Μπορεί να λέτε ότι θέλετε για τον πρόεδρο Τράμπ αλλά πρέπει να του αναγνωρίσουμε ότι έχει πυροδοτήσει την έμπνευση διαφόρων συγγραφέων που με αφορμή τα ευτράπελα που συμβαίνουν στο press room του Λευκού οίκου και τις μνημειώδεις τοποθετήσεις και συμπεριφορές του, χύνουν ποτάμια μελάνης πάνω στο χαρτί η μάλλον πληκτρολογούν μανιωδώς κείμενα στα Mac book τους.
Να τώρα ο Harold Holzer ο οποίος με αφορμή τα παραπάνω κατορθώματα ρίχνει μια διεισδυτική ματιά στην ιστορία των σχέσεων μεταξύ προέδρων και Μέσων ενημέρωσης που σε βάθος χρόνου δεν ήταν και τόσο Μαζική.
Η έρευνα του Harold Holzer αποκαλύπτει εντυπωσιακά ευρήματα όπου ο πρόεδρος Τράμπ, που έχει ανάγει σε επιστήμη το twiter και αποβάλει χωρίς δεύτερη κουβέντα όποιον δημοσιογράφο τον στριμώξει, ωχριά μπροστά στα κατορθώματα του του Προέδρου Αβραάμ Λίνκολν, ο οποίος δεν δίσταζε να στείλει στα σίδερα δεκάδες συντάκτες κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, λογόκρινε λυσσαλέα ειδήσεις από τον τηλέγραφο, έκλεισε εφημερίδες και οι κατασχέσεις στα πιεστήρια είναι τους ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Τι να πει ο πρόεδρος Τράμπ που δεν κατατάσσεται ούτε μέσα στους πέντε πρώτους, μπροστά στον John Adams ο οποίος έκανε νόμο για να νομιμοποιήσει την δίωξη του Τύπου.
Ο Ρούσβελτ, που σε γενικές γραμμές είχε πολύ καλές σχέσεις με τον τύπο δεν δίστασε να ιδρύσει το “Ananias Club” – έναν συμβολικό τόπο εξορίας – για δημοσιογράφους που τον δυσαρέστησαν, και υπέβαλε μήνυση εναντίον του New York World του Joseph Pulitzer. Ο Πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον επανάφερε και υιοθέτησε μερικές από τις χειρότερες μεθόδους του Λίνκολν συμπεριλαμβανομένης της λογοκρισίας και της προπαγάνδας. Και αν μιλήσουμε για τον Πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον, θα θυμηθούμε ότι είπε στον σύμβουλό του για την εθνική ασφάλεια, Χένρυ Κίσινγκερ, ότι «Ο Τύπος είναι ο πραγματικός εχθρός».
Πώς να το πεις αυτός σε ένα δημοσιογράφο που ούτε λίγο ούτε πολύ θεωρεί τον εαυτό του θεματοφύλακα της αλήθειας, της δημοκρατίας και του ευνομούμενου κράτους.
Category: Art Concentration Area
Η Pascale Ozier στην παρέα της Edith Piaf και του Jim Morrison
Σοφία Γουργουλιάνη, Σεπτεμβριος 23, 2020
Η ταινία του Jim Jarmousch, «Down by Law», μια ιστορία για φυλακισμένους που γίνανε φυγάδες και για δυστοπίες που μετατρέπουμε σε ουτοπίες, είναι αφιερωμένη στην Pascale Ozier. Μια ηθοποιό που έψαχνε την προσωπική της ουτοπία της και την διέξοδο απ’ τις αστικές συμβάσεις, ανάμεσα στην τέχνη, τα ναρκωτικά και το ροκ εν ρολ.
Κι αν ο Jim Jarmousch είναι ένας από τους πλέον προσφιλείς Αμερικάνους σκηνοθέτες των τελευταίων 40 ετών, η Pascale Ozier υπέκυψε στους εθισμούς της και βρήκε τον θάνατο λίγες μέρες πριν τα εικοστά έκτα γενέθλια της. Μαζί με την τελευταία της πνοή, άφησε –όμως- και την ισχυρή παρακαταθήκη ενός αυθεντικού καλλιτέχνη.
Αποτίοντας, λοιπόν, φόρο τιμής στην ορμή της τέχνης, ο Hamlet σας συστήνει την Pascale Ozier.
Στα 21 της χρόνια συνυπογράφει το σενάριο και πρωταγωνιστεί με την μητέρα της , Bulle Ogier, στην ταινία του Jacques Rivette, «Le pont du Nord», την ιστορία ενός θηλυκού Δον Κιχώτη στους δρόμους ενός ετοιμόρροπου Παρισιού. Και με τα χαρακτηριστικά μπλε της μάτια και τα σγουρά της μαλλιά μοιάζει με την φιγούρα που είχε ανάγκη ο Γαλλικός κινηματογράφος. Ενώ, με το υποκριτικό της ταπεραμέντο, δείχνει να μπορεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη μυστηριώδη γυναίκα της Nouvelle vague και σε εκείνη της πεζής καθημερινότητας του Παρισιού των ‘80s. Ενός Παρισιού που μοιάζει να έχει, πια, ξεχάσει τις επαναστατικές διαθέσεις των ‘60s και των ‘70s .
Η συνέχεια προδιαγράφεται λαμπρή σε μια ζωή που προσπαθεί , όμως, να συμβιβάσει ναρκωτικά και κινηματογράφο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η Pascale Ozier συναντά τον Jim Jarmousch. Πίνοντας τζιν με λεμόνι ή βότκα με πορτοκάλι σε κάποιο κλαμπ του Παρισιού αποφασίζουν αμέσως να δημιουργήσουν από κοινού την επόμενη ταινία τους. Τσουγκρίζουν τα ποτήρια και χαμογελούν. Ο Jim Jarmousch θα σκηνοθετήσει, η Pascale Ozier θα πρωταγωνιστήσει.
Μετά, τον Jacques Rivette και τον Jim Jarmousch, στα υποκριτικά και καλλιτεχνικά της κάλλη, θα υποκύψει και ο Eric Romer χαρίζοντας της τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην υποψήφια για Χρυσό Λέοντα ταινία του, «Νύχτες με Πανσέληνο». Στο ρόλο μιας αποφοίτου ιστορίας της τέχνης σε νεανική ερωτική σύγχυση με φόντο το Παρίσι, η Pascale Ozier θα αποσπάσει το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1984. Ενώ, ο Eric Romer δείχνει να έχει βρει την νέα του μούσα. Λίγους, όμως, μήνες μετά την προβολή της ταινίας, η Pascale θα αποφασίσει να επισκεφτεί το παρισινό κλαμπ «Le Palace» σε μια βραδιά χορού και άφθονων ναρκωτικών. Μερικές ώρες αργότερα, ο συνδυασμός των ναρκωτικών με ένα εκ γενετής φύσημα στην καρδιά, θα αποδειχτεί θανατηφόρος για την Pascale Ozier που βρίσκεται έκτοτε στο κοιμητήριο Père-Lachaise στο Παρίσι με γείτονες πάσης φύσεως καλλιτέχνες.
