« Η πιο ζεστή Νύχτα» Compagnie du 1er Aout «LA Nuit la plus chaude»

Την πιο ζεστή νύχτα του καλοκαιριού  υποσχέθηκε στους θεατές ο θίασος της 1ης Αυγούστου, στο φεστιβάλ που οργάνωσε και  φέτος, για δεύτερη χρονιά,  στη γόνιμη γη της Βουργουνδίας. Στο Treigny-Perreuse- Sainte –Colombe και μόλις πέντε χιλιόμετρα από το πατρικό σπίτι της θρυλικής Κολέτ (1873-1954) που υπήρξε εμβληματική μορφή, της Γαλλικής Μπέλ Εποκ, τόσο για το θέατρο όσο και για  τα γράμματα (να σημειωθεί πως είναι η πρώτη γυναίκα που κηδεύεται δημοσία δαπάνη) η κοινότητα, σε συνεργασία με τους καλλιτέχνες , απαντώντας στην πανδημία δίνει  την ευκαιρία στους επαγγελματίες (οι οποίοι αμείβονται )  που τόσο έχουν πληγεί φέτος  και στήνει μια γιορτή με επίκεντρο το θέατρο ελπίζοντας  σε μια γόνιμη ανταλλαγή  εμπειριών μεταξύ καλλιτεχνών και κατοίκων της περιοχής, μεταξύ ενηλίκων και παιδιών .

Το φεστιβάλ  πρωτοξεκίνησε πέρσι,  τον Αύγουστο 2019, με την πρόθεση να αφορά – όπως διαβάζουμε- ένα κοινό από 3 ως 83 χρονών , με εκδηλώσεις μουσικής , θεάτρου, ποίησης , εργαστηρίων, αλλά και … γευσιγνωσίας, αφού προσκαλούσε  αγρότες και κατοίκους της περιοχής,  να παρουσιάσουν τα προϊόντα τους σε αλλήλους. Ένα  πολιτιστικό , γαστριμαργικό fest, ή όπως εμείς θα λέγαμε,  μια  Διονυσιακή  γιορτή –  την επιβάλλουν  άλλωστε τα έξοχα κρασιά της γης της Βουργουνδίας . Με αφίξεις και από άλλες χώρες και πολιτισμούς- Κολομβία , Καναδάς, Βιετνάμ- ο θίασος της 1ης Αυγούστου  εγκαινίασε πέρσι  το θεσμό παρουσιάζοντας το Σαιξπηρικό «Όνειρο Καλοκαιριάτικης Νύχτας»,  έργο τόσο ταιριαστό με την υπόσχεση του τίτλου του Φεστιβάλ . Φέτος , τα μέτρα και η πανδημία δεν επέτρεψαν αυτό που οι συντελεστές και η κοινότητα επιθυμούσε,  την περαιτέρω  δηλαδή  ανάπτυξη του φεστιβάλ, το οποίο  μάλιστα κινδύνεψε να ακυρωθεί.  Όμως, παρά τις δυσκολίες και σε πείσμα των καιρών , με λιγότερες εκδηλώσεις και  με λιγότερες φεστιβαλικές ημέρες   « Η πιο ζεστή Νύχτα του  Καλοκαιριού»  έγινε και φέτος πράξη !   Δέκα  υπέροχοι ηθοποιοί συναντήθηκαν και φέτος στο γραφικό Treigny-Perreuse- SainteColombe και για τρία συνεχόμενα βράδια από τις 20 ως τις 23 Αυγούστου παρουσίασαν τον δικό τους  Βασιλιά Λήρ. Κάτω από  τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Jean Bechetoille, (βραβευμένος με prix du jury du concours du Theatre 13/ jeunes metteurs en scene 2017) και  με φόντο το φυσικό περιβάλλον της καλοκαιρινής νύχτας , με αισιοδοξία και πίστη στη ζωντανή επικοινωνία ,  ξεδιπλώνουν το μύθο και με βιτριολικό χιούμορ ανατέμνουν τις οικογενειακές  νευρώσεις. Ο θεός του Θεάτρου ήταν μαζί τους. Ούτε έβρεξε, ούτε ο Covid 19 παρέστη , έτσι όλοι , ηθοποιοί  και θεατές, επέστρεψαν σώοι και αβλαβείς οίκαδε, με την ευχή και υπόσχεση να ανταμώσουν του χρόνου πάλι σε μια μεγάλη του πολιτισμού γιορτή.           Αμήν, κι « Ευοί , Ευάν» !

Οι συντελεστές της παράστασης :  Compagnie du 1er Αout
Μετάφραση:  Pascal  Collin
Διασκευή:  Helene Marchand
Σκηνοθεσία: Jean Bechetoille
Ηχητικό περιβάλλον: Guillaume Bosson
Κοστούμια: Caroline Frachet
Έπαιξαν οι ηθοποιοί: Guarani Feitosa, William Lebghil, ElodieSegui, Helene Marchand, JacintheCappello, Loyse de Pury, Yvette Caldas, Thomas Bleton, Laurent Levy , Gerard Cohen.

