Με αφορμή την μεταφορά των παραστάσεων του NETWORK – ταινία του 1976 – από το London National theater στο Belasco theater του Broadway τρεις κριτικοί των New York time συνομιλούν και αναλύουν την σκηνοθεσία του τρομερού Ivo (Ivo Van Hove).
Η μεγάλη επιτυχία της παράστασης το 2019 και καθώς ο αξιότιμος Κος Covid δεν μας κάνει τη χάρη να ξεκουμπιστεί και να μας αφήσει να παράξουμε φρέσκο έργο η συζήτηση των Ben Brantley, Elisabeth Vincentelli and Jason Zinoman παραμένει επίκαιρη και οπωσδήποτε Ενδιαφέρουσα με Ε κεφαλαίο.
Ποιός είναι ο Ivo Van Hove και γιατί οι θεατές λένε τόσα συναρπαστικά, μανιακά και μυστηριώδη πράγματα γι ‘αυτόν; Πώς ο μετριόφρων Βέλγος σκηνοθέτης, ο οποίος από το 2001 έχει τη θεατρική εταιρεία «Toneelgroep Amsterdam» ως βάση των δραστηριοτήτων του, κατάφερε να μετατραπεί στον πιο σημαντικό δημιουργό στο διεθνές θεατρικό κύκλωμα, μετρώντας ήδη τρεις σκηνοθεσίες στο Μπρόντγουεϊ;
Με τη διχαστική παραγωγή του κ. Van Hove το “Networκ” που παρουσιάστηκε το 2019 στο Μπρόντγουεϊ με πρωταγωνιστή τον Bryan Cranston και κέρδισε περισσότερα από 1 εκατομμύριο δολάρια την εβδομάδα, οι New York Times κάλεσαν μαζί τρεις συγγραφείς που έχουν ακολουθήσει την πορεία του για σχεδόν δύο δεκαετίες.
Σε αυτή τη συνομιλία, ο Ben Brantley, συν-επικεφαλής κριτικός θεάτρου για τους Times, και οι κριτικοί Elisabeth Vincentelli και Jason Zinoman στόχευσαν στο να φωτίσουν την άνοδο του κ. Van Hove, από το Off Broadway σε ένα βραβείο Tony για τον David Bowie και το “All About Eve”. Με την αναβίωση του «West Side Story» να ξεχωρίζει στο βιογραφικό του εξηντάχρονου σκηνοθέτη, o θεατρικός εκδότης Scott Heller συντόνισε το διάλογο που ακολουθεί.
Scott Ηeller: Πόσο σπάνιο είναι να συναντιέστε σε ένα τριπλό debate για έναν σκηνοθέτη;
Jason Zinoman:Ευχαρίστηση πραγματικά. Και μια απόδειξη βεβαίως της επιτυχίας του Ιvo Van Hove.
Ben Brantley: Kαι ποιος θα το φανταζόταν όταν άρχισε να αποδομεί τα ιερά κλασσικά έργα στο New York Theater Workshop στα τέλη του 1990 ότι θα γινόταν μια mainstream δύναμη σήμερα.
Ζinoman: Προσπαθούσα να σκεφτώ έναν άλλο καλλιτέχνη που να έχει μεταπηδήσει από το πειραματικό θέατρο στο καυτό κέντρο του Broadway με τόση επιτυχία. Ο Ρίτσαρντ Φόρμαν ήταν στο Μπρόντγουεϊ, πιστεύω, δύο φορές. Ο Peter Brook έχει ένα μεγαλύτερο βιογραφικό, αλλά δεν έχει ξαναβρεθεί στο Μπρόντγουεϊ από το 1984.
Scott Ηeller: H Julie Taymor;
Elisabeth Vincentelli: Οι μόνοι καλλιτέχνες με αυτό το είδος της διασταυρoύμενης επιτυχίας είναι μουσικοί ή εικαστικοί καλλιτέχνες. Κάποιος σαν τον Φίλιπ Γκλας, για παράδειγμα. Αλλά το αμερικανικό θέατρο είναι διαφορετικό: η πύλη εισόδου στο mainstream φυλάσσεται άγρια.
