Η Dorothea Lange ήταν ένας από τους πρωτοπόρους φωτογράφους ντοκιμαντερίστες και φωτορεπόρτερς του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στις 26 Μαΐου 1895, στο Hoboken του New Jersey και το πλήρες όνομα της ήταν Ντοροθέα Μαργκαρέτα Νούτσχορν. Ο πατέρας της, Heinrich Nutzhorn, ήταν δικηγόρος και η μητέρα της, η Johanna, ανέλαβε να μεγαλώσει αυτήν και τον αδερφό της. Στην ηλικία των 7 ετών, η Dorothea προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα , που άφησε το δεξί πόδι της ατροφικό. Αργότερα, ωστόσο, δήλωσε ότι είναι ευγνώμων για την πολιομυελίτιδα της. «Ήταν το πιο σημαντικό πράγμα που μου συνέβη, και με διαμόρφωσε, με καθοδήγησε, με βοήθησε και με έκανε πιο ταπεινή», είπε. Λίγο πριν την εφηβέια της η Dorothea οι γονείς της χώρισαν. Θέλει να ισχυρίζεται ότι ενηλικιώθηκε για να κατηγορήσει τον πατέρα της για τον χωρισμό και για να ολοκληρώσει την εκδίκηση της άλλαξε το επώνυμό της και πήρε το όνομα της μητέρας της, Lange και μ΄αυτό έγινε διάσημη. Στις αρχές Μαρτίου του 1936, η Dorothea Lange πέρασε από μια πινακίδα με την ένδειξη “PEA-PICKERS CAMP” στο Nipomo της Καλιφόρνια. Εκείνη την εποχή, εργαζόταν ως φωτογράφος για το Resettlement Administration (RA), μια κυβερνητική υπηρεσία της εποχής του μεγάλου κραχ που δημιουργήθηκε για να ευαισθητοποιήσει το κοινό και να παράσχει βοήθεια σε αγρότες που αγωνίζονται. Είκοσι μίλια μετά την ταμπέλα η Lange έστριψε το τιμόνι και γύρισε πίσω στο PEA-PICKERS CAMP, όπου συνάντησε μια μητέρα και τα παιδιά της. «Το πεινασμένο και απελπισμένο βλέμμα της μητέρας με τραβηξε όπως ένας μαγνήτης τραβάει μια καρφίτσα» «… ζούσαν μέσα σάπια λαχανικά από το γύρω χωράφι και πεθαμένα πουλιά». Η Lange πήρε επτά φωτογραφικές πόζες της γυναίκας, της 32χρονης Florence Owens Thompson, με διάφορους συνδυασμούς των επτά παιδιών της. Μία από αυτές τις πόζες ήταν έτσι τραβηγμένη που έμοιαζε με τη Μαντόνα και έγινε ένα εικονίδιο, σήμα κατατεθέν του μεγαλου κραχ και μια από τις πιο διάσημες φωτογραφίες στην ιστορία. Αυτή η εικόνα εκτέθηκε για πρώτη φορά στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης το 1940, με τον τίτλο Pea Picker Family, California.
Category: Uncategorized
Tony Soulié και πάλι στην γκαλερί Envie d’art
Ερευνα Αθηνά Χατζηαθανασίου
O Tony Soulié γεννήθηκε στο Παρίσι το 1955. Εικαστικός, περφόρμερ και φωτογράφος, θεωρείται από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της γενιάς του, με εκθέσεις του να παρουσιάζονται σε μουσεία και ιδρύματα στη Γαλλία, αλλά και διεθνώς, σε Ιαπωνία, Κορέα, σε Βόρεια και Νότια Αμερική.
Το έργο του θέτει ερωτήματα για την ίδια την ουσία της ζωγραφικής ως μορφή αναπαράστασης και για τη σχέση της εικόνας με το χώρο και το χρόνο.
Το 1987 ο Tony Soulié βραβεύτηκε με το βραβείο “Villa-Medicishorslesmurs» από τη Γαλλική Ακαδημία στη Ρώμη κι έτσι, με τη φήμη του να εξαπλώνεται στην Ιταλία, άρχισε να δουλεύει εικαστικές εγκαταστάσεις και land-art στο ηφαίστειο του Βεζούβιου. Πίνακες από φωτογραφίες από χώρες της Αφρικής, γλυπτική με γυαλί Μουράνο, καμία μορφή τέχνης δεν είναι απροσπέλαστη για τον Tony Soulié.
Στην τελευταία του αυτή έκθεση πλησιάζει την ηρεμία των λουλουδιών και της φύσης.
Being There – Η πολιτική αξία της ηλιθιότητας – Hal Ashby
Στην προτελευταία και ίσως καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του, ένας από τους σπουδαιότερους κωμικούς όλων των εποχών, ο Peter Sellers, υποδύεται στην ταινία του Hal Ashby έναν χαμηλής ευφυΐας κηπουρό μιας μεγαλοαστικής έπαυλης. Το αφεντικό πεθαίνει και ο κηπουρός αφήνει οικειοθελώς τον κήπο της Εδέμ για να βρεθεί στην κόλαση της πόλης. Μια κόλαση που όμως τον «περνάει» ακουσίως για τον πολυαναμενόμενο πολίτικό της μεσσία. Το «BeingThere» είναι μία από τις καλύτερες μαύρες κωμωδίες στην ιστορία του κινηματογράφου και ένα έργο τέχνης που μιλάει ανοιχτά για μία κοινωνία βασισμένη στην ηλιθιότητα ως μοναδικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φυλής.