Η Pascale Ozier, λοιπόν, τα βράδια συζητάει για ωραίους άντρες με την Edith Piaf και πίνει τον πρωινό της καφέ τραγουδώντας με τον Jim Morrison. Ο Jarmousch συνεχίζει να κάνει ταινίες. Και οι πραγματικοί καλλιτέχνες να γεννιούνται.
Στα μονοπάτια του Hertzog και του Bruce Chatwin
Ερευνα-σύνταξη, Σοφία Γουργουλιάνη, Σεπτέμβριος 6, 2020
Ο Werner Herzog γεννήθηκε στο Μόναχο της Γερμανίας το 1942 και είναι ασυγχώρητος όποιος πει ότι δεν τον ξέρει η δεν έχει δει τις ταινίες του. Ο αγαπημένος του ηθοποιός Klaus Kinski είναι αξέχαστος στο ρόλο του τυχοδιώκτη conquistador Don Lope Aguirre στο «Aguirre, η μάστιγα του Θεού», η όταν προσπαθεί στο να περάσει ένα βουνό με το καράβι του στο «Fitzcarraldo» για να χτίσει μία όπερα μέσα στην μέση της Περουβιανής ζούγκλας του Αμαζονίου, η έστω σαν «Νοσφεράτου, ο δράκουλας της νύχτας”.
Ο Bruce Chatwin πάλι είναι Άγγλος μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος, περιβόητος για τα ταξίδια του σε απίστευτες περιοχές του πλανήτη και με μια ιδιαίτερη λατρεία στους νομάδες, τους ιθαγενείς και τους αυτόχθονες κάθε περιοχής. Γεννήθηκε στο Sheffield της Μεγάλης Βρετανίας το 1940 και πέθανε από HIV τον Ιανουάριο του 1989.
Herzog και Chatwin συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1983 στη Μελβούρνη της Αυστραλίας και πέρασαν 48 ώρες, λέγοντας ο ένας στον άλλο ιστορίες. Μέσα σε 2, λοιπόν, μέρες ο Werner και ο Bruce ανακαλύψανε το κοινό τους πάθος: τα ταξίδια.
Τα ταξίδια που κάνανε, ξεχωριστά, με κάποιο όχημα η με τα πόδια τους και με αποσκευές ένα σακίδιο πλάτης. Κι αν, το 2020, τους φαντάζεστε ασπρομάλληδες με καμπούρα κι ένα μπουκάλι τσίπουρο να λένε –ακόμα- ιστορίες σε ένα καφενείο με θέα τη θάλασσα, στο Πήλιο ή στην Καρδαμύλη, η πραγματικότητα θα σας διαψεύσει. Όχι το τέλος της φιλίας τους δεν αποδείχτηκε τόσο ρομαντικό. Κι έτσι το τέλος του Chatwin ήρθε το 1989 στη Νίκαια της Γαλλίας.
Οι πραγματικές, όμως, φιλίες κι οι μεγάλες ιστορίες δεν το βάζουν κάτω και δεν τελειώνουν τόσο εύκολα. Κι έτσι, πριν λίγους μήνες, ο Herzog μοιράστηκε με το κινηματογραφικό κοινό ,σε ένα νέο ντοκιμαντέρ με τίτλο «Nomad: In the foot steps of Bruce Chatwin», τις ταξιδιωτικές ιστορίες που είχαν σαν πρωταγωνιστή τον Chatwin και σφράγισαν την πορεία του.
Σε ένα από τα πρώτα πλάνα της ταινίας, βλέπουμε ένα ναυάγιο στο Πούντα Αρένας της Νότιας Χιλής. Την ίδια ώρα η βαριά φωνή του Herzog με τη χαρακτηριστική γερμανική της προφορά μας πληροφορεί ότι το ίδιο αυτό ναυάγιο το είχε φωτογραφήσει ο Bruce Chatwin, το 1976. Στη συνέχεια η φωνή του Chatwin μας «ξεναγεί» στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του, «In Patagonia» (εκδ. Χατζηνικολή) όπου μας μιλά για το τρίχωμα ενός βροντόσαυρου το οποίο ο λογοτεχνικός του ήρωας βρήκε σε ένα βάζο στο σπίτι της γιαγιάς του. Κάπως έτσι, ο Herzog ξεκινάει μια αφήγηση για τα μεγάλα πάθη, τις τρελές ιδέες και τις αναπόδραστες εμμονές που κινητοποίησαν τα ταξίδια του Chatwin.
Ο Herzog τηρεί την υπόσχεση του να μην μας χαρίσει μια κλασική βιογραφία, αλλά περισσότερο μια αναζήτηση της ίδιας της αλήθειας του συγγραφέα όπως αποτυπώθηκε μέσα από την τόλμη των μοναχικών του ταξιδιών. Έτσι, δεν μας μιλά για τη συνεργασία τους στην ταινία Cobra Verde, το 1987, αλλά για την κατάδυση του Chatwin στον πολιτισμό των Αβοριγίνων. Ούτε μας μιλά για τη μέρα του Γενάρη του 1989 που σε κάποιο γαλλικό νοσοκομείο έδειξε την τελευταία του ταινία στον Chatwin. Αλλά για τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου του Chatwin, «Songlines» (Τα μονοπάτια των τραγουδιών, εκδ. Χατζηνικολή) όπου ο ίδιος ο συγγραφέας χαμένος στα δάση της Αυστραλίας και, ήδη, ασθενής ψάχνει για τον σωστό τρόπο να τελειώσει τη ζωή του.
Ένα ντοκιμαντέρ για έναν άνθρωπο που στο αιώνιο ερώτημα του Σαρτρ για το ποιος είναι ο σωστός τρόπος να ζεις απάντησε απερίφραστα «ταξιδεύοντας». Για έναν άνθρωπο- μετενσάρκωση των ηρώων του Josef Conrad, που δεν δίστασε ποτέ να αναμετρηθεί με τις προσωπικές του εμμονές. Και, τελικά, μια οπτικοακουστική ωδή στις στιγμές εκείνες που νιώθουμε ζωντανοί.
