκινώντας, λοιπόν, από την αγωνιώδη αναζήτηση του δολοφόνου εμπλουτίζει την κλασική φόρμα του who dunit με καίρια σχόλια για την ρατσιστική αλλοτρίωση του δυτικού κόσμου και την ενσωμάτωση των εθνικιστικών διδαγμάτων.

Αναφορικά με τα βραβεία ερμηνειών, στις υποψηφιότητες των ανδρών θα βρει κανείς τους Χολιγουντιανούς αστέρες Jake Gyllenhaal για την παράσταση «Sea Wall/ALife» και Tom Hiddleston για την πρόσφατη διασκευή του «Betrayal» του Χάρολντ Πίντερ. Αλλά και τους πρωταγωνιστές του «Inheritance», Andrew Burnap, και του «A soldier’s play»,Blair Underwood.

Στις γυναίκες, το Χόλυγουντ εκπροσωπεί η Laura Liney για την ερμηνεία της στην παράσταση «My Name is Lucy Barton». Ενώ και η πρωταγωνίστρια του «Inheritance», Joaquina Kalukango, βρέθηκε υποψήφια σε αυτή την κατηγορία.

Στις υπόλοιπες κατηγορίες ερμηνειών, σε μιούζικαλ και σε θεατρικό έργο (εκτός μιούζικαλ) τις υποψηφιότητες μονοπωλούν οι πρωταγωνιστές των ««Jagged Little Peel», «Moulin Rouge! The Musical», «A soldier’s play», «Inheritance»και «Slave  Play». Τέλος, το ίδιο συμβαίνει στις κατηγορίες της σκηνογραφίας, των κοστουμιών και του φωτισμού.

Με τα θέατρα του Broadway να παραμένουν κλειστά από τον Μάρτιο και να συνεχίζουν, σύμφωνα με επίσημες ανακοινώσεις, να κρατάνε κατεβασμένα τα ρολά τους τουλάχιστον μέχρι και τον Μάιο του 2021, η ίδια η θεατρική σάρκα και ψυχή μοιάζει να προσπαθεί να βγει ξανά στην επιφάνεια. Ακόμα και χωρίς πρόβες, ακόμα και χωρίς φιλιά στα καμαρίνια, ακόμα και χωρίς σφηνάκια πριν την παράσταση και κρασιά μετά. Έστω με βραβεία, κόκκινα χαλιά και πανάκριβα φορέματα.

Να σας συστήσω τον Anthony Chen

Στην Αθήνα λίγο πριν την λήξη της –δύσκολης- φετινής θερινής κινηματογραφικής σεζόν, στην μεγάλη οθόνη έκανε την εμφάνιση του ένα μικρό κινηματογραφικό διαμάντι, το «Wet Season». Και αποφασισμένο να μας χαρίσει ένα σινεφιλικό ταξίδι στην Σιγκαπούρη, μας γνώρισε έναν ταλαντούχο 36χρονο σκηνοθέτη, τον Anthony Chen. Αφηγούμενος, λοιπόν, την ιστορία μιας σχέσης καθηγήτριας-μαθητή που ισορροπεί ανάμεσα στην τρυφερότητα, την γονική αγάπη και τον ερωτισμό μας έκανε να ανατρέξουμε στα κινηματογραφικά μας τετράδια αναζητώντας το σκηνοθετικό του παρελθόν. Ενώ, χαρίζοντας μας μία «πρέζα» καθημερινότητας της Σιγκαπούρης μας έκανε να ανατρέξουμε στα κοινωνικοπολιτικά μας τετράδια αναζητώντας το πολιτισμικό της παρόν.  

Στην Σιγκαπούρη, λοιπόν, 1 στους 6 ντόπιους έχει καταθέσεις εκατομμυρίων δολαρίων στην τράπεζα. Στην Σιγκαπούρη, εργάτες από την Ινδία και το Μπαγκλαντές ζούνε ανά εικοσάδες σε ένα δωμάτιο. 

Η Σιγκαπούρη είναι ένας από τους δημοφιλέστερους φορολογικούς παραδείσους. Στην Σιγκαπούρη απαγορεύονται οι διαδηλώσεις χωρίς την άδεια της αστυνομίας.

Η Σιγκαπούρη ήταν η ακριβότερη πόλη στον κόσμο το 2016 και το 2018. Στην Σιγκαπούρη απαγορεύονται οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανδρών.