Robert Frank
Ένα εμβληματικό πρόσωπο για τον κόσμο της φωτογραφίας του 20ου αιώνα.
Ένας φωτογράφος με αισθητική με γνώση, με ιδεολογία.
Ένας φωτογράφος σύμβολο.
Robert Frank (1924-2019) ο φωτογράφος των μεγάλων λεωφόρων, των αυτοκινήτων, των jukebox και των ιδιαίτερων στιγμών του ανθρώπου. Μια ολόκληρη ζωή με το μάτι στον φωτογραφικό φακό. Ο hamlet διάλεξε τα στιγμιότυπα της αθωότητας. Τα παιδιά. Προσέξτε τα βλέμματα, την λαχτάρα και το πάθος τους. Το ίδιο πάθος που είχε και ο Robert Frank όταν πατούσε το κλείστρο της μηχανής του.
Οι “Ορνιθες” του Καρόλου Κουν, ένα μανιφέστο Ελληνικότητας
Το Σάββατο 29 Αυγούστου 1959, δόθηκε, μπροστά σ’ ένα κατάμεστο Ηρώδειο (πάνω από 3,500 θεατές), μέσα στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, η πρώτη της, «μυθικής» πια σήμερα, παράστασης των Ορνίθων του Καρόλου Κουν. Η παράσταση διανθίστηκε με επεισόδια η διαχείριση των οποίων από τον Υπουργό προεδρίας της Κυβερνήσεως της τότε ΕΡΕ και Διοικητή του ΕΟΤ, Κωνσταντίνο Τσάτσο, τους έδωσαν τη μορφή μεγάλου σκανδάλου. Τι είχε συμβεί; Ας το δούμε μέσα από την επιστολή ενός αυτόπτη μάρτυρα θεατή, δικηγόρου το επάγγελμα, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ανεξάρτητος Τύπος». Στο μέσον περίπου της παράστασης ο πρωταγωνιστής της κωμωδίας Πεισθέταιρος (Δ. Χατζημάρκος) καλεί έναν ιερέα(Θ. Κατσαδράμης) για να θυσιάσει στους θεούς έναν τράγο. Όταν ο Ιερέας άρχισε να ψάλει τα λόγια του σε τόνο βυζαντινής εκκλησιαστικής ψαλμωδίας, «ηκούσθη κατ’ αρχάς η φωνή ενός θεατού καθημένου εις το μέσον της κερκίδος Ε και εν συνεχεία και δευτέρου, καθημένου πλησίον του πρώτου, αποδοκιμαζόντων την σκηνήν δια των λέξεων: φτάνει—ντροπή—βεβήλωσις. Τας εκδηλώσεις ταύτας ουδείς έτερος των θεατών συνεμερίσθη, αλλ’ αντιθέτως ήρχισεν αμέσως, εξ όλων των σημείων του θεάτρου, να εγείρεται κύμα διαμαρτυρίας παρά των θεατών κατά των δυο τούτων προσώπων, τα οποία εσίγησαν πιθανών φοβηθέντα και κακοποιησιν παρά των λοιπών θεατών, οίτινες όρθιοι επευφήμουν τον θίασον, ζητούντες την συνέχισιν της παραστάσεως πραγματοποιηθήσαν μέχρι τέλους με απολυτον τάξιν. Το τέλος του έργου εκάλυψαν παρατεταμέναι επευφημίαι, εκδηλωθείσαι δια χειροκροτημάτων και της πανταχόθεν του θεάτρου ακουομένης επιδοκιμασίας «μπράβο-μπράβο», αίτινες διαρκέσασαι επί δεκάλεπτον ανεκάλεσαν κατ΄ επανάλήψιν επί σκηνής τον θιασάρχη και τους συνεργάτας του ». Αυτό ακριβώς ήταν τα επεισόδια. Θα πρέπει όμως να τονίσουμε εδώ ότι η παράσταση σώθηκε και χάρη στην ετοιμότητα του Δ. Χατζημάρκου ο οποίος πέταξε απ΄ τη σκηνή τον Ιερέα και πήδηξε στη επόμενη σκηνή του έργου.