Καθώς μας έχουν λείψει τα επικά πλάνα του Hertzog ευχόμαστε να το δούμε και ‘μεις σε κάποια από τις αθηναϊκές αίθουσες κάποτε ολόκληρο (μια σκηνή του είδαμε τον Απρίλιο όταν ο Hertzog ήρθε καλεσμένος από το ίδρυμα Ωνάση), αν και οι ελπίδες είναι αμυδρές.
Ένα συνέδριο είναι ότι πρέπει
Αυτό είναι ένα σοβαρό γεγονός και του αξίζει προσοχή και ενδιαφέρον από τους ανθρώπους του θεάτρου. Ένα θεατρολογικό συνέδριο στον εμβληματικό μέλλοντα χρόνο του Μαρτίου 2021. Διοργάνωση: Ελληνική Ένωση κριτικών θεάτρου.
Δεν θυμάμαι κάτι ανάλογο, εκτός από μία πρόσφατη διοργάνωση του θεατρολογικού τμήματος του πανεπιστημίου του Ναυπλίου (Μάιος 2017) και ένα συνέδριο του Διεθνούς ινστιτούτου θεάτρου τουλάχιστον 30 χρόνια πριν.
Αλλά αν ξεκινήσουμε από την αρχή του 21ου αιώνα και μετά (το πριν έχει περάσει στην προϊστορία πια), έχουμε διανύσει μία και πλέον εικοσαετία θεατρικής εμπειρίας και σκηνικής πρακτικής όπου η ρήση του Μπέκετ «προσπαθούμε ξανά και ξανά για να αποτύχουμε καλλίτερα» λάμπει σε όλο της το μεγαλείο στο θεατρικό μας σύμπαν. Θεατρικά «ρεύματα» και μόδες ρίχθηκαν φίρδην- μίγδην στο έτσι και αλλιώς άναρχο θεατρικό μας τοπίο, διεκδικώντας (και κομπάζοντας) πρωτοπορία και δημιουργώντας μάλλον σύγχυση παρά πλουραλισμό, γνώση και θεατρική εμπειρία. Είναι καιρός λοιπόν να κάτσουμε και να τα πούμε. Ένα συνέδριο όπου θα ακουστούν πράγματα από μορφωμένους (λιγότερο η περισσότερο) περί τα θεατρικά τεκταινόμενα- παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα- είναι αν όχι απαραίτητο (σε εποχές χρόνιας κρίσης) τουλάχιστον χρήσιμο και ενδιαφέρον.
Το ενδιαφέρον για τους παροικούντες την θεατρική Ιερουσαλήμ κορυφώνεται πριν ακόμη τελειώσουμε την ανάγνωση του γενικού τίτλου. Ειλικρινής, υπαινικτικός και σημαίνον :
Θέατρο και παραστατικές τέχνες τον 21ο αιώνα: Η αγωνία και ο αγώνας του επαναπροσδιορισμού
Ποιος να φέρει αντίρρηση. Διαβάζοντας τους επί μέρους θεματικούς άξονες διαλύεται κάθε αμφιβολία.
(παραθέτω αυτούσιο από το blog του Σάββα Πατσαλίδη https://savaspatsalidis.blogspot.com/)
Αισθητική:
• Μετά το μεταδραματικό, τι; / Παραστάσεις/επιτελέσεις στον ψηφιακό κόσμο/ Ο ρόλος της δραματουργίας στο σύγχρονο θέατρο (ελληνικό και ξένο) / Ο νέος ρόλος του σκηνοθέτη (και χορογράφου)/ Υβριδικά (χορό) θεατρικά εγχειρήματα / Διαπολιτισμικότητα/Ανακύκλωση/ Πρωτοτυπία/ Πρωτοπορία
Κοινό:
• Από το μοντέρνο κοινό στο μετα-μοντέρνο και στο μετα-ουμανιστικό / Σύγχρονες θεωρίες πρόσληψης/ Νέες φόρμες (επιτελέσεις) συλλογικότητας, συμμετοχής, διάδρασης, παρουσίας (εδώ και τώρα) / Κοινό/κοινά (public/publics)
Κριτική:
Καλλιτεχνική δημιουργία και κριτικός λόγος/ Κριτική και ψηφιακός κόσμος/Νέες αντιλήψεις περί κριτικής/Όλα επιτρέπονται (;)—anything goes?
Οικονομία/Πολιτική:
• Νέες οικονομίες/νέες θεατρικές (επιτελεστικές/performative) οικολογίες / Πολιτιστική πολιτική: πώς επηρεάζει το ίδιο το θεατρικό φαινόμενο, προτάσεις για το μέλλον/ Ιδιωτικά ιδρύματα-Ελεύθερο θέατρο/ Η θέση της θεατρικής έρευνας (και πρακτικής) στο σύγχρονο τοπίο της οικονομικής δυσπραγίας και της ελλιπούς στήριξης από την πολιτεία
Τον Μάρτιο λοιπόν αδελφοί μου, τον Μάρτιο (κατά το τσεχωφικό «στη Μόσχα αδελφές μου, στη Μόσχα» μια που ο Μάρτιος φαντάζει σαν ουτοπία) 5, 6, και 7, στην πανεπιστημιούπολη του Ζωγράφου.
Δεν μένει τίποτα άλλο από το να κάνουμε ένα διάλειμμα από τις ισχνές εργασιακές μας ενασχολήσεις, διαμαρτυρίες και διεκδικήσεις επιδομάτων και να δηλώσουμε παρόν. Παρ΄όλο ότι είναι βαθιά ριζωμένη στο γονίδιο μας η παντογνωσία… κάτι θα μάθουμε.
Εδω είναι Βαλκάνια
Τι έγινε άραγε ο Βαλκανικός κινηματογράφος που πριν από καιρό εισέβαλε δυναμικά στον κινηματογραφικό μας ορίζοντα με τα «Όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται» από τη Βοσνία, το Bal-can-can από τα Σκόπια, το No man’s land του Danis Tanovic επίσης από την Βοσνία και βέβαια τι έγινε ο κυριότερος εκπρόσωπος του και πολυπράγμων ο Εμιρ Κοστουρίτσα. Η Σοφία Γουργουλιάνη έσκυψε με μεγαλύτερη προσοχή και μας θυμίζει τις τρεις κυριότερες ταινίες-σταθμούς του.