Ο ουρανός πάνω από το Βερολίνο

Στο Παρίσι την είδα την ταινία, στα 19 μου… Σε κείνες τις μικρές αίθουσες του Quartier Latin. «Τα Φτερά του Έρωτα». Πάντα για κάποιον ανεξήγητο λόγο προτιμούσα τον γερμανικό τίτλο… Der Himmel uber Berlin… Ο άγγελος – παρατηρητής αόρατος που αφουγκράζεται τις καθημερινές σκέψεις και φροντίδες μικρών ανθρώπων. Υπερίπταται και σιωπά, τόσο πιο πάνω από όλα, τόσο αμέτοχος και ο κόσμος ασπρόμαυρος.
Και το Βερολίνο, στον διχασμό του ακόμα, πόλη πνιγερή και καταθλιπτική. «Όταν το παιδί ήταν παιδί»… Als das Kind, Kind war και ο άγγελος  χαμογελαστός , ικανοποιημένος από την αποστασιοποιημένη γνώση του. Ώσπου… Ώσπου σε εκείνο το ασπρόμαυρο τοπίο ένα κορίτσι με ψεύτικα φτερά, ακροβάτρια σε τσίρκο, κάνει κούνια. Ο άγγελος την κοιτάζει και για πρώτη φορά βλέπει χρώμα. Ένα χρωματιστό κορίτσι στο γκρίζο Βερολίνο.
Το δικό του βλέμμα αλλάζει, το δικό του βλέμμα τής προσδίδει τη μοναδικότητά της. Αν δεν την είχε κοιτάξει εκείνος, ίσως να παρέμενε ασπρόμαυρη. Από την άλλη εκείνη πάντα ζούσε στον κόσμο των χρωμάτων και των θνητών.
Το δίλημμα για κάθε άγγελο: να σμίξει με τους ανθρώπους, να εγκαταλείψει τη γνώση του; Να σταματήσει να αφουγκράζεται τη σκέψη των άλλων για να ζήσει τη ζωή τους; Και με τι αντάλλαγμα; Τι τίμημα;  Μα την αθανασία του και τη λογική του.

Ο άγγελος στην ταινία του Βέντερς εγκαταλείπει τα φτερά του και την πανοπλία του την ανταλλάσσει με  ένα γκροτέσκο πολύχρωμο κουστούμι σε ένα παλιατζίδικο… Είναι πια ορατός.. Κι έπειτα μια μικρή γρατζουνιά και το αίμα του ρέει κόκκινο. Επιτέλους, η ζωή εκεί, ορμητική, επικίνδυνη, αλλά πολύχρωμη. H ζωή η πεπερασμένη, η μοναδική  που θα του ανήκει πια …

Και τα μικρά κορίτσια που  νομίζουν ότι είναι τόσο χρωματιστά, ώστε να αρκεί το άγγιγμά τους για να καταλυθεί η ασπρόμαυρη σκουριά του κόσμου και περιμένουν έναν άγγελο να εγκαταλείψει τα φτερά του για το χατίρι τους. Κοιτάνε ψηλά στον ουρανό κι ελπίζουν ν’ ακούσουν ένα φτερούγισμα…  Μέχρι που καμιά φορά  με πίκρα διαπιστώνουν ότι άγγελοι είναι αυτές οι ίδιες που πεισματικά αρνούνται να ματώσουν και φοράνε ζηλότυπα την πανοπλία τους, ώσπου να έρθει η στιγμή να  νιώσουν  το αίμα τους ζεστό στο χέρι. Έτσι κι αλλιώς, ίσως  το  μόνο που θέλησαν,  το μόνο που είχε σημασία τελικά ήταν να μάθουν αυτό που κανένας άγγελος δεν ξέρει… «Ich weiss jetzt  was kein Angel weiss”

Social Dis-dancing

Never in my 25+ year teaching career did I expect to be teaching embodied dance classes online. The learning curve was huge for me.  My work has always been in the moment, in the classroom, and with an accompanist; teaching virtually forced me to become proficient in Zoom meetings, Moodle, and other online platforms. I had to pre-record and record live classes, upload videos, get music rights, and learn how to put closed captioning all my videos and video assignments. 
During the past several weeks many of my students were distressed, unmotivated, and/or depressed at one time or another; some had nowhere to go, some were stuck in the dorms, some were traveling long distances to get home to their families, and some were taking on new roles as caretakers in their home settings. And of course our seniors lost the opportunity to officially say good bye to each other. 
I ended up with two different virtual teaching models during this time. At Bryn Mawr College we continued to meet at our regular class time twice a week to dance together via Zoom. Our class became a very important place to meet and talk, share bread recipes, laugh, and sometimes cry together.  We spent a lot of time bumping into furniture, knocking over plants, and dancing over and around family members and pets.  Our phrase work had to be adjusted for much smaller spaces and for a variety of floor surfaces – students were working on carpet, outside on the grass, or on concrete floors.  I also teach at lot of partnering in my advanced technique class.  Guess what?  Dance partnering in the virtual world isn’t so effective when your only potential partners are inanimate objects…
I had to come up with a different plan for my Swarthmore students. Time zones were a big challenge; this particular group of students lived in different parts of the country (Seattle, Alaska, Northern Idaho, California, as well as the East Coast) and in other countries (China, Nigeria, and Bhutan). There simply was no longer an easy time to meet.  I came up with a “Chose your own Adventure” model where students could choose 12 virtual assignments out of about 30 to complete on their own time and pace during the rest of the semester.  There was also an option to meet once a week via Zoom, but hardly anyone in the class chose that option. I have to say I feel like I got to know most of my students in a new way through email and their exceptional writing about the dance assignments they chose. We don’t often have a lot of opportunity to speak in class since we are moving most of the time. I got to know a bit about their other classes, and had the opportunity to attend some of my seniors’ Engineering talks because I wasn’t teaching at a particular time. 
Learning to teach dance on screen was a challenging endeavor.  In the studio I have instant feedback, can adjust on the fly, can provide guidance and direction as needed.  Web conferences are a step removed — 3D movement becomes flat, left and right can be hard to identify, and movement that isn’t frontal is difficult to teach in this platform.  Everything takes twice as long to learn virtually.  The learning experience online can be uneven; there are so many obstacles – easy access to computers, internet, differing economic and living situations. 
The biggest loss is the sense of community that is typically one of the most important things to me in my teaching.  The studio is a place to learn, to make mistakes together, to feed off each other’s energy, to encourage each another with a smile from across the room, or to try something new.  That sense of communal energy is more difficult to achieve when we’re connected by video screens.
I believe that dance has the power to move people, to heal people, to enrich and empower communities and connect us socially. Trying to accomplish this virtually has been challenging as we have all been isolated in different time zones and different living situations, and we have new priorities given the magnitude of the crisis. Being able to connect online in new ways has been heartwarming and heartbreaking. It has given all of us a unique glimpse into each other’s lives through a completely different lens. 

