Το Ζωντανό θέατρο και άλλες ιστορίες από τον παλιό καιρό

Γιοχάννα Μπούρη

Έχεις δει ποτέ ζωντανό θέατρο; Θέατρο ζωντανό. Θέατρο που έχει ανάσα. Θέατρο που έχει παλμό. Έχεις δει; Χαμηλώνουν τα φώτα στην πλατεία. Θέατρο, ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Τη στιγμή που θα αλλάξει η ζωή της κυρίας που κάθεται πίσω σου, θα κάνει ‘τσκ-τσκ’ και θα ψιθυρίσει χαμηλόφωνα ‘πωπω’ στον εαυτό της. Θέατρο που καμιά φορά ακούγονται σκυλιά να γαβγίζουν απ’ έξω. Θέατρο που κάνει ψύχρα. Θέατρο που έχει ζέστη. Δεν ξέρω αν έχεις δει θέατρο ζωντανό. Να ακούς τη σκηνή να τρίζει. Να βλέπεις τον ηθοποιό να φτύνει. Να μυρίζεις τον ιδρώτα και την υπαρξιακή μας απελπισιά από την τελευταία σειρά. Αλλά αν δεν το έχεις δει, να ξέρεις ότι το έχουμε και σε livestream.

Δεν υπάρχει τίποτα που να έχει μείνει ανέγγιχτο. Τους τελευταίους μήνες οι συνθήκες, σου έγιναν συνήθειες. Και καθώς ο κόσμος όλος γλιστράει μέσα από τα δάχτυλά σου, εσύ τεντώνεις το χέρι όλο και πιο πολύ. Να πιάσεις ό,τι προλάβεις, που να σου θυμίζει τη ζωή πριν. Ανοίγεις την τηλεόραση και δένεις σφιχτά το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Όμως έρχεται σαββατοκύριακο, και φτιάχνεις τα δικά σου ποπ κόρν. Βάζεις μια καλύτερη μπλούζα πάνω από τη πιτζάμα πίκατσου. Και προσποιείσαι πως πήγες κομμωτήριο (Σούλα κοϊφούρ, αν σε λένε Σούλα). Και πας θέατρο. Όχι netflix. Όχι σήμερα. Σήμερα έχει θέατρο.

Κάθεσαι στην τηλεόρασή σου για τρεις ώρες. Αν είσαι προσεκτική μπορεί να ακούσεις για μικρές στιγμές φευγαλέα τον ήχο της μηχανής καπνού. Αν είσαι τυχερός μπορεί να ακούσεις τον σκηνοθέτη στο τέλος να ψιθυρίζει ‘τέλος’, κλάσματα δευτερολέπτου πριν διακόψουν το stream. Είσαι άνθρωπος, και δε βλέπεις θέατρο για το ψέμα. Θες την αλήθεια. Ζεις για τη στιγμή που ένας ηθοποιός θα μπερδευτεί και θα ρίξει κατά λάθος το βλέμμα του στην κάμερα. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, ψάχνεις κάτι. Τώρα είναι που παραδέχεσαι στον εαυτό σου ότι αυτός είναι ο λόγος που έκατσες να δεις θέατρο. Ψάχνεις να βρεις κάτι ανθρώπινο, να πιαστείς. Κάτι να σου υπενθυμίσει πως δεν είσαι ο τελευταίος άνθρωπος στη γη. Όταν σε κοιτάξει ο ηθοποιός στα μάτια, ξέρεις πως τον κοίταξες κι εσύ. Ανεπανόρθωτα.

Όχι, το livestream δεν είναι σαν το ζωντανό θέατρο. Και σε τί διαφέρει από το netflix; Ό,τι σου συμβαίνει από αυτήν την εμπειρία, συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο. [Από όταν ήμουν έντεκα χρονών, πίστευα ότι υπάρχει κάποιος άνθρωπος στον κόσμο, που ανοιγοκλείνει τα μάτια του πάντα ταυτόχρονα με μένα. Δε θα τον συναντήσω ποτέ, ή κι αν τον συναντήσω δε θα το ξέρω – όπως γίνεται πάντα και με κάθε θεατρικό χαρακτήρα που έχω ‘γνωρίσει’.] Χάσαμε τη συνθήκη του χώρου, αλλά τουλάχιστον παραμένει η συνθήκη του χρόνου. Παραμένουμε παράλληλοι ταξιδευτές στην ίδια εμπειρία. Σε διαφορετικά μέρη, αλλά πάντα στo τώρα. Στο κοινό μας τώρα. Στο εν όσω.

Δεν είναι ότι ήρθε η ώρα να εξελιχθεί το θέατρο σε livestream, απλά προσπαθεί να διατηρηθεί. Να επιβιώσει για να επιστρέψει πιο δυνατά. Όπως κι εμείς αυτόν τον καιρό, ζούμε μέρα τη μέρα, σε μια διαδικασία διατήρησης. Έτσι, το θέατρο πάει χέρι-χέρι με τη ζωή. Και όταν εμείς κάνουμε πρωτοχρονιά από το skype, και όλες μας τις συνεργασίες από zoom, δε μένει και από το θέατρο να καθρεφτίσει τη ζωή μας όπως ακριβώς είναι. Όπως κάνει πάντα, άλλωστε.

Και όσο θα ακούμε τις κυρίες στη λαϊκή της γειτονιάς μας – χωρίς να γνωρίζουν καν η μια την άλλη – να συζητάνε δυνατά αν τους άρεσαν τα μανταρίνια που πήραν την τελευταία φορά. Έτσι ακριβώς, θα είμαστε πάντα ευλογημένοι με το θέατρο. Ευλογημένοι με την αλήθεια του. Την αλήθεια των ανθρώπων. Όσο άσχημη κι αν είναι αυτή τη στιγμή – αυτή είναι η αλήθεια μας. Και κάθε σαββατοκύριακο θα φτιάχνουμε τα δικά μας ποπ κορν και τα μαλλιά μας, και θα συντονιζόμαστε να την παρακολουθήσουμε και να τη διατηρήσουμε.

Τι απέγινε ο Βαλκανικός κινηματογράφος?

Από την Σοφία Γουργουλιάνη

Τι έγινε άραγε ο Βαλκανικός κινηματογράφος που πριν από καιρό εισέβαλε δυναμικά στον κινηματογραφικό μας ορίζοντα με τα «Όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται» από τη Βοσνία, το Bal-can-can από τα Σκόπια, το No man’s land του Danis Tanovic επίσης από την Βοσνία και βέβαια τι έγινε ο κυριότερος εκπρόσωπος του και πολυπράγμων ο Εμιρ Κοστουρίτσα. 

Ξεκινώντας από το Σεράγεβο και ολοκληρώνοντας τις σπουδές του στη διάσημη σχολή FAMU της Πράγας, πραγματοποίησε την πρώτη του κινηματογραφική έκρηξη με τη μικρού μήκους «Guernica». Ενώ, η είσοδος του στην 7η τέχνη αναδείχτηκε τα επόμενα χρόνια σε μόνιμη εγκατάσταση σε φεστιβαλικά σαλόνια και βραβεία. Η δεύτερη, λοιπόν, μεγάλου μήκους του ταινία «Ο πατέρας λείπει για δουλειές» θα αποσπάσει το 1985 τον πρώτοτου Χρυσό Φοίνικα, μετον δεύτερο να έρχεται μια δεκαετία μετά, το 1995, με το επικό «Underground».

Το «Underground»θα του χαρίσει εκτός από το πολυθρύλητο αγαλματάκι των Καννών και μία φιλοσοφική και κινηματογραφική κόντρα που θα του αποδώσει, από φιλοσόφους και κινηματογραφικούς σχολιαστές, την ταμπέλα του οπαδού του Μιλόσεβιτς και την πρόθεση αθώωσης των Σέρβων για τα εγκλήματα πολέμου της δεκαετίας των ‘90s.Η συνέχεια διαγράφηκε χωρίς μεγάλα βραβεία και αδιαφιλονίκητα αριστουργήματα για έναν δημιουργό που έχει αφήσει, όμως, ως πολύτιμη παρακαταθήκη στην κινηματογραφική ιστορία το προσωπικό του σκηνοθετικό στίγμα. Ένα στίγμα με ρίζες γερά φυτεμένες στα Βαλκάνια, που δε διαπραγματεύτηκε να μπαρκάρει άνευ όρων για το αδυσώπητο και –ίσως- εύκολο χρήμα του Χόλιγουντ.

