Μια φανταστική περιήγηση στο βιβλιοπωλείο του Λώρενς Φερλινγκέτι

Το πρωί της Τετάρτης μάθαμε πως ο Λώρενς Φερλινγκέτι, αμερικάνος ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 101 ετών. Από όλες τις ιδιότητες που του «προσάπτουν» -ποιητής και συγγραφέας, ζωγράφος και διανοούμενος, φιλειρηνιστής και κοινωνικός ακτιβιστής- η ιδιότητά του ως ιδιοκτήτης του περίφημου βιβλιοπωλείου City Light book store δεν είναι λιγότερο σημαντική. Και αυτό γιατί ο χώρος που πρωτοάνοιξε το 1953 στο Σαν Φρανσίσκο με πρωτοβουλία δική του και του Peter Martin αποτέλεσε χώρο ζύμωσης και φιλοξενίας της beat λογοτεχνίας. Κερουάκ, Γκίνσπεργκ και Μπάροουζ και άλλοι βρήκαν εκεί το στέκι της επαναστατική τους διανόησης. Ο Φερλινγκέτι είχε τη χαρά να λέει πως από τη στιγμή που άνοιξαν, η πόρτα έμεινε πάντα ανοιχτή.

Ένα γκουγκλάρισμα στο όνομα “City light book store” και μία εικονική περιήγηση στο tripadvisor σου επιτρέπει να εισχωρήσεις φανταστικά στο ξακουστό βιβλιοπωλείο του Φερλινγκέτι. Σ’ έναν μάλλον κατηφορικό δρόμο, με τον αμερικανικό ήλιο του Σαν Φρανσίσκο, στη διασταύρωση δύο οδών, το σομόν κτίριο με  τις μαύρες, σιδερένιες πόρτες για πρόσοψη με καλεί να μπω μέσα. Τα χρυσά, προεξέχοντα γράμματα“City light book store” (δεν ξέρω για εσάς αλλά εμένα όλα τα βιβλιοπωλεία των ονείρων μου έχουν επιγραφή με χρυσά γράμματα) επιβεβαιώνουν πως ο χώρος έχει ένα prestige που χαρίζει μόνο ο χρόνος. Μία μεγάλη τζαμαρία για να θαυμάσεις τις καινούριες κυκλοφορίες και τα bestseller. Μπαίνω μέσα. Ξύλινο, δρύινο πάτωμα και ξύλινες θήκες βιβλίων σε ελαφρώς πιο ανοιχτό χρώμα. Ένα κομμάτι χαρτιού με την υπογραφή του Φερλινγκέτι γράφει «The printing press has made poetry too silent. I want it to be heard, to have the direct impact of speech».Η μορφή του Φερλινγκέτι ξεπηδά δίπλα μου. «Η ποίηση θα πρέπει να είναι εξ ίσου απλή, όχι μια περικοκλάδα νοημάτων την οποία θα αδυνατούσε να αναγνώσει ο απλός άνθρωπος» μου εξηγεί. «Ιδανικά, θα έπρεπε να ξυπνάει, με αυτή του την απλότητα τον άνθρωπο.» Τώρα, μπορώ να πω πως συμφωνώ με τις ευγενείς προθέσεις αυτής της άποψης, ωστόσο «Δεν με βρίσκεις απολύτως σύμφωνη, Λώρενς, καθώς το ζητούμενο δεν είναι πάντα η απλότητα». «Πιάσε», λέει πάλι και σκύβει να μου δώσει ένα βιβλίο που δεν λες πως είναι και σε περίοπτη θέση. Ενώ τρίβει την μέση του να χαλαρώσει τον πόνο που προέκυψε από το σκύψιμο-είναι και κάποιας ηλικίας!- διαβάζω τον τίτλο της συλλογής. Πρόκειται για το A coney island of the mind, μία από τις πιο πολυδιαβασμένες ποιητικές συλλογές παγκοσμίως. Πολλά εκατομμύρια εκτίμησαν λοιπόν την απλότητα! Ξεφυλλίζω τη συλλογή και το μάτι μου πέφτει στο παρακάτω ποίημα:

Just as I used to say
                           love comes harder to the aged
because they’ve been running
                                  on the same old rails too long
and then when the sly switch comes along
                                        they miss the turn
and burn up the wrong rail while
                           the gay caboose goes flying
and the steam-engine driver don’t recognize
                                        them new electric horns
and the aged run Out on the rusty spur
                                        which ends up in
                          the dead grass where
the rusty tin cans and bedsprings and old razor
                          blades and moldy mattresses
                                       lie
and the rail breaks off dead
                          right there
though the ties go on awhile
                                       and the aged
say to themselves
             Well
                   this must be the place
                          we were supposed to lie down
And they do
     while the bright saloon careens along away
    on a high
         hilltop
          its windows full of blue sky and lovers
        with flowers
             their long hair streaming
                          and all of them laughing
          and waving and
                          whispering to each other
and looking out and
                          wondering what that graveyard
      where the rails end
             is

Ο Φερλινγκέτι μου κλείνει το μάτι και αναρωτιέμαι, κολλώντας με τους τέσσερις πρώτους στίχους, αν και εκείνος αισθάνεται όπως εγώ, πως οι ράγες που τρέχω δεν έχουν ακόμη σκουριάσει. Προχωρώ στα ενδότερατου μαγαζιού.

«Διάβασε εδώ (και) τώρα» προτρέπει μία χειρόγραφη πινακίδα (λατρεύω τους γραφικούς χαρακτήρες) πάνω από μία βιβλιοθήκη και άλλες: «a literary meeting place since 1953» και «free the press». Μία ακόμη καδραρισμένη αφίσα αναφέρει πως ο Γκίνσπεργκ υπογράφει αυτόγραφα την τάδε μέρα. Φαντάζομαι πως θα ήταν αυτόγραφα για το καταδικαστέο για τα ήθη της εποχής «Ουρλιαχτό», το  οποίο ο Φερλινγκέτι αποφάσισε να εκδώσει το 1956. Αναφορές στην ομοφυλοφιλία, ναρκωτικά και άλλα καθέκαστα καταδικάζουν τον ίδιο ως εκδότη απρεπούς λογοτεχνίας. Το γεγονός αποτέλεσε την αφορμή να κερδηθεί μία μάχη για την ελευθερία του λόγου.

Μία ξύλινη σκαλίτσα οδηγείς το υπόγειο του μαγαζιού που σίγουρα έχει περισσότερα βιβλία. Το ξύλο παλιό, αν και φροντισμένο. Μυρίζει βιβλίο και ξύλο μαζί. Στο υπόγειο κόκκινες σωληνώσεις ορθώνονται σε μερικά σημεία και ο τοίχος που καταλήγει δίπλα στη σκάλα είναι χτισμένος με μικρό, κόκκινο τουβλάκι. Σκαμπό δίπλα από τις ξύλινες θήκες σε προσκαλούν να κάνεις μία στάση για διάβασμα. Η πινακίδα «A kind of library where books are sold» απογειώνει την αίσθησή μου για τον χώρο.

Κάνω μία στάση στην πραγματικότητα και αρχίζω να μετράω πόσο καιρό έχω να επισκεφτώ ένα πραγματικό βιβλιοπωλείο. Ο εγκλεισμός της καραντίνας έχει παραταθεί ανυπέρβλητα και για μας τους βιβλιοφάγους η εβδομαδιαία επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο συνιστούσε την μπαρότσαρκα ή την βόλτα στα μαγαζιά. Η επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο είναι ένα συνονθύλευμα θετικών πραγμάτων-ιδεών, εξερεύνησης, ηρεμίας, ενθουσιασμού, θετικότητας και γαργάλημα αισθήσεων.
Γύρω ησυχία.
Ξεφύλλισμα βιβλίων. Χαμηλόφωνες ερωτήσεις για νέες κυκλοφορίες. Μυρωδιά από πρώτες κόπιες. Χέρια που αρπάζουν το αντίτυπο που πρόσεξες. Ένας συντονισμός στον ίδιο χώρο με άλλους που διατηρείτε την αγάπη για την ανάγνωση.

Τώρα περισσότερο από ποτέ, ίσως, μας έχουν λείψει οι χώροι ως μέρη συνύπαρξης, η παρουσία μας και ο ορισμός μας μέσα σε αυτούς. Τα μικρά βιβλιοπωλεία θα έπρεπε να γνωρίζουν καλύτερα τη δύναμη που έχουν ως χώροι- μαγνήτες- συσπειρωτές μικρών κοινοτήτων. Νομίζω πως η ανάγκη που αναδυόταν πριν την πρωτόγνωρη πανδημία -να χαθούμε στο πλήθος- αντικαταστάθηκε με την ανάγκη του “ανήκειν” σε μικρές ομάδες με αληθινή αλληλεπίδραση, ανταλλαγή απόψεων. Η πανδημία ανέδειξε την ανάγκη της γειτονιάς και τη σημασία του μικρού, του κοντινού – κοίτα να δεις που τελικά μας νοιάζει και ποιος είναι ο διπλανός μας- καθώς προσηλωθήκαμε περισσότερο στον Άνθρωπο.  Θέλουμε το μικρό και οικογενειακό βιβλιοπωλείο που έχει προσωπικότητα, κάνει δράσεις, έχει άποψη για αυτά που κυκλοφορούν και το πιο σημαντικό, μπορεί να αποτελέσει χώρο συγκέντρωσης πέντε-δέκα αναγνωστών που στο τέλος της εβδομάδας θα πιουν μαζί ένα ποτήρι κρασί και θα ανταλλάξουν εντυπώσεις για βιβλία. Είναι σημαντικό να δημιουργηθούν μικρές αλλά σημαντικές κοινότητες Ανάγνωσης. Και να έχουμε περισσότερα παραδείγματα βιβλιοπωλείων όπως ο Μωβ Σκίουρος στην Καρύτση, το Επί Λέξει στην Ακαδημίας, οι Πλειάδες στο Παγκράτι, το Έναστρον στο Κέντρο και το Λεμόνι στο Θησείο που έχουν αποδείξει τη δύναμη του μικρού. (Μακάρι να μπορούσαμε να αναφέρουμε και το παράδειγμα του Βιβλιοστάτη, που έκλεισε το 2016, λόγω της κρίσης.) Νομίζω πως έχουμε ανάγκη από τύπους σαν τον Φερλινγκέτι που κρατάνε τους χώρους ανοιχτούς (και δεν μιλάμε για περιόδους πανδημίας). Εννοώ προσιτούς. Δεν χρειάζεται να συντηρείς στο χώρο σου κινήματα όπως αυτό της beat λογοτεχνίας. Αρκεί να βοηθάς να συντηρείται η αναγνωστική απόλαυση σε μικρές κοινότητες, όπου μέσα τους είναι ευκολότερο ίσως η επικοινωνία της.

Η περιήγησή μου τελειώνει. Μπορεί να μην καταφέρω να έρθω σ’ αυτήν την άκρη του κόσμου, αλλά δεν μπορεί, νιώθω αισιόδοξη, τα πράγματα θα πάνε καλύτερα και θα τα πούμε σύντομα ανάμεσα σε κάποιο κοντινό βιβλιοπωλείο. Πηγαίνοντας προς την πόρτα μου ήρθε ένα άλλο ποίημα από εκείνη τη συλλογή που με τρυφερότητα έβαλε στα χέρια μου.

The penny candy store beyond the El
is where I first
fell in love
with unreality
Jelly beans glowed in the semi-gloom
of that September afternoon
A cat upon the counter moved among
the licorice sticks
and tootsie rolls
and Oh Boy Gum

Outside the leaves were falling as they died

A wind had blown away the sun

A girl ran in
Her hair was rainy
Her breasts were breathless in the little room

Outside the leaves were falling
and they cried
Too soon! too soon!

Τον ψάχνω ανάμεσα στις βιβλιοθήκες να τον ευχαριστήσω για την σύνδεση που «φύτεψε» στο μυαλό μου. Ναι, Λώρενς, το βιβλιοπωλείο είναι το μέρος που πρώτη φορά ερωτεύτηκα αυτό που «δεν είναι πραγματικότητα». Βλέπω από μακριά πως έχει πολλή δουλειά. Άλλωστε όπως έχει δηλώσει ταπεινά είναι απλώς «ο τύπος που τρέχει το μαγαζί». Βγαίνοντας από το βιβλιοπωλείο, ο σκύλος του ο Όμηρος, ο «υπεύθυνος δημοτικότητας και δημοσίων σχέσεων» του μαγαζιού, σύμφωνα με τον ίδιο, ξύνει το αυτί και δεν έχει πάρει χαμπάρι την παρουσία μου. Στέκεται έπειτα απτόητος, κοιτάει τον απέναντι δρόμο και ο ήλιος του Σαν Φρανσίσκο του λούζει τα αυτιά.

IVO VAN HOVE : Ο καλλιτέχνης της αποδόμησης ή η «Αποδόμηση» του καλλιτέχνη

Με αφορμή την μεταφορά των παραστάσεων του NETWORK – ταινία του 1976 – από το London National theater στο Belasco theater του Broadway τρεις κριτικοί των New York time συνομιλούν και αναλύουν την σκηνοθεσία του τρομερού Ivo (Ivo Van Hove).

Η μεγάλη επιτυχία της παράστασης το 2019 και καθώς ο αξιότιμος Κος Covid δεν μας κάνει τη χάρη να ξεκουμπιστεί και να μας αφήσει να παράξουμε φρέσκο έργο  η συζήτηση των Ben Brantley, Elisabeth Vincentelli and Jason Zinoman παραμένει επίκαιρη και οπωσδήποτε Ενδιαφέρουσα με Ε κεφαλαίο.

Ποιός είναι ο Ivo Van Hove και γιατί οι θεατές λένε τόσα συναρπαστικά, μανιακά και  μυστηριώδη πράγματα γι ‘αυτόν; Πώς ο μετριόφρων Βέλγος σκηνοθέτης, ο οποίος από το 2001 έχει τη θεατρική εταιρεία «Toneelgroep Amsterdam» ως βάση των δραστηριοτήτων του, κατάφερε να μετατραπεί στον πιο σημαντικό δημιουργό στο διεθνές θεατρικό κύκλωμα, μετρώντας ήδη τρεις σκηνοθεσίες στο Μπρόντγουεϊ;

Με τη διχαστική παραγωγή του κ. Van Hove το  “Networκ”  που παρουσιάστηκε το 2019 στο Μπρόντγουεϊ με πρωταγωνιστή τον Bryan Cranston και κέρδισε περισσότερα από 1 εκατομμύριο δολάρια την εβδομάδα,  οι New York Times κάλεσαν μαζί τρεις συγγραφείς που έχουν ακολουθήσει την πορεία του για σχεδόν δύο δεκαετίες.