Bethany Formica, Freelance Dance Artist and Wood Artisan
From Philadelphia USA

www.bethanyformica.org www.sawdustsiren.com

Ποιο ρόλο έχει η Ποίηση στην ζωή σας;

Του Θωμά Τσαλαπάτη

Δεν υπάρχει χώρα που να περιφρονεί την ποίηση περισσότερο από την Ελλάδα. Δεν υπάρχει χώρα με τόσο επιθετική αδιαφορία σε όλα τα επίπεδα. Οσοι από εμάς γράφουνε ποίηση και έχει τύχει να βρεθούν σε ξένα φεστιβάλ και να συνομιλήσουν με ποιητές από άλλα μέρη του κόσμου, σύντομα συνειδητοποιούν το χάος που μας χωρίζει.

Σε πολλές χώρες κάποιος μπορεί να ζήσει αποκλειστικά γράφοντας ποίηση. Στη Γερμανία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες κάποιος μπορεί να επιβιώσει μέσα από τις επισκέψεις του σε σχολεία, από τις περιοδείες και τις δημόσιες αναγνώσεις, οι οποίες –φυσικά– πληρώνονται. Στις σκανδιναβικές χώρες μεγάλος αριθμός ποιητών συντηρείται από κρατικές υποτροφίες. Ποιητές από τη Λατινική Αμερική (και μιλάμε φυσικά για μεγάλους αριθμούς) θα σου αποκαλύψουν πως βιοπορίζονται κάνοντας μαθήματα δημιουργικής γραφής σε πανεπιστήμια καθώς και από τις πωλήσεις των βιβλίων τους.Γνωρίζοντας ποιητές από χώρες φτωχότερες από την Ελλάδα (όπως π.χ. η Λιθουανία ή η Βόρεια Μακεδονία) σύντομα καταλαβαίνεις πως οποιαδήποτε μέριμνα για την ποίηση και τους ποιητές δεν προκύπτει από το πλεόνασμα των ισχυρών οικονομιών, αλλά από την αντίληψη πως η ποίηση αποτελεί μια σημαντική ανθρώπινη δραστηριότητα που πρέπει να ενισχυθεί. Ακόμα κι αν οι συνθήκες είναι δύσκολες, σε κάθε χώρα υπάρχει ως δεδομένη η αντίληψη πως η μέριμνα για την ποίηση δεν είναι μια πολυτέλεια αλλά ένας πολιτισμικός δείκτης ικανός να περιγράψει το πώς η χώρα αυτή αντιλαμβάνεται τον εαυτό της.
Εξασφαλίζουν όλα αυτά καλύτερη ποίηση; Δεν είμαι σίγουρος. Αυτό που εξασφαλίζουν πάντως είναι αξιοπρέπεια. Και την αίσθηση πως η ποίηση δεν αποτελεί ένα χόμπι αντίστοιχο του φιλοτελισμού ή της συλλογής πεταλούδων.
Στην Ελλάδα, το κράτος σφυρίζει όσο πιο αδιάφορα μπορεί. Δεν υπάρχουν υποτροφίες, δεν υπάρχουν residencies, δεν υπάρχει κανενός είδους μέριμνα. Η κατάργηση του ΕΚΕΒΙ και η απουσία επίσημης κρατικής πολιτικής για το βιβλίο (βρείτε μου άλλη μία χώρα όπου να συμβαίνει κάτι τέτοιο) έρχονται να συμπληρώσουν την απαξίωση με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο. Οι δημοσιεύσεις σε περιοδικά προφανώς δεν πληρώνονται, οι εκδόσεις προφανώς δεν ενισχύονται και σε περίπτωση ανάγνωσης ο ποιητής θα πρέπει να αισθάνεται τυχερός την –απολύτως σπάνια– εκείνη φορά που δεν θα αναγκαστεί να πληρώσει τα μεταφορικά του (ακόμα και εκτός έδρας).
Ταυτόχρονα αποτελεί σχεδόν άγραφο νόμο το γεγονός πως ο ποιητής θα πληρώσει ο ίδιος την πρώτη του –τουλάχιστον– ποιητική συλλογή, θα την ταχυδρομήσει ο ίδιος σε κριτικούς και ομότεχνους και θα οργανώσει μόνος του τις παρουσιάσεις. Την ίδια στιγμή η κριτική παραμένει απολύτως περιορισμένη στα έντυπα και στις εφημερίδες και συνήθως έχει τη μορφή απλής παρουσίασης και όχι πραγματικής κριτικής. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί και ο τεράστιος αριθμός εκδόσεων ποιητικών βιβλίων που δημιουργεί έναν θόρυβο πιο εκκωφαντικό και από τη σιωπή. Και ταυτόχρονα, η απόλυτη αδιαφορία όλων των ιδρυμάτων (Στέγη, Νιάρχος κτλ) που συναγωνίζονται το κράτος σε ποιητική αδιαφορία. Καμία μέριμνα, κανένα φιλτράρισμα, κανένα ενδιαφέρον.
Το παράδοξο είναι πως η ποίηση επιβιώνει παρ’ όλα αυτά. Από στόμα σε στόμα, σε μικρές παρέες, μέσα από προσωπικές πρωτοβουλίες. Το άλλο παράλογο που αντιλαμβάνεσαι άμα επισκεφτείς κάποιο ξένο φεστιβάλ ποίησης είναι το γεγονός πως η ελληνική ποιητική παραγωγή των τελευταίων ετών είναι μία από τις σημαντικότερες της Ευρώπης. Σε θέματα, ποικιλία ακόμα και αριθμό ποιητών. Η ποίηση καταφέρνει να αντεπεξέλθει παρά τα εμπόδια.