Πιστεύοντας πως οι σκηνοθετικοί και σεναριακοί «χυμοί» του Κουστουρίτσα προήλθαν από την εποχή της ωριμότητας του, θα μιλήσουμε για τις τρεις ταινίες της περιόδου 1988 έως και 1985.

Ο καιρός των τσιγγάνων

‘Η αλλιώς η στρογγυλή διαλεκτική τράπεζα της Κάριλ Τσέρτσιλ και των Top Girls με εκλεκτούς, όμως, συνδαιτυμόνες τους Φελίνι, Ντίκενς, Κόπολα και Κουστουρίτσα σε μια σχεδόν διονυσιακή τελετή με αλκοόλ και πολιτισμικές ζυμώσεις.

Πρωταγωνιστής μας, ο έφηβος Perhan που πέφτει θύμα του θεού έρωτα για να βρει την Ιουλιέτα του στα μάτια και στο κορμί μιας εξίσου νεαρής γειτόνισσας. Όταν η μητέρα της Ιουλιέτας του, θα αρνηθεί το γάμο των δύο νεαρών στο βωμό της φτώχιας του Perhan, ο πρωταγωνιστής μας, θα μπαρκάρει για ένα ταξίδι στην παρανομία και το εύκολο χρήμα.

Το σουρεαλιστικό μεγαλείο του Φελίνι, η ένοχη αθωότητα του Όλιβερ Τουίστ και ο αισθηματίας πλην μαφιόζος του Κόπολα συναντιούνται σε καταυλισμούς τσιγγάνων σε μια κατακερματισμένη Γιουγκοσλαβία. «Ο καιρός των Τσιγγάνων» είναι μια ρεαλιστική σκληρή κατάδυση σε ένα κόσμο καταδικασμένο να ζει αιωνίως στο μεταίχμιο δύο πολιτισμών. Ένας, λοιπόν, Κουστουρίτσα που έρχεται με φόρα και με μαγευτικά οπτικά μέσα να μας πει πως αν για την Ευρωπαία γιαγιά, ο «Γύφτος» απειλεί να φάει το λευκό εγγόνι, τότε για την Τσιγγάνα γιαγιά το φοβικό αντικείμενο που απειλεί να κατασπαράξει το εγγόνι δεν μπορεί παρά να είναι ο «Μπαλαμός».

Arizona Dream

Με το πρώτο –και ίσως τελευταίο- κινηματογραφικό του ταξίδι στο Χόλιγουντ, ο Κουστουρίτσα υπερέβη κάθε τρικλοποδιά της Χολιγουντιανής γραφειοκρατίας, δημιουργώντας μια ταινία την οποία η ίδια αυτή γραφειοκρατία έχει δομηθεί για να αποφεύγει με κάθε κόστος.

Παίρνοντας στα σκηνοθετικά του χέρια αστέρες όπως ο Βίνσεντ Γκάλο, η Φέι Νταναγουεί και ο Τζόνι Ντεπ, ο Κουστουρίτσα, τους τοποθετεί στο κινηματογραφικό του σύμπαν και τους απογυμνώνει από κάθε χολιγουντιανό στερεότυπο.

Ο Axel (Τζόνι Ντεπ), αποφασίζει, μια κάποια ωραία πρωία, να εγκαταλείψει στρωμένη δουλειά και μέλλον για χάρη των ματιών μιας πανέμορφης 50άρας (Φέι Νταναγουέι), αλλά και των θελγήτρων της  νεαρής θετής κόρης της (Λίλι Τέιλορ). Τότε, ισόπλευρα και ενίοτε ανισόπλευρα τρίγωνα εμφανίζονται ταχύτατα στις ζωές των πρωταγωνιστών με τις πλευρές να φέρουν τα ονόματα ονείρων, ανδρών και γυναικών σε μια ταινία με καταιγιστικό ρυθμό.

Κι αν ακόμα αναρωτιέστε αν η ενηλικίωση είναι μοίρα ή η παιδικότητα επιλογή, ο Κουστουρίτσα, ίσως, απαντά πως η εμπιστοσύνη στην ίδια τη ζωή είναι μονόδρομος.

Underground

Ο Κουστουρίτσα, εδώ, πιάνει στα χέρια του την ιστορία της Γιουγκοσλαβίας από το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο έως τους Βαλκανικούς Πολέμους. Αφορμή για να ξετυλίξει το μίτο του αποτελεί ένα ερωτικό τρίγωνο. Ενώ, άκρη του μίτου αποτελεί η απεικόνιση ενός λαού κατακερματισμένου στο βωμό ανώτερων –πάντα- συμφερόντων.   

Μέσα στη βία και στη φούρια του πολέμου, η καλλιτεχνική «αυθάδεια» του Κουστουρίτσα μας χάρισε μια δική του εκδοχή για τον ίδιο το λαό που τον μεγάλωσε. Κι αν ο ίδιος αποκήρυξε ,τελικά, τη Βοσνιακή του καταγωγή για να ασπαστεί τη Σέρβο-Χριστιανική, η ταινία δεν αναλώνεται σε εύκολες σεναριακές αθωώσεις, αλλά με τάση μηδενιστική για τους εκάστοτε κρατούντες μιλά για ένα λαό που υποφέρει διαχρονικά.

Κι αν το «αγαπώ την πατρίδα μου», καταλήγει εύκολα σε τάσεις εθνικής και πολιτισμικής ανωτερότητας, ο Κουστουρίτσα πιάνει την έννοια της πατριδολατρίας και ως πλαστελίνη τη μετατρέπει σε αναζήτηση ταυτότητας και μεγαλεπήβολο αντιπολεμικό «κατηγορώ».

Όχι άλλο “μάστορες και κάλφες”…

“Ηθοποιός σημαίνει φως”, έλεγε ο Χορν και οι ηθοποιοί συμπληρώνουν “και νερό, τηλέφωνο και νοίκι”… Γιατί ξεχνάμε ότι οι ηθοποιοί είναι σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι, με σωματική και πνευματική κόπωση, σε μόνιμη εργασιακή ανασφάλεια και πολλές φορές με ημερομηνία λήξεως. Όπως σε όλα τα επαγγέλματα του θεάματος μπορεί να μείνουν απλήρωτοι, χρόνια άνεργοι και -το χειρότερο- να ξεχαστούν. Οι συνθήκες εργασίας τους παραμένουν εν πολλοίς μεσαιωνικές, γιατί κινούνται ακόμα στο σχήμα μάστορας και κάλφας, όπου ο μάστορας έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω στον μαθητευόμενο, μέχρι να αναχθεί και αυτός σε μάστορα του είδους (παραπέμπω στην εξαιρετική δήλωση του Δημήτρη Καταλειφού https://www.news247.gr/…/dimitris-kataleifos-proteino…)Θυμίζω στους εφήβους της γενιάς μου πώς άρχιζε το Fame, με την υπέροχη Debbie Allen να λέει στους μαθητές της :” Θέλετε φήμη; Η φήμη πληρώνεται, ξεκινώντας από εδώ και θα την πληρώσετε με ιδρώτα”…. Να θυμίσω το Whirlsplash την ταινία για τον ντραμίστα που ματώνουν τα χέρια του πάνω στα ντραμς; Ή μήπως ακόμα ακόμα και την “Ωραία μου Κυρία” όπου η τελειότητα επιτυγχάνεται μόνο μέσω της αυστηρότητας και της ταπείνωσης; Αλλά ας δούμε και πιο κοντινά παραδείγματα: πόσα κοριτσίστικα ποδαράκια δεν στραμπουλίχτηκαν πάνω σε πουέντ και πόσα παιδικά δάκτυλα δεν μάτωσαν πάνω σε χορδές και πλήκτρα… Με θυμάμαι μικρό κορίτσι να ξεσπάω σε κλάματα μετά από κάθε μάθημα μπαλέτου από τη συμπεριφορά ενός εξαιρετικού κατά τ’ άλλα δασκάλου και ανθρώπου που ήθελε “να με δυναμώσει” και τη χαρά μου, όταν επιτέλους ερχόταν η ακριβή του επιβράβευση. Αν διαβάσουμε τις αυτοβιογραφίες και κείμενα ανθρώπων όπως ο Olivier και ο Bergman θα σοκαριστούμε από τη σκληρότητα με την οποία μιλάνε για τη δουλειά τους, τους ηθοποιούς, αλλά και τους δικούς τους ανθρώπους.. Και ο Κιούμπρικ και ο Χίτσκοκ έφταναν τους ηθοποιούς στα άκρα, για να μην πάμε στην άπω ανατολή και στην Οπερα του Πεκίνου. Αλλά και στα καθ’ ημάς όλοι ξέρουμε για μεγάλους θεατρανθρώπους που επέβαλαν σκληρή μοναστική ζωή στους ηθοποιούς και μαθητές τους, άτεγκτη πειθαρχία και ήλεγχαν μέχρι και την προσωπική τους ζωή, ώστε να μην ξεφύγουν από τον σκοπό τους ή για άλλους επίσης τεράστιους που έτρωγαν καταγγελίες για εξαντλητική υπέρβαση των ωρών πρόβας… Αλλά αυτούς τους θαυμάζουμε και τους αναλογιζόμαστε με σεβασμό, όπως και πολλούς άλλους από άλλες Τέχνες που ξέρουμε ότι έχουν καταστρέψει ό, τι αγγίζουν, ακόμα και τα παιδιά τους…Αλλά αν τους ρωτήσουμε όλους και όλες αυτές θα μας πουν ότι το θέατρο είναι για γερά στομάχια … Ότι θέατρο είναι η Παξινού που την ίδια μέρα που έθαψε την κόρη της βγήκε και έπαιξε, τη Μάνα Κουράγιο… Ότι οι ηθοποιοί παίζουν με πυρετό, ακόμα κι αν σπάσουν πόδια και κεφάλια πάνω στη σκηνή… Γιατί το θέατρο είναι η ζωή τους, γιατί δεν υπάρχει ζωή εκτός σκηνής…..Αλλά υπάρχουν και άλλες λιγότερο ρομαντικές ιστορίες: για σκηνοθέτες και θεατρώνες που στριμώχνουν κορίτσια κι αγόρια στα καμαρίνια, και για κορίτσια κι αγόρια που το δέχονται , για καταξιωμένους σκηνοθέτες που είχαν ως πρωταγωνίστριες τελείως ατάλαντες περιστασιακές συντρόφους ή μόνιμες συζύγους… Κι επίσης για άλλους πανταχού παρόντες και “συμπαθέστατους” σκηνοθέτες και θεατρανθρώπους που οδήγησαν από αντιζηλία άξιους συναδέλφους τους στην απομόνωση και κάποιες φορές στην αυτοκτονία… Και ναι η βία απέναντι στις γυναίκες είναι διπλή, όπως παντού… Και θα αναρωτηθεί κάποιος: είναι λοιπόν το θέατρο όλη αυτή η φρίκη και το βάσανο; Όχι το θέατρο είναι αυτό που προσφέρεται στο αδηφάγο κοινό, είναι η αισθητική απόλαυση και η μέθεξη εκείνου του υπέροχου διώρου…. Και είναι εκείνη η ακριβή στιγμή του χειροκροτήματος, όπου πια φαίνεται όλη αυτή η κούραση στα πρόσωπα των ηθοποιών…Θα πρέπει λοιπόν να αλλάξει ο τρόπος που κατ αρχάς οι ίδιοι οι ηθοποιοί αντιμετωπίζουν τους εαυτούς τους… Δεν είναι μόνο καλλιτέχνες ή λαμπερά πρόσωπα της επικαιρότητας, είναι εργαζόμενοι και εργαζόμενες με δικαιώματα τα οποία πρέπει να γίνονται σεβαστά και από τους εργοδότες τους και από τους/τις συναδέλφους τους όσοι σπουδαίοι και σπουδαίες κι αν είναι. (Η χρονιά που πέρασε τους το έδειξε αυτό) Άλλοι συνάδελφοί τους είχαν καταφέρει να υπηρετήσουν αυτόν τον διπλό ρόλο: η Παξινού και ο Μινωτής πρωτοστάτησαν στους αγώνες για την αργία της Δευτέρας και για τις οκτώ παραστάσεις, αντί για δεκατέσσερεις και το κέρδισαν για όλους. Αλλά θα παρακαλούσα τα κορίτσια του θεάματος, να μην λένε με τόση ευκολία ότι τον άντρα τον θέλουν άντρα και ότι δεν ξέρουν από φεμινισμούς κι επίσης τα αγόρια και τα κορίτσια να μην δηλώνουν άγνοια περί της πολιτικής, γιατί όλα στην πολιτική καταλήγουν… Οι ηθοποιοί έχουν ένα από τα πιο δραστήρια σωματεία, ας το αξιοποιήσουν και ίσως έτσι αλλάξουν και οι ίδιοι το επάγγελμά τους, αλλά και πώς το αντιμετωπίζουμε κι εμείς…. Ας σπάσει η σιωπή, λοιπόν, για όλους και για όλα αλλά να ξέρουμε πού στοχεύουμε Αλλιώς θα καταντήσουμε ένα απέραντο Espresso και θα χαθεί το νόημα της όποιας καταγγελίας και της δικαιολογημένης αγανάκτησης… Ας ελπίσουμε οι νέες γενιές να είναι αλλιώς και εν πολλοίς το πιστεύω και το βλέπω…

ΥΓ: Διαβάζω κάτι ηρωικά, ότι δεν μας ενδιαφέρει η αξία κάποιου αλλά ο χαρακτήρας του κλπ… Τότε παιδιά να μην ξαναπάμε σε μουσεία, θέατρα, κινηματογράφους, να μην ξανακούσουμε μουσική και να μην ξαναδιαβάσουμε βιβλία, αν δεν έχουμε πλήρες βιογραφικό του δημιουργού…

ΖΑΝ και ΝΕΛΛΗ

Δύο αγαπημένες  ταινίες και μια εξαίσια σύμπτωση: οι ήρωες έχουν τα ίδια ονόματα και συναντιούνται σε μια ιστορία σκληρότητας και σε μια άλλη άφατης τρυφερότητας…

«Το τραγούδι του Φοίνικα» (Phoenix), Κρίστιαν Πέτζολντ, 2014

1945, η Νέλλη απελευθερώνεται από στρατόπεδο συγκέντρωσης, παραμορφωμένη… Έχει κληρονομήσει μια τεράστια περιουσία και κάνει πλαστική… Μπορεί να φύγει, να πάει στο Ισραήλ, οπουδήποτε!  Η Νέλλη, όμως,  πρέπει να γυρίσει στο Βερολίνο, να βρει τον Γιοχάνες, που εκείνη μόνο φώναζε Τζόνυ!
Τον Τζόνυ, τον πιανίστα, τον άντρα της…  Σε ένα ξεπεσμένο καμπαρέ για μεθυσμένους Αμερικάνους… Ο Τζόνυ δεν είναι πια πιανίστας, παιδί για όλες τις δουλειές κατάντησε… «Μοιάζεις με κάποια που πέθανε, θες να παραστήσεις ότι είσαι εκείνη, να πάρω την περιουσία της; Θα σου δώσω αμοιβή!»… Του συστήνεται ως Εσθήρ…
Όχι, δεν είναι μια ταινία για το Ολοκαύτωμα αυτή… Είναι μια ταινία για τους δυο τους. Εκείνου η μόνη αγωνία να μεταμορφώσει την Εσθήρ σε Νέλλη, εκείνης αν θα μπορέσει ο Τζόνυ να διακρίνει ότι Εσθήρ δεν υπάρχει… Υπάρχει μόνο η γυναίκα του, η τραγουδίστρια Νέλλη..
Υπακούει στις εντολές του, τον ρωτάει επίμονα αν θυμάται, τι θυμάται…  Τις μόνες φορές που λάμπουν τα μάτια του είναι από ενθουσιασμό για τη σίγουρη  επιτυχία του σχεδίου, αλλά δεν την αναγνωρίζει… Το κορμί της, τη φωνή της, τις χειρονομίες της… Τίποτα! Ο Τζόνυ έχει μπει οριστικά στον κόσμο της λήθης!
«Κανείς δεν θέλει να βλέπει αυτούς που γυρίζουν από τα στρατόπεδα… Είναι παραμορφωμένοι, άσχημοι», της λέει. Και η Νέλλη σιωπά και μες τη σιωπή της θρέφει την αγάπη της, θρέφει την προσμονή της, θρέφει τη δύναμή της, προετοιμάζεται για την αλήθεια. Η Νέλλη είναι ο κόσμος της ανελέητης μνήμης…
Η λίστα του μπακάλη με τα γράμματα της Νέλλης… «Προσπάθησε να μιμηθείς τον γραφικό της χαρακτήρα»… Και η Νέλλη/Εσθήρ από την πρώτη στιγμή γράφει τέλεια, ο Τζόνυ ενθουσιάζεται και πάλι δεν καταλαβαίνει… «Μόνο τη λίστα του μπακάλη κράτησες από κείνη;», τον ρωτάει! Η Νέλλη τα γράμματα του Τζόνυ θα τα αναγνώριζε όπου και να τα έβλεπε… Η Νέλλη παραμένει προπολεμική, συναισθηματική φιγούρα, ο Τζόνυ έχει εισέλθει οριστικά στην επικράτεια του κέρδους…
Βήμα, βήμα η αποκάλυψη … Βήμα, βήμα η βουβή απογοήτευση της Νέλλης, μέχρι την ώρα που θα φύγει, αποκαλύπτοντάς του πάλι βουβά την αλήθεια… Ο Τζόνυ όλα τα είχε υπολογίσει, εκτός από ένα:  Αν η Νέλλη που νόμιζε ότι κατασκεύασε, θα μπορούσε να τραγουδήσει… Μα ναι, μπορούσε! Η σιωπή της ήταν απλά η δύναμή της…