Ο Κουστουρίτσα ξεκινώντας από το Σεράγεβο και ολοκληρώνοντας τις σπουδές του στη διάσημη σχολή FAMU της Πράγας, πραγματοποίησε την πρώτη του κινηματογραφική έκρηξη με τη μικρού μήκους «Guernica». Ενώ, η είσοδος του στην 7η τέχνη αναδείχτηκε τα επόμενα χρόνια σε μόνιμη εγκατάσταση σε φεστιβαλικά σαλόνια και βραβεία. Η δεύτερη, λοιπόν, μεγάλου μήκους του ταινία «Ο πατέρας λείπει για δουλειές» θα αποσπάσει το 1985 τον πρώτοτου Χρυσό Φοίνικα, μετον δεύτερο να έρχεται μια δεκαετία μετά, το 1995, με το επικό «Underground».
Το «Underground»θα του χαρίσει εκτός από το πολυθρύλητο αγαλματάκι των Καννών και μία φιλοσοφική και κινηματογραφική κόντρα που θα του αποδώσει, από φιλοσόφους και κινηματογραφικούς σχολιαστές, την ταμπέλα του οπαδού του Μιλόσεβιτς και την πρόθεση αθώωσης των Σέρβων για τα εγκλήματα πολέμου της δεκαετίας των ‘90s.Η συνέχεια διαγράφηκε χωρίς μεγάλα βραβεία και αδιαφιλονίκητα αριστουργήματα για έναν δημιουργό που έχει αφήσει, όμως, ως πολύτιμη παρακαταθήκη στην κινηματογραφική ιστορία το προσωπικό του σκηνοθετικό στίγμα. Ένα στίγμα με ρίζες γερά φυτεμένες στα Βαλκάνια, που δε διαπραγματεύτηκε να μπαρκάρει άνευ όρων για το αδυσώπητο και –ίσως- εύκολο χρήμα του Χόλιγουντ.
Πιστεύοντας πως οι σκηνοθετικοί και σεναριακοί «χυμοί» του Κουστουρίτσα προήλθαν από την εποχή της ωριμότητας του, θα μιλήσουμε για τις τρεις ταινίες της περιόδου 1988 έως και 1985.
Ο καιρός των τσιγγάνων
‘Η αλλιώς η στρογγυλή διαλεκτική τράπεζα της Κάριλ Τσέρτσιλ και των Top Girls με εκλεκτούς, όμως, συνδαιτυμόνες τους Φελίνι, Ντίκενς, Κόπολα και Κουστουρίτσα σε μια σχεδόν διονυσιακή τελετή με αλκοόλ και πολιτισμικές ζυμώσεις.
Πρωταγωνιστής μας, ο έφηβος Perhan που πέφτει θύμα του θεού έρωτα για να βρει την Ιουλιέτα του στα μάτια και στο κορμί μιας εξίσου νεαρής γειτόνισσας. Όταν η μητέρα της Ιουλιέτας του, θα αρνηθεί το γάμο των δύο νεαρών στο βωμό της φτώχιας του Perhan, ο πρωταγωνιστής μας, θα μπαρκάρει για ένα ταξίδι στην παρανομία και το εύκολο χρήμα.
Το σουρεαλιστικό μεγαλείο του Φελίνι, η ένοχη αθωότητα του Όλιβερ Τουίστ και ο αισθηματίας πλην μαφιόζος του Κόπολα συναντιούνται σε καταυλισμούς τσιγγάνων σε μια κατακερματισμένη Γιουγκοσλαβία. «Ο καιρός των Τσιγγάνων» είναι μια ρεαλιστική σκληρή κατάδυση σε ένα κόσμο καταδικασμένο να ζει αιωνίως στο μεταίχμιο δύο πολιτισμών. Ένας, λοιπόν, Κουστουρίτσα που έρχεται με φόρα και με μαγευτικά οπτικά μέσα να μας πει πως αν για την Ευρωπαία γιαγιά, ο «Γύφτος» απειλεί να φάει το λευκό εγγόνι, τότε για την Τσιγγάνα γιαγιά το φοβικό αντικείμενο που απειλεί να κατασπαράξει το εγγόνι δεν μπορεί παρά να είναι ο «Μπαλαμός».
Arizona Dream
Με το πρώτο –και ίσως τελευταίο- κινηματογραφικό του ταξίδι στο Χόλιγουντ, ο Κουστουρίτσα υπερέβη κάθε τρικλοποδιά της Χολιγουντιανής γραφειοκρατίας, δημιουργώντας μια ταινία την οποία η ίδια αυτή γραφειοκρατία έχει δομηθεί για να αποφεύγει με κάθε κόστος.
Παίρνοντας στα σκηνοθετικά του χέρια αστέρες όπως ο Βίνσεντ Γκάλο, η Φέι Νταναγουεί και ο Τζόνι Ντεπ, ο Κουστουρίτσα, τους τοποθετεί στο κινηματογραφικό του σύμπαν και τους απογυμνώνει από κάθε χολιγουντιανό στερεότυπο.
Ο Axel (Τζόνι Ντεπ), αποφασίζει, μια κάποια ωραία πρωία, να εγκαταλείψει στρωμένη δουλειά και μέλλον για χάρη των ματιών μιας πανέμορφης 50άρας (Φέι Νταναγουέι), αλλά και των θελγήτρων της νεαρής θετής κόρης της (Λίλι Τέιλορ). Τότε, ισόπλευρα και ενίοτε ανισόπλευρα τρίγωνα εμφανίζονται ταχύτατα στις ζωές των πρωταγωνιστών με τις πλευρές να φέρουν τα ονόματα ονείρων, ανδρών και γυναικών σε μια ταινία με καταιγιστικό ρυθμό. Κι αν ακόμα αναρωτιέστε αν η ενηλικίωση είναι μοίρα ή η παιδικότητα επιλογή, ο Κουστουρίτσα, ίσως, απαντά πως η εμπιστοσύνη στην ίδια τη ζωή είναι μονόδρομος.
Underground
Ο Κουστουρίτσα, εδώ, πιάνει στα χέρια του την ιστορία της Γιουγκοσλαβίας από το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο έως τους Βαλκανικούς Πολέμους. Αφορμή για να ξετυλίξει το μίτο του αποτελεί ένα ερωτικό τρίγωνο. Ενώ, άκρη του μίτου αποτελεί η απεικόνιση ενός λαού κατακερματισμένου στο βωμό ανώτερων –πάντα- συμφερόντων.
Μέσα στη βία και στη φούρια του πολέμου, η καλλιτεχνική «αυθάδεια» του Κουστουρίτσα μας χάρισε μια δική του εκδοχή για τον ίδιο το λαό που τον μεγάλωσε. Κι αν ο ίδιος αποκήρυξε ,τελικά, τη Βοσνιακή του καταγωγή για να ασπαστεί τη Σέρβο-Χριστιανική, η ταινία δεν αναλώνεται σε εύκολες σεναριακές αθωώσεις, αλλά με τάση μηδενιστική για τους εκάστοτε κρατούντες μιλά για ένα λαό που υποφέρει διαχρονικά.