Brantley: Και αν σκεφτείς πόσοι Αμερικανοί πρωτοποριακοί καλλιτέχνες (Peter Sellars, Robert Wilson) έπρεπε να πάνε στην Ευρώπη για να βρουν τη λαϊκή αναγνώριση, είναι ακόμα πιο εκπληκτικό. Το 2015 το «View From the Bridge» (Ψηλά από τη γέφυρα)”, το οποίο μετέτρεψε το αστικό δράμα του Arthur Miller σε μεγαλοπρεπή τραγωδία, ήταν το σημείο καμπής, υποθέτω.
Ηeller: Ας μιλήσουμε για το mainstream. Έχει προσαρμόσει ο Ιvo Van Hove την αισθητική του στη μαζική κατανάλωση, ή μήπως το θεατρικό κοινό είναι πιο έτοιμο από ποτέ να δεχτεί ό, τι εκείνος έχει να προσφέρει; Και, ακόμη και πριν από αυτό, ας προσπαθήσουμε να συλλάβουμε γιατί ο Ιvo Van Hove, στα καλύτερά του, διεγείρει τον καθένα μας- και σας υπόσχομαι, θα φτάσουμε και στο γιατί μας απογοητεύει επίσης πολύ!
Vincentelli : Έχω δει σχεδόν όλες τις παραστάσεις του στη Νέα Υόρκη από το “A Streetcar Named Desire(Λεωφορείο ο Πόθος)” το 1999, και δεν αισθάνομαι ότι η αισθητική του έχει αλλάξει πολύ, αν όχι και καθόλου. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η προθυμία του αμερικανικού κοινού να εισέλθει στον κόσμο του. Είναι ένας λαμπρός σκηνοθέτης γραφικών, πράγμα το οποίο καταφέρνει να τον συγχρονίσει με την απίστευτη οπτική κουλτούρα μας.
Brantley: Συμφωνώ Ελίζαμπεθ. Και το γεγονός ότι εισήγαγε βιντεοκάμερες στη σκηνοθεσία του τόσο νωρίς, ως μέσο για να δει, κυριολεκτικά, διαφορετικά πρόσωπα και πτυχές των χαρακτήρων του, σίγουρα συμβαδίζει με μια χρονική στιγμή κατά την οποία η οθόνη κυριαρχεί στον πολιτισμό μας.
Ζinoman: Δημιουργεί ένα είδος χάους στη σκηνή απ’ όλες τις απόψεις. Συχνά ποτέ δεν ξέρεις πού να στρέψεις την προσοχή σου.
Vincentelli : Πολλές παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ είναι στην πραγματικότητα πολύ υψηλής τεχνολογίας, αλλά η χρήση της τεχνολογίας τείνει να διατηρείται πίσω από τις σκηνές. O Van Hove φέρνει το τέχνασμα στο προσκήνιο.
Brantley: Και το κάνει αυτό μέσα από την ίδια την υποκριτική τέχνη, κάνοντάς μας να αναγνωρίσουμε τα διάφορα κόλπα και τις αλλαγές που μετέρχονται οι καλλιτέχνες και πώς χειρίζονται αυτό το απόλυτο εργαλείο της δράσης, το ανθρώπινο σώμα.
Ηeller: Έχετε όλοι σας γράψει για το βίντεο ως ένα σκηνικό εργαλείο που μας επιτρέπει να πηγαίνουμε πίσω δεκαετίες – όπως π.χ συνέβη στο «Wooster Group» και αλλού. Το ίδιο συμβαίνει με τη «στυλιζαρισμένη» υποκριτική. Τι συμβαίνει όμως όταν ο Ivo Van Hove εφαρμόζει αυτές τις τεχνικές σε γνωστά κείμενα π.χ. στον Σαίξπηρ; Τι γίνεται με ένα μυθιστόρημα όπως το “The Fountainhead”; Και με τις ταινίες – τόσες πολλές ταινίες, που ζωντανεύουν εκ νέου επί σκηνής;
Brantley: Χαίρομαι που ανέφερες το “Wooster Group» γιατί πρωτοπόρησε στη χρήση της πολυκάμερας και των πολλαπλών μικροφώνων που έδιναν μια αίσθηση αποπροσανατολισμού. Ο Ιvo Van Hove χρησιμοποιεί αυτά τα πράγματα ειδικά για να φωτίσει το κείμενο, νομίζω, μερικές φορές με μάλλον κυριολεκτικό τρόπο. Αλλά επίσης – σε δύο από τις επικές του δουλειές επάνω στη διαφθορά της τυραννίας, το “Kings of War” και το “The Damned” – μας επιτρέπει να βλέπουμε πίσω από τα παρασκήνια των διαδρόμων της εξουσίας κρατώντας μας ενήμερους πάνω σε διάφορα επίπεδα δράσης που συμβαίνουν ταυτόχρονα.