Σε αυτή τη συνομιλία, ο Ben Brantley, συν-επικεφαλής κριτικός θεάτρου για τους Times, και οι κριτικοί Elisabeth Vincentelli και Jason Zinoman στόχευσαν στο να  φωτίσουν την άνοδο του κ. Van Hove, από το Off Broadway σε ένα βραβείο Tony για τον David Bowie και το “All About Eve”. Με την αναβίωση του «West Side Story» να ξεχωρίζει στο βιογραφικό του εξηντάχρονου σκηνοθέτη, o θεατρικός εκδότης Scott Heller συντόνισε το διάλογο που ακολουθεί.

Scott Ηeller: Πόσο σπάνιο είναι να συναντιέστε σε ένα τριπλό debate για έναν σκηνοθέτη;

Jason Zinoman:Ευχαρίστηση πραγματικά. Και μια απόδειξη βεβαίως της επιτυχίας του Ιvo Van Hove.

Ben Brantley:  Kαι ποιος θα το φανταζόταν όταν άρχισε να αποδομεί τα ιερά κλασσικά έργα στο New York Theater Workshop στα τέλη του  1990 ότι θα γινόταν μια mainstream δύναμη σήμερα.

Ζinoman: Προσπαθούσα να σκεφτώ  έναν άλλο καλλιτέχνη που να έχει μεταπηδήσει από το πειραματικό θέατρο στο καυτό κέντρο του Broadway με τόση επιτυχία. Ο Ρίτσαρντ Φόρμαν ήταν στο Μπρόντγουεϊ, πιστεύω, δύο φορές. Ο Peter Brook έχει ένα μεγαλύτερο βιογραφικό, αλλά δεν έχει ξαναβρεθεί στο Μπρόντγουεϊ από το 1984.

Scott Ηeller: H Julie Taymor;

Elisabeth Vincentelli: Οι μόνοι καλλιτέχνες με αυτό το είδος της διασταυρoύμενης επιτυχίας είναι μουσικοί ή εικαστικοί καλλιτέχνες. Κάποιος σαν τον Φίλιπ Γκλας, για παράδειγμα. Αλλά το αμερικανικό θέατρο είναι διαφορετικό: η πύλη εισόδου στο mainstream φυλάσσεται άγρια.

Brantley:  Και αν σκεφτείς πόσοι Αμερικανοί πρωτοποριακοί καλλιτέχνες (Peter Sellars, Robert Wilson) έπρεπε να πάνε στην Ευρώπη για να βρουν τη λαϊκή αναγνώριση, είναι ακόμα πιο εκπληκτικό. Το 2015 το «View From the Bridge» (Ψηλά από τη γέφυρα)”, το οποίο μετέτρεψε το αστικό δράμα του Arthur Miller σε μεγαλοπρεπή τραγωδία, ήταν το σημείο καμπής, υποθέτω.

Ηeller: Ας μιλήσουμε για το mainstream. Έχει προσαρμόσει ο Ιvo Van Hove την αισθητική του στη μαζική κατανάλωση, ή μήπως το θεατρικό κοινό είναι πιο έτοιμο από ποτέ να δεχτεί ό, τι εκείνος έχει να προσφέρει; Και, ακόμη και πριν από αυτό, ας προσπαθήσουμε να συλλάβουμε γιατί ο Ιvo Van Hove, στα καλύτερά του, διεγείρει τον καθένα μας- και σας υπόσχομαι, θα φτάσουμε και στο γιατί μας απογοητεύει επίσης πολύ!

Vincentelli : Έχω δει σχεδόν όλες τις παραστάσεις του στη Νέα Υόρκη από το “A Streetcar Named Desire(Λεωφορείο ο Πόθος)” το 1999, και δεν αισθάνομαι ότι η αισθητική του έχει αλλάξει πολύ, αν όχι και καθόλου. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η προθυμία του αμερικανικού κοινού να εισέλθει στον κόσμο του. Είναι ένας λαμπρός σκηνοθέτης γραφικών, πράγμα το οποίο καταφέρνει να τον συγχρονίσει με την απίστευτη οπτική κουλτούρα μας.

Brantley: Συμφωνώ Ελίζαμπεθ. Και το γεγονός ότι εισήγαγε βιντεοκάμερες στη σκηνοθεσία του τόσο νωρίς, ως μέσο για να δει, κυριολεκτικά, διαφορετικά πρόσωπα και πτυχές των χαρακτήρων του, σίγουρα συμβαδίζει με μια χρονική στιγμή κατά την οποία η οθόνη κυριαρχεί στον πολιτισμό μας.

Ζinoman: Δημιουργεί ένα είδος χάους στη σκηνή απ’ όλες τις απόψεις. Συχνά ποτέ δεν ξέρεις πού να στρέψεις την προσοχή σου.

Vincentelli : Πολλές παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ είναι στην πραγματικότητα πολύ υψηλής τεχνολογίας, αλλά η χρήση της τεχνολογίας τείνει να διατηρείται πίσω από τις σκηνές. O Van Hove φέρνει το τέχνασμα στο προσκήνιο.

Brantley: Και το κάνει αυτό μέσα από την ίδια την υποκριτική τέχνη, κάνοντάς μας να αναγνωρίσουμε τα διάφορα κόλπα και τις αλλαγές που μετέρχονται οι καλλιτέχνες και πώς χειρίζονται αυτό το απόλυτο εργαλείο της δράσης, το ανθρώπινο σώμα.

Ηeller: Έχετε όλοι σας γράψει για το βίντεο ως ένα σκηνικό εργαλείο  που μας επιτρέπει να πηγαίνουμε πίσω δεκαετίες – όπως π.χ συνέβη στο «Wooster Group» και αλλού. Το ίδιο συμβαίνει με τη «στυλιζαρισμένη» υποκριτική. Τι συμβαίνει όμως όταν ο Ivo Van Hove εφαρμόζει αυτές τις τεχνικές σε γνωστά κείμενα π.χ. στον Σαίξπηρ; Τι γίνεται με ένα μυθιστόρημα όπως το “The Fountainhead”; Και με τις  ταινίες – τόσες  πολλές ταινίες, που ζωντανεύουν εκ νέου επί σκηνής;

Brantley: Χαίρομαι που ανέφερες το “Wooster Group» γιατί πρωτοπόρησε στη χρήση της πολυκάμερας και των πολλαπλών μικροφώνων που έδιναν μια αίσθηση αποπροσανατολισμού. Ο Ιvo Van Hove χρησιμοποιεί αυτά τα πράγματα ειδικά για να φωτίσει το κείμενο, νομίζω, μερικές φορές με μάλλον κυριολεκτικό τρόπο. Αλλά επίσης – σε δύο από τις επικές του δουλειές επάνω στη διαφθορά της τυραννίας, το   “Kings of War” και το “The Damned” – μας επιτρέπει να βλέπουμε πίσω από τα παρασκήνια των διαδρόμων της εξουσίας κρατώντας μας ενήμερους  πάνω σε διάφορα επίπεδα δράσης που συμβαίνουν ταυτόχρονα.