Κι αν το «αγαπώ την πατρίδα μου», καταλήγει εύκολα σε τάσεις εθνικής και πολιτισμικής ανωτερότητας, ο Κουστουρίτσα πιάνει την έννοια της πατριδολατρίας και ως πλαστελίνη τη μετατρέπει σε αναζήτηση ταυτότητας και μεγαλεπήβολο αντιπολεμικό «κατηγορώ».
Kirsty Mitchell : Ο θάνατος μπορεί να είναι χρωματιστός
Μίκα Πανάγου, 22 Αυγούστου 2020
Το όραμα του καλλιτέχνη.
Το σημείο μηδέν της έμπνευσης.
Αν το έχεις, χτίζεις κόσμους χωρίς να είσαι Αρχιτέκτονας. Στη φαντασία όλα είναι δυνατά. Ακόμη και ‘κει που επικρατεί ο θάνατος τα όνειρα μπορεί να πάρουν χρώμα και άρα μπορούν να γίνουν υπαρκτά και να ζήσουν.
Μια φωτογράφος αφιέρωσε την θλίψη για τον θάνατο της μητέρας της σε ένα μοναδικό project. Η οδύνη της απώλειας έγινε συντριπτικό ερέθισμα και αφετηρία για έμπνευση και δημιουργία. Η Kirsty Mitchell έντυσε με χρώματα, την συναισθηματική περιοχή που είναι βουτηγμένη μόνο στο μαύρο.
Μέχρι το 2007 μετά από σπουδές στην Μόδα στο London School of Fashion, μαθήτευσε για κάποιο καιρό δίπλα στον Alexander McQueen και τον Hussein Chalayan που την επηρέασαν βαθιά. Κάπου εκεί ήταν που αποφάσισε να στραφεί στην φωτογραφία. Το 2008 η αρρώστια και ο θάνατος της μητέρας της θα δώσουν νέα τροπή στην ζωή της. Θα στραφεί με πάθος και θα εμπνευστεί από την λογοτεχνία που της διάβαζε όταν ήταν μικρή η μητέρα της (δασκάλα στο επάγγελμα) και θα θελήσει να ζωντανέψει αυτές τις ιστορίες.
Τα δάση του Κέντ που μεγάλωσε έγιναν το φυσικό στούντιο της όπου έστησε σκηνικά και κοστούμια που αργότερα έγιναν το υλικό για ένα βιβλίο με φωτογραφίες-ταξίδια σε κόσμους μαγικούς και ονειρεμένους, Τεχνητά σκηνικά θα μπλεχτούν με τον ρεαλισμό της φύσης και θα πλαισιωνόσουν χαρακτήρες και κοστούμια πέραν του κόσμου τούτου. Κάθε εικόνα και μια ιστορία.
Η φαντασία της, οργιώδης και αστείρευτη, γέννησε ένα κόσμο μην υπαρκτό παρά μόνο στα όνειρα. Κατασκεύασε εικόνες και έντυσε χαρακτήρες εικαστικά εκφράζοντας μια πανδαισία χρωμάτων, όγκου και φόρμας. Το βιβλίο της έχει τίτλο «The Wonderland Series».
Σκηνικά φωτογραφημένα . Μόδα, ένδυμα, σκηνικό, κοστούμι, χαρακτήρας σε ένα αδιαίρετο σύνολο χωρίς όρια.
Κυρίες και Κύριοι, Ιδού η Kirsty Mitchell σας προσφέρει απλόχερα τροφή για τα μάτια σας και την φαντασία σας.
Θέλετε κι άλλο : https://www.kirstymitchellphotography.com/
Αγνά υλικά για μια καλή ταινία τρόμου
Μπαίνουμε στην κουζίνα για να μαγειρέψουμε μία καλή ταινία τρόμου.
Τα υλικά : Πρώτο και καλύτερο ένα περίεργο μέρος και απαραίτητα απομονωμένο. Μια καλύβα στο δάσος, ένα εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο, στη μέση του Ωκεανού, όπου θέλετε τέλος πάντων αρκεί όταν βάλετε τις φωνές και τις τσιρίδες να μην σας ακούει κανείς. Ακόμη καλύτερα αν είστε μαζί με μερικά ακόμη θύματα ώστε να μεταδίδεται εύκολα η φρίκη και ο τρόμος από τον ένα στον άλλο. Αν το παρατραβήξετε ακόμη και βάλετε και ένα τέρας, έναν δύσμορφο διεστραμμένο άτομο, έξω από το δωμάτιο που είστε κλεισμένοι, κάνετε το φιλμ ιδανικό. Αυτό το τελευταίο με το τέρας θέλει προσοχή μη σας κόψει η μαγιονέζα και καταλήξετε σε κανένα Β movie που δεν βλέπεται.
Και εδώ καταλαβαίνουμε γιατί οι ταινίες τρόμου είναι οι κατάλληλες για την COVID εποχή. Γιατί όχι? Είμαστε σε απομόνωση μαζί με μερικούς άλλους στα σπίτια μας, ο κίνδυνος είναι εκεί έξω και παραφυλάει, μας τρομοκρατεί κάθε φορά που ανοίγουμε την τηλεόραση, είναι τέρας στην κυριολεξία και λέγεται covid 19 η κορωνοιός, η sars-cov-2.
Η Amy Seimez το πέτυχε 100% με το She Dies tomorrow που έκανε πρεμιέρα στις Ηνωμένες πολιτείες στις αρχές Αυγούστου. Εντελώς διαφορετικό από το Contagion του Soderbergh αλλά και το Outbreak του Petersen όπου ένας αποφασισμένος Dastin Hoffman ψάχνει να βρει τον ξενιστή που σκορπάει τον θάνατο στην Καλιφόρνια. Ταινίες του 2011 και 1995 αντίστοιχα που που ξαφνικά τις ανακάλυψαν με το lockdown και κυκλοφόρησαν σε τρία τουλάχιστον Ελληνικά κανάλια μέσα σε 20 μόλις μέρες. Η Amy Seimez, έχει για πρωταγωνίστρια της μία κοπέλα την Amy (Kate Lyn Sheil) που είναι στο σπίτι μόνη. Είναι πεπεισμένη ότι θα πεθάνει αύριο και δεν κάνει τίποτα για να το αποτρέψει. Όταν το εκμυστηρεύεται στην φίλη της Jane (Jane Adams) αυτή στην αρχή δεν το πιστεύει αλλά όταν επιστρέφει σπίτι της, ό ιός της αμφιβολίας την έχει προσβάλει και αυτήν και σε πολύ λίγο πείθεται ότι και η ίδια θα έχει την ίδια τύχη. Αρνείται όμως και αυτή να αντιδράσει και να κάνει κάτι.