Λιμάνι των Αποκλήρων

Και η ιστορία της τρυφερότητας…
«Λιμάνι των Αποκλήρων»(Quai des Brumes) , Μαρσέλ Καρνέ, 1938
Η Χάβρη του μισοσκόταδου και της ομίχλης, των τυχαίων συναντήσεων του λιμανιού… Εκεί θα συναντηθούν ο λεγεωνάριος Ζαν και η μικρή Νέλλη…  Έτσι την αποκαλεί εκείνος: «Μικρή». Δεν είναι και τόσο βέβαια… Ένα πλάσμα μόνο και μελαγχολικό είναι και ο Ζαν το ξέρει.

Ο έρωτάς τους κρατάει ένα βράδυ: ένα πανηγύρι, μια βόλτα, το ξενοδοχείο, το ξημέρωμα…  Ο συμπυκνωμένος χρόνος της τραγωδίας…
-Χθες το βράδυ μου είπε ότι μ’ αγαπάς
– Στον ύπνο σου θα το είδες, μικρή…
Μα και βέβαια την αγαπάει, θα δώσει τη ζωή του για να τη σώσει… Την αγαπάει υπόκωφα, χωρίς να το κραυγάζει, είναι ό,τι τον συνδέει με τον κόσμο της τρυφερότητας που στις περιπέτειές του έχει ξεχάσει. Είναι ό,τι τον συνδέει με την ανθρωπιά!
Ω ναι, θα μπορούσε να είναι κυνικός με τη μικρή του, θα μπορούσε να σταθεί στην απόκοσμη ομορφιά της ή στις φήμες που κυκλοφορούν για κείνη… Αλλά ο Ζαν είναι γενναίος και καταδικασμένος και αναγνωρίζει εντός της μια αθωότητα που θα μπορούσε να είναι και δική του..
«Αν μου’ λεγε μια άλλη ότι μ’ αγαπάει θα γέλαγα, αλλά με σένα είναι όμορφα»… Αξίζει κάθε χιλιοστό της αγάπης της, κάθε της βλέμμα , κάθε χάδι της… Εκείνη ίσως διακρίνει σ’ αυτόν τον σωτήρα της, εκείνος βλέπει το τέλος του, αλλά τουλάχιστον να είναι ηρωικό!
Κι  έπειτα οι γύρω, ένας κόσμος που κινείται εναντίον τους και τους αφήνει χωρίς ανάσα…  Το κορίτσι όμως σώζεται, το κορίτσι θα ζήσει φέροντας εντός της την ανάμνηση εκείνου του άντρα που ένα βράδυ πέρασε, της άλλαξε τη ζωή για πάντα κι εξαφανίστηκε στην ομίχλη..
-Έχεις ωραία, μάτια, ξέρεις!
-Φιλήστε με
-Νέλλυ
-Φίλησέ με πάλι..

Μια συγκλονιστική κινηματογραφική σκηνή, ένα πρώτο φιλί σε έναν τοίχο και τα δεκαεννέα δευτερόλεπτα που είναι πάντα αρκετά… Κτήμα ες αεί!

Χρονικό μιας προαναγγελθείσας εκτέλεσης

Ο Σαμουέλ Πατύ ήθελε να κάνει μάθημα για την ελευθερία έκφρασης και τη μισαλλοδοξία.
Το ίδιο μάθημα το είχε κάνει και πέρυσι, χρησιμοποιώντας τα ίδια παραδείγματα, τις γελοιoγραφίες από το Charlie Hebdo
Θα μπορούσε να επιλέξει κάτι πολύ παλιό, κάτι που να μην θυμίζει “οικεία κακά”, που να καθησυχάζει ότι όλα αυτά συνέβαιναν πολύ πολύ παλιά σε χώρες πολύ μακρινές.
Όχι, ο Σαμουέλ Πατύ μίλησε για το σήμερα
Ένας μαθητής κάτι είπε, ένας πατέρας κάτι κατάλαβε λάθος ή δεν μπήκε καν στον κόπο να καταλάβει
Ο πατέρας έκανε ανάρτηση στο fb, μετά βίντεο, στα σχόλια αναφέρθηκε το όνομα του καθηγητή και του σχολείου.
Κάποιοι άλλοι γονείς προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν, να πουν τα γεγονότα όπως έγιναν. Αλλά οι υπόλοιποι του έγραφαν “ζήτω” και “μπράβο” και “πέστα”.
Ο Σαμουέλ Πατύ έκανε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση, απευθύνθηκε στην Επιθεώρηση, στο συνδικάτο…
Το μέρος είναι μικρό, τα νέα διαδίδονται γρήγορα
Ένας δεκαοχτάχρονος Τσετσένος που κάτι άκουσε, ότι κάποιος κορόιδευε τον Μωάμεθ, ζήτησε να του δείξουν τον Σαμουέλ Πατύ… Τους πρόλαβε όλους..
‘Ενας δεκαοχτάχρονος Τσετσένος που δεν είχε την τύχη να έχει για δάσκαλο κάποιον σαν τον Σαμουέλ Πατύ… Αν πήγε ποτέ σχολείο..


… Και η κρατική υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου


Το Charlie Hebdo είναι ένα έντυπο του οποίου η αισθητική και η άποψη που προέκυπτε από αυτήν την αισθητική, με ενοχλούσε πάντα… Απαξιωτικό για κάθε τι πολιτικό, χυδαίο, μηδενιστικό, υβριστικό… Πολλές φορές αναρωτιόμουν τι ακριβώς πρέσβευε και αν υπερασπιζόταν κάτι και τι ήταν αυτό… Φυσικά όταν δέχτηκε την δολοφονική επίθεση στα γραφεία του, ένιωσα αποτροπιασμό. Αυτά είναι τα αυτονόητα για κάθε εχέφρονα, δημοκρατικό άνθρωπο. Επρόκειτο για κτηνωδία.
Αντίστοιχα στην Αμερική, και τηρουμένων των αναλογιών, ο εκδότης του χυδαιότατου πορνοπεριοδικού Hustler, δέχτηκε δολοφονική επίθεση, που τον άφησε παράλυτο, από ρατσιστή, επειδή είχε παρουσιάσει έγχρωμο άντρα να κάνει σεξ με λευκή γυναίκα. Οι δίκες του Λάρυ Φλυντ είναι από τις εμβληματικές για την υπεράσπιση της ελευθεροτυπίας στις ΗΠΑ.
Σε δημόσια κτίρια στη Γαλλία, στη μνήμη του Samuel Paty και με στόχο την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου, αναρτήθηκαν γελοιογραφίες του Charlie Hebdo Αναρωτιέμαι όμως είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε την αισθητική του Charlie Hebdo ως σύμβολο του κοσμικού κράτους και του Hustler ως σύμβολο της ελευθεροτυπίας;
Ένα από τα σκίτσα γράφει: “Στις χέστρες όλες οι θρησκείες!”… Αυτό σημαίνει κοσμικό κράτος; Όχι, κοσμικό κράτος σημαίνει ο καθένας να είναι ελεύθερος να έχει όποιο θρήσκευμα επιλέγει ή και κανένα και αυτή του η πεποίθηση να μην υπεισέρχεται στη λειτουργία του κράτους και να μην του δημιουργεί προβλήματα στη ζωή του ως πολίτη.
Ειλικρινά, στο όνομα της ανεκτικότητας δεν θα υιοθετήσω άκριτα την αισθητική του Charlie Hebdo, γιατί και αυτή οδηγεί σε ένα άλλο είδους μίσος… Η Γαλλική Δημοκρατία ευτυχώς δεν στερείται συμβόλων, μύθων και εμβληματικών μορφών. Θα μπορούσε να καταφύγει σε αυτά, ξεκινώντας από το “Να φάμε του Ιησουίτες” του Βολταίρου…
Η εύκολη λύση σε τέτοια περίπλοκα ζητήματα, σχεδόν ποτέ δεν είναι λύση…