Στη συνέχεια ο καθηγητής της φιλοσοφίας του Δικαίου Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο δάσκαλος που αντάλλαξε την πανεπιστημιακή του έδρα με έναν υπουργικό θώκο, ο οποίος έβλεπε την παράσταση αποχώρησε οργίλος και με την ιδιότητά του ως διοικητού του ΕΟΤ, που ήταν ο οργανωτής του Φεστιβάλ, απαγόρευσε τις επόμενες τρεις παραστάσεις της κωμωδίας. Την άλλη μέρα ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών, μετέδιδε, ανά ώρα, την ανακοίνωση του Υπουργείου Προεδρίας, που κατέληγε :
Το χθες εμφανισθέν έργον ατελέστατα προπαρασκευασμένον απετέλεσε παραμόρφωσιν του πνεύματος του κλασικού κειμένου, ωρισμέναι δε σκηναί αυτού παρουσιάσθησαν κατά τρόπον προσβάλλοντα το θρησκευτικόν αίσθημα του λαού.
Το παράλογο με την υπουργική απαγόρευση, η οποία ήθελε και τους διαμαρτυρόμενους θεατές να εξευμενίσει αλλά και τις ευθύνες τις δικές του και του φεστιβάλ ν΄ αποσείσει, για την ριζοσπαστική σκηνοθετική γραμμή που είχε η παράσταση, ήταν το ότι τόσο το κείμενο της μετάφρασης όσο και η ίδια η παράσταση είχαν εγκριθεί από τους αρμόδιους του Φεστιβάλ. Το κείμενο είχε υποβληθεί πριν από καιρό προς έλεγχο και η διεύθυνση του Φεστιβάλ είχε παρακολουθήσει τόσο τις προετοιμασίες της παράστασης όσο και τη γενική δοκιμή της Παρασκευής.
Για την περιφανή νίκη του στη μάχη του ορνιακού ο κ. Τσάτσος παρασημοφορήθηκε από το ιδιοφυή πολιτικό γελοιογράφο των «Νέων» Φωκίωνα Δημητριάδη με το μια κότα που στο εξής τον ακολουθούσε σε όλα τα σκίτσα του. Στο σάλο που ακολούθησε, οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης στηλίτευσαν την απαγόρευση και τα επεισόδια, οι κυβερνητικές όμως άστραψαν και βρόντησαν. Η ΒΡΑΔΥΝΗ αναγορεύει το επεισόδιο σε «λαϊκή εξέγερση». Η ΕΣΤΙΑ έγραψε ότι «έφριξαν κυριολεκτικά οι χιλιάδες των Αθηναίων και οι ξένοι» για να συμπληρώσει ότι όσοι χειροκρότησαν ήταν κομμουνιστές. Απ’ τις εξαλλοσύνες του τύπου πιο νηφάλιο αλλά και πιο καίριο μου φάνηκε το σχόλιο του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης»(55-56, Ιούλιος Αύγουστος 1959, σ.2-4), μέρος του οποίου σας μεταφέρω. Με αφορμή τη γνωστή πρώτη –και τελευταία – των Ορνίθων του Αριστοφάνη, ο κ. Υπουργός προεδρίας βρήκε την ευκαιρία να εκδηλώσει ανενδοίαστα τις σατραπικές διαθέσεις του απαγορεύοντας τη συνέχιση των παραστάσεων του έργου μέσα στα πλαίσια του φεστιβάλ παρωδία. Και η αμαρτωλή θεατρική κριτική μας έδωσε για μια ακόμα φορά αψεγάδιαστα δείγματα του υποκριτικού στρουθοκαμηλισμού της. Κάτω από τους προβολείς και την υπόκρουση της οπερέτας «Ήχος και Φως» και των αλλεπαλλήλων αναμεταδόσεων της υπουργικής δήλωσης,[…] η ορνιθολογία έδωσε και πήρε σε όλους τους τόνους από τις στήλες του καθημερινού τύπου για μιαν ολόκληρη εβδομάδα. Πράγματι, οι θεατρικοί κριτικοί άδραξαν την ευκαιρία και ένωσαν τις δυνάμεις τους και αξιοποιώντας όλο το ταλέντο τους, την ειρωνεία, τον σαρκασμό και το φαρισαϊσμό τους επιτέθηκαν χωρίς περίσκεψη και χωρίς αιδώ εναντίον του Κουν και του «Θεάτρου Τέχνης». Ενδεικτικά τα ΝΕΑ έγραφαν: «Καταδικάζεται πανταχόθεν η απόφαση του Τσάτσου να διακόψει τις παραστάσεις του Αριστοφάνους» και στη συνέχεια «Σύσσωμος η κριτική απορρίπτει ως καλλιτεχνικώς απαράδεκτη την παράστασιν». Πρεξάρχων στην επίθεση κατά της σκηνοθετικής άποψης του Κουν ήταν ο Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Αιμ. Χουρμούζιος ο οποίος, μετά την πρώτη κρίση του που έφερε τον τίτλο «ένα ατύχημα», επανήλθε στο θέμα με άλλες τρεις επιφυλλίδες. Ακόμα και ο κριτικός της ΑΥΓΗΣ , Γεράσιμος Σταύρου, κατέκρινε την παράσταση με βαριά λόγια. [1]
Αποφασισμένος να μην υποκύψει στα κελεύσματα των κριτικών και την υστερία που τους είχε καταλάβει, ο Κουν, αποφάσισε να πορευθεί μόνος εκτός οποιουδήποτε κρατικού φεστιβάλ και κατάφερε την παράσταση, που η κριτική και η συντηρητική ελίτ είχαν στιγματιστεί ως πλήρης αποτυχία, μέσα σε ελάχιστα χρόνια να θεωρείται σαν ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του. Η απογείωση ξεκίνησε με το βραβείο καλύτερης παράστασης που πήραν οι Όρνιθες και το «Θέατρο Τέχνης», το1962, στο «Θέατρο των Εθνών» στο Παρίσι. Οι πανευρωπαϊκές περιοδείες έπειτα, του 1964, 1965, 1966, κατέγραψαν τους Όρνιθες σαν την καλύτερη παράσταση Αριστοφάνη που είδε ποτέ η Ευρώπη και τον Κουν σαν το σπουδαιότερο ερμηνευτή του. Είναι χαρακτηριστική μια αποστροφή της κριτικής ενός από τους θεωρούμενους τότε ως από τους σκληρότερους λοντρέζους κριτικούς, του Χάρολντ Χόμπσον, ο οποίος στους «Κυριακάτικους Τάιμς» της 17ης Μαΐου 1964,έγραψε «είναι σχεδόν απίστευτο ότι όταν το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε το 414 π.Χ., ο Αριστοφάνης πήρε το δεύτερο βραβείο. Αν το έργο το είχε σκηνοθετήσει τότε ο Κουν σίγουρα θα έπαιρνε το πρώτο.» Από εκεί και πέρα οι αποθεωτικές κριτικές και η ομόψυχη αποδοχή της παράστασης από το ελληνικό και το ευρωπαϊκό κοινό κατέστησαν την παράσταση κανόνα και σχολή για την αναβίωση της αρχαίας αττικής κωμωδίας, μια παράσταση επιτομή των απόψεων του Κουν για το είδος, μια παράσταση μύθο.
Ποτέ δε θα κατανοήσουμε το μεγαλείο που λέγεται Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο εάν δεν κατανοήσουμε, έστω και με τα σημερινά δεδομένα, την Αθηναϊκή Δημοκρατία στην ανώτατη στιγμή της ακμής της, δηλ. τον 5ο αιώνα. Μετά του Μηδικούς Πολέμους, η Αθήνα πλάθει το πολιτικό πεπρωμένο της επάνω στη σιγουριά που της έδωσε η καθοριστική συμμετοχή της στην Ελληνική νίκη. Το πεπρωμένο αυτό ορίζεται από μια εξολοκλήρου νέα αντίληψη της θέσης του ανθρώπου απέναντι στα προβλήματα τόσο της ίδια της πόλης του, όσο και του κόσμου που τον περιβάλει.
Ο Αριστοφάνης, του οποίου μια σπαρταριστή προσωπογραφία του μας δίνει ο Πλάτων στο Συμπόσιό του, όταν καταμεσής της σπουδαίας φιλοσοφικής κουβέντας περί έρωτος που γίνεται εκεί, εκείνος παθαίνει λόξιγκα, στηλιτεύει την παθολογία της Δημοκρατίας, το ρουσφέτι, τις πελατιακές σχέσης της εξουσίας, την αναξιοκρατία, τη δικομανία, πάνω απ’ όλα όμως στηλιτεύει την πολεμολαγνεία της. Ο Αριστοφάνης, μετά τα φιλειρηνικά έργα του, διδάσκει το 414, δια Καλλιστράτου, τους Όρνιθες, ένα έργο φυγής, μια ουτοπία που μέσα της αχνοφαίνεται η παρακμή της Δημοκρατίας. Η Σικελική εκστρατεία είχε κιόλας αρχίσει και είχε κιόλας καταγράψει και κάποιες νίκες, η καταστροφή αργούσε ακόμη, αλλά ο ποιητής, που όπως λέει ο Καβάφης, διαισθάνεται τα μέλλοντα στέκεται σκεπτικός και απαισιόδοξος. Ο πολιτικός στόχος του έργου δεν είναι φανερός, όσοι υποστηρίζουν ότι στόχος του ήταν ο Αλκιβιάδης δε δικαιώνονται από καμία πηγή. Ο ποιητικός στόχος του όμως βάζει στο μάτι τον Ησίοδο και αυτόν ακόμη τον Όμηρο. Ο λυρικός τόνος κάποιων χορικών και μονωδιών είναι τόσο εξυψωμένος που μπορούν να σταθούν κοντά στα εκλεκτότερα ποιήματα των μεγάλων λυρικών. Η μονωδία του Εποπα, οι Κύκνοι, η μεταλλαγή της ησιόδειας θεογονίας σε ανθρωπογονία, οι δύο παραβάσεις, η παρωδία του λ της Οδύσσειας με έξοχα καρφιά κατά του Σωκράτη, η έξοδος. Την οποία ο Κουν έστησε σαν Ανάσταση στην αυλή μιας εκκλησίας. Δεν ξέρεις τι να πρωτοθαυμάσεις την ορνιθολογική γνώση του Αριστοφάνη ή την συνοχή που έχει ο μύθος του σ’ ένα είδος που η χαλαρότητα των κωμικών σκηνών ήταν πάντα κανόνας.
Το 1943, στο θεμελιωδέστερο από όλα τα θεωρητικά κείμενα που έγραψε ο Κουν στο Η κοινωνική θέση και η αισθητική γραμμή του «Θεάτρου Τέχνης», βρίσκουμε τις δεσπόζουσες της άποψής του για το θέατρο. Ξεκίνησα παίρνοντας ως βάση την Ελληνική Λαϊκή πραγματικότητα μ’ όλο της το πλούσιο, πρωτόγονο και πηγαίο στοιχείο. Παραμερίζοντας λίγο τις δικές μου πνευματικές και ψυχικές ανάγκες, σκέφθηκα πως θα’ πρεπε ν’ αρπαχτώ από μια γνήσια εκδήλωση ζωής της πιο έντονης που θα μου παρουσιαζόταν. Κι αυτήν, φαντάζομαι αισθάνθηκα σαν τέτοια πιο συγγενική μου, στην ομορφιά της, στην αφέλειά της, στον πρωτογονισμό της και κυρίως στο πλαστικό της στοιχείο εξωτερικευμένο σε αδρές γραμμές[..] Μπορώ να πω για να μεταχειριστώ έναν πιο ορθόδοξο νοητό όρο ότι το θέατρο μας είναι καθαρά εξπρεσιονιστικό. Αλλά εξπρεσιονισμός Ελληνικός, με στοιχεία Ελληνικά, αλλά βγαλμένα απ’ τη ζωή και την πραγματικότητα γύρω μας, κι άλλα βοηθητικά απ’ την παράδοσή μας. Εν ολίγοις ένα θέατρο της Ελληνικής πραγματικότητας.
Στα ελάχιστα, αλλά σημαντικά, κείμενα που έχει γράψει ο Κουν, το θέατρο καλείται να είναι ένα θέατρο καθρέφτης της κοινωνικής και αισθητικής πραγματικότητας του τόπου του, θέση εκ διαμέτρου αντίθετη από εκείνη του ακαδημαϊκού θεάτρου που αντιπροσωπευόταν τότε από το γερμανοθρεμμένο Εθνικό, που είχε συνηθίσει να βλέπει ακόμα και την αρχαία Ελλάδα μέσα από μάτια του Βιλαμόβιτς και το άλλων μεγάλων Γερμανών κλασικών φιλολόγων Ο Ελληνικός ή λαϊκός εξπρεσιονισμός του Κουν, είναι ταυτόσημος με την Ελληνικότητα που ευαγγελίστηκε η γενιά του 30, στην οποία θα μπορούσαμε κάλλιστα να κατατάξουμε και τον Κουν.
Την άποψή του για το αρχαίο δράμα ο Κουν την έχει καταθέσει σε δύο άλλα θεμελιώδη κείμενά του: Το αρχαίο θέατρο (1957)και Η αρχαία ελληνική τραγωδία (1965). Στην ερμηνεία του ο Κουν δεν αποζητά τίποτα το αταίριαχτο στην ελληνική πραγματικότητα, ενώ απορρίπτει κάθε φιλολογικό σχολαστικισμό και τη μουσειακή αναπαράσταση. Έλαχε να ζούμε στον ίδιο τόπο που ζούσαν και οι αρχαίοι, αυτό μας επιτρέπει ν’ αντλούμε από τις ίδιες πηγές που αντλούσαν και εκείνοι και ν’ αξιοποιήσουμε όλα όσα δημιούργησε η Ελληνική παράδοση έκτοτε[..]οι μορφές που πλάθει η σκέψη μας σήμερα και τα συναισθήματά μας αναγκαστικά αντλούν σχήμα και χρώμα από την ίδια φύση που αγκάλιαζε και τους αρχαίους προγόνους μας. Ο ψαράς στο ίδια βράχια χτυπά το χταπόδι, ζούμε κάτω από τον ίδιο ουρανό μας φωτίζει ο ίδιος ήλιος οι ίδιες γεωλογικές και καιρικές συνθήκες επηρεάζουν και διαμορφώνουν την καθημερινή ζωή και τη σκέψη μας. [..] Εμείς οι νεώτεροι Έλληνες έχουμε το μεγάλο προνόμιο να μπορούμε να ζούμε και να ξεχωρίζουμε, μέρα με τη μέρα, τις μορφές, τα σχήματα, τους ρυθμούς, τους ήχους λίγο πολύ όπως τα ζούσε και τα ξεχώριζε ο απλός αρχαίος Έλληνας , όπως τα ζούσε και τα ξεχώριζε ο Όμηρος, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης[…] γι αυτό αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε το θέατρό τους δημιουργικά ας πλησιάσουμε και ας ξεχωρίσουμε όλα αυτά που εισχώρησαν συνειδητά ή υποσυνείδητα στην ψυχή τους, ας γνωρίσουμε τα μεγάλα μυστικά που τους αποκάλυψε η φύση, ο ουρανός, η θάλασσα, η πέτρα, ο ήλιος κι ο άνθρωπος σ’ αυτόν τον βράχο κάτω απ’ αυτόν τον ήλιο.
Ο Κουν επαναφέρει την ερμηνεία του αρχαίου δράματος (κωμωδία και τραγωδία) στο ελληνικό κέντρο του. Βλέπει την αρχαία Ελλάδα με μάτια ελληνικά και όχι γερμανικά, αποκαθιστώντας έτσι την ελληνική πολιτισμική ματιά στη διαχρονία της. Διαχρονικό είναι το λαϊκό πανηγύρι που τον εμπνέει, τα σημερινά φαλλικά αποκριάτικά δρώμενα έχουν πανάρχαιες ρίζες, αντλεί όμως και από νεώτερα στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού όπως ο καραγκιόζης, οι λαϊκές ζωγραφιές του Θεόφιλου και του Παναγιώτη Ζωγράφου, το μπουλούκι, ο Κουταλιανός, χωρίς ν’ αγνοεί και την αστική λαϊκή κουλτούρα της γειτονίας του καθημερινού μόχθου. Ο Κουν προσέρχεται στη λαϊκότητα με την ταπεινότητα του μαθητή και όχι με την οίηση του λογίου. Είχε εξάλλου καλούς οδηγητές στον δρόμο αυτόν: τον Κόντογλου, τον Τσαρούχη, τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο, το Χατζηδάκη.
Ο Κουν υποστηρίζοντας ότι ανάμεσα στους σημερινούς Έλληνες και τους μακρινούς προγόνους τους υπάρχει μια αδιάσπαστη οργανική σχέση θέτει τους συγχρόνους του ενώπιον των ευθυνών που συνεπάγεται μια τέτοια πίστη. Μ’ άλλα λόγια πίστευε ότι ο καλύτερος τρόπος για να προσεγγίσουν οι συμπατριώτες του τους αρχαίους ήταν η δική τους αυτογνωσία. Από το 1932 που ανέβασε με τους μαθητές του στο κολλέγιο τους Όρνιθες τον Πλούτο και τους Βατράχους έως τους Αχαρνείς και την Ειρήνη μια είναι η κυριαρχούσα αισθητική αρχή του: ο λαϊκός εξπρεσιονισμός, ο οποίος αν και στην αρχή απορρίφθηκε από τους αισθητικούς ως αδόκιμος και αντιφατικός όρος σήμερα είναι αποδεκτός πέρα για πέρα, και μια η κοινωνικό-ιδεολογική θέση του: η ελληνικότητα.
Είχα την τύχη να παίζω και στους Όρνιθες και στους Πέρσες και να ζήσω σημαδιακές για το νεότερο θέατρό μας στιγμές. Δεν θα περιγράψω όμως καμία απ’ αυτές. Κανένας λόγος, όσο μεστός και αν είναι, δε θα μπορέσει ποτέ να περιγράψει τον Κουν, επειδή ο Κουν, πλησίαζε το λόγο με μια διαισθητική ενόραση που τον μετέφερε πέρα απ’ το λόγο, στο άφατο.
[1] Η αλήθεια είναι ότι η αριστερή κριτική είχε πάντοτε συντηρητικά αντανακλαστικά στις προσπάθειες ανανέωσης των ερμηνευτικών κωδίκων της αναβίωσης του αρχαίου δράματος (τραγωδία-κωμωδία). Βλ. την κριτική του Στάθη Δρομάζου, στην Αυγή, 18 Νοεμβρίου 1966, για τον Ορέστη του Ευριπίδη, που ανέβασε, το 1966, στο Θέατρο Νέας Ιωνίας ο Γιώργος Μιχαηλίδης. Μια από τις πρώτες προσπάθειες να ξεπεραστεί το μοντέλο που είχε επιβάλει, στην αναβίωση, το Εθνικό Θέατρο και να σπάσει το μονοπώλιό του, η οποία καταλήγει: «Δεν παύουμε να πιστεύουμε πως το αρχαίο δράμα είναι πολιτικό θέατρο και κάποτε[ η υπογράμμιση δική μου] θα γίνει του μεγάλου κοινού. σκηνοθετικές και άλλες δυσκολίες το κάνουν ακόμα δυσπρόσιτο. Και το μόνο που δε χρειαζότανε νομίζουμε ήταν ν’ αποχτήσει και η Νέα Ιωνία την…… Επίδαυρό της»
After Love του Aleem Khan
Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την εβδομάδα κριτικής ενός φεστιβάλ Καννών που δεν πραγματοποιήθηκε, το After Love, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία, του Βρετανού με πακιστανική καταγωγή, Aleem Khan, κάνει την πρεμιέρα της στο London Film Festival. Θα μας αφηγηθεί την ιστορία μίας θάλασσας, της Μάγχης και δύο διαφορετικών πολιτισμών, ενός σε κάθε ακτή της. H Mary Hussain, λοιπόν, και ο σύζυγος της ζουν στο βρετανικό λιμάνι του Dover. Εκείνοςθα πεθάνει ξαφνικά κι εκείνη θα ανακαλύψει ένα μυστικό καλά κρυμμένο στην απέναντι όχθη της Μάγχης, στο γαλλικό Calais. Μια φρέσκια κινηματογραφική ματιά πάνω στην αιώνια αναζήτηση πατρίδας, οικογένειας και ταυτότητας.