Το ανησυχητικό και απειλητικό στην ταινία της Seimez είναι ένας διττός ιός. Από την μία είναι ο «ιός του φόβου», ενός άμορφου φόβου που η μεταδοτικότητα του εξασφαλίζεται με την απλή ομολογία και εκμυστήρευση στον άλλο, αλλά είναι και ο «ιός της απάθειας». Κανείς από τους effected δεν προσπαθεί να αντιδράσει, κανένας δεν κάνει κάτι για να σωθεί. Απλώς She η καλλίτερα They die tomorrow.
O Covid-19 και που βρήκε τον μάστορα του
Τον βρήκε?
Αλήθεια πού ?
Στα εργαστήρια κάποιας φαρμακευτικής εταιρίας μέσα σε πλήρη μυστικότητα μην τους κλέψουν την ευρεσιτεχνία?
Όχι στο ODEON theatre Europe. Που φαίνεται ότι δεν καταλαβαίνει τίποτα και σαν δημιουργικός ζωντανός οργανισμός με την πλούσια ιστορία που ξέρουν καλά οι παρεπιδημούντες την πόλη του φωτός, ετοιμάζεται, εξοπλίζεται και προτείνει.
Το Festival d’ Autumn είναι προ των πυλών και το ODEON θα είναι εκεί με δύο παραγωγές και μία συμπαραγωγή. Παρ΄ ότι το μεγάλο αφεντικό του , ο Stéphane Braunschweig δηλώνει στεναχωρημένος για την ματαίωση των σχεδίων και του προγραμματισμού του λόγω πανδημίας, δεν το βάζει κάτω και ορμάει ακάθεκτος.
Δεκατρείς (13) παρακαλώ παραγωγές/θεάματα ετοιμάζονται:
- Ιφιγένεια του Ρακίνα σε σκηνοθεσία Stéphane Braunschweig, (23 Σεπτεμβρίου)
- Ο Μεγάλος Ανακριτής εμπνευσμένο από το έργο του Ντοστογιέφσκι( που έχει την τιμητική του) σε σκηνοθεσία του Sylvain Creuzevault ετοιμάζεται για την μεγάλη γιορτή του θεάτρου στο Παρίσι, το festival d’ Automne (25 Σεπτεμβρίου)
- Αδελφοί Καραμαζώφ του Ντοστογιέφσκι επίσης και σε σκηνοθεσία του Sylvain Creuzevault επίσης, και πάλι για το festival d’ Automne (12 Νοεμβρίου)
- Faith, Hope and Charity ένα θέαμα του Alexander Zeldin σε συμπαραγωγή με το festival d’ Automne. (1 Δεκεμβρίου )
- Que ta volonte soit Kin (Thy will be Kin) του Sinzo Aanza σε σκηνοθεσία Aristide Tarnaga. (6 Ιανουαρίου)
- Comme tu me veux (How you love me) του Πιραντέλλο σε σκηνοθεσία του Stéphane Braunschweig (15 Ιανουαρίου)
- Entre chien at loup (Dusk) εμπνευσμένο ελεύθερα από το Dogville του Lars von Trier σε σκηνοθεσία της Christiane Jatahy (29 Ιανουαρίου)
- La reponse des Hommes (Mankind’s Answer) θέαμα της Tiphaine Raffier
(2 Μαρτίου) - Le Ciel de Nantes (The Sky Over Nantes) ένα θέαμα του Christophe Honoré (19 Μαρτίου)
- La Double Inconstance (The Double Inconstancy) του Marivaux σε σκηνοθεσία του Galin Stoev (30 Μαρτίου 2021)
- Γυάλινος κόσμος τουTennessee Williams που τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο πολύς Ivo van Hove και την Ιζαμπέλ Υπέρ στο ρόλο της Αμάντα (27 Απριλίου)
- Αντώνιος και Κλεοπάτρα του Shakespeare σε σκηνοθεσία της Célie Pauthe( 7 Μαΐου)
- Και τέλος Berlin my boy της Marie NDiaye σε σκηνοθεσία Stanislas Nordey (12 Ιουνίου)
Σήμερα αρκούμαστε σε μια απλή αναφορά του προγράμματος (για να δείτε και να σπεύσετε να βγάλετε τα εισιτήρια σας για μία γρήγορη επίσκεψη στο Παρίσι, αν τολμάτε) και με ιδιαίτερη μνεία στην Ιφιγένεια του Ρακίνα. Υποσχόμαστε για περισσότερα τις επόμενες μέρες.
Για κείνους που αδημονούν, ιδού η παρουσίαση όλου του προγράμματος από τον διευθυντή του ODEON και από τους σκηνοθέτες, με σκηνές από τις παραστάσεις. (Διάρκεια 1.05′)
Στα ανθρώπινα όρια της Jessica Goudeau After the last border
Σοφία Γουργουλιάνη, 22 Αυγούστου 2020
Η Jessica Goudeau, είναι αρθρογράφος για τους NewYork Times, την Atlantic, τη Washington, Post, τους Los Angeles Times αλλά και παραγωγός της ταινίας ντοκιμαντέρ μικρού μήκους «A Line Birds Can not See». Πριν από λίγες μέρες εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, «After the Last Border».
Αφηγείται, με αυτό, μια ιστορία για όλους εκείνους τους θαυμαστούς καινούριους κόσμους που αποδείχτηκαν φρεναπάτη. Και για τον δυτικό –μας- κόσμο που δεν δέχτηκε ποτέ να κάνει τα βουνά του ρατσισμού του να μοιάζουν με πεδιάδες.
Η συγγραφέας πραγματεύεται, εδώ, το φλέγον ζήτημα της προσφυγικής κρίσης, έχοντας βουτήξει στα άδυτα της σκληρής του πραγματικότητας μετά από χρόνια εργασίας με πρόσφυγες στο Austin του Texas. Και μας παραδίδει ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε στα Αγγλικά αρχές Αυγούστου και μοιάζει απογυμνωμένο από το αστικό μελό που μας θέλει -μόνο μακρινούς- παρατηρητές των εκάστοτε«τραγικών»προσφυγικών ιστοριών.
Με πρωταγωνίστριες της, δύο διαφορετικές γυναίκες πρόσφυγες από τη Μυανμάρ και από τη Συρία, μας χαρίζει ένα σκοτεινό ταξίδι σε μια απόλυτη καφκική Οδύσσεια στη σύγχρονη Αμερική.