Από την εφημερίδα των Συντακτών 28 Ιουλίου 2020

Τα απραγματοποίητα όνειρα σκοτώνουν

Ο Carlo Santana έγινε 73.
Τι μού ‘ρθε και το θυμήθηκα?
Είναι που έρχεται 15αύγουστος.
Και τότε 15 Αύγουστος ήταν  πριν 50 χρόνια όταν θυσίαζε την ψυχή του στο Woodstock. Soul sacrifice έπαιζε και η ψυχή πέταγε δραπετεύοντας ανάμεσα από τις χορδές τις κιθάρας του και τα τρελά τύμπανα του Michael Shrieve του José “Chepito” Areas και των άλλων δαιμόνων.

Είδα για Τρίτη φορά το Revolutionary road. Και μάλλον μέχρι να πεθάνω θα το δω αρκετές φορές ακόμη. Για την Kate Winslet και το ματαιωμένο όνειρό της αξίζει κανείς να ζήσει αρκετά, για να δει πολλές φορές αυτό το φιλμ του Sam Mendes που αγγίζει σχεδόν τα όρια της αρχαίας τραγωδίας. Η σύγκρουση με τον άλλον τον υπερβατικό μας εαυτό, τον εαυτό που θέλει να ονειρεύεται και να πετάει, είναι θανατηφόρα.  
Συμβουλεύω να σκύβουμε το κεφάλι  όταν εμφανίζεται αυτός, ο άλλος εαυτός. Εντάξει δεν λέω και τίποτα καινούργιο. Όπως δεν είναι και καινούργιο τα ματαιωμένα όνειρα. Βουνά από αυτά στους υπαρξιακούς σκουπιδότοπους.
Περπατάω.
Περπατάμε. Εγώ και ο Κώστας γύρω στο 1970. Θεσσαλονική, βαθιά δικτατορία. Κοπάνα από το σχολείο και… κινηματογράφος ΙΝΤΕΑΛ στην Αγίου Δημητρίου,  υπάρχει άραγε ακόμη η θάφτηκε και αυτό όπως και άλλοι μέσα στα όνειρα μας στους σκουπιδότοπους που λέγαμε.  WOODSTOCK έγραφε απ΄ έξω η εφήμερη ταμπέλα. Μέσα μυρωδιά κλεισούρας. Πολλές ανάσες και χνώτα εγκλωβίστηκαν μέσα εκεί.

-O φαφούτης Richie Havens  τραγουδάει Freedom,
-H αγάπη μου η Janis Joplin έχει πιάσει ένα χορό κυκλωτικό και ουρλιάζει χαμένη πάνω στη σκηνή Ball & Chain και μετά κερνάει ένα Piece of (her) my heart.
-Come on Joe, where will you find friends to give you little help. Άκου την κιθάρα του Jimmy που κλαίγοντας για τα παιδιά στο Βιετνάμ παίζει τον εθνικό ύμνο των Ην. Πολιτειών.

Δεν μιλάω άλλο γι΄ αυτούς και τα όνειρα τους, που  τους παρέσυραν και όταν κατάλαβαν ότι όνειρο ήταν και πάει, μας άφησαν στην φτωχή ζωούλα μας.
Όπως και η Kate Winslet έτσι και αυτοί πήραν τα ματαιωμένα όνειρα τους και  περπάτησαν στη δική τους Revolutionary road και χάθηκαν στο βάθος.

Οι συνάδελφοι μου γυρνάν την Ελλάδα τώρα και ανάμεσα σε αποκλεισμούς και απαγορεύσεις παίζουν απελπισμένους μονολόγους στο αποδεκατισμένο διάσπαρτο κοινό τους και αναρωτιούνται που να απευθυνθούν και που να ποστάρουν την φωνή τους. Ας μην προτρέχω. Έρχεται η σειρά μου. Ο Οκτώβρης είναι ante portas και οι πόρτες του ΤΟΠΟΣ ΑΛΛΟύ θα ανοίξουν μαζί με τα άλλα θέατρα.
Θα ανοίξουν? Η ώρα της αλήθειας…
Στη φάρμα του Max Yasgur στο Woodstock τα παιδιά είναι γύρω στο μισό εκατομμύριο, ο ένας επάνω στον άλλο και έρχονται κι άλλοι από τους χωματόδρομους του Bethel κάνοντας τους χωριάτες να κοιτάζουν σαν χάνοι και ν’ αναρωτιούνται που πάνε όλοι αυτοί?  Περπατάνε κύριοι σε ένα revolutionary road,  χαίρονται τη μουσική, τον έρωτα, τη βροχή και τα παιχνίδια στις λάσπες.
Τους βλέπω πάλι στο youtube. Καθώς το μάτι μου χάνεται στη θάλασσα τους, αναρωτιέμαι και ‘γω που πήγαν τα δικά τους και τα δικά μας όνειρα -μια γενιά είμαστε- και μού ’ρχεται να φωνάξω «Βάλτε τις μάσκες σας μωρέ»