Το επώδυνο βλέμμα του Sammy

Δεν είμαι λάτρης του επίκαιρου στο θέατρο και δεν ψάχνω φανατικά να βρω τις αντιστοιχίες της κάθε εποχής με την δική μας. Αλλά Οι Ευτυχισμένες μέρες γραμμένες από τον Beckett πριν από 60 χρόνια (1960) μοιάζουν να γράφτηκαν αύριο, ειδικά για την εποχή του δικού μας σήμερα, της δικής μας πανδημίας και κάθε πανδημίας.
Μέσα σε ένα ερημικό περιβάλλον μιας κατεστραμμένης γης, ο παμπόνηρος Sammy  στέκεται  πάνω από τις έρημες πόλεις μας, πάνω από τα έρημα πλάσματα του. Τα βλέπει να βολοδέρνουν και ψάχνουν την ταυτότητα τους στις εγκαταλελειμμένες λέξεις μιας γλώσσας συλημένης και μαγαρισμένης, πάνω από την μίζερη και έρημη ζωή μας. Ρίχνει το ανελέητο σαρκαστικό του βλέμμα μέσα από τα μάτια της Ουϊννυ και τον Ουϊλλυ.
Τα κακόμοιρα πλάσματα του, χωμένα μέχρι τον λαιμό στον τάφο, συνεχίζουν να ζουν, να μιλούν, να ασχολούνται με τις καθημερινές ασήμαντες ασχολίες τους και να ελπίζουν μέσα σε μία βασανιστική και ατέρμονη… αναμονή. Ο λόγος τους σαρκαστικός και κωμικός φέρνει γέλια και δάκρυα, αφήνοντας μια πίκρα στο λαιμό. Ξεγελιόμαστε νομίζοντας ότι είναι η κάπνα από τα αποκαΐδια του πλανήτη μας που καίγεται αλλά είναι το καρβουνιασμένο κατακάθι της δικής μας ζωής και ύπαρξης.
 Το κείμενο του Μπέκετ ούτε λίγο ούτε πολύ γίνεται το μανιφέστο του απόλυτου σήμερα.
Μην ανησυχείτε  θα γελάσετε με τους προβληματισμούς της Ουϊννυ. Καθώς βλέπει τον εαυτό της μέσα από τον καθρέφτη, βλέπουμε και μείς την μοναξιά μας καθώς μετράει και ελέγχει τα σάπια δόντια της αναγνωρίζουμε και μείς την δική μας φθορά και σαπίλα. Καθώς ο Ουϊλλυ διαβάζει τις νεκρολογίες σε μια εφημερίδα του προηγούμενου αιώνα κάνουμε και ‘μεις έναν απολογισμό των δικών μας απωλειών.
Ο πόθος των δύο προσώπων να συν-υπάρξουν, να συν-ομιλήσουν, να συν-εννοηθούν, να συν-κρατηθούν στη ζωή,  αποδεικνύει πόσο απαραίτητο είναι το πρώτο συνθετικό «συν-» και πόσο ανάγκη έχει το άμοιρο ανθρώπινο ον να υπάρξει «μαζί».
Είναι ίσως η μόνη εποχή που τον πρώτο ρόλο δεν παίζουν τα ρήματα, τα ουσιαστικά η τα επίθετα, η έστω οι εγωιστικές αντωνυμίες, αλλά αυτά τα επουσιώδη επιρρήματα.

Παρίσι, από τις κάβες του υπαρξισμού στο πηγάδι του φονταμενταλισμού

Τώρα που κατακάθισε  το ξάφνισμα , κι η σκόνη του χρόνου πήρε μαζί της το μύθο της  κατάμαυρης φιγούρας με τα εκφραστικά χέρια  και  τα αμυγδαλωτά μάτια,  τα  τονισμένα με eyeliner σα τοιχογραφία προϊστορικής θεάς, τα συνθήματα που κάποτε την συντρόφευαν, «Η ζωή είναι αλλού»(1) «Να είστε ρεαλιστές , να ζητάτε το αδύνατο» (2) φανερώνονται σήμερα ιδιαίτερα  σκληρά, διαβασμένα από μια οπτική που διόλου δε φαντάζονταν, ούτε η ίδια όταν προκαλούσε το κοινό της , μα ούτε κι αυτοί που κάποτε επιθύμησαν τη «φαντασία στην εξουσία» (3).  Η Juliette Greco, η αντισυμβατική, η  τολμηρή  μούσα του μεταπολεμικού Σεν Ζερμαίν με τα εκατομμύρια ποιήματα στη φωνή της (4) ανήκει αμετάκλητα στο παρελθόν. Μαζί της ένας ολόκληρος κόσμος  ιδεών και αξιών. Γιατί δεν είναι τελικά , μονάχα  το πρόσωπο, ή τη φωνή που ο κόσμος αποχαιρέτησε στις αρχές του Οκτώβρη Κάτω από τον Παρισινό ουρανό, (Sous le ciel de Paris), όπως λέει και ένα από τα  το εμβληματικά  της τραγούδια.  Με την εκδημία της αποχαιρετούσαμε οριστικά μια ολόκληρη εποχή, συνδεδεμένη με την αριστερή όχθη του Παρισιού, με ό,τι αυτό σήμαινε για τη κουλτούρα τα γούστα, και γενικά  τη συγκρότηση  ιδεολογίας  τριών τουλάχιστον γενεών: Το παλιό πέθαινε, το καινούριο γεννιόταν, ζυμωνόταν με την κοινωνία και δημιουργούσε  πολιτισμική επανάσταση. Τώρα,  αυτός ο αποχαιρετισμός ,έμοιαζε τρυφερός φόρος τιμής στην άφθαρτη πανίσχυρη κι ατίθαση νεότητα. “Αν φαντάζεσαι μικρούλα,  πως ο καιρός των ερώτων για πάντα κρατά ,πόσο πολύ απατάσαι …» έγραφε σοφά  ο Ραιμόν Κενό (Si tu t’imagines) Όμως τότε,  η νεότητα της εποχής, Με κομμένη την ανάσα, διεκδικούσε τούς χυμούς της ζωής, κι έψαχνε έναν Τρελό Πιερό να της τραγουδήσει «Γυμνή κάτω απ’ το ρούχο σου όμορφη πιτσιρίκα … στους φίλους χάρισε το ευωδιαστό σου λιβάδι» (Jolie Môme τουLéo Ferré) . Ναι, «Γδύστε με, Γδύστε με λοιπόν, α, μα  όχι αμέσως, όχι τόσο γρήγορα, πρέπει να μ επιθυμήσετε , πολύ…»(Déshabillez-moi), εμένα, που τόσο θυμίζω τη γοητευτική Λόλα του Ζακ Ντεμί! «Ζήστε, ζήστε με όλα σας τα έντερα» (5) , στις γειτονιές μιας  μποέμικης ιντελιγκέντσιας, σημείο αναφοράς  κοινωνικών , φιλοσοφικών,  λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών  ζυμώσεων, σ όλο το  δεύτερο μισό του 20 αιώνα. Η αριστερή όχθη του Παρισιού, από το Μονπαρνάς, και  το μπιστρό Select, σημείο συνάντησης των Παταφυσικών (collège de Pataphysique) Ραυμόν Κενό και Μπορίς Βιάν,  την μπρασερί Coupole, όπου συνήθιζε να δειπνεί  με κρεμμυδόσουπα η πολιτική ιντελιγκέντσια μιας εποχής (αγαπημένο στέκι των Καστοριάδη και Πουλατζά, στη δεκαετία του 70)   την Closerie des Lilas του Βερλέν , του Πικάσο και του Χέμινγουέι, τη rue Dauphine, και τη μπουάτ Ταμπού, όπου  η νεαρή Γκρεκό κάνει τα πρώτα της βήματα ( παίζει εκεί τρομπέτα ο Βιαν που την μυεί και στον κόσμο της τζαζ) , μέχρι το Deux Magots  και  το Café de Flore,  τα αγαπημένα στέκια των  υπαρξιστών , αλλά και  το La palette,  και τη  rue Bonaparte,τα μεγάλα βουλεβάρτα της  αριστερής όχθης , Saint-Germain, και Saint Michel,ναι je t’aime, moi non plus , βουλεβάρτα της πρόκλησης του Γκαίνζμπουργκ,  της Μπαρντό  και της Μπίρκιν ,βουλεβάρτα της αμφισβήτησης του Καμύ και της Ντυράς , της εξέγερσης του Σαρτ, του φεμινιστικού κινήματος της Μποβουάρ, της  υπερρεαλιστικής ποίησης του Πρεβέρ και  της σκοτεινής του Κοκτό , των διανοητών, σαν τον Αλτουσέρ και τον Φουκώ, η αριστερή όχθη της Νουβέλ Βάγκ,  του Γκοντάρ,  του Τρυφώ, του Ριβέτ  , του Σαμπρόλ και της Βαρντά ,  της επανάστασης των  φοιτητών και  της rue del Ecole με το Παν/μιο της Σορβόνης να εγγυάται πως θα χτυπά εκεί η καρδιά της νεολαίας.  Μιας νεολαίας που προετοίμασε κάποτε και έζησε τον Μάη του 68 .Ήταν η εποχή όπου το  προοδευτικό αποδομούσε  τα βάθρα του παραδοσιακού και η αμφισβήτηση κυριαρχούσε σε όλα τα επίπεδα. Αξίες ενός κόσμου που πίστεψε στην ελευθερία της έκφρασης, κι εναντιώθηκε  στον ολοκληρωτισμό της σκέψης. Που φώτισε τη δύναμη της συλλογικής δράσης, και την  ηθική της αλληλεγγύης. Η αποσύνθεση των παραδοσιακών αξιών και η συνειδητοποίηση, πως όταν η προσκόλληση  εξαϋλώνεται, δικαιώνει τη δύναμη και τη δυναμική του πνεύματος. Ήταν η πίστη στο πρότυπο της άμεσης δημοκρατίας σε συνδυασμό με τη διαρκή αμφισβήτηση και κριτική.