Η απίστευτη δεξιοτεχνία των δαχτύλων
Είναι ένας πολύ καλός τραγουδιστής-ιδανικός ερμηνευτής των τραγουδιών του Θάνου Μικρούτσικου, είναι ένας πολύ καλός συνθέτης με παρά πολλές μουσικές για το θέατρο, είναι συλλέκτης και μελετητής της Ελληνικής μουσικής και του Ελληνικού τραγουδιού. Επειδή όμως παίζει ο ίδιος στα δάχτυλα πολλά μουσικά όργανα, ρίχνει μία τρυφερή ματιά στις λεπτομέρειες τους, στους μουσικούς και στο πάθος τους, στη συντριπτική, λυτρωτική σχέση ανάμεσα στον μουσικό και στο όργανό του.
Είναι ο Κώστας Θωμαΐδης
Στα νιάτα του έκανε βόλτες στα κάστρα και σε κάθε γωνιά της Θεσσαλονίκης. Η ποιητική ματιά του περνούσε μέσα από τον φωτογραφικό φακό μιας ιστορικής lupitel τότε. Τώρα με πιο σύγχρονα μέσα με την ίδια όμως ευαισθησία και ποίηση, εμπιστεύτηκε στον Hamlet το βλέμμα του πάνω στα έγχορδα και στο μέρος εκείνο των μουσικών που τραβάει τα δικά μας βλέμματα και προκαλεί τον θαυμασμό μας. Τα δάχτυλα. Δείτε!
Στέλιος Διάκος
Ο Στέλιος Διάκος είναι επιθεωρητής πλοίων.
Ο Στέλιος Διάκος είναι πολίτης του κόσμου, αθεράπευτος ταξιδιώτης.
Ο Στέλιος Διάκος έχει πάει ακόμη και στο πουθενά.
O Στέλιος Διάκος γεννήθηκε με μια φωτογραφική μηχανή κολλημένη στο χέρι του και με ένα μεγεθυντικό φακό στα μάτια του. Το διάφραγμα και το κλείστρο του δεν ενδιαφέρονται ούτε για την τουριστική μαγεία του καραβιού, ούτε για τον εξωτισμό του να είσαι ναυτικός. Έχει την ικανότητα να βλέπει λεπτομέρειες αόρατες. Βλέπει τις σταγόνες του ιδρώτα πάνω στις λαμαρίνες, βλέπει τις τρομακτικές δυνάμεις που ασκούνται στους κάβους, βλέπει τα βλέμματα μέσα από τα φινιστρίνια, βλέπει τον μόχθο σαν υπαρξιακή οντότητα. Ακόμη και όταν πίνει ένα ούζο στον Πειραιά στα μάτια του έχει το Σταυρό του Νότου.
Let’s introduce Bethany Formica
Bethany Formica is a dancer, educator, choreographer and artisan. Bethany graduated with a BFA from Mason Gross School of the Arts at Rutgers University in 1994. Since then has worked with several New York City based companies including Sean Curran and Company, Pearson/Widrig DanceTheatre, The Kevin Wynn Collection, Michael Foley, Martha Bowers Dance Theatre Etcetera and with Philadelphia-based companies such as Boan Danz Action, Megan Mazarick, Nichole Canuso Dance Company, Melanie Stewart Dance Theatre, and Dada von Bzdülöw Theatre in Poland, among many others. Bethany has received fellowships from the Independence Foundation (2012), Rocky Award (2009),and the Pennsylvania Council on the Arts for Choreography (2008), and several professional development grants from The Pew Center for Arts & Heritage through Dance Advance. Her work has been presented in Philadelphia, NYC, and in Italy, Poland, Bulgaria and England. She currently teaches modern dance technique at Swarthmore College and Bryn Mawr College and is the owner of Sawdust Siren, creating wood-centric & nature inspired art.
Jan Versweyveld και Ivo Van Hove
Της Σοφίας Γουργουλιάνη, 23 Αυγούστου 2020
O Ivo Van Hove και ο Jan Versweyveld, εδώ και περίπου σαράντα χρόνια, ερευνούν σε βάθος το θεατρικό φαινόμενο αναζητώντας, αμφισβητώντας και ανατρέποντας πολλές φορές την ίδια την ουσία της θεατρικής πράξης. Έχουν διαμορφώσει έτσι μία ιδιαίτερη δική τους αισθητική και έχουν ανοίξει νέους καλλιτεχνικούς δρόμους. Τη δεκαετία του 1980 ιδρύουν τις ομάδες Akt/Vertikaal και Toneelproducties De Tijd. Και στη συνέχεια το 2001 στρέφονται στο –διάσημο πλέον- Toneelgroep Amsterdam, του οποίου ο Versweyveld είναι ο βασικός σκηνογράφος.