Zinoman: Δεν θεωρώ πλέον ότι ο Van Hove προσαρμόζει τις τεχνικές του ώστε να ταιριάζουν ή να φωτίζουν το κείμενο τόσο πολύ αλλά ότι στριμώχνει το υλικό του για να χωρέσει στην ιδιαίτερη αισθητική του. Έχει γίνει ένας άκαμπτος, αν και συχνά εντυπωσιακός στυλίστας, του οποίου η μακροχρόνια συνεργασία με τον σχεδιαστή Jan Versweyveld είναι η πιο σημαντική συνεργασία του. Ένα χαρακτηριστικό του είναι η λήψη μιας σκηνής στο δρόμο που στη συνέχεια προβάλλεται στο θέατρο. Κερδίζει πάντα γέλιο από το ακροατήριο όταν το τελευταίο βλέπει τους πεζούς της Νέας Υόρκης να αντιδρούν αμήχανα μπροστά σε ηθοποιούς που παίζουν κοντά σε καροτσάκια με χοτ-ντογκ. Είναι το είδος του φτηνού γέλιου που έβγαλε ο David Letterman όταν πήρε τις κάμερες στο δρόμο. Αλλά το σκηνικό είναι η ναζιστική Γερμανία στο “The Damned” και ένα μιντιακό τοπίο κόλασης στο “Network”. Η χρήση των μέσων εδώ διαφωνεί με το περιεχόμενο με έναν τρόπο που δεν είμαι σίγουρος ότι μπόρεσε να ελέγξει.
Brantley: Νομίζω ότι μία από τις ανησυχίες του είναι να σβήσει τα σύνορα και να γκρεμίσει τα τείχη, όχι μόνο για να προκαλέσει μέσα από την πρωτοπορία του την αυτογνωσία μας, αλλά για να μας προτείνει να δημιουργήσουμε τη δική μας σχέση με τους ανθρώπους που βρίσκονται επάνω στη σκηνή. Σκέφτομαι ότι το έκανε αυτό πιο αποτελεσματικά στο “The Damned”, ξεκινώντας με το cast ντυμένο με πολιτικά και αφήνοντας την προετοιμασία των χαρακτήρων για το μεγάλο πάρτι με το οποίο ξεκινά η παράσταση να γίνει το σημείο εισόδου μας στην ιστορία.
Ζinoman: Εν όσω σκέφτομαι ότι ο Van Hove ενδιαφέρεται περισσότερο για τη μορφή παρά για το περιεχόμενο, φαίνεται να τον απασχολεί περισσότερο αυτή τη στιγμή η πολιτική.
Vincentelli : Η κατηγορία ότι το «one size» ταιριάζει σε όλους, δεν είναι εντελώς αβάσιμη στην περίπτωση του Ivo Van Hove. (Μου θυμίζει τις κατηγορίες-όχι αβάσιμες- που υπέστη και ο Robert Wilson). Αυτό που με ανησυχεί κάπως είναι η εξάρτηση του από τα πολυμέσα αυτή την περίοδο, κάτι που δεν συνέβαινε πάντα στις προηγούμενες παραστάσεις του. Αναρωτιέμαι αν όλο αυτό έχει να κάνει με την υπερβολική χρήση των ταινιών ως πρώτη του ύλη. Μακάρι να επέστρεφε στην κλασική του περίοδο!