Zinoman: Δεν θεωρώ πλέον ότι ο Van Hove προσαρμόζει τις τεχνικές του ώστε να ταιριάζουν ή να φωτίζουν το κείμενο τόσο πολύ αλλά ότι στριμώχνει το υλικό του για να χωρέσει στην ιδιαίτερη αισθητική του. Έχει γίνει ένας άκαμπτος, αν και συχνά εντυπωσιακός στυλίστας, του οποίου η μακροχρόνια συνεργασία με τον σχεδιαστή Jan Versweyveld είναι η πιο σημαντική συνεργασία του. Ένα χαρακτηριστικό του είναι η λήψη μιας σκηνής στο δρόμο που στη συνέχεια προβάλλεται στο θέατρο. Κερδίζει πάντα  γέλιο από το ακροατήριο όταν το τελευταίο βλέπει τους πεζούς της Νέας Υόρκης να αντιδρούν αμήχανα μπροστά σε  ηθοποιούς που παίζουν κοντά σε καροτσάκια με χοτ-ντογκ. Είναι το είδος του φτηνού γέλιου που έβγαλε ο David Letterman όταν πήρε τις κάμερες στο δρόμο. Αλλά το σκηνικό είναι η ναζιστική Γερμανία στο “The Damned” και ένα μιντιακό τοπίο κόλασης στο “Network”. Η χρήση των μέσων εδώ διαφωνεί με το περιεχόμενο με έναν τρόπο που δεν είμαι σίγουρος ότι μπόρεσε να ελέγξει.

Brantley: Νομίζω ότι μία από τις ανησυχίες του είναι να σβήσει τα σύνορα και να γκρεμίσει τα τείχη, όχι μόνο για να προκαλέσει μέσα από την πρωτοπορία του την αυτογνωσία μας, αλλά για να μας προτείνει να δημιουργήσουμε τη δική μας σχέση με τους ανθρώπους που βρίσκονται επάνω στη σκηνή. Σκέφτομαι ότι το έκανε αυτό πιο αποτελεσματικά στο “The Damned”, ξεκινώντας με το cast ντυμένο με πολιτικά και αφήνοντας την προετοιμασία των χαρακτήρων για το μεγάλο πάρτι με το οποίο ξεκινά η παράσταση να γίνει το σημείο εισόδου μας στην ιστορία.

Ζinoman: Εν όσω  σκέφτομαι ότι ο Van Hove ενδιαφέρεται περισσότερο για τη μορφή παρά για το περιεχόμενο, φαίνεται να τον απασχολεί περισσότερο αυτή τη στιγμή η πολιτική.

Vincentelli : Η κατηγορία  ότι το «one size» ταιριάζει σε όλους, δεν είναι εντελώς αβάσιμη στην περίπτωση του Ivo Van Hove. (Μου θυμίζει τις κατηγορίες-όχι αβάσιμες- που υπέστη και ο Robert Wilson). Αυτό που με ανησυχεί κάπως είναι η εξάρτηση του από τα πολυμέσα αυτή την περίοδο, κάτι που δεν συνέβαινε πάντα στις προηγούμενες παραστάσεις του. Αναρωτιέμαι αν όλο αυτό έχει να κάνει με την υπερβολική χρήση των ταινιών ως πρώτη του ύλη. Μακάρι να επέστρεφε στην κλασική του περίοδο!

Brantley: Η φήμη του ωστόσο δεν  επιτρέπει το χαρακτηρισμό του Ivo Van Ηοve ως «οne- trick pony». Θυμόσαστε την οπτικά άμεση, σχεδόν απαλλαγμένη από την τεχνολογία, προσαρμογή του  “Σκηνές από ένα γάμο” του Bergman πριν από μερικά χρόνια; Χρησιμοποίησε τρία διαφορετικά ζευγάρια ερμηνευτών για να παρουσιάσει το ίδιο ζευγάρι σε διαφορετικές ηλικίες, και καθολικοποίησε κατ’ αυτό τον τρόπο την ταύτιση μας (ή τουλάχιστον τη δική μου) μαζί τους. Θεωρώ πως παραδόξως για έναν μοντερνιστή, ο Ivo Van Hove είναι κυρίως οικουμενιστής.

Vincentelli:  Όλη η συζήτηση για τα πολυμέσα σκοτεινιάζει την καταπληκτική δουλειά του με ηθοποιούς. Οι παραστάσεις που παίρνει από αυτούς μπορεί να είναι εκπληκτικές! Τους θυμάμαι περισσότερο από τις βιντεακού τύπου επιδεικτικές ασημαντότητες.

Heller:  Δώσε μου ένα παράδειγμα
Vincentelli: Ο Hans Kesting, εντυπωσιακά φυσικός ως Ριχάρδος ο Γ’ (“Kings of War”) και ως  Μάρκος Αντώνιος (“Roman Tragedies”).

Brantley: Και η δαιμονική σερβιτόρα της Saoirse Ronan’s στο  “The Crucible” ή η σπαρακτική ερμηνεία της Elizabeth Marvel’s στις παραστάσεις “A Streetcar Named Desire(«Λεωφορείον ο Πόθος») and “The Little Foxes(«Οι μικρές αλεπούδες»);

Zinoman: Δεν θεωρώ  ότι ο Van Hove είναι σπουδαίος τόσο για τους ηθοποιούς του. Αλλά ο Μπεν(Brantley) μου θυμίζει ένα άλλο αξιοθαύμαστο χαρακτηριστικό: Την τολμηρή και επιτυχημένη εννοιολογική του σύλληψη. Στο «The Crucible» τόλμησε να προτείνει ότι οι μάγισσες μπορεί στην πραγματικότητα να υπάρχουν. Δεν το είχα ξαναδεί. Δεν θεώρησα ότι η πίστη στην υλοποίηση αυτής της ιδέας ήταν αρκετά δυνατή για να πετύχει, αλλά σεβάστηκα την προσπάθεια.

Vincentelli: Είναι δύσκολο να υπερεκτιμήσουμε τον αντίκτυπο που έχει η ευρωπαϊκή του ανατροφή στη δουλειά του επάνω στα αμερικανικά και βρετανικά κλασικά έργα, όπως το «The Crucible». Δεν φτάνει προς αυτά με τις ίδιες αποσκευές. Αυτό δεν πέφτει πάντα ολότελα έξω αλλά όταν συμβαίνει τα αποτελέσματα είναι διαφωτιστικά- τo “View from the Bridge (Ψηλά από τη γέφυρα)” είναι ένα τέλειο παράδειγμα.

Heller: Ας επιστρέψουμε στο λόγο του Jason(Ζinoman) σχετικά με τις  πολιτικές θέσεις του Van Hove. Το «Νetwork» τελειώνει με μια αμφιλεγόμενη κορυφαία σκηνή, στην οποία παρακολουθούμε πλάνα των προέδρων που εκλέχθηκαν από τη δεκαετία του 1970, με αποκορύφωμα τον Τραμπ. Το κοινό ουρλιάζει. H σκηνή απλώς απευθύνεται στο πλήθος;

Brantley: Απολύτως. Είναι παραπλανητική και περιττή. Πολλά από τα προβλήματά μου με το “Network” έχουν να κάνουν με το αρχικό υλικό. Αυτό που με εντυπωσίασε στην παραγωγή, ωστόσο, ήταν η εκπληκτική ερμηνεία του Bryan Cranston ως άνθρωπος που φτιάχτηκε από τα μέσα ενημέρωσης – και ο τρόπος που αυτός ο τύπος αλληλεπίδρασε με τις κάμερες επί σκηνής και τις δικές του αντανακλαστικές εικόνες!

Vincentelli: Συμφωνώ με τον Ben(Brantley), ήταν μια ύπουλη λήψη.

Ηeller: Γι’ αυτό, κρατήστε για μένα πώς ή όταν ο van Hove γίνει πλουσιότερος, πιο δυνατά πολιτικά επιχειρήματα.