Ο Antony Chen, με την τελευταία του ταινία, «Wet Season», μας ταξιδεύει σε μία χώρα όπου οι άνθρωποι παντρεύονται, αλλά δεν ερωτεύονται. Θέλουν να κάνουν παιδιά, αλλά δεν θέλουν να κάνουν έρωτα. Θέλουν να μιλήσουν την τοπική τους γλώσσα, αλλά μιλάνε Αγγλικά. Είναι από την Μαλαισία, αλλά πιο πολύ θέλουν να είναι από την Σιγκαπούρη. Στην ιστορία μας, λοιπόν, μια ενήλικη γυναίκα παγιδευμένη σε έναν συμβατικό γάμο επιδιώκει να εξαντλήσει κάθε μέσο προκειμένου να αποκτήσει παιδί. Ένας μαθητής σε ένα συμβατικό σχολείο επιδιώκει να εξαντλήσει κάθε μέσο προκειμένου να μάθει Κινέζικα. Μαθητής και γυναίκα θα συναντηθούν σε μάθημα ενισχυτικής διδασκαλίας και ό,τι ξεκινάει σαν μια αναγκαία γονική φροντίδα εξελίσσεται σε ένα εφηβικό πάθος που ζητάει ανταπόκριση. Μια ανταπόκριση που θα βρεθεί, τελικά, στο μοίρασμα της κοινής μοναξιάς και στην ανακάλυψη της αυτοεκτίμησης.  

Ανακαλύπτοντας πως η ιστορία της τρυφερής αυτής σχέσης σε μια βροχερή ,πλην τεχνολογικά προηγμένη και ιδιαζόντως εύπορη, Σιγκαπούρη είναι μόλις η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του 36χρονου Anthony Chen, το κινηματογραφικό μας ταξίδι σε μία χώρα και σ’ έναν δημιουργό αποδείχτηκε σύντομο, γοητευτικό και πολλά υποσχόμενο. Με την πρώτη, λοιπόν, μεγάλου μήκους ταινία του, η οποία απέσπασε την «Χρυσή Κάμερα» στο Φεστιβάλ των Καννών το 2014, ο Anthony Chen απομακρύνεται από τεχνολογικά επιτεύγματα κι απαστράπτοντα σπίτια, μένοντας, όμως, πιστός  σε μύχιες επιθυμίες και ανούσιες συμβάσεις. Η ιστορία που αφηγείται, εδώ, ακολουθεί μία γυναίκα από τις Φιλιππίνες η οποία εργάζεται ως νταντά ενός ανήσυχου εφήβου στην Σιγκαπούρη των ‘90’s. Η οικονομική, όμως, κρίση που απλώθηκε αιφνίδια στην Ασία καθ’ όλη εκείνη την δεκαετία, θα δημιουργήσει οικογενειακές ανακατατάξεις. Και η «μπάλα» της οικονομικής ανέχειας θα πάρει και την τρυφερή σχέση ανάμεσα στον έφηβο και την νταντά.   

Τελικά, εδώ, έχουμε να κάνουμε με έναν δημιουργό- καθολικό ανατόμο της ανθρώπινης μοναξιάς  και ταυτόχρονα πολίτη μίας χώρας-ζωντανής απόδειξης πως ό,τι λάμπει δεν είναι ,επ’ ουδενί, χρυσός. Και με έναν πραγματικό καλλιτέχνη που ξέρει να στηλιτεύει υπόγεια τα κακώς κείμενα και να σπέρνει τα κινηματογραφικά του ζιζάνια εκεί ακριβώς που (πρέπει να) τον σπέρνουν.

Τα βέλη του Απόλλωνα… μας λάβωσαν

Ανάμεσα στα βιβλία που μνημονεύουν οι New York times διακρίνουμε και ένα βιβλίο ενός Έλληνα επιστήμονα που δεν τον ξέραμε μέχρι αυτή τη στιγμή. Είναι ο γιατρός και κοινωνιολόγος Νίκος Χριστάκης.

Ο τίτλος “Apollo’s arrow” μας παραξενεύει. Πολύ περισσότερο που το βιβλίο αναφλερεται στον Covid-19.