Brantley: Η φήμη του ωστόσο δεν επιτρέπει το χαρακτηρισμό του Ivo Van Ηοve ως «οne- trick pony». Θυμόσαστε την οπτικά άμεση, σχεδόν απαλλαγμένη από την τεχνολογία, προσαρμογή του “Σκηνές από ένα γάμο” του Bergman πριν από μερικά χρόνια; Χρησιμοποίησε τρία διαφορετικά ζευγάρια ερμηνευτών για να παρουσιάσει το ίδιο ζευγάρι σε διαφορετικές ηλικίες, και καθολικοποίησε κατ’ αυτό τον τρόπο την ταύτιση μας (ή τουλάχιστον τη δική μου) μαζί τους. Θεωρώ πως παραδόξως για έναν μοντερνιστή, ο Ivo Van Hove είναι κυρίως οικουμενιστής.
Vincentelli: Όλη η συζήτηση για τα πολυμέσα σκοτεινιάζει την καταπληκτική δουλειά του με ηθοποιούς. Οι παραστάσεις που παίρνει από αυτούς μπορεί να είναι εκπληκτικές! Τους θυμάμαι περισσότερο από τις βιντεακού τύπου επιδεικτικές ασημαντότητες.
Heller: Δώσε μου ένα παράδειγμα
Vincentelli: Ο Hans Kesting, εντυπωσιακά φυσικός ως Ριχάρδος ο Γ’ (“Kings of War”) και ως Μάρκος Αντώνιος (“Roman Tragedies”).
Brantley: Και η δαιμονική σερβιτόρα της Saoirse Ronan’s στο “The Crucible” ή η σπαρακτική ερμηνεία της Elizabeth Marvel’s στις παραστάσεις “A Streetcar Named Desire(«Λεωφορείον ο Πόθος») and “The Little Foxes(«Οι μικρές αλεπούδες»);
Zinoman: Δεν θεωρώ ότι ο Van Hove είναι σπουδαίος τόσο για τους ηθοποιούς του. Αλλά ο Μπεν(Brantley) μου θυμίζει ένα άλλο αξιοθαύμαστο χαρακτηριστικό: Την τολμηρή και επιτυχημένη εννοιολογική του σύλληψη. Στο «The Crucible» τόλμησε να προτείνει ότι οι μάγισσες μπορεί στην πραγματικότητα να υπάρχουν. Δεν το είχα ξαναδεί. Δεν θεώρησα ότι η πίστη στην υλοποίηση αυτής της ιδέας ήταν αρκετά δυνατή για να πετύχει, αλλά σεβάστηκα την προσπάθεια.
Vincentelli: Είναι δύσκολο να υπερεκτιμήσουμε τον αντίκτυπο που έχει η ευρωπαϊκή του ανατροφή στη δουλειά του επάνω στα αμερικανικά και βρετανικά κλασικά έργα, όπως το «The Crucible». Δεν φτάνει προς αυτά με τις ίδιες αποσκευές. Αυτό δεν πέφτει πάντα ολότελα έξω αλλά όταν συμβαίνει τα αποτελέσματα είναι διαφωτιστικά- τo “View from the Bridge (Ψηλά από τη γέφυρα)” είναι ένα τέλειο παράδειγμα.
Heller: Ας επιστρέψουμε στο λόγο του Jason(Ζinoman) σχετικά με τις πολιτικές θέσεις του Van Hove. Το «Νetwork» τελειώνει με μια αμφιλεγόμενη κορυφαία σκηνή, στην οποία παρακολουθούμε πλάνα των προέδρων που εκλέχθηκαν από τη δεκαετία του 1970, με αποκορύφωμα τον Τραμπ. Το κοινό ουρλιάζει. H σκηνή απλώς απευθύνεται στο πλήθος;
Brantley: Απολύτως. Είναι παραπλανητική και περιττή. Πολλά από τα προβλήματά μου με το “Network” έχουν να κάνουν με το αρχικό υλικό. Αυτό που με εντυπωσίασε στην παραγωγή, ωστόσο, ήταν η εκπληκτική ερμηνεία του Bryan Cranston ως άνθρωπος που φτιάχτηκε από τα μέσα ενημέρωσης – και ο τρόπος που αυτός ο τύπος αλληλεπίδρασε με τις κάμερες επί σκηνής και τις δικές του αντανακλαστικές εικόνες!