Γλωσσάρι (δυστυχώς απαραίτητο)

Woodstock        Χωριό ΝΔ της Ν. Υόρκης με 5000 περίπου πληθυσμό. Εξήντα χιλιόμετρα μακριά είναι η φάρμα του Max Yasgur στο Bethel. Εκεί στις 15 Αυγούστου του 1969 και για 4 μέρες μαζεύτηκαν μισό εκατομμύριο παιδιά, όταν το κίνημα των Hippies ήταν στο φόρτε του και άκουσαν τους μεγαλύτερους μουσικούς της rock όλων των εποχών. (Δεν επιτρέπεται να μην ξέρετε το Woodstock, κάντε ένα google)
Carlos Santana           Διάσημος μουσικός, ένας από τους κορυφαίους κιθαρίστες του κόσμου, συμμετείχε με το συγκρότημα του στ Woodstock (Δεν επιτρέπεται να μην τον ξέρετε, κάντε ένα google)
Michael Shrieve και Jose “Chepito” Areas  drummer και percussionist του συγκροτήματος του Carlo Santana παίξανε στο Woodstock μαζί του και σαν δαίμονες οργίασαν στο Soul Sacrifice.
Revolutionary road (2008) Πολυβραβευμένη ταινία του Sam Mendes με τους Leonardo DiCaprio και Kate Winslet. (Δεν επιτρέπεται να μην την έχετε δει)
Richie Havens  νέγρος τραγουδιστής και κιθαρίστας πέθανε το 2013. Στο Woodstock βγήκε πρώτος στη σκηνή κάθισε σε ένα σκαμνί και με μια κιθάρα και τραγούδησε το Freedom  (https://www.youtube.com/watch?v=SR2v-pApNAw)
Janis Joplin      Τι να πεις γι΄ αυτήν την αγία της γενιάς του ’60.  (Δεν επιτρέπεται να μην ξέρετε την Janis Joplin γι΄ αυτό κάντε ένα google)  Τραγούδησε το Ball & Chain  και το Piece of my heart και την μπαλάντα για τον Boddy McGee και το ταξίδι τους στη Ν. Ορλεάνη μέσα σε ένα  φορτηγό τραγουδώντας blues.  
Joe Cocker        Άγγλος τραγουδιστής, πολιτογραφημένος Αμερικάνος. Στο Woodstock τραγούδησε με την χαρακτηριστική γεμάτη γρέζια φωνή του το with a little help of my friends. Πέθανε το 2014.
Jimmy Hendrix Μαζί με τον Frank Zappa και τον Santana ένας από τους μεγαλύτερους κιθαρίστες του κόσμου. . (Δεν επιτρέπεται να μην τον ξέρετε, κάντε ένα google) Στο Woodstock έναν σπαρακτικό εθνικό ύμνο της Αμερικής με την κιθάρα του. Πέθανε το 1970. Η νεκροψία έδειξε ότι ο θάνατος προήλθε από πνευμονική αναρρόφηση του εμετού του και ασφυξία ενώ βρισκόταν υπό την επήρεια βαρβιτουρικών
Κώστας (Θωμαΐδης)  Τραγουδιστής. Περάσαμε όλη την εφηβεία μαζί.