Νομίζω εν τέλει  ότι όλα αυτά αποχαιρετούσαμε στο πρόσωπο της θεάς  του Υπαρξισμού Ζ. Γκρεκό  και μαζί της την πικρή διαπίστωση πως δεν υπάρχει συνέχεια , δεν υπάρχει μετά. Τι μας προφήτευε  άραγε  αυτή η γυναίκα μάγισσα, με την ερεβώδη φωνή;

Il n’y a plus d’après À Saint-Germain-des-Prés...

Λίγες ημέρες μετά το θάνατό της, στις 16 Οκτωβρίου του 2020,σ ένα  όμορφο  προάστειο του Παρισιού , εκεί που ο παραπόταμος Ουάζ ειρηνικά συναντά τον Σηκουάνα ,- στο Κονφλάν Σαιντ Ονορίν ένα εντελώς αστικό προάστειο και καθόλου γκέτο – ένας νεαρός Τσετσένος  ισλαμιστής θα αποκεφαλίσει εν ψυχρώ, μέρα μεσημέρι και μέσα στο δρόμο, τον καθηγητή ιστορίας και γεωγραφίας Σαμουέλ Πατί. Πρόκειται για μια κατάφορη επίθεση στην ελευθερία των ιδεών και στις δημοκρατικές αξίες της Ευρώπης.
Το τραγικό  παράπτωμα του θύματος;
Τόλμησε ως εκπαιδευτικός να νομίζει ότι μπορεί να διδάσκει στους μαθητές του την αποδοχή στο διαφορετικό και το σεβασμό στην  ελευθερία της έκφρασης. Το πλήγμα του στυγερού αυτού εγκλήματος, στην καρδιά της Ευρώπης, γίνεται  ακόμη πιο βαρύ αν λάβουμε υπόψιν μας κάποιες  βασικές πληροφορίες . Ο δράστης ήταν ένα  παιδί  18 ετών, ενώ οι ισλαμιστές γονείς μαθητών που αντέδρασαν με μηνήσεις, επικαλούμενοι την πολιτική ορθότητα, είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, όμως  πολίτες ενταγμένοι στη γαλλική κοινωνία. Σε ότι αφορά στο δημόσιο σχολείο του Γαλλικού κράτους, πρέπει να επισημανθεί πως είναι εκπαιδευτικό ίδρυμα εντελώς ΑΝΕΞΗΘΡΗΣΚΟ, παραμένοντας πιστό στις αρχές του διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Πάνω από την πόρτα των δημόσιων σχολείων  κυματίζει  η Γαλλική σημαία. Οι αρχές «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη»  θυμίζουν στους δημόσιους λειτουργούς, ότι πριν εισέλθουν στο κτίριο, οφείλουν να αποκαθηλώσουν οποιαδήποτε ένδειξη θρησκευτικού προσανατολισμού φέρουν πάνω τους. Το τι όμως συμβαίνει σε αυτά τα παιδιά που μεγαλώνοντας σε άλλες πατρίδες   δεν ανήκουν δυστυχώς  πουθενά, ούτε στη χώρα καταγωγής τους,  ούτε στη χώρα υποδοχής τους, η απάντηση μάλλον βρίσκεται στη διαπίστωση πως μοναδική μας πατρίδα η παιδική ηλικία. Με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τους αδιάκοπους πολέμους , τη φτώχεια, τους δρόμους της προσφυγιάς και των ασυνόδευτων παιδιών. Εντούτοις  και η Δύση οφείλει να ξαναθυμηθεί, να πιστέψει και να υπερασπιστεί τις δικές της αξίες. Γιατί τελικά,  όπως μας δίδαξε ο διαφωτισμός «οι δεσμοφύλακες του πνεύματος  αυτοαιχμαλωτίζονται»

Dans la rue des Blancs-Manteaux
Dans la rue des Blancs-Manteaux
c’était un échafaud

Dans la rue des Blancs-Manteaux
Le bourreau s’est levé tôt
C’est qu’il avait du boulot
Faut qu’il coupe des généraux
Des évêques, des amiraux,
Dans la rue des Blancs-Manteaux (6)

Η ημέρα γέρνει , η αριστερή όχθη ετοιμάζεται να υποδεχτεί την Παρισινή  νύχτα με τους λιγοστούς τουρίστες, περιπατητές των μεγάλων βουλεβάρτων. Η τελετή έχει τελειώσει, η αυλαία πέφτει, το χειροκρότημα σιγά -σιγά σβήνει και χάνεται, μαζί με τον αιώνα που έφυγε.

Σημειώσεις

1,2,3,4 Συνθήματα του Γαλλικού Μάη.
4. Έτσι μιλούσε ο Ζ.Π.Σαρτρ για την Ζ. Γκρεκό

5. Τραγούδι της Γκρεκό σε στίχους του Σαρτ γραμμένο το 1944 για την παράσταση του έργου «Κεκλεισμένων των θυρών» Το τραγούδι , ένα κλείσιμο ματιού στη Μασσαλιώτιδα και τη Γαλλική επανάσταση ,είναι ένα καυστικό σχόλιο   για τη θανατική ποινή με λαιμητόμο. Στη Γαλλία  η εσχάτη των ποινών καταργήθηκε το 1984.