Zinoman : Δεν το κάνει. Το “Network” δεν είναι ανωμαλία. Το μόνο άτομο που κριτικάρει την τηλεόραση τόσο πολύ και τόσο ευρέως όσο και οι καλλιτέχνες πίσω από το “Νetwork” είναι ο ίδιος ο Τραμπ. Σε άλλα χέρια, μερικά από αυτά θα παίζονταν ως σάτιρα, όπως στην αρχική ταινία. Όμως, ο Van Hove, όσο μπορώ να έχω άποψη, είναι ανίκανος να δώσει χιουμοριστική αίσθηση. Η μόνη λειτουργία του είναι επική, ζοφερή, αδυσώπητη τραγωδία.

Brantley: Πρώτα απ ‘όλα και κυρίως ο Van Hove είναι τραγωδός, ωστόσο νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε χώρο για τραγωδούς σε μια εποχή που αποτελούν μια σπάνια φυλή μεταξύ των σκηνοθετών. Πράγματι του λείπει η αίσθηση της σάτιρας και ακόμη και της ειρωνείας, εκτός από μια κοσμική τους έννοια. Αυτό που νομίζω ότι τον συναρπάζει και αυτό που συχνά δουλεύει για μένα, είναι η ιδέα των μονολιθικών προσωπικοτήτων, καταδικασμένων να πνιγούν κάτω από τα πάθη τους (ή τα «εγώ» τους). Αυτό ισχύει για τον εκπληκτικό Eddie Carbone του Mark Strong στο “View From the Bridge” και τους μονάρχες από το “Kings of War”.

Vincentelli: Δεν τον θεωρώ καθόλου πολιτικοποιημένο σκηνοθέτη. Μερικές φορές νιώθω ότι σκοντάφτει σε αυτό, αλλά δεν είναι ο πρωταρχικός ή ακόμη και ο δευτερεύων τρόπος λειτουργίας του. Αυτό που κάνει καλύτερα είναι ότι ανασκάπτει νέες αναγνώσεις σε θεατρικά έργα που νομίζατε ότι γνωρίζετε – το κείμενο κάτω από το κείμενο. Για παράδειγμα, είχε τον Bruce McKenzie να παίζει τον Stanley στο “Streetcar(Λεωφορείον ο Πόθος)”, έναν ηθοποιό που δεν είναι ο βαρύς, υπερ-αρσενικός τύπος που οι άνθρωποι συνήθως συσχετίζουν με αυτόν τον χαρακτήρα. Αυτό ήταν αποκαλυπτικό για μένα – τα σχήματα που μπορεί να πάρει η αρρενωπότητα.

Zinoman: Θέλω να επιστρέψω στην ιδέα ότι οι χαρακτήρες του, όπως το λέει ο Μπεν(Brantley), είναι καταδικασμένοι. Συμφωνώ. Και καταραμένοι. Αυτό ενοποιεί μεγάλο μέρος του έργου του: Όλα είναι αδυσώπητα. Αλλά υπάρχουν μειονεκτήματα σε αυτό, ειδικά καθώς δουλεύει με μια αυξανόμενη ποικιλία υλικού (επόμενο: «West Side Story»). Φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρεται να δημιουργήσει αγωνία ή να προκαλέσει έκπληξη, παρά μόνο μέσα από τις οπτικού τύπου κορυφαίες στιγμές.

Brantley: Για μένα, ένα από τα πιο αξιοσημείωτα δώρα του είναι η ικανότητά του να διατηρεί ένα αίσθημα αγωνίας (η καταστροφή του Götterdämmerung), παρόλο που γνωρίζεις προς τα πού οδηγείσαι. Και λειτουργεί με σκοτεινά, μνημειακά κλασικά έργα  όπως το “View” και το “The Crucible”. Περιέργως, η μοναδική του προσπάθεια στην ελληνική τραγωδία που έχω δει, μια «Αντιγόνη» με πρωταγωνίστρια την Juliette Binoche, ήταν εντελώς αδιάφορη.

Vincentelli: Τα πηγαίνω καλά με αυτόν που εργάζεται πάντα στο ίδιο πεδίο. Παραπονιόμαστε ότι ο Jerry Zaks κάνει πάντα κωμωδία; Είναι εξαιρετικός σε αυτό. Όσο για τo θέμα του τεχνάσματος- η κριτική δεν στοχεύει σε αυτό αν μιλήσουμε π.χ. για τον Richard Nelson, του οποίου τα έργα γύρω από την Apple Family είναι εξίσου εντυπωσιακά. Αλλά επειδή είναι σε μια οικεία νατουραλιστική κατάσταση, κανείς δεν παρατηρεί ούτε νοιάζεται. Αυτό που κάνει ο van Hove χαλαρώνει, έστω και λίγο, το νατουραλιστικό κράτημα στις mainstream αμερικανικές σκηνές. Είναι μεγάλη υπόθεση στον κόσμο μας.

Zinoman: Τώρα που αρχίζει να εργάζεται στις πιο διακεκριμένες σκηνές του εμπορικού θεάτρου, νομίζω ότι η εμβέλεια του έχει σημασία. Συμφωνούμε ότι το “View From the Bridge” ήταν υπέροχο. Αλλά είναι ο σωστός σκηνοθέτης για το “West Side Story”; Αυτή η ερώτηση δεν είναι πλέον ακαδημαϊκή.

Heller: Μέρος αυτού που του έχει δώσει αυτές τις ευκαιρίες είναι η αγκαλιά κριτικών όπως οι τρεις σας. Έχει γίνει ένα όνομα, ένα καινούργιο είδος, που ακολουθούν οι οπαδοί του θεάτρου. Ή όχι. Όπως  ένας σχολιαστής σε μια κριτική των Times έγραψε: «Ivan Van Hooey. Αρκετά. Σας παρακαλώ. Κάντε τον να φύγει.”

Vincentelli: Όταν πηγαίνεις στο “The Damned” και ακούς ανθρώπους να έχουν έντονες συνομιλίες – υπέρ και κατά – στο δρόμο μετά, υπάρχει κάτι που συμβαίνει που νομίζω ότι είναι πολύ συναρπαστικό. Οι άνθρωποι διαφωνούν για τις σκηνοθετικές επιλογές! Αυτό είναι απίστευτο για μένα. Θα συγχωρήσω το “Lazarus”, το show του Bowie, μόνο για αυτό.

Zinoman: Συμφωνώ με την Elisabeth(Vincentelli) ότι η εμπνευσμένη θερμή συζήτηση για τη σκηνοθεσία είναι υπέροχη. Αλλά νομίζω επίσης ότι έχουμε μια προκατάληψη για φιλοδοξία που μπορεί να μας κάνει να πάμε εύκολα στο van Hove. Για παράδειγμα, ας πάρουμε την πιο προκλητική απόφαση που τον έχω δει να παίρνει, τη σκηνή της κακοποίησης στο “The Damned”. Ήταν ένας πολύ νεαρός ηθοποιός, και στάθηκε σε αυτήν τη σκηνή με τέτοιο τρόπο ώστε να μας κάνει να νιώθουμε άβολα. Για να είμαστε δίκαιοι απέναντι του, η σκηνή ήταν στην ταινία. Αλλά το θέατρο είναι ένα διαφορετικό μέσο. Και όταν το παρακολούθησα ζωντανά, δεν σκέφτηκα την παρακμή της ναζιστικής Γερμανίας ή τη διαφθορά αυτής της οικογένειας ή οποιουσδήποτε σύγχρονους παραλληλισμούς. Το μόνο πράγμα στο μυαλό μου ήταν αυτός ο ηθοποιός: Πώς της εξήγησαν αυτήν τη σκηνή; Ο Van Hove μας είχε ήδη δείξει εκτελέσεις, όργια, σώματα ενηλίκων λερωμένα με αίμα και φτερά. Χρειαζόμασταν και αυτό; Άξιζε;

Βrantley: Όλες οι ανησυχίες σου ήταν σίγουρα στο μυαλό μου όταν το παρακολούθησα. Νομίζω ότι θα απαιτούσε περισσότερο χώρο από ό, τι έχουμε για να δικαιολογήσουμε τη συγκεκριμένη επιλογή. Όμως έχεις δίκιο, μας τράβηξε έξω από  τη στιγμή. Εγώ, επίσης, αναρωτιόμουν πώς είχε προετοιμαστεί η νεαρή ηθοποιός για εκείνη τη στιγμή.