We will always have Casablanca

της Βασιλικής Δραγάτση, Αύγουστος 2020

Δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα για αυτήν την πόλη, ίσως μόνο ότι είναι στο Μαρόκο. Κι όμως την γνωρίζουμε ή μάλλον τις σκιές της. Το φως και τις σκιές, έτσι όπως σκεπάζουν και αποκαλύπτουν πρόσωπα…
Τι είναι μια πόλη – πέρασμα; Τράνζιτο… Το όριο της απελπισίας, το όριο της ελπίδας! Και τι ήταν πραγματικά αυτή η πόλη το 1942; Δεν έχει σημασία. Για μας αυτή η πόλη ζει, υπάρχει, κινείται για πάντα στα σκηνικά του Χόλυγουντ. Η Καζαμπλάνκα δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο η Casablanca…
Γνωρίζουμε τους δρόμους της ή μάλλον τις γωνίες της, και πάλι όχι ακριβώς. Ξέρουμε ότι κάποτε για πολύ λίγο έζησαν εκεί πέντε – έξι άνθρωποι. Ζούσαν πολύ περισσότεροι για αιώνες, αλλά για εμάς πάντα θα μετράνε εκείνοι που έζησαν για πολύ λίγο, περαστικοί για μερικούς μήνες ή  για δυο – τρεις μέρες, διάστημα αρκετό, ωστόσο,  για να θρέψουν τη μυθολογία μας.  Ο Ρικ, η Ιλσα, ο Βίκτωρ, ο Λουί, ο Σαμ…
“Sam, I thought I told you never to play…” Η φράση μένει μετέωρη, ο πιανίστας απομακρύνεται και τους αφήνει μόνους (;) στο γεμάτο μπαρ. Το τραγούδι, η απαγόρευση, η ανάμνηση… Κι εμείς ως άλλοι Ρικ έχουμε κλείσει το ραδιόφωνο ή έχουμε φύγει τρέχοντας για να μην ακούσουμε εκείνο το τραγούδι, το ίδιο τραγούδι που έχουμε μάθει απ’ έξω. Και πάντα κάποιος ή κάποια που μας κοιτάζει με υγρά μάτια και ψάχνει εμφατικά στις σκιές μας να δει αν θυμόμαστε. Ναι, θυμόμαστε! Μόνο που για άλλους η ανάμνηση είναι νοσταλγία, αλαζονική επιβεβαίωση, για άλλους ματαίωση, υπενθύμιση μιας συντριπτικής ήττας…
“We will always have Paris”. Εδώ η ανάμνηση ακούγεται σχεδόν παρηγορητική,  μετατρέπεται σε πολύτιμο φορτίο, αυτό που μπορεί να μας κρατήσει στη ζωή, τα «κρυμμένα τιμαλφή μας»…  Η αβεβαιότητα ενός μέλλοντος ενώ μαίνεται ο πόλεμος (κι εδώ η Τέχνη ταυτίζεται με τη ζωή) αίρεται από τη βεβαιότητα ενός κόσμου που υπήρξε και φέρουμε εντός μας… Το Παρίσι είναι, ήταν ο παλιός μας κόσμος, εκεί που ο έρωτας μπορούσε να ανθίσει σε ένα cafe, ακριβώς τη μέρα που έμπαιναν οι Γερμανοί: «Not an easy day to forget. I remember every detail. The Germans wore grey, you wore blue”. Ο Ρικ θυμάται, πάντα θυμάται, μιλάει στην Ιλσα ενώπιον του συζύγου της κι εκείνη χαμογελά αμήχανα. Σαν να της λέει: «Εσύ παίζεις με την ανάμνηση, εγώ όχι». Η συνενοχή τους, απομεινάρι αυτού που κάποτε υπήρξαν ή που θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει…
“One day you will understand”, το παιχνίδι που στήνει για να την διώξει. Η θυσία του στο όνομα ενός ανυπέρβλητου χρέους! Ο πόλεμος είναι εκεί, όπως και του καθενός το καθήκον, και εκείνο το μπουκάλι νερό του Vichy πρέπει να πεταχτεί στα σκουπίδια… The End… Η απομυθοποιητική σκέψη ότι  ίσως ο Ρικ να έδιωχνε την Ιλσα έτσι κι αλλιώς , ψιθύριζοντάς της “Her’s looking at you, kid”, ξορκίζεται. Δεν θα το μάθουμε ποτέ!

Ένα δωμάτιο στην Ινδία, Θέατρο του Ήλιου (Theatre du Soleil )

Φίλια Δενδρινού, Αύγουστος 2020

 Το τελευταίο έργο του Θεάτρου του Ήλιου, σε σκηνοθεσία της A. Mnouchkine, θα μπορούσε να έχει τίτλο : Ένα δωμάτιο στον κόσμο με την έννοια ενός κόσμου χωρίς σύνορα, αφού σ αυτό το δωμάτιο για χάρη του θεάτρου θα συμπράξουν η Ανατολή κι η Δύση .

Ένα δωμάτιο κάπου  στην Ινδία , μια ηθοποιός, (η εξαιρετική Helene Cinque) που κοιμάται και ονειρεύεται , ένα τηλέφωνο που χτυπά συνεχώς και διακόπτει τον ύπνο της … Κι εκεί , ανάμεσα σε όνειρο και πραγματικότητα η ηθοποιός μας, που ακούει στο όνομα Cornelia, (θα μπορούσε άραγε να είναι και Κορντέλια- Cordelia;) μαθαίνει ότι αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία καθώς και τα ηνία του θιάσου που βρίσκεται σε περιοδεία στην Ινδία . Αναστατωμένη από αυτήν την απρόβλεπτη ανάθεση και μη ξέροντας τι έργο να διαλέξει για να σκηνοθετήσει , αρχίζει , μέσα στη νύχτα να παλεύει τόσο με το σώμα της- καταλαμβάνεται από έναν έντονο κολικό του εντέρου- όσο και με το νου της αναζητώντας …τι άλλο; Μα φυσικά τον οίστρο, το duente, τη θεία έμπνευση , που θα  αναδυθεί τελικά  μέσα από τα όνειρα, καθώς ο κόσμος της Κορντέλια, φτιαγμένος από την ύλη των ονείρων είναι. Με αυτόν τον τρόπο , η ηθοποιός του θιάσου , μέσα στη νύχτα ,θα υφάνει σιγά σιγά τον καμβά του έργου.

Γιατί έτσι φτιάχνεται το Θέατρο από την ύλη των ονείρων!Αγωνίες και εφιάλτες , επιθυμίες και προσδοκίες, αναμνήσεις και αναφορές στο χθες και το σήμερα καθηλώνουν, επί τρεισήμισι ώρες, το θεατή στην καρέκλα του για να παρακολουθήσει ένα θέαμα σκοτεινό μαζί και χαρούμενο, έναν ύμνο στη πράξη του Θεάτρου και στη σχέση της με την ανθρώπινη περιπέτεια. Σκηνές από  το έπος της Mahabharatha και του Ramayana , σπαράγματα στίχων από τον Bασιλιά Ληρ, αναφορές στο Θέατρο Νο , αλλά και σε αγαπημένους θεατρικούς συγγραφείς της Δύσης ή σε δασκάλους του θεάτρου, όπως ο Πέτερ Στάιν, και ο Τζόρτζιο Στρέλερ ,αναδύονται από το ασυνείδητο της Κορντέλια  και συνομιλούν με τον θεατή δημιουργώντας εν τέλει  ένα έργο, που προσπαθεί να δώσει μορφή και απάντηση στο χάος του σύγχρονου κόσμου.