  • Ελεύθερη Μετάφραση των στίχων

      • Στη οδό των Blancs-Manteaux
        στημένο το ικρίωμα
        Στη οδό των Blancs-Manteaux,
        ο δήμιος ξύπνησε νωρίς
        Σημαίνει, είχε δουλειά:
        Να αποκεφαλίσει στρατηγούς,
        επισκόπους, και ναυάρχους 

        Στη οδό των Blancs-Manteaux

Μια φορά κι έναν καιρό μια υπουργός Πολιτισμού

Της Β. Δραγάτση

Δεν θα παραστήσω τη θεωρητικό του Πολιτισμού, γιατί δεν είμαι εξάλλου… Ούτε, βεβαίως, θα ρίξω την αναλυσάρα μου για τη βάση και το εποικοδόμημα κατά πώς τα λέει ο Μαρξ…  Όχι! Απλά θα πω τι περίμενα από τον/την εκάστοτε υπουργό Πολιτισμού σε αυτή τη χώρα των χαμηλών προσδοκιών. Λίγα, πολύ λίγα, περίμενα  η ολιγαρκής:  να μείνουν στοιχειωδώς όρθια τα αρχαία μνημεία, να γίνονται τα καλοκαιρινά φεστιβάλ, να στηριχθεί κάπως η σύγχρονη πολιτιστική δραστηριότητα…  Τα άλλα είναι τόσο δύσκολα που θα συνιστούσαν Επανάσταση…
Και εκεί που έτρεφα  τις χαμηλές μου προσδοκίες  ακούω το όνομα «Μενδώνη». Η αλήθεια είναι ότι περίμενα μεν μια συντηρητική κυρία, σοβαρή και χαμηλοβλεπούσα, από την άλλη άφηνα και ένα περιθώριο, γιατί έχω γνωρίσει πολύ ενδιαφέρουσες συντηρητικές κυρίες… Γρήγορα διαπίστωσα ότι η Μενδώνη δεν συγκαταλέγεται σε αυτές.
Η αλήθεια είναι ότι έκανε εντυπωσιακή πρεμιέρα, κυνηγώντας ανήλικα στους κινηματογρά- φους που έβλεπαν το «Τζόκερ». Τότε είπαμε ότι μπορεί απλά να ευθυνόταν ένας στενοκέφαλος υπάλληλος. Κρατήσαμε βέβαια στον νου ότι ουδείς στενοκέφαλος προβαίνει σε κάτι τόσο ακραίο, αν δεν πιστεύει ότι έχει την κάλυψη του/της πολιτικού του προϊσταμένου.
Το άστρο, όμως, της υπουργού έλαμψε στη συνέχεια, στην καραντίνα. Κατ’ αρχάς έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων της το προσωπικό του ίδιου της του υπουργείου, μην μεριμνώντας για οδηγίες αντιμετώπισης του ιού. Στην πορεία, έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων της τους ανθρώπους της Τέχνης, μην διεκδικώντας το ελάχιστο για αυτούς. Αντιθέτως, ένευσε με περιφρόνηση για τον Ξαρχάκο, στραβομουτσούνιασε με τον Δεληβοριά και γενικά με κάθε τρόπο περιφρόνησε οτιδήποτε δεν άπτεται της δικής της αντίληψης για τον Πολιτισμό!
Ουπς! «Δική της αντίληψη για τον Πολιτισμό» είπα; Η κυρία Μενδώνη τυγχάνει αρχαιολόγος και μάλιστα με καλή φήμη, φανταζόμουν, λοιπόν, ότι το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο» θα είναι –έστω με τον πιο αρτηριοσκληρωτικό τρόπο- στις προτεραιότητες της… Όχι και τόσο! Ας πούμε συναίνεσε, από πολιτικό μένος και μόνο,  σε ένα τεράστιο πολιτιστικό έγκλημα: στην απόσπαση των αρχαίων από τον σταθμό Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη. Μιλάμε στην ουσία για τη πρωτοβυζαντινή Μέση Οδό, για μια πόλη κάτω από την πόλη, για τις απαρχές και τη συνέχεια της… Εκείνη πρώτη θα έπρεπε και ως επιστήμονας και ως “πατριώτισσα” να υπερασπιστεί τα ευρήματα, αλλά ο πατριωτισμός ενίοτε είναι τζάμπα, περιορίζεται στην πλαστική περικεφαλαία και τη νάιλον σημαία…
Όσο για τη στήριξη της σύγχρονης πολιτιστικής δραστηριότητας, ας γελάσω δις… Στα τελευταία της  κατορθώματα συγκαταλέγονται  η παραίτηση του Προέδρου και σύσσωμου του ΔΣ του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και οι αντιφατικές οδηγίες για συναυλίες, θέατρα, σινεμά… Κι ενώ κώφευε σε κάθε απεγνωσμένη έκκληση ανθρώπων της Τέχνης, ήταν αρκετό ένα τηλέφωνο ηθοποιού-προσωπικού φίλου του πρωθυπουργού για να πάρει αποφάσεις σχετικά με τα θέατρα, τις οποίες μετά απέσυρε κλπ… Όλη δε αυτή την τρυφερή μέριμνα για τους δημιουργούς την στόλισε σε μία μνημειώδη ομιλία της στη βουλή λέγοντας ότι οι καλλιτέχνες κινούνται στο χώρο της «μαύρης οικονομίας» κερδίζοντας το χειροκρότημα των άλλων ταγών της πολιτικής.  
Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στον απαξιωτικό τρόπο με τον οποίο απαντάει σε κάθε αιτίαση της όποιας αντιπολίτευσης, σε κάθε κριτική που της ασκείται… Λεπτομέρειες θα πει κάποιος, αλλά ως γνωστόν, εξ΄  όνυχος τον λέοντα!
Αυτά τα πολύ θλιβερά, λοιπόν, συμβαίνουν… Αποτυχημένη και πολιτικά και διοικητικά, η κυρία υπουργός περιφέρει την αναιτιολόγητη έπαρσή της.  Τουλάχιστον φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη με λαμπτήρες χαμηλής κατανάλωσης. Κάτι είναι κι αυτό, μην είμαστε και πλεονέκτες!

(Παραθέτουμε φωτογραφία της φωταγωγημένης Ακροπόλεως)

Ονομάζοντας το ακατανόμαστο

Οι «Ευτυχισμένες ημέρες» του Σάμιουελ Μπέκετ είναι το έργο που συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο την εργογραφία του. Τα μοτίβα και τις θερμοκρασίες, τις προοπτικές και τις καθηλώσεις, το παράλογο και την υπέρβασή του. Έργο εξαντλητικό και απαιτητικό ταυτόχρονα για τον ηθοποιό και το θεατή όσο και για τον αναγνώστη του, πυκνό σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταργεί τη διάκριση λεπτομέρειας και συνόλου, συμπυκνώνει το μπεκετικό σύμπαν χωρίς να εξαρτάται από αυτό, σε μια συγγραφική χειρονομία που ανοίγει τον θεατρικό λόγο προς το μέλλον του.
Ο μοντερνισμός του Μπέκετ είναι παράλληλος με αυτόν του μεγάλου δασκάλου του, του Τζαίημς Τζόυς. Αλλά αν και παράλληλοι ακολουθούν την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Ο Τζόυς κινείται προς τη σύνθεση, προς το μεγάλο οικοδόμημα, προς ένα έργο που το μέγεθός του θα μπορούσε να αναμετρηθεί με το ίδιο το μέγεθος της ζωής. Με το Finnegans Wake, το τελευταίο έργο του, ο Τζόυς επιτυγχάνει ίσως το πιο πολύπλοκο έργο της δυτικής γραμματείας. Βαθύς γνώστης του έργου αυτού και συνεργάτης του Τζόυς, ο Μπέκετ είδε έναν ολόκληρο λογοτεχνικό τρόπο να εξαντλείται στο αποκορύφωμά του. Και σοφά διάλεξε να δημιουργήσει με τρόπο αντίστροφο. Ο Μπέκετ κινείται προς την αφαίρεση, το λίγο που γίνεται ξαφνικά πολύ. Η γλώσσα του είναι η έλλειψη, αυτό που συνεχώς μικραίνει, αυτό που συνεχώς χάνεται. Μια απουσία που θα μπορούσε να αναμετρηθεί με το ίδιο το τίποτα του θανάτου. Και με την ζωή ιδωμένη από τη στιγμή αυτή προς τα πίσω.Μια αφαίρεση που ως διαδικασία είναι ίσως περισσότερο από οπουδήποτε εμφανής στο πέρασμα από την πρώτη στη δεύτερη πράξη του «οι ωραίες ημέρες», του πιο κλινικούαπό τα έργα του. Η ερημιά του τοπίου, η οποία μέσα από την ακινησία της Ουϊννυ γίνεται σχεδόν απέραντη είναι το λίγο που γίνεται πολύ. Και θα γίνει ακόμα περισσότερο όταν η ακινησία θα κυριαρχήσει σχεδόν απόλυτα με το πέρασμά μας στη δεύτερη πράξη. Αυτό το κεφάλι μέσα στο χώμα δεν αντιπροσωπεύει μόνο τον ρόγχο της ανθρώπινης γενιάς. Είναι μαζί και ένα ταξίδι του ίδιου του λόγου λίγο πριν τον βαθμό μηδέν, μια αποτύπωση της μπεκετικής διαδικασίας προς την πιο πυκνή και πιο επείγουσα γλώσσα. Μέσα στην επικράτεια αυτή του ελάχιστου, κάθε τι μεγεθύνεται. Παίρνει διαστάσεις σχεδόν αρχετύπου. Το σώμα και η γη, το ανδρόγυνο, το γήρας, το γέλιο, η φθορά, η ανάγκη του ανθρώπου για τον άνθρωπο, η προσδοκία, η μοναξιά, η ανάμνηση. Και ανάμεσά τους το πρωταρχικό σύμβολο, η δραματική όψη του έργου, η γυναίκα θαμμένη μέχρι την μέση, γίνεται σημείο. Ένα σημείο ανοιχτό προς κάθε είδους ερμηνεία και νοηματοδότηση. Ο άνθρωπος όπως βυθίζεται στον χρόνο, η ύλη που συγκρατεί τον άνθρωπο στη γη, η φθορά του σώματος που τον καθηλώνει στο γύρας, η μόνιμη ακινησία του ατόμου σε έναν κόσμο χωρίς επιλογές και τόσα ακόμη. Όχι διαφορετικές ερμηνείες, αλλά ερμηνείες ίσες και ταυτόχρονες, ερμηνείες που υπάρχουν την ίδια στιγμή φορτίζοντας την όψη με νόημα και πολλαπλά νοήματα μαζί. Όλα βαλμένα σε μια αλληλουχία με μόνη σκαλωσιά τους κινήσεις τυποποιημένες, χειρονομίες που επαναλαμβάνονται μέσα στους αιώνες, άδειες από νόημα ή λειτουργικότητα, αναμνήσεις ενός ξεθυμασμένου «ορθού τρόπου», απαραίτητες όμως μέσα στην κοινοτοπία τους. Σαν να επιβεβαιώνουν στην κάθε τους εκδοχή πως η ζωή συνεχίζει να συμβαίνει, πως η ρουτίνα έχει χώρο ακόμα και εδώ, ανάμεσα στα καμένα χορτάρια. Ένα τελετουργικό των μικρών τρόπων, μιας ζωής που ενώ εξαντλήθηκε επιμένει, ακόμα και αν έχει μείνει μόνο ο σκελετός της αρχικής του όψης.