Heller: Tο σεξ στο κόσμο του Van Hove  είναι απλώς αναπόσπαστο μέρος της ζοφερότητας για την οποία μίλησε ο Τζέισον(Zinoman);

Vincentelli: Έχω δει  γυναίκες να παίρνουν θέση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τον τρόπο με τον οποίο οι παραγωγές του μπορεί να εξαντλούν φυσικά τους ηθοποιούς. Αλλά από ό, τι έχω διαβάσει, οι ηθοποιοί λατρεύουν να συνεργάζονται μαζί του και η διαδικασία είναι διεξοδική και μεθοδική. Όσο για τη σκηνή, δεν βρίσκω την αποτύπωση της σεξουαλικότητας σκληρή. Μπορεί να είναι βάναυση, χειριστική, ναι, αλλά είναι επίσης πραγματιστικός στον τρόπο που εξετάζει τις σχέσεις εξουσίας και τον τρόπο με τον οποίο αυτές εκφράζονται μέσω του σεξ.

Brantley: Aναγνωρίζω επίσης συχνά τη μοναξιά των χαρακτήρων στις παραγωγές του, ακόμα και όταν είναι κλεισμένοι σε σαρκική αγκαλιά. Αυτό ήταν μέρος αυτού που ήταν τόσο όμορφο για μένα σχετικά με την ερμηνεία του για τους “Angels in America” – την ελπιδοφόρα ματαιοδοξία να φτάσεις και να αγγίξεις κάποιον. Και νομίζω ότι μπορεί να τα πάει καλά με την Εύα στο επερχόμενο “All About Eve”, δεδομένης της σκηνικής του εκδοχής για το “Opening Night” του John Cassavetes.

Heller: Οι παραγωγές συνεχίζουν να έρχονται. Πέρα από τη δική του δουλειά, αναρωτιέμαι: Έχει επηρεάσει άλλους σκηνοθέτες ή γενικότερα ό,τι βλέπουμε όλοι στη σκηνή;

Vincentelli: Αυτό που κάνει μπορεί να είναι ακριβό, και οι Αμερικανοί σκηνοθέτες με φιλοδοξίες και ιδέες συνήθως έχουν έλλειψη χρημάτων. Δεν υπάρχει το ίδιο σύστημα θεσμικής υποστήριξης όπως στην Ευρώπη ή τη Βρετανία.

Brantley: Αλλά νομίζω ότι έχει ανοίξει πόρτες σε σκηνοθέτες που ακολουθούν λιγότερο παραδοσιακά νατουραλιστικές προσεγγίσεις στο θέατρο. Στο κάτω κάτω, η “Οklahoma!” του Daniel Fish έρχεται στο Μπρόντγουεϊ. Και ίσως υπάρχει ένα άγγιγμα από Van Hove στη χρήση του ανελέητου βίντεο ταυτόχρονης μετάδοσης και στην έξυπνη αντίφαση μεταξύ κειμένου και δράσης.

Zinoman: Η επιτυχία δεν οδηγεί μόνο σε μίμηση. Διευρύνει το βασίλειο του δυνατού για τους παραγωγούς.

Εδώ είναι η Γηραιά Αλβιόνα Md Omooba, Δεν είναι παίξε γέλασε

Με την εγχώρια δικαστική εξουσία να έχει κάνει, το 2021, ένα τεράστιο βήμα μπροστά , με την καταδίκη της «Χρυσής Αυγής», και να δείχνει να πλέει προς τα ανοιχτά του προοδευτισμού, η αγγλική δικαιοσύνη απεκδύεται την δικαστική περούκα του συντηρητισμού και στον χώρο της τέχνης.

H Seyi Omooba, λοιπόν, προσλήφθηκε στο Curve Theater του Λέστερ της Μεγάλης Βρετανίας για τον ρόλο της Celie στην θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος της Alice Walker «The Color Purple». Θυμίζουμε ότι η Alice Walker με το μυθιστόρημα της αφηγείται την ιστορία της Celie, μιας μαύρης κακοποιημένης λεσβίας γυναίκας, σε μια διαρκή προσπάθεια επούλωσης τραυμάτων και κοινωνικής αποδοχής. Μετά την πρόσληψη της Omooba ήρθε στην επιφάνεια και στην αντίληψη των ιθυνόντων του θεάτρου μία παλαιότερη της δημοσίευση του Facebook στην οποία η ίδια καταδίκαζε την ομοφυλοφιλία ως μη φυσιολογική και ως ενάντια στις χριστιανικές διδαχές. Το θέατρο προέβη, άμεσα, σε απόλυση της Omooba. Kαι η Omooba, πάραυτα, σε δικαστικό αγώνα εναντίον του θεάτρου.

H δικαστική εξουσία, τελικά, ευτύχησε να αψηφήσει τις χριστιανικές οργανώσεις που είχε στο πλάι της η Omooba και προσυπέγραψε κατηγορηματικά την άποψη του Curve Theater ότι οι ομοφοβικές αντιλήψεις δεν συνάδουν, πλέον, με την τέχνη του θεάτρου.

Αν το, εντός των εθνικών τειχών, θέατρο μοιάζει, λοιπόν, να προσεγγίζει πλέον ανοιχτά την δικαστική εξουσία, ας ελπίσουμε ότι αυτή θα σταθεί στο ανεξάρτητο και προοδευτικό της ύψος.

Τι απέγινε ο Βαλκανικός κινηματογράφος?

Από την Σοφία Γουργουλιάνη

Τι έγινε άραγε ο Βαλκανικός κινηματογράφος που πριν από καιρό εισέβαλε δυναμικά στον κινηματογραφικό μας ορίζοντα με τα «Όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται» από τη Βοσνία, το Bal-can-can από τα Σκόπια, το No man’s land του Danis Tanovic επίσης από την Βοσνία και βέβαια τι έγινε ο κυριότερος εκπρόσωπος του και πολυπράγμων ο Εμιρ Κοστουρίτσα. 

Ξεκινώντας από το Σεράγεβο και ολοκληρώνοντας τις σπουδές του στη διάσημη σχολή FAMU της Πράγας, πραγματοποίησε την πρώτη του κινηματογραφική έκρηξη με τη μικρού μήκους «Guernica». Ενώ, η είσοδος του στην 7η τέχνη αναδείχτηκε τα επόμενα χρόνια σε μόνιμη εγκατάσταση σε φεστιβαλικά σαλόνια και βραβεία. Η δεύτερη, λοιπόν, μεγάλου μήκους του ταινία «Ο πατέρας λείπει για δουλειές» θα αποσπάσει το 1985 τον πρώτοτου Χρυσό Φοίνικα, μετον δεύτερο να έρχεται μια δεκαετία μετά, το 1995, με το επικό «Underground».