Ένα δωμάτιο στην Ινδία : Ένα κρεβάτι , κι ένα τραπέζι που επάνω του βρίσκεται ένα τηλέφωνο, από εκείνα τα παλιά , δυο τρία έπιπλα , δυο μεγάλα παράθυρα … Το τηλέφωνο χτυπά μέσα στη νύχτα για να πληροφορήσει την ηθοποιό του θιάσου ότι ο καλλιτεχνικός  τους διευθυντής και σκηνοθέτης-που ακούει στο όνομα Κονσταντίν Λήρ- αηδιασμένος κι απογοητευμένος από τα αλλεπάλληλα τρομοκρατικά χτυπήματα (να θυμίσουμε ότι το Θέατρο του Ήλιου , ξεκίνησε να δουλεύει για την τελευταία του παραγωγή λίγο μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 2015) αδυνατεί να συνεχίσει το έργο του. Η έμπνευση τον έχει εγκαταλείψει, το παράλογο του κόσμου που τον περιβάλλει τον έχει ακινητοποιήσει. Κατ αρχήν το όνομα του σκηνοθέτη, Σαιξπηρικό δάνειο, από ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του αγαπημένου της Μνουσκίν, θεατρικού συγγραφέα, σα για να επισημάνει στο θεατή, ότι δομικό στοιχείο του έργου αποτελεί η  σχέση της προηγούμενης γενιάς με την επόμενη . Η παλιά γενιά αποχωρεί, τι μοιράζει και σε ποιους ; Η καινούρια γενιά που έρχεται τι  ακριβώς παραλαμβάνει ; Κι απ τους παλιούς μας συνοδοιπόρους πόσοι τελικά απομείναμε, φαίνεται να αναρωτιέται η σκηνοθέτις .

Κι αν τα όνειρα , σύμφωνα με τον Φρόυντ είναι μια κλειδαρότρυπα στο ασυνείδητο, στην παράσταση του Θεάτρου του Ήλιου , το ασυνείδητο είναι τα παράθυρα στην άκρη της σκηνής που γίνονται  πόρτα για να  εισέλθει και να παρασταθεί το όνειρο. Από εκείνα τα παράθυρα  θα περάσουν στη σκηνή , όλα όσα η ίδια η Μνουσκίν αγάπησε και κράτησε προίκα της στην πορεία προς τη θεατρική της ενηλικίωση , αλλά και  όλα,  όσα στον σύγχρονο κόσμο τρομάζουν και θλίβουν τον κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, τον κάθε ενεργό πολίτη . Η τρομοκρατία και ο πόλεμος στη Συρία , το προσφυγικό, η μόλυνση των υδάτων , η θέση της γυναίκας στον Ισλαμικό κόσμο,τα παιδιά μάρτυρες ενός αδίστακτου Θεού, οι Εμίρηδες της Σαουδικής Αραβίας , ακόμα κι αυτός, ο πρόεδρος Τραμπ. Όλοι, και όλα θα μπερδευτούν  μέσα α αυτό το δωμάτιο ,ο κόσμος και η αναπαράστασή του, η πράξη του θεάτρου ,ως καταγραφή της ανθρώπινης περιπέτειας, η φόρμα, και η τελετουργία ,η πραγματικότητα και η χίμαιρα, για να έρθει στο τέλος, εφιαλτική  η αναρώτηση στο στόμα της Κορντέλια :Αν όλα τα θέατρα του κόσμου γκρεμίζονταν και λοιπόν; Θα δυστυχούσε κανείς; Από ποιους άραγε θα έλειπαν ; Ναι , να αφιερώνεις ολόκληρη τη ζωή σου σε μια ιδέα που δεν οδηγεί πουθενά, είναι πραγματικός εφιάλτης…

Όμως τα παράθυρα στην άκρη της σκηνής είναι πάντα εκεί , και ευτυχώς  ανοίγουν διάπλατα για να καλωσορίσουν όχι μόνο τη μορφή του ίδιου του Σαίξπηρ, αλλά και τον ομότεχνό του …θεράποντα , ιατρόν Τσέχωφ , που εμφανίζεται  στη σκηνή κρατώντας ένα χαρακτηριστικό ιατρικό βαλιτσάκι . Τον συνοδεύουν οι Τρείς Αδελφές :Όλγα, Μάσα και Ίρινα. Κι ενώ ο Τσέχωφ συνομιλεί με την αναστατωμένη Κορνέλια ,  εκείνες, ως άλλες θεραπαινίδες του παράλογου ετούτου κόσμου, προσπαθούν να τακτοποιήσουν την ακαταστασία της κάμαρης που τραγουδά και χορεύει τους μύθους της Ανατολής αντάμα με τους  χορευτές του παμπάλαιου λαϊκού θεάτρου TeruKoothu (Τερουκούτου). Ετούτου του αρχαίου θεάτρου που αγαπήθηκε  από τους απλούς αγρότες της περιοχής των Ταμίλ ,γιατί έχει τη δύναμη ακόμα και μπροστά σ αυτούς, τους αγράμματους χωρικούς, να παρασταίνει τα πάθη των θεών, χαρίζοντάς τους μια γεύση από την αιώνια τάξη του κόσμου.