Η MuNaw,είναι από τη Μυανμάρ. Μετά από μία δεκαετία σε στρατόπεδο προσφύγων,η μοίρα θα της χαμογελάσει, όταν θα βρεθεί σε αμερικανικό έδαφος. Για να συναντήσει, τελικά, τον δικό της προσωπικό καφκικό εφιάλτη στο Austin του Texas. Γκρίζα συγκροτήματα, γκρίζων διαμερισμάτων, λεωφορεία και μετρό που επιλέγουν αυτοβούλως ωράρια, επιβάτες και στάσεις. Ένα θερμοσίφωνο που αποδείχτηκε δυσεπίλυτο αίνιγμα, ένας φούρνος γεννημένος για να μην ψήνει και μια διαρκής αναζήτηση άγνωστου πλην απαραίτητου φαγητού.
Κι αν οι πρώτες μέρες της μοιάζουν με ψαροκόκαλο σφηνωμένο στο λαιμό, η MuNaw θα βρει τον τρόπο να το ξεσφηνώσει βλέποντας αυτοβούλως το ποτήρι της νέας της ζωής μισογεμάτο.
Η Hasnaal-Salam πίνει κάθε πρωί τον καφέ της στον κήπο της. Ο καφές είναι καυτός, της καίει τη γλώσσα. Τα παιδιά της παίζουν σχοινάκι στην αυλή του σχολείου. Στο πρώτο διάλειμμα θα φάνε. Δεν θυμάται τι, αλλά τους το μαγείρεψε χθες. Λίγο πριν παίξουνε επιτραπέζιο. Ο άντρας της δεν την φιλάει πια κάθε πρωί. Το σκέφτεται. Ο καφές είναι καυτός, της καίει τη γλώσσα. Το απόγευμα, μάλλον, θα τον φιλήσει εκείνη. Θα πιουν άλλο ένα καφέ παρέα. Όταν πέφτει ο ήλιος, ο κήπος δροσίζει. Θα βάλει από ένα παγάκι στον καφέ τους. Είναι, ακόμα, καλοκαίρι.
Το καθεστώς Άσαντ θα την οδηγήσει βίαια –και εκείνη- στο Austin. Σε ένα Austin, μακριά από παιδιά, φιλιά και κόσμους που τα νόμιζε δικά της. Με την αναγγελία της απαγόρευσης εισόδου προσφύγων από μουσουλμανικές χώρες να βουίζει στα αυτιά της, τα παγάκια να λιώνουν στον καφέ, το ανελέητο καλοκαίρι στο Texas να μην δροσίζει ποτέ και την επανένωση με τα παιδιά της να μοιάζει με μακρινή υπόσχεση, η διάψευση του λαμπρού μέλλοντος είναι -τελικά- απόλυτη και συντριπτική.
Ιστορίες δύο γυναικών που τελικά είναι μια ιστορία ντροπής για έναν ολόκληρο δυτικό κόσμο που φορά αυτάρεσκα το προσωπείου του προοδευτισμού, για να αποδείξει, όμως, περίτρανα πως, η ίδια του η ύπαρξη τελικά βρίσκεται στα παλαιότερα των υποδημάτων του άκρατου ρατσισμού. Ένα βιβλίο για την ιστορία, την πορεία και τη διαχρονική υποδοχή των προσφύγων στην Αμερική που μοιάζει να μας ανοίγει το αναγκαίο παράθυρο στον σκληρό κόσμο του ες αεί παρόντος ρατσισμού.
AFTER THE LAST BORDER
Two families and the story of Refuge in America
by Jessica Goudeau
348 pp, Viking
SALMAN Quichotte & Sancho RUSHDIE
Της Λαμπρινής Θάνου, 23 Αυγούστου 2020
Το Quichotte, το 14ο μυθιστόρημα του Salman Rushdie, αναδεικνύεται ως «ο Δον Κιχώτης της σύγχρονης εποχής». Αλλά το βιβλίο – ένα πραγματικά μεγάλο έργο, παγκοσμίου ενδιαφέροντος, τρυφερό ποιητικό και κωμικό μαζί – είναι ένα πολύ πιο φιλόδοξο εγχείρημα από έναν απλό φόρο τιμής στον ιππότη, στον ρομαντισμό του η στον Θερβάντες .
Ο κεντρικός ήρωας του Rushdie που δανείζει και το όνομά του στον τίτλο (Κισότ προφέρεται στα αγγλικά) γεννήθηκε με διαφορετικό όνομα, σε μια πόλη με επίσης παραλλαγμένο όνομα: Μιλάμε για την Βομβάη που τώρα είναι «Μπουμπάι». Ο Ινδός μετανάστης, που ταξιδεύει πουλώντας φαρμακευτικά προϊόντα, πρόσφατα απολυμένος από τη δουλειά του, χαμένος μέσα σε μια ιερή ανοησία που επιβάλλεται από ένα τηλεοπτικό lifestyle (το οποίο ο ίδιος λατρεύει) υιοθετεί το όνομα «Κισότ». Κλείνει έτσι το μάτι στον διάσημο ιππότη του Cervantes.
Με το ψευδώνυμό του, ξεκινά μια επεισοδιακή αποστολή σε ολόκληρη την Αμερική για να κερδίσει την καρδιά της δικιάς του Δουλτσινέας, μιας όμορφης διασημότητας που ζει στην πόλη της Νέας Υόρκης ονόματι Salmar. Την γνωρίζει μόνο μέσω της τηλεοπτικής οθόνης. Για ακόλουθο στην εκστρατεία του, έχει τον πιστό του «Σάντσο». Ο Quichotte χαίρεται που ανακαλύπτει ότι ο κόσμος, παρ΄ όλη την καταπιεστική του δομή, φαίνεται να λυγίζει κάτω από τη δύναμη της δικής του πεποίθησής, που δεν είναι άλλη από το φαινομενικά αδύνατο όνειρό του. Βρισκόμαστε στην εποχή του «όλα- είναι δυνατά» η «Όλα-να- τα-περιμένεις» άλλωστε.
Πόσο χαρούμενος ήταν ο Quichotte μέσα του, πόσο ευγνώμων ήταν που ζούσε σε τέτοιους καιρούς!». Στην εποχή του «όλα-να- τα-περιμένεις» ένα ολόκληρο έθνος μπορεί να πηδήξει από έναν γκρεμό σαν ελεύθερη πεταλούδα. Οι άνδρες που έπαιζαν τους προέδρους στην τηλεόραση στις πολυώνυμες ταινίες και σήριαλ του Χόλυγουντ και του Netflix θα μπορούσαν πράγματι να γίνουν πρόεδροι. Το νερό όπου γης μπορεί να εξαντληθεί …Και με αυτά τα δεδομένα ένα τηλεοπτικό αστέρι θα μπορούσε κάλλιστα να αγαπήσει έναν ανόητο παλιόγερο, κάνοντας τον να γευτεί ένα απίθανο ερωτικό θρίαμβο που θα του εξασφάλιζε στην εναπομείνασα μικρή ζωή του , μια μεγαλειώδη ακτινοβολία».
Αλλά μη βιάζεστε να βγάλετε συμπεράσματα. Ο Rushdie, πονηρούτσικα κρύβει ένα άσσο στο μανίκι του. Μαθαίνουμε φερ’ ειπείν ότι οι Quichotte και Sancho είναι τα φανταστικά υποκείμενα ενός βιβλίου που γράφτηκε από έναν μέτριο συγγραφέα της μέτριας αστυνομικής λογοτεχνίας. Ονομάζεται Sam DuChamp και ο οποίος ελπίζει να δημιουργήσει επιτέλους ένα μεγάλο έργο με «ένα βιβλίο ριζικά αντίθετο από οποιοδήποτε άλλο που είχε προσπαθήσει μέχρι τότε”. Όπως και ο πρωταγωνιστής του, είναι και αυτός ένας Ινδός μετανάστης που λειτουργεί με ψευδώνυμο, διάγει το τελευταίο στάδιο της ζωής του , και σέρνει πίσω του ένα επιβαρυμένο οικογενειακό ιστορικό, προσπαθώντας να βουτήξει σε ένα άγνωστο και αβέβαιο μέλλον. Εάν ο Quichotte έχει εκτροχιαστεί από την κατανάλωση των μέσων ενημέρωσης, ο άνθρωπος που τον γράφει στην πραγματικότητα, έχει διαταραχθεί από την ίδια τη δημιουργία του.
Ο DuChamp περιγράφει και τοποθετεί το βιβλίο εκεί που και ο Salman Rushdie τοποθετεί το δικό του: Εναντιώνεται στον πολιτισμό-σκουπίδι της εποχής του όπως και ο Θερβάντες της δίκης του εποχής. Επιχειρεί να θίξει και να αναπτύξει θέσεις και απόψεις για τον παθιασμένο και εμμονικό έρωτα, για τις σχέσεις πατέρα-γιου, για εκλεκτικές συγγενικές και έχθρες, αλλά και για τους Ινδούς μετανάστες, τον ρατσισμό απέναντί τους, τους κάθε είδους κατεργαράκους και απατεώνες, για τους κατασκόπους στον κυβερνοχώρο, για την επιστημονική φαντασία, για τα παράλληλα σύμπαντα, τη συνύπαρξη φανταστικών και πραγματικών πραγματικοτήτων, για το θάνατο του συγγραφέα, για το τέλος του κόσμου και ένα σωρό άλλα θέματα.
Θα είχατε δίκιο να πιστεύετε ότι για έναν συγγραφέα – το να ασχοληθεί σε ένα μυθιστόρημα μονομιάς με όλα αυτά- θα φλέρταρε επικίνδυνα με το χάος. Αλλά στα χέρια του Rushdie όλα τα σύνορα μεταξύ αυτών καταργούνται. Καταργούνται επίσης τα όρια μεταξύ του συγγραφέα και του θέματος, της πραγματικότητας και της μαγείας, της ελπίδας και της τρελής απόγνωσης. Καθώς υφαίνει τα ταξίδια των δύο ανδρών, που κατακλύζονται από όλες τις τραγικές μανίες της σύγχρονης αμερικανικής ζωής αυτή τη στιγμή, αυτές οι ενέργειες αρχίζουν να καταρρέουν όμορφα αλλά εσωτερικά, σαν ένα αστέρι που πεθαίνει. Οι αναγνώστες του συνειδητοποιούν ότι θα ακολουθήσουν τυφλά και με ευχαρίστηση τον Rushdie μέχρι το τέλος του κόσμου, πράγμα που αποδεικνύεται ότι θα κάνουν μαγεμένοι από την αφηγηματική του δύναμη.
Παρ ΄όλο ότι ο συγγραφέας, το έργο και οι χαρακτήρες του βαίνουν ομαδικά προς το μοιραίο, όπως και ο κόσμος άλλωστε, ο Roushdie όπως πάντα αφήνει μια αχτίδα ελπίδας γιατί το όνειρο δεν πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει ακόμη και αν όλα τα άλλα σβήσουν.
Αυτό αποκτάει μία επιπλέον σημασία αν σκεφτούμε ότι ο ίδιος πρόσφατα πέρασε δύσκολες ώρες. Βρέθηκε θετικός στον κορωνοϊό. Πλέον όμως έχει αναρρώσει πλήρως. Όπως αναφέρει σε συνέντευξή του στην ισπανική εφημερίδα «El Pais», αισθάνεται τυχερός που πλέον ξεπέρασε τον ιό και δουλεύει ξανά. «Όλος ο κόσμος μού λέει “αυτή πρέπει να είναι μια εξαιρετική στιγμή για να γράψεις” κι εγώ απαντάω “ναι, φυσικά”. Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν καθημερινά, αλλά το σημαντικό είναι ότι είναι μια εξαιρετική στιγμή για να είσαι συγγραφέας! Θα περάσει πολύς καιρός πριν ξαναγραφτεί μυθοπλασία», σχολιάζει. Ακόμα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις ο ίδιος παραμένει αισιόδοξος, ένα στοιχείο που μετέφερε και στο πρόσφατο βιβλίο του «Δον Κιχώτης». «Οι φίλοι μου γελούν μ’ εμένα γιατί σε αυτούς τους καιρούς συνεχίζω να είμαι αισιόδοξος. Ο Δον Κιχώτης μου είναι μια εκδοχή παρατραβηγμένη αυτής της κατάστασης. Είναι αισιόδοξος μέχρι εκεί που δεν παίρνει», αναφέρει ο Ρούσντι. Aπό την άλλη, η Δουλτσινέα του είναι αρκετά προβληματική αφού την έφτιαξε ως προβολή των εμμονών του. Άλλωστε, όπως επισημαίνει, δεν τον ενδιαφέρει η φανταστική λογοτεχνία. «Το σίγουρο είναι ότι ο κόσμος και η ανθρώπινη ζωή δεν είναι στην πραγματικότητα “φυσικοί”. O σουρεαλισμός είναι κάθε φορά και πιο αληθινός από τον ρεαλισμό», προσθέτει.