Αλλά πριν ρίξουμε μια ματιά ας πάμε να δούμε τι έκανε ο Απόλλων στους Έλληνες στην Τροία για να μπορέσουμε να δώσουμε μια εξήγηση στον τίτλο του βιβλίου. Και τι δεν έκανε θα μου πουν οι φιλόλογοι μια που ο Φοίβος ούτε για μια στιγμή δεν υποστήριξε τους Αχαιούς. Αλλά στην Α Ραψωδία ο Δημήτρης Μαρωνίτης μεταφράζει απολαυστικά:

Τρομαχτική η κλαγγή του αργυρού του τόξου ακούστηκε
Πρώτα τις μούλες τόξεψε, τα γρήγορα μετά σκυλιά
Τέλος επάνω τους τα αιχμηρά του βέλη ρίχνει
Τους εξόντωνε. Φλόγιζαν οι φωτιές για τους νεκρούς αδιάκοπα.
Μέρες εννιά τα βέλη του θεού στόχευαν το στρατό…
 Α 49-53 (μτφρ. Δ.Ν.Μαρωνίτης)

Α, μάλιστα κατάλαβα την σύγκριση: Σαν το Απόλλωνα και αυτός ο Covid-19 εξοντώνει με τα αόρατα βέλη τους Αχαιούς του πλανήτη και αν σκεφτούμε τα convoy με τους νεκρούς του Μπέργκαμο (και όχι μόνο) δεν είμαστε και πολύ μακριά από το «Φλόγιζαν οι φωτιές για τους νεκρούς αδιάκοπα»

Κατά τα άλλα με τις 368 σελίδες του, το βιβλίο έρχεται να προστεθεί στα πάμπολλα άλλα βιβλία που ξεφυτρώνουν σε όλο τον κόσμο με θέμα τον covid-19. Η έρευνα και η προσέγγιση του Χριστάκη απλώνεται παντού αλλά το βάθος της δεν είναι και πολύ μεγάλο. Μας θυμίζει τι έγινε στα αρχικά στάδια στις ΗΠΑ και στην Κίνα, τις ανεπαρκείς πρώτες αντιδράσεις, μας θυμίζει τις άλλες πανδημίες της ιστορίας, ιδιαίτερα την «πολυτραγουδισμένη» του 1918 και του Sars 2003, τα lockdown και τις κοινωνικές επιπτώσεις, τις αντιθέσεις και την σύγκρουση ανάμεσα στις δύο αντίπαλες αξίες της υγείας και των ατομικών ελευθεριών και τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που δυστυχώς θα μείνουν και θα σημαδέψουν και την μετά covid εποχή.

APOLLO’S ARROW
The Profound and Enduring
Impact of Coronavirus on the Way We Live
By Nicholas A. Christakis
εκδόσεις Little, Brown Spark.

Επεισοδιακές ανακατατάξεις στα θέατρα του Παρισιού

Ερευνα, Αργυρώ Βώβου-θεατρολόγος, Οκτώβριος 2020

Την ίδια στιγμή που ο κορωνοϊός κρατά τα θέατρα σε παγκόσμιο επίπεδο κλειστά, με τις απόπειρες να καταστεί εφικτή η λειτουργία τους  να οδηγούνται σε αδιέξοδο, οι πρόσφατες σοβαρές και κρίσιμης σημασίας ανακατατάξεις στα παρισινά θέατρα δημιουργούν αντιδράσεις και διχάζουν την καλλιτεχνική κοινότητα στο Παρίσι.

Opéra national de Paris : Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ «ΑΣΩΤΟΥ»