Το «Underground»θα του χαρίσει εκτός από το πολυθρύλητο αγαλματάκι των Καννών και μία φιλοσοφική και κινηματογραφική κόντρα που θα του αποδώσει, από φιλοσόφους και κινηματογραφικούς σχολιαστές, την ταμπέλα του οπαδού του Μιλόσεβιτς και την πρόθεση αθώωσης των Σέρβων για τα εγκλήματα πολέμου της δεκαετίας των ‘90s.Η συνέχεια διαγράφηκε χωρίς μεγάλα βραβεία και αδιαφιλονίκητα αριστουργήματα για έναν δημιουργό που έχει αφήσει, όμως, ως πολύτιμη παρακαταθήκη στην κινηματογραφική ιστορία το προσωπικό του σκηνοθετικό στίγμα. Ένα στίγμα με ρίζες γερά φυτεμένες στα Βαλκάνια, που δε διαπραγματεύτηκε να μπαρκάρει άνευ όρων για το αδυσώπητο και –ίσως- εύκολο χρήμα του Χόλιγουντ.

Πιστεύοντας πως οι σκηνοθετικοί και σεναριακοί «χυμοί» του Κουστουρίτσα προήλθαν από την εποχή της ωριμότητας του, θα μιλήσουμε για τις τρεις ταινίες της περιόδου 1988 έως και 1985.

Ο καιρός των τσιγγάνων

‘Η αλλιώς η στρογγυλή διαλεκτική τράπεζα της Κάριλ Τσέρτσιλ και των Top Girls με εκλεκτούς, όμως, συνδαιτυμόνες τους Φελίνι, Ντίκενς, Κόπολα και Κουστουρίτσα σε μια σχεδόν διονυσιακή τελετή με αλκοόλ και πολιτισμικές ζυμώσεις.

Πρωταγωνιστής μας, ο έφηβος Perhan που πέφτει θύμα του θεού έρωτα για να βρει την Ιουλιέτα του στα μάτια και στο κορμί μιας εξίσου νεαρής γειτόνισσας. Όταν η μητέρα της Ιουλιέτας του, θα αρνηθεί το γάμο των δύο νεαρών στο βωμό της φτώχιας του Perhan, ο πρωταγωνιστής μας, θα μπαρκάρει για ένα ταξίδι στην παρανομία και το εύκολο χρήμα.

Το σουρεαλιστικό μεγαλείο του Φελίνι, η ένοχη αθωότητα του Όλιβερ Τουίστ και ο αισθηματίας πλην μαφιόζος του Κόπολα συναντιούνται σε καταυλισμούς τσιγγάνων σε μια κατακερματισμένη Γιουγκοσλαβία. «Ο καιρός των Τσιγγάνων» είναι μια ρεαλιστική σκληρή κατάδυση σε ένα κόσμο καταδικασμένο να ζει αιωνίως στο μεταίχμιο δύο πολιτισμών. Ένας, λοιπόν, Κουστουρίτσα που έρχεται με φόρα και με μαγευτικά οπτικά μέσα να μας πει πως αν για την Ευρωπαία γιαγιά, ο «Γύφτος» απειλεί να φάει το λευκό εγγόνι, τότε για την Τσιγγάνα γιαγιά το φοβικό αντικείμενο που απειλεί να κατασπαράξει το εγγόνι δεν μπορεί παρά να είναι ο «Μπαλαμός».

Arizona Dream

Με το πρώτο –και ίσως τελευταίο- κινηματογραφικό του ταξίδι στο Χόλιγουντ, ο Κουστουρίτσα υπερέβη κάθε τρικλοποδιά της Χολιγουντιανής γραφειοκρατίας, δημιουργώντας μια ταινία την οποία η ίδια αυτή γραφειοκρατία έχει δομηθεί για να αποφεύγει με κάθε κόστος.

Παίρνοντας στα σκηνοθετικά του χέρια αστέρες όπως ο Βίνσεντ Γκάλο, η Φέι Νταναγουεί και ο Τζόνι Ντεπ, ο Κουστουρίτσα, τους τοποθετεί στο κινηματογραφικό του σύμπαν και τους απογυμνώνει από κάθε χολιγουντιανό στερεότυπο.

Ο Axel (Τζόνι Ντεπ), αποφασίζει, μια κάποια ωραία πρωία, να εγκαταλείψει στρωμένη δουλειά και μέλλον για χάρη των ματιών μιας πανέμορφης 50άρας (Φέι Νταναγουέι), αλλά και των θελγήτρων της  νεαρής θετής κόρης της (Λίλι Τέιλορ). Τότε, ισόπλευρα και ενίοτε ανισόπλευρα τρίγωνα εμφανίζονται ταχύτατα στις ζωές των πρωταγωνιστών με τις πλευρές να φέρουν τα ονόματα ονείρων, ανδρών και γυναικών σε μια ταινία με καταιγιστικό ρυθμό.

Κι αν ακόμα αναρωτιέστε αν η ενηλικίωση είναι μοίρα ή η παιδικότητα επιλογή, ο Κουστουρίτσα, ίσως, απαντά πως η εμπιστοσύνη στην ίδια τη ζωή είναι μονόδρομος.

Underground

Ο Κουστουρίτσα, εδώ, πιάνει στα χέρια του την ιστορία της Γιουγκοσλαβίας από το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο έως τους Βαλκανικούς Πολέμους. Αφορμή για να ξετυλίξει το μίτο του αποτελεί ένα ερωτικό τρίγωνο. Ενώ, άκρη του μίτου αποτελεί η απεικόνιση ενός λαού κατακερματισμένου στο βωμό ανώτερων –πάντα- συμφερόντων.   

Μέσα στη βία και στη φούρια του πολέμου, η καλλιτεχνική «αυθάδεια» του Κουστουρίτσα μας χάρισε μια δική του εκδοχή για τον ίδιο το λαό που τον μεγάλωσε. Κι αν ο ίδιος αποκήρυξε ,τελικά, τη Βοσνιακή του καταγωγή για να ασπαστεί τη Σέρβο-Χριστιανική, η ταινία δεν αναλώνεται σε εύκολες σεναριακές αθωώσεις, αλλά με τάση μηδενιστική για τους εκάστοτε κρατούντες μιλά για ένα λαό που υποφέρει διαχρονικά.

Κι αν το «αγαπώ την πατρίδα μου», καταλήγει εύκολα σε τάσεις εθνικής και πολιτισμικής ανωτερότητας, ο Κουστουρίτσα πιάνει την έννοια της πατριδολατρίας και ως πλαστελίνη τη μετατρέπει σε αναζήτηση ταυτότητας και μεγαλεπήβολο αντιπολεμικό «κατηγορώ».

Θέατρο πίσω από το πλεξιγκλάς

Γιοχάννα Μπούρη

Σε θερινό θέατρο μετέτρεψαν την πίσω αυλή του θεάτρου Colonial, οι συντελεστές του Berkshire Theatre group της Μασαχουσέτη, που ανέβασαν το μιούζικαλ ‘Godspell’.

Οι θεατές , αφού πρώτα περάσουν έναν τυπικό έλεγχο της θερμοκρασίας τους στην είσοδο, εισέρχονται στο θέατρο, και από εκεί, στην πίσω αυλή, όπου έχει στηθεί μια εξωτερική σκηνή, φωτισμοί, και καθίσματα τοποθετημένα στις απαραίτητες αποστάσεις μεταξύ τους. Η δε σκηνοθεσία του έργου έχει επίσης λάβει υπόψη της τη συνθήκη της πανδημίας, καθώς κάθε ηθοποιός βρίσκεται σε ένα ‘κουτί’ από πλεξιγκλάς, καθένας έχει το δικό του κοστούμι, και τα αποκλειστικά δικά του σκηνικά αντικείμενα, για λόγους ασφαλείας, καθώς και σκηνοθετικής σκοπιάς σε αυτή τη συνθήκη εγκλεισμού που έχει γίνει πια γνώριμη σε όλους μας.