Μακριά από τις παραδοσιακές αστικές θεατρικές πρωτεύουσες, ο Jan Versweyveld θα κάνει τα πρώτα του βήματα στην Αμβέρσα του 1980, περιγράφοντας την ως τον παράδοξο –πλην όμως θεατρικά γόνιμο- συνδυασμό της σκληρής πανκ μουσικής με μια δυναμική bourgeois θεατρική σκηνή. Εκεί, σε ένα σεμινάριο χορού γνωρίζει τον Ivo Van Hove και η σφοδρότητα της σχέσης τους οδηγεί στη Νέα Υόρκη σε αναζήτηση εμπειριών και έμπνευσης. Με την επιστροφή τους προκύπτει η πρώτη κοινή δουλειά, εμπνευσμένη από μια σειρά βελγικών δραμάτων, με τον τίτλο «Rumors». Και εκεί το καλλιτεχνικό δίδυμο θα γνωρίσει για πρώτη φορά την επιτυχία στην avant-garde σκηνή της πόλης.
Σήμερα, 40 χρόνια μετά, ο Jan Versweyveld μένει στο Άμστερνταμ και δηλώνει ότι βρίσκει έμπνευση στην ιστορία που κρύβει μέσα της η ίδια η πόλη. Σε μία συνέντευξη του μάλιστα ομολόγησε ότι το χτίσιμο ενός νέου κτηρίου τον συγκινεί και του δίνει έμπνευση διότι στα θεμέλια του κρύβεται η ιστορία της ίδιας της πόλης.
Με τις παραστάσεις του πλέον, να του χαρίζουν δάφνες πολύ μεγαλύτερες –και ίσως λαμπρότερες- από εκείνες τις underground σκηνής της Αμβέρσας, ο Versweyveld έχει πλέον ταξιδέψει θεατρικά στο Young Vic στο Λονδίνο, στο Lyceum Theater στη Νέα Υόρκη, στην Όπερα της Λυόν, στην Όπερα του Βερολίνου και σε θέατρα, όπερες και φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο. Ενώ, έχοντας εξελίξει τα ίδια του τα εκφραστικά μέσα, έχει μια αξιόλογη δουλειά να επιδείξει στην Αρχαία Ελληνική τραγωδία. Η σκηνογραφία του στην Αντιγόνη το 2015 αντιμετώπισε τα μέλη του χορού ως θεματοφύλακες της πόλης της Θήβας. Ένα χρόνο πριν (2019), στο ταξίδι του στην Επίδαυρο, θα αποδώσει την Ηλέκτρα και τον Ορέστη (Comedie Francaise, σε σκηνοθεσία Ivo Van Hove) σαν δύο άγρια ζώα που αναζητούν μια αναπόδραστη εκδίκηση, μέσα σε ένα χωμάτινο λάκκο φτιαγμένο από καπνό και χώμα.
Στο «Ψηλά από τη Γέφυρα» του Άρθουρ Μίλερ απογύμνωσε το σπίτι του Εντυ Καρμπόνε από το φυσικό σκηνικό του περιβάλλον, αντιλαμβανόμενος τις λέξεις σαν ένα σύνολο από πέτρες οι οποίες κρύβουν από κάτω ολόκληρους κόσμους σχέσεων και ανεκπλήρωτων παθών, βασισμένων–μόνο- στην ίδια την καθαρότητα των ηρώων του.(Δείτε παρακάτω ένα μικρό απόσπασμα)
Παράλληλα με παραστάσεις έργων του κλασικού ρεπερτορίου, από τον Ευριπίδη έως τον Άρθουρ Μίλερ, ο Versweyveld έχει σκηνογραφήσει σύγχρονα κείμενα όπως η θεατρική απόδοση του αμφιλεγόμενου μυθιστορήματος της Ayn Rand, “The Fountainhead”. Εδώ χρησιμοποίησε, τεχνολογικά μέσα για να απεικονίσει θεατρικά τα ζωγραφικά έργα της πρωταγωνίστριας του έργου, δηλώνοντας πως αγαπάει την αλματώδη εξέλιξη της τεχνολογίας και ανυπομονεί για την εποχή στην οποία τα άλματα θα πραγματοποιούνται ακόμα γρηγορότερα.
Πέρα, από το θέατρο και τη λογοτεχνία, Ο Versweyveld και το Toneelgroep Amsterdam έλκεται από τον κινηματογράφο και έχει δουλέψει πάνω στο έργο του Μπερκμαν και του Αντονιόνι. Μάλιστα, η παράσταση «Μετά την Πρόβα- Περσόνα» ήταν η αιτία να τον γνωρίσει και το Ελληνικό κοινό στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2018.
Ο Jan Versweyveld είναι ,τελικά, ένας –ίσως- αφανής ήρωας στον οποίο όμως μία από τις σημαντικότερες διεθνώς θεατρικές ομάδες χρωστάει την θεατρική της ταυτότητα και αισθητική. Ένας ήρωας, που ίσως το ίδιο το σύγχρονο θέατρο να του οφείλει ένα μικρό χαμόγελο κι ένα ευχαριστώ για την ανανεωτική ορμή που του χάρισε αλλά και για το νεανικό του πάθος.