Χρέη καλλιτεχνικού διευθυντή της Όπερας του Παρισιού φαίνεται ότι αναλαμβάνει ο πρώην διευθυντής του COC (Canadian Opera Company) Alexander Neef. Ο Neef δεν είναι άγνωστος στον καλλιτεχνικό κόσμο της Γαλλίας αφού από το 2004 ως και το 2008 υπήρξε ο βασικός casting director της Όπερας του Παρισιού δουλεύοντας δίπλα στον Gerard Mortier. Οι δημοσιογράφοι και οι κριτικοί βλέπουν πολύ θετικά την επιστροφή  του με τον Christian Merlin από τη Le Figaro να υποστηρίζει ότι: «Ο Neef είναι μια πολύ σωστή επιλογή για τη θέση του διευθυντή. Για πρώτη φορά δίνεται η ευκαιρία σε έναν νέο άντρα να αναλάβει τη θέση αυτή και μάλιστα στην ακμή και όχι στη Δύση της καριέρας του […] ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα αυτής της απόφασης είναι το γεγονός ότι ο Neef λόγω της καταγωγής και της δράσης του σε Αμερική και Ευρώπη, έχει πολύπλευρες γνώσεις και ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες.» Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι γίνονται ακόμη προσπάθειες από τη μεριά του COC ώστε ο Neef να συνεχίσει να είναι ενεργός παράλληλα  και στις Όπερες του Τορόντο, μέχρι τουλάχιστον να βρεθεί αντικαταστάτης του. Ο Neef ήταν αυτός που αγωνίστηκε ώστε το Τορόντο να μεταμορφωθεί σε πηγή πνευματικής και καλλιτεχνικής καλλιέργειας, σε ένα στέκι αισθητικής και συγκίνησης για τους λάτρες της όπερας, και όχι μόνο. Ενδεικτικό της επιτυχίας του στο Τορόντο είναι το ανέβασμα της όπερας του Rufus Wainwright “Hadrian”  όπου παρουσιάζεται η ιστορία της ερωτικής σχέσης του Ρωμαίου αυτοκράτορα με τον Αντίνοο, έναν νεαρό Έλληνα.
Λίγο πριν την οριστική ανακοίνωση του ονόματος του από τους επίσημους φορείς, προς μεγάλη του έκπληξη, ο Neef πραγματοποίησε μια συνομιλία διάρκειας 45 λεπτών με τον πρόεδρο Emmanuel Macron κατά τη διάρκεια της οποίας δέχθηκε πολλές ερωτήσεις για τα σχέδια του σχετικά με τη διαχείριση της Όπερας. Με την εμπιστοσύνη και τη στήριξη όλης της καλλιτεχνικής κοινότητας του Παρισιού, αναλαμβάνει καθήκοντα το φθινόπωρο του 2020, σχεδόν έναν χρόνο νωρίτερα δηλαδή από την προβλεπόμενη έναρξη της θητείας του. Ο Neef όπως λέει αντιμετωπίζει με «σεβασμό και υπευθυνότητα» την θέση που του εμπιστεύτηκαν σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για τον πολιτισμό και τον κόσμο. Προτεραιότητα του είναι η ανάδειξη των έργων όπερας του 21ου αιώνα η οποία θα συμπορεύεται με την παρουσίαση ξεχασμένων ή παραμελημένων έργων του κλασικού και γαλλικού ρεπερτορίου. Έργα τα οποία θα έρθουν στο φως προκειμένου να είναι φανερά πια τα δομικά στοιχεία που οικοδομούν την καλλιτεχνική ταυτότητα της Γαλλίας.

Théâtre du Châtelet : ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΦΕΥΓΕΙ

Για δυο ολόκληρα χρόνια το ιστορικό Théâtre du Châtelet παρέμεινε κλειστό προκειμένου να ανακαινιστεί υπό τις υποδείξεις της Βρετανίδας Ruth Mackenzie που ανέλαβε χρέη καλλιτεχνικής διευθύντριας το 2017. Η Mackenzie δήλωνε αποφασισμένη να προβεί σε ανανεωτικές αλλαγές τόσο στο χώρο όσο και στον καλλιτεχνικό προσανατολισμό του Châtelet δίχως να αλλοιωθεί η ιστορική ιδιαιτερότητα του θεάτρου, οραματιζόμενη  «ένα θέατρο ακτιβιστών». Στόχος της ήταν η σκηνή του Châtelet η οποία λειτουργεί από το 1862, να αναγεννηθεί και να παρουσιάζει ένα ρεπερτόριο που απευθύνεται σε όλους, είναι προσιτό και όχι προσκολλημένο στις στεγανοποιημένες προσδοκίες μιας ελίτ.
Οι εντυπώσεις του τύπου ήταν συγκρατημένες ως προς τον νεωτερισμό της Mackenzie  όταν το 2019 το Théâtre du Châtelet παρουσίασε την παραγωγή “Les Justes”  ένα ραπ μιούζικαλ βασισμένο στην εργογραφία του Καμύ και σε σκηνοθετική επεξεργασία του Abd Al Malik. Σταδιακά, οι κριτικοί άρχισαν να κατακρίνουν τις προτάσεις της με βασικό επιχείρημα ότι η ιδεολογία της ασκούσε μια ισοπεδωτικά διαβρωτική επίδραση στο Théâtre du Châtelet ικανή να πλήξει, ακόμη και να αμαυρώσει την ιστορική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα του. Η εφημερίδα Le Figaro χαρακτήρισε την εναρκτήρια δράση του θεάτρου με τίτλο “PARADE” επιφανειακή και απογοητευτική ενώ ακόμη και το πολυαναμενόμενο “DAU” μια μεγάλη παραγωγή η ανακοίνωση της οποίας δημιούργησε υψηλές προσδοκίες θεωρήθηκε από την συντριπτική πλειοψηφία των κριτικών «φιάσκο» με την Ariane Bavelier να το θεωρεί ως το ιδανικότερο «υπόδειγμα ανοργανωσιάς και βαρεμάρας». Φυσικά, υπήρξαν και υποστηρικτικά σχόλια εστιασμένα όχι μόνο στην αρτιότητα του ρεπερτορίου και στο περιεχόμενο του αλλά και στην όπως φαίνεται γενναία προσπάθεια της Mackenzie να κρατήσει το Théâtre du Châtelet μακριά από έναν ενδεχόμενο καλλιτεχνικό μαρασμό. Είναι αυτονόητο άλλωστε ότι η τόλμη και η καινοτομία στις προτάσεις αίρει την καλλιτεχνική στασιμότητα και την ακινησία οδηγώντας μέσα από το καινούργιο, στην εξέλιξη και την πολιτισμική πρόοδο.
Τέλη Αυγούστου του 2020, την ώρα που οι συζητήσεις για το άνοιγμα των θεάτρων και οι προσπάθειες επαναλειτουργίας τους  μετά από την παύση τους λόγω covid  είναι σε εξέλιξη, η Mackenzie ύστερα από μια σειρά τηλεδιασκέψεων και μια επιστολή ενημερώνεται για την απόλυση της από το Théâtre du Châtelet. Η επίσημη ανακοίνωση έκανε λόγο για αντισυναδελφική συμπεριφορά εκ μέρους της καθ’ όλη τη διάρκεια του lockdown  και για όσο διάστημα το θέατρο παραμένει κλειστό. Η Mackenzie από τη δική της πλευρά κάνει λόγο για ξενοφοβικά σχόλια σε βάρος της από σημαντικά στελέχη του Châtelet καθώς και ότι αντιμετώπισε σε όλη τη διάρκεια της θητείας της αρνητισμό και αμφισβήτηση για τις ιδέες και τις προτάσεις της. Η ίδια υποστήριξε για ακόμη μια φορά ότι οι αλλαγές που πραγματοποίησε αλλά και όσα δεν πρόλαβε ακόμη να υλοποιήσει στόχευαν στη δημιουργία ενός θεάτρου «ακτιβιστών» ενός θεάτρου «της πόλης» «προσιτό σε όλους τους κατοίκους της.»  συμπληρώνοντας ότι σκοπεύει να συμβουλευτεί δικηγόρους ώστε να εξακριβώσει κατά πόσο είναι νόμιμη η απόλυση της. Οι αντιδράσεις από τον τύπο και την καλλιτεχνική κοινότητα του Παρισιού είναι πολυποίκιλες στο άκουσμα της απομάκρυνσης της Mackenzie με τους δημοσιογράφους να διχάζονται ξανά. Αξίζει να σχολιαστεί επίσης το γεγονός ότι η εξέλιξη αυτή συμπίπτει χρονικά με την απόφαση της Όπερας του Παρισιού να ορίσει διευθυντή της τον Alexander Neef, καθώς και να του εμπιστευτεί καθήκοντα αρκετούς μήνες νωρίτερα από την επίσημη έναρξη της θητείας του με διθυραμβικές αντιδράσεις τόσο από τον τύπο όσο και από τους καλλιτεχνικούς κύκλους που φαίνονται ιδιαίτερα υποστηρικτικοί ως προς τον οραματισμό τις θέσεις και τα σχέδια του.
Ο βασικός πυρήνας προβληματισμού είναι φυσικά  ο εξής: Είναι άραγε δίκαιο μια γυναίκα σε θέση ισχύος και προερχόμενη από άλλη χώρα να δέχεται πυρά και να στηλιτεύεται στην προσπάθεια της να δώσει μια νέα πνοή, μια «ακτιβιστική» χροιά στην καλλιτεχνική ταυτότητα του θεάτρου Châtelet, και τελικά να απολύεται την ίδια στιγμή που οι δημοσιογράφοι και η καλλιτεχνική κοινότητα του Παρισιού υποδέχονται τον Neef  μετά Βαϊων και κλάδων;

Scroll to top