Ένα πολύβουο πλήθος επάνω στη σκηνή, σαράντα περίπου μουσικοί, χορευτές , και ηθοποιοί , μια πολυπολιτισμική συνάντηση σε συνεχή διάδραση . Οι ηθοποιοί του Θεάτρου του Ήλιου, (που για τις ανάγκες του έργου παρέμειναν κάποιους  μήνες στο Ποντισερύ, ώστε να μαθητεύσουν κοντά στους δασκάλους του Koothu) ανακατεύονται με τους ηθοποιούς του Αφγανικού  θιάσου Aftaab, που συγκροτήθηκε στη Καμπούλ. από το ίδιο το Θέατρο του Ήλιου

Ένα μεταξωτό σάρι στα χέρια των ηθοποιών η παράδοση του Θεάτρου  μπαίνει από το παράθυρο και κατακλύζει τη σκηνή, χρωματιστή, κρουστή συνομιλία του χθες με το σήμερα η πράξη της αναπαράστασης, το χθες , το παρόν και το μέλλον. Για να υπάρξει  μέλλον οφείλουμε οι λαοί  να ενώσουμε τις φωνές μας για την  ισότητα και τη  δημοκρατία. Το τέλος του έργου πλησιάζει …ένας ηθοποιός (o Duccio Bellugi-Vannuccini), έρχεται από το βάθος της σκηνής. Είναι ντυμένος με το ρούχο των Ταλιμπάν , όμως περπατάει με το χαρακτηριστικό βάδισμα του Τσάπλιν…. Στο κέντρο της σκηνής υπάρχει ένα μικρόφωνο… Ο ηθοποιός παίρνει τη  θέση του πίσω από το μικρόφωνο, τραμπαλίζεται λίγο , παραπαίει, πέφτει, ξανασηκώνεται βγάζει από το κεφάλι του το μαύρο του χαρακτηριστικό τουρμπάνι κι αρχίζει να μιλά τα τελευταία λόγια του Τσάπλιν από την ταινία του ο Δικτάτωρ .

Παρηγοριέμαι όλο και πιο δύσκολα από το Θέατρο, κι αυτό θα πει , γερνάω… είχε πει κάποτε η Μνουσκίν. Κι όμως, βλέποντας κανείς την τελευταία παραγωγή του Θεάτρου του Ήλιου ένα μόνο συμπέρασμα βγάζει : Η Αριάν Μνουσκίν γερνάει σα το καλό Γαλλικό κρασί.

Όλος ο πλανήτης μια κάμαρη, όλος κόσμος ένα θέατρο, σα να είναι η αυτοβιογραφία της ετούτη η κάμαρη. Σαν να θέλει η Μνουσκίν να τιμήσει εκείνα τα χρόνια της νεανικής της ηλικίας , που με την πεποίθηση ότι το θέατρο αλλάζει τον κόσμο, ταξίδευε μονάχη με ένα σακίδιο στον ώμο, στη Βιρμανία , στο Δελχί, στην Καλκούτα επιθυμώντας να ανακαλύψει την αρχέγονη δύναμη του Μύθου και της Ιεροτελεστίας, στη σοφία της Μεγάλης Μπαράτα.

Είναι Πέμπτη 16 Μαρτίου, ώρα 7 το απόγευμα. Μπαίνουμε στο χώρο του θεάτρου.  Ένα Ινδικό πανηγύρι έχει στηθεί στο φουαγιέ . Πανηγύρι αληθινό,  από εκείνα, με τα λαμπιόνια και τους πάγκους που πουλούν φαγητό και γλυκά . Τριγύρω μας πλουμιστά υφάσματα στολίζουν τους τοίχους . Ένας λαμπερός ελέφαντας , κρέμεται από την οροφή στο κέντρο της αίθουσας, όπου διάσπαρτα τραπέζια και πάγκοι φιλοξενούν τους θεατές πριν την παράσταση , δίνοντάς τους την ευκαιρία να απολαύσουν Ινδικές γεύσεις . Το κάρυ και το αρωματικό ρύζι biryani μας σπάνε τη μύτη, τα naan είναι καλοδεχούμενα για να σβήσουν την αψάδα της σούπας και το Tandoori και η Samosa  δίνουν και παίρνουν. Τρώμε κάτι στα γρήγορα ενθουσιασμένοι από το αιφνίδιο και απρόβλεπτο ετούτο ταξίδι. Όπου στρέφεις το βλέμμα, διαβάζεις επάνω στους τοίχους  λόγια του Μαχάτμα Γκάντι , στίχους του Ραμπιτρανάθ Ταγκόρ και του Σακουμάρ Ράι ενώ παραδίπλα, επάνω σ ένα μεγάλο στρώμα κάποιοι από τους μουσικούς της παράστασης κουρδίζουν όργανα και επιδίδονται σε φωνητικές ασκήσεις . Παρά μέσα πίσω από ένα τούλι οι ηθοποιοί , βάφονται , χτενίζονται , σιγά σιγά ετοιμάζονται. Δυο παιδάκια του θιάσου τρέχουν γύρω γύρω από έναν καθρέφτη βγάζοντας κραυγούλες γέλιου. Η οικοδέσποινα είναι στην πόρτα του Θεάτρου. Κοιτάει το ρολόι της.

Η ώρα είναι 7.40. Οι θεατές παίρνουν σιγά σιγά τις θέσεις τους στην πλατεία.
Στις 7.45 η παράσταση αρχίζει . Τελειώνει τρεισήμισι περίπου ώρες μετά.
Το πανηγύρι του θεάτρου δε τελειώνει ποτέ !

Δημοσιεύτηκε στο 4ο τεύχος του Περιοδικού ΤΟΠΟΣ ΘΕΑΤΡΟΥ

Scroll to top