Vincentelli: Συμφωνώ με τον Ben(Brantley), ήταν μια ύπουλη λήψη.
Ηeller: Γι’ αυτό, κρατήστε για μένα πώς ή όταν ο van Hove γίνει πλουσιότερος, πιο δυνατά πολιτικά επιχειρήματα.
Zinoman : Δεν το κάνει. Το “Network” δεν είναι ανωμαλία. Το μόνο άτομο που κριτικάρει την τηλεόραση τόσο πολύ και τόσο ευρέως όσο και οι καλλιτέχνες πίσω από το “Νetwork” είναι ο ίδιος ο Τραμπ. Σε άλλα χέρια, μερικά από αυτά θα παίζονταν ως σάτιρα, όπως στην αρχική ταινία. Όμως, ο Van Hove, όσο μπορώ να έχω άποψη, είναι ανίκανος να δώσει χιουμοριστική αίσθηση. Η μόνη λειτουργία του είναι επική, ζοφερή, αδυσώπητη τραγωδία.
Brantley: Πρώτα απ ‘όλα και κυρίως ο Van Hove είναι τραγωδός, ωστόσο νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε χώρο για τραγωδούς σε μια εποχή που αποτελούν μια σπάνια φυλή μεταξύ των σκηνοθετών. Πράγματι του λείπει η αίσθηση της σάτιρας και ακόμη και της ειρωνείας, εκτός από μια κοσμική τους έννοια. Αυτό που νομίζω ότι τον συναρπάζει και αυτό που συχνά δουλεύει για μένα, είναι η ιδέα των μονολιθικών προσωπικοτήτων, καταδικασμένων να πνιγούν κάτω από τα πάθη τους (ή τα «εγώ» τους). Αυτό ισχύει για τον εκπληκτικό Eddie Carbone του Mark Strong στο “View From the Bridge” και τους μονάρχες από το “Kings of War”.
Vincentelli: Δεν τον θεωρώ καθόλου πολιτικοποιημένο σκηνοθέτη. Μερικές φορές νιώθω ότι σκοντάφτει σε αυτό, αλλά δεν είναι ο πρωταρχικός ή ακόμη και ο δευτερεύων τρόπος λειτουργίας του. Αυτό που κάνει καλύτερα είναι ότι ανασκάπτει νέες αναγνώσεις σε θεατρικά έργα που νομίζατε ότι γνωρίζετε – το κείμενο κάτω από το κείμενο. Για παράδειγμα, είχε τον Bruce McKenzie να παίζει τον Stanley στο “Streetcar(Λεωφορείον ο Πόθος)”, έναν ηθοποιό που δεν είναι ο βαρύς, υπερ-αρσενικός τύπος που οι άνθρωποι συνήθως συσχετίζουν με αυτόν τον χαρακτήρα. Αυτό ήταν αποκαλυπτικό για μένα – τα σχήματα που μπορεί να πάρει η αρρενωπότητα.
Zinoman: Θέλω να επιστρέψω στην ιδέα ότι οι χαρακτήρες του, όπως το λέει ο Μπεν(Brantley), είναι καταδικασμένοι. Συμφωνώ. Και καταραμένοι. Αυτό ενοποιεί μεγάλο μέρος του έργου του: Όλα είναι αδυσώπητα. Αλλά υπάρχουν μειονεκτήματα σε αυτό, ειδικά καθώς δουλεύει με μια αυξανόμενη ποικιλία υλικού (επόμενο: «West Side Story»). Φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρεται να δημιουργήσει αγωνία ή να προκαλέσει έκπληξη, παρά μόνο μέσα από τις οπτικού τύπου κορυφαίες στιγμές.
Brantley: Για μένα, ένα από τα πιο αξιοσημείωτα δώρα του είναι η ικανότητά του να διατηρεί ένα αίσθημα αγωνίας (η καταστροφή του Götterdämmerung), παρόλο που γνωρίζεις προς τα πού οδηγείσαι. Και λειτουργεί με σκοτεινά, μνημειακά κλασικά έργα όπως το “View” και το “The Crucible”. Περιέργως, η μοναδική του προσπάθεια στην ελληνική τραγωδία που έχω δει, μια «Αντιγόνη» με πρωταγωνίστρια την Juliette Binoche, ήταν εντελώς αδιάφορη.
Vincentelli: Τα πηγαίνω καλά με αυτόν που εργάζεται πάντα στο ίδιο πεδίο. Παραπονιόμαστε ότι ο Jerry Zaks κάνει πάντα κωμωδία; Είναι εξαιρετικός σε αυτό. Όσο για τo θέμα του τεχνάσματος- η κριτική δεν στοχεύει σε αυτό αν μιλήσουμε π.χ. για τον Richard Nelson, του οποίου τα έργα γύρω από την Apple Family είναι εξίσου εντυπωσιακά. Αλλά επειδή είναι σε μια οικεία νατουραλιστική κατάσταση, κανείς δεν παρατηρεί ούτε νοιάζεται. Αυτό που κάνει ο van Hove χαλαρώνει, έστω και λίγο, το νατουραλιστικό κράτημα στις mainstream αμερικανικές σκηνές. Είναι μεγάλη υπόθεση στον κόσμο μας.
Zinoman: Τώρα που αρχίζει να εργάζεται στις πιο διακεκριμένες σκηνές του εμπορικού θεάτρου, νομίζω ότι η εμβέλεια του έχει σημασία. Συμφωνούμε ότι το “View From the Bridge” ήταν υπέροχο. Αλλά είναι ο σωστός σκηνοθέτης για το “West Side Story”; Αυτή η ερώτηση δεν είναι πλέον ακαδημαϊκή.
Heller: Μέρος αυτού που του έχει δώσει αυτές τις ευκαιρίες είναι η αγκαλιά κριτικών όπως οι τρεις σας. Έχει γίνει ένα όνομα, ένα καινούργιο είδος, που ακολουθούν οι οπαδοί του θεάτρου. Ή όχι. Όπως ένας σχολιαστής σε μια κριτική των Times έγραψε: «Ivan Van Hooey. Αρκετά. Σας παρακαλώ. Κάντε τον να φύγει.”
Vincentelli: Όταν πηγαίνεις στο “The Damned” και ακούς ανθρώπους να έχουν έντονες συνομιλίες – υπέρ και κατά – στο δρόμο μετά, υπάρχει κάτι που συμβαίνει που νομίζω ότι είναι πολύ συναρπαστικό. Οι άνθρωποι διαφωνούν για τις σκηνοθετικές επιλογές! Αυτό είναι απίστευτο για μένα. Θα συγχωρήσω το “Lazarus”, το show του Bowie, μόνο για αυτό.
Zinoman: Συμφωνώ με την Elisabeth(Vincentelli) ότι η εμπνευσμένη θερμή συζήτηση για τη σκηνοθεσία είναι υπέροχη. Αλλά νομίζω επίσης ότι έχουμε μια προκατάληψη για φιλοδοξία που μπορεί να μας κάνει να πάμε εύκολα στο van Hove. Για παράδειγμα, ας πάρουμε την πιο προκλητική απόφαση που τον έχω δει να παίρνει, τη σκηνή της κακοποίησης στο “The Damned”. Ήταν ένας πολύ νεαρός ηθοποιός, και στάθηκε σε αυτήν τη σκηνή με τέτοιο τρόπο ώστε να μας κάνει να νιώθουμε άβολα. Για να είμαστε δίκαιοι απέναντι του, η σκηνή ήταν στην ταινία. Αλλά το θέατρο είναι ένα διαφορετικό μέσο. Και όταν το παρακολούθησα ζωντανά, δεν σκέφτηκα την παρακμή της ναζιστικής Γερμανίας ή τη διαφθορά αυτής της οικογένειας ή οποιουσδήποτε σύγχρονους παραλληλισμούς. Το μόνο πράγμα στο μυαλό μου ήταν αυτός ο ηθοποιός: Πώς της εξήγησαν αυτήν τη σκηνή; Ο Van Hove μας είχε ήδη δείξει εκτελέσεις, όργια, σώματα ενηλίκων λερωμένα με αίμα και φτερά. Χρειαζόμασταν και αυτό; Άξιζε;
Βrantley: Όλες οι ανησυχίες σου ήταν σίγουρα στο μυαλό μου όταν το παρακολούθησα. Νομίζω ότι θα απαιτούσε περισσότερο χώρο από ό, τι έχουμε για να δικαιολογήσουμε τη συγκεκριμένη επιλογή. Όμως έχεις δίκιο, μας τράβηξε έξω από τη στιγμή. Εγώ, επίσης, αναρωτιόμουν πώς είχε προετοιμαστεί η νεαρή ηθοποιός για εκείνη τη στιγμή.