Ανάμεσα στις οπτικές πληροφορίες- πράξεις και τον σκηνικό χώρο (που μπαίνουμε στον πειρασμό να περιγράψουμε και ως αποτύπωση του ψυχικού χώρου της Ουϊννυ ή ακόμη και της σχέσης των δύο πρωταγωνιστών) υπάρχει η ροή των λέξεων. Οι λέξεις της Ουϊννυ δίπλα στο απομεινάρι του άντρα της, τις κινήσεις κονσέρβα και το θαμμένο της σώμα είναι το μόνο ζωντανό στοιχείο. Σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν ταυτίζονται με την ίδια τη ζωή. Η Ουϊννυ μπορεί να είναι θαμμένη μέχρι την μέση, η Ουϊννυ μπορεί να είναι θαμμένη ολόκληρη. Αυτό που έχει σημασία είναι να συνεχίσει να μιλά. Γιατί όσο μιλά συνεχίζει να υπάρχει. Ακόμα και αν οι λέξεις της ακούγονται κωμικές ή αφελείς. Ο λόγος της Ουϊννυ είναι ο κόσμος που συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και αν σταδιακά χάνεται στην ανυπαρξία. Γιατί όσο η Ουϊννυ μιλά μας επιτρέπει να υπάρχουμε. Λοιπόν, «άρχισε την μέρα σου Ουϊννυ», γιατί όσο υπάρχουν οι λέξεις, μπορούμε και εμείς να υπάρχουμε.

ΡΟΖΑΜΟΥΝΤΑ

Αυτή δεν είναι η χώρα μου, η χώρα που αγαπώ…  Στη δική μου χώρα για το  χατίρι ενός κοριτσιού «τα περβόλια μπαίνουνε στη θάλασσα» και τα παιδιά κατρακυλάνε παίζοντας στις πλαγιές με τις ελιές αιώνες τώρα … Στη δική μου χώρα, ο Όμηρος και ο Ευριπίδης θρηνούν μαζί με τους ηττημένους  στα αποκαΐδια της Τροίας. Κι ο θρήνος της Εκάβης είναι ο δικός τους θρήνος. Στη δική μου χώρα ο πρόσφυγας είναι πρόσωπο ιερό και καθαγιασμένο και ο πόνος και τα πάθη των ανθρώπων σταλάζονται σε κάθε τραγούδι, σε κάθε ποίημα.  
Αυτοί δεν είναι οι δικοί μου άνθρωποι, δεν είναι οι άνθρωποι που ξέρω… Οι δικοί μου δεν μισούν, είναι τρυφεροί, κάνουν λάθη, πέφτουν και ξανασηκώνονται, στέκουν αμήχανοι ή προχωράνε, λένε ψέματα και αλήθειες, αλλά έχουν μέσα τους κάτι από τη θύελλα και την ηρεμία τούτων των τοπίων. Είναι παθιασμένοι και ατελείς. Άλλοτε πάλι φοβούνται, διστάζουν, πάντα, όμως, με άφατη τρυφερότητα. Κι έπειτα δεν κουβαλάνε βεβαιότητες, αν τους ρωτήσεις θα πουν ότι τίποτα δεν ξέρουν.
Αναρωτιέμαι, λοιπόν, πού να ζουν όλοι εκείνοι που μισούν τόσο πολύ, τόσο βαθιά… Ποιοι τους μεγάλωσαν και σε ποια σχολεία πήγαν…  Πώς μπορούν να λένε σε ένα παιδί να «ψοφήσει», σ’ έναν γέρο να πεθάνει. Τι μπορεί να είναι ανώτερο από τη ζωή ενός παιδιού;
Ίσως πάλι «η νοσταλγία μου να έχει πλάσει /μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους/ έξω απ’ τη γη και τους ανθρώπους».  Γιατί τελικά αυτή η «άλλη» χώρα η δική μου δεν υπάρχει, πάρα μόνο στις λέξεις των ποιητών και στα τοπία της. Μια κατασκευή κι αυτή ανάμεσα σε τόσες; 
Μόρια, Καμένα Βούρλα και πιο πριν Ωραιόκαστρο και Γιαννιτσά ή Νέα Μηχανιώνα, τοπωνύμια που πληγώνουν την εικόνα που έχουμε για αυτόν τον τόπο. Είναι αυτές οι στιγμές όπου η πραγματικότητα επιτίθεται και μας συντρίβει.
Αλλά έτσι δεν συνέβαινε πάντα; Τι υποδοχή επεφύλαξαν στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας οι γηγενείς; Δεν τους περιφρόνησαν, δεν τους έδιωξαν, δεν τους κυνήγησαν; Κι έπειτα και οι ίδιοι οι πρόσφυγες πώς να αντιμετώπισαν στις φτωχογειτονιές τους εσωτερικούς μετανάστες της δεκαετίας του ’60; Με παρόμοια επιφύλαξη και φόβο.
Και έχω καταλήξει πια, ότι παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις του Διαφωτισμού, η πρώτη, ενστικτώδης  κίνηση του ανθρώπου είναι ο φόβος και το μίσος προς τον Άλλον. Η αποδοχή και η αλληλεγγύη είναι δύσκολοι, δύσβατοι δρόμοι και προϋποθέτουν υπέρβαση εαυτού.
Στo εξαιρετικό «L’ America» του Αμέλιο,  ο Ιταλός μικροαπατεώνας που πάει για κομπίνες στην καταρρέουσα Αλβανία του ’90 χάνει τα χαρτιά του και , μην μπορώντας να αποδείξει την ταυτότητα και την εθνικότητά του, βρίσκεται σε ένα πλοίο με χιλιάδες Αλβανούς που φεύγουν προς την Ιταλία. Δίπλα του ένας γηραιός Ιταλός, αιχμάλωτος πολέμου από το  1940, που έχει χάσει τα λογικά του, τραγουδάει τη «Ροζαμούντα» και μονολογεί: «Πάμε στην Αμερική… Είναι ωραία η Αμερική!». Ο αλαζονικός κυρίαρχος υπήρξε κάποτε κι αυτός  παρίας και ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξαναγίνει.
Η  αέναη επανάληψη της Ιστορίας και οι τραγικές αντιστροφές της,  είναι η τιμωρία μας για την αλαζονική επανάπαυσή μας.

Scroll to top