Όλοι μπορούν να μαγειρέψουν!

Γιοχάννα Μπούρη

Ενόσω εμείς πίναμε το Quarantini μας με μικρές, κοφτές γουλιές, εκατοντάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο TikTok για να φτιάξουν το Ratatouille: The Musical. Μουσικοί, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, σκηνογράφοι, φωτιστές, και άνθρωποι με κάθε λογής ταλέντο, ‘ήρθαν κοντά’ και ένωσαν τις δυνάμεις τους μέσω της πλατφόρμας του TikTok, δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα πέρα από κάθε φαντασία. Ίσως μια παραγωγή με τις μεγαλύτερες διαστάσεις που έχουμε δει, και μια δουλειά που έχει συλληφθεί και υλοποιηθεί αποκλειστικά από νέους ανθρώπους, με νέες ιδέες. Ήδη η παραγωγή έχει συγκεντρώσει από δωρεές πάνω από δύο εκατομμύρια δολάρια, τα οποία προορίζονται για το The Actors Fund, μια τεράστια κίνηση αλληλεγγύης προς συναδέλφους καλλιτέχνες, μέσα σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς που διανύουμε.

 

 

 

Ο «Γλάρος» και οι Sims

Από την Σοφία Γουργουλιάννη

Η  Μάσα είναι μία emo-goth νεαρή γυναίκα που θέλει να μείνει μόνη και η Νίνα διακόπτει τον μονόλογο της γιατί διψάει.

Η Αμερικάνα σκηνοθέτης και σεναριογράφος, Celine Song, εγκατέλειψε για λίγο την ζωντάνια της πρόβας και τον επίμονο ήχο του πληκτρολογίου για να επιχειρήσει μία θεατρική κατάδυση στον κόσμο των Sims (εκ του simulation), στο πλαίσιο προγράμματος του NewYork Theatre. Αν είναι, λοιπόν, οι κρίσεις -εκτός από τραγικές συγκυρίες- και ευτυχείς ευκαιρίες για την ανάδειξη νέων τρόπων δημιουργικής έκφρασης, τότε η Song αποτελεί -ίσως- ιδανικό case study. Σε μια προσπάθεια ανανέωσης της θεατρικής σκηνής, τοποθέτησε τον Τρέπλιεφ, την Μάσα και την Νίνα στον κόσμο των Sims. Ενώ, επιχειρώντας μία καινοτόμα προσέγγιση της υποκριτικής, η διανομή των ρόλων έγινε σε φιγούρες των Sims οι οποίες δημιουργήθηκαν με την συνεργασία σκηνοθέτη και κοινού κατά την διάρκεια της παράστασης.

Η ίδια η Song δηλώνει πως δημιούργησε ένα διαρκές installation το οποίο προσφέρει σε ένα κλασικό κείμενο μία δόση τεχνολογικής προσομοίωσης. 

Κορνάροντας για το encore

Από την Γιοχάννα Μπούρη

Στο μεταξύ στην Τσεχία, οι απανταχού θεατρόφιλοι είναι ευγνώμονες που δε χρειάζεται να βλέπουν θέατρο στο διαδίκτυο.

Σε μια μεγάλη λαχαναγορά στο κέντρο της Πράγας, στήθηκε μια μικρή σκηνή, και φιλοξένησε μια σειρά καλλιτεχνικών δρώμενων, ανάμεσα σε αυτά και παραστάσεις από το Εθνικό Θέατρο της Τσεχίας. Και σε αυτήν την περίπτωση λειτούργησε ως drive-in theatre, σε μια στιγμή που το θέατρο αλλάζει συγκινητικά.

Μια στιγμή που οι θεατές συμφωνούν ανοίγοντας τους υαλοκαθαριστήρες όταν ξεκινάει να ψιχαλίζει, και χειροκροτούν τους καλλιτέχνες, την τέχνη, την ανθρωπότητα, κορνάροντας όλοι μαζί σε μια κεντρική λαχαναγορά της Πράγας.

Goth θέατρο στο δάσος

Από την Σοφία Γουργουλιάννη

H πόλη Missoula της πολιτείας Μοντάνα, μία ατέλειωτη κοιλάδα ανάμεσα σε 5 διαφορετικά βουνά, αποτέλεσε την απόλυτη έμπνευση του νέου θεατρικού έργου της Jean Douglass, «The Fog» για το Montana Repertory Theater.

Βρίσκοντας καλλιτεχνικό έρεισμα στον απόκρυφο χαρακτήρα των δασών που περιβάλλουν την πόλη, η συγγραφέας και σκηνοθέτης, έπλασε μια ιστορία παθών και φαντασμάτων. Τοποθετώντας, μάλιστα, τα θεατρικά της φαντάσματα, τους πρωταγωνιστές αλλά και το κοινό εντός και πέριξ ενός πραγματικού διατηρητέου πύργου φωτιάς στο δάσος της Missoula, βρήκε την αυτονόητη καλλιτεχνική πατρίδα του έργου αλλά και την ιδανική covid free συνθήκη για την παρουσίαση του.

Το εύρος του δάσους επιτρέπει την τήρηση των αναγκαίων αποστάσεων και ο μυστικιστικός του χαρακτήρας επιτρέπει την ταύτιση με goth ατμόσφαιρες και πνεύματα.

Πότε θα ξαναδώ Γκαίτε άραγε;

από την Γιόχάνα Μπούρη

Μια μικρή ομάδα στη Γερμανία αποφάσισε να συνδυάσει μέσα του ψηφιακού θεάτρου με ένα από τα μεγαλύτερα έργα του Γκαίτε. Οι συντελεστές θέτουν ένα ερωτηματικό  στο livestream ως θεατρικό μέσο, στοχεύοντας σε μια ψηφιακή ‘πραγμάτωση’ της ιστορίας, παρά στην ψηφιακή της αναμετάδοση. ‘

Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου’, είναι ένα επιστολικό μυθιστόρημα του Γκαίτε, και ίσως ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά μυθιστορήματα της περιόδου Sturm und Drang στη Γερμανία. Στο έργο ο νεαρός Βέρθερος (Werter), ένας νέος και παθιασμένος καλλιτέχνης, γνωρίζει τον απαγορευμένο έρωτα – την Καρλόττα (Lotte). Ο έρωτάς του για αυτή θα τον ωθήσει σε μια πορεία θλίψης και πόνου, και τελικά στην αυτοκτονία. Η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα από μια σειρά επιστολών που στέλνει ο Βέρθερος στον φίλο του Βίλχελμ (Willi). Εδώ βασίζει και την πρωτοπορία της η παράσταση αυτή, όπου οι συντελεστές έχουν κατασκευάσει για τα πρόσωπα του έργου προφίλ στο instagram, και η ιστορία ξεδιπλώνεται παρακολουθώντας την ανταλλαγή μηνυμάτων του Βέρθερου με τον φίλο του.

Μόνο η σύλληψη της δημιουργίας ολοκληρωμένων  προφίλ για τον κάθε ήρωα, δίνει στους θεατές (;) μια αλύγιστη αίσθηση πραγματικότητας σε αυτήν την τραγική, αλλά διαχρονική ιστορία.

Scroll to top