Heller: Tο σεξ στο κόσμο του Van Hove είναι απλώς αναπόσπαστο μέρος της ζοφερότητας για την οποία μίλησε ο Τζέισον(Zinoman);
Vincentelli: Έχω δει γυναίκες να παίρνουν θέση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τον τρόπο με τον οποίο οι παραγωγές του μπορεί να εξαντλούν φυσικά τους ηθοποιούς. Αλλά από ό, τι έχω διαβάσει, οι ηθοποιοί λατρεύουν να συνεργάζονται μαζί του και η διαδικασία είναι διεξοδική και μεθοδική. Όσο για τη σκηνή, δεν βρίσκω την αποτύπωση της σεξουαλικότητας σκληρή. Μπορεί να είναι βάναυση, χειριστική, ναι, αλλά είναι επίσης πραγματιστικός στον τρόπο που εξετάζει τις σχέσεις εξουσίας και τον τρόπο με τον οποίο αυτές εκφράζονται μέσω του σεξ.
Brantley: Aναγνωρίζω επίσης συχνά τη μοναξιά των χαρακτήρων στις παραγωγές του, ακόμα και όταν είναι κλεισμένοι σε σαρκική αγκαλιά. Αυτό ήταν μέρος αυτού που ήταν τόσο όμορφο για μένα σχετικά με την ερμηνεία του για τους “Angels in America” – την ελπιδοφόρα ματαιοδοξία να φτάσεις και να αγγίξεις κάποιον. Και νομίζω ότι μπορεί να τα πάει καλά με την Εύα στο επερχόμενο “All About Eve”, δεδομένης της σκηνικής του εκδοχής για το “Opening Night” του John Cassavetes.
Heller: Οι παραγωγές συνεχίζουν να έρχονται. Πέρα από τη δική του δουλειά, αναρωτιέμαι: Έχει επηρεάσει άλλους σκηνοθέτες ή γενικότερα ό,τι βλέπουμε όλοι στη σκηνή;
Vincentelli: Αυτό που κάνει μπορεί να είναι ακριβό, και οι Αμερικανοί σκηνοθέτες με φιλοδοξίες και ιδέες συνήθως έχουν έλλειψη χρημάτων. Δεν υπάρχει το ίδιο σύστημα θεσμικής υποστήριξης όπως στην Ευρώπη ή τη Βρετανία.
Brantley: Αλλά νομίζω ότι έχει ανοίξει πόρτες σε σκηνοθέτες που ακολουθούν λιγότερο παραδοσιακά νατουραλιστικές προσεγγίσεις στο θέατρο. Στο κάτω κάτω, η “Οklahoma!” του Daniel Fish έρχεται στο Μπρόντγουεϊ. Και ίσως υπάρχει ένα άγγιγμα από Van Hove στη χρήση του ανελέητου βίντεο ταυτόχρονης μετάδοσης και στην έξυπνη αντίφαση μεταξύ κειμένου και δράσης.
Zinoman: Η επιτυχία δεν οδηγεί μόνο σε μίμηση. Διευρύνει το βασίλειο του δυνατού για τους παραγωγούς.