Buyer and Cellar

Buyer and Cellar του Jonathan Tolins
Σκηνοθεσία: Stephen Brackett
Ψηφιακή Σκηνοθεσία: Nic Cory
Σκηνοθεσία Live Streaming: Paul Wontorek
Παίζει: Michael Urie

Δεν άργησαν εν μέσω καραντίνας να κάνουν την εμφάνισή τους οι μονόλογοι από το σπίτι. Ικανοποιώντας την ανάγκη των ανθρώπων να κοιτούν μέσα από την κλειδαρότρυπα των άλλων μέσα στην απομόνωση της καραντίνας, ο Michael Urie επανέφερε τον Απρίλιο που μας πέρασε, σε μία γωνιά του σπιτιού του, έναν μονόλογο που είχε παρουσιάσει 7 χρόνια πριν στο θέατρο Rattlestick! Ένα μαγαζί για να πουλάει πράγματα … στον εαυτό της, στο υπόγειο της Μπάρμπαρα Στρέιζαντ ήταν η έμπνευση για τον συγγραφέα του έργου,  Jonathan Tolins, ο οποίος και τοποθέτησε στο μαγαζί της Στρέιζαντ έναν υπάλληλο. Το αμερικάνικο όνειρο και η ζωή των σελέμπριτι έκανε το διαδικτυακό έργο να σκίσει μέσα στην καραντίνα και να μαζέψει αρκετά χρήματα για φιλανθρωπικό σκοπό

 

Οι ΜΟΝΟλογοι στα χρόνια της αποΜΟΝΩσης

Ερευνα-επιλογή- επιμέλεια αφιερώματος : Αθηνά Χατζηαθανασίου

Στα χρόνια που η ανθρώπινη επαφή έχει “ποινικοποιηθεί” και διαφεντεύει η απομόνωση και οι κοινωνικές αποστάσεις, το θέατρο, αντανακλώντας το παράξενο αυτό κοινωνικό γίγνεσθαι, δεν μπορούσε παρά να προσαρμοστεί. Εκεί όπου το “μόνος” κερδίζει το “μαζί”, οι μονό-λογοι παίρνουν φόρα και κατατροπώνουν τους μεγάλους θιάσους.


Οι θεατρικοί μονόλογοι είναι τάση παγκοσμίως. Ή μάλλον η πρώτη και αυτονόητη αντίδραση σε ασαφείς και πρωτοφανείς κοινωνικές απαιτήσεις όπως “Μένουμε Σπίτι” ή “Απόσταση 1,5 μέτρο” ή εκείνο το άλλο το “Μην αγγίζετε” το οποίο υπογραμμίζει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και κάνει τη συν-ύπαρξη δύσκολη ή και ακατόρθωτη. “Ε με σκάσατε! Θα το κάνω μόνος μου επιτέλους!”, λέει ο ταλαίπωρος από τις κοινωνικές αντιφάσεις ηθοποιός.
Κι έπειτα είναι κι εκείνη η αβεβαιότητα που ρίχνει στάχτη στις εμπορικές προβλέψεις των θεατρικών παραγωγών κάνοντάς τες να μοιάζουν περισσότερο… αστρολογικές. Κι έτσι, μη έχοντας πουθενά να βασιστούν, οι θεατρικοί παραγωγοί παίζουν την παρτίδα με ασφάλεια επενδύοντας σε παραγωγές με μικρές οικονομικές απαιτήσεις.
Zoom, Live – streaming, μειωμένοι θεατές, απ’ όλα έχει ο θεατρικός μπαξές της πανδημίας με έναν και ΜΟΝΟ άνθρωπο να ΜΟΝΟλογεί επί σκηνής.  Ή από το σπίτι του. Ή απ’ όπου θέλει τέλος πάντων.

Eθνικές εορτές και η διαμόρφωση μιας επιλεκτικής εθνικής συλλογικής μνήμης

Πάντα μου έκανε εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο οι εθνικές εορτές συμβάλλουν στην διαμόρφωση μια επιλεκτικής εθνικής συλλογικής μνήμης.
– Η Γαλλία γιορτάζει στις 8 Μαΐου (1945) την ολοκληρωτική ήττα των Γερμανών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η είσοδος στον πόλεμο και η ολοκληρωτική κατάρρευση στο μέτωπο σε ελάχιστες ημέρες, δεν αποτελεί για τους Γάλλους ένα γεγονός στο οποίο θέλουν να δώσουν έμφαση.
– Παρομοίως η Ολλανδία γιορτάζει στις 5 Μαΐου (1945) την λήξη της Γερμανικής κατοχής στην χώρα τους. Η αντίσταση ενάντια στους Γερμανούς τον Μάιο του 1940 κράτησε 5 ημέρες και ένας σφοδρότατος βομβαρδισμός της πόλης του Ρότερνταμ οδήγησε -μεταξύ άλλων- στην γρήγορη συνθηκολόγηση της.
– Η Ιταλία γιορτάζει στις 25 Απριλίου (1945) την “απελευθέρωση της από τον Φασισμό”. Το καθεστώς της Ιταλίας για 21 ολόκληρα χρόνια (1922-1943) ήταν φασιστικό υπό τον Μπενίτο Μουσολίνι με ευρεία λαϊκή αποδοχή. Ο βασικός σύμμαχος στον Άξονα, και υπεύθυνη για την έναρξη πολλών πολεμικών συγκρούσεων, μεταξύ αυτών και εναντίον της Ελλάδας. Η πτώση του Μουσολίνι ήταν συνδυασμός περισσότερο εξωγενών παραγόντων παρά εσωτερικής αντίστασης. Παρ’ όλα αυτά η ημέρα αυτή έχει κυρίως συμβολικό χαρακτήρα, επειδή η αποκήρυξη του φασισμού για το νέο Ιταλικό κράτος θεωρείται ως θεμελιώδους σημασίας για την ζωή μετά τον πόλεμο και όχι για να τιμηθούν τα πεπραγμένα της χώρας πριν και κατά την διάρκεια αυτού.
– Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που γιορτάζει την είσοδο της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μελέτη της ιστορίας μας εστιάζει στον περήφανο πράγματι τρόπο που η Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου (1940) απέρριψε το τελεσίγραφο των Ιταλών και οδηγήθηκε σε έναν αρχικά νικηφόρο πόλεμο εναντίον τους. Μέχρι που οι Γερμανοί Ναζί ήρθαν προς βοήθεια τους και με συνοπτικές διαδικασίες έκαμψαν αυτήν την αντίσταση (Απρίλιος-Μάιος 1941). Συμβολικά το ΟΧΙ αποδίδεται στην άρνηση του φασισμού, παρότι επικεφαλής του κράτους ήταν ο Δικτάτορας και φίλα προσκείμενος σε τέτοιου είδους ιδέες, Ιωάννης Μεταξάς. Αυτή την ημέρα τιμάται συγκεκριμένα “το έπος της Αλβανίας” και γενικά και αόριστα “η αντίσταση του Ελληνικού Λαού” κατά την διάρκεια της σκληρότατης γερμανικής (κατά το μεγαλύτερο ποσοστό) κατοχής. Γενικά και αόριστα γιατί δεν γίνεται πότε επί της ουσίας ανοιχτή και χωρίς ιδεολογικούς χρωματισμούς συζήτηση για το τι ήταν αυτή η αντίσταση, γιατί δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη στους συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων όπως σε όλες τις άλλες χώρες κλπ.
-Η Ελλάδα δεν γιορτάζει λοιπόν την απελευθέρωση της από τους Γερμανούς στις 12 Οκτωβρίου (1944) για ένα πολύ απλό λόγο. Γιατί ο πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ. Σπάνια συζητάμε ανοιχτά για το πως φτάσαμε από την πτώση της Κρήτης (Μάιος 1941) στο τέλος του εμφυλίου πολέμου (Αύγουστος 1949). Οι απόψεις συνήθως συνοψίζονται στο τι μας είπε ο παππούς μας ο αντάρτης ή ο παππούς μας ο στρατιωτικός. Και οι δύο δεν ήξεραν όμως ότι τόσα χρόνια πολεμούσαν μάταια για κάτι που είχε συμφωνηθεί σε μια χαρτοπετσέτα μεταξύ του Στάλιν και του Τσώρτσιλ τον Οκτώβριο του 1944.
-Και θυμόμαστε κάτι τέτοιες ημέρες τον Ουίνστον με ένα πούρο στο στόμα να λέει “Στο εξής δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες” αλλά πόσο συχνά αναφέρεται ότι τον Δεκέμβριο του 1944 έδωσε την ακόλουθη εντολή στα Βρετανικά στρατεύματα στην Αθήνα λέγοντας: “Μην διστάζετε πάντως να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη, όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση”
Τα κράτη λοιπόν θεσπίζοντας εθνικές εορτές επιλέγουν να υπερθεματίσουν συγκεκριμένες πτυχές της ιστορίας και να αποσιωπήσουν άλλες διαμορφώνοντας με αυτόν τον τρόπο επιλεκτικά την εθνική συλλογική τους μνήμη. Η μελέτη και η ικανότητα ανάλυσης της ιστορίας καθώς και η ανοιχτή και χωρίς παρωπίδες συζήτηση σχετικά με αυτή μπορεί να μας διδάξει πράγματα πολύ πιο ουσιαστικά για το παρελθόν αλλά και για το μέλλον μας.” 

Χρονικό μιας προαναγγελθείσας εκτέλεσης

Ο Σαμουέλ Πατύ ήθελε να κάνει μάθημα για την ελευθερία έκφρασης και τη μισαλλοδοξία.
Το ίδιο μάθημα το είχε κάνει και πέρυσι, χρησιμοποιώντας τα ίδια παραδείγματα, τις γελοιoγραφίες από το Charlie Hebdo
Θα μπορούσε να επιλέξει κάτι πολύ παλιό, κάτι που να μην θυμίζει “οικεία κακά”, που να καθησυχάζει ότι όλα αυτά συνέβαιναν πολύ πολύ παλιά σε χώρες πολύ μακρινές.
Όχι, ο Σαμουέλ Πατύ μίλησε για το σήμερα
Ένας μαθητής κάτι είπε, ένας πατέρας κάτι κατάλαβε λάθος ή δεν μπήκε καν στον κόπο να καταλάβει
Ο πατέρας έκανε ανάρτηση στο fb, μετά βίντεο, στα σχόλια αναφέρθηκε το όνομα του καθηγητή και του σχολείου.
Κάποιοι άλλοι γονείς προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν, να πουν τα γεγονότα όπως έγιναν. Αλλά οι υπόλοιποι του έγραφαν “ζήτω” και “μπράβο” και “πέστα”.
Ο Σαμουέλ Πατύ έκανε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση, απευθύνθηκε στην Επιθεώρηση, στο συνδικάτο…
Το μέρος είναι μικρό, τα νέα διαδίδονται γρήγορα
Ένας δεκαοχτάχρονος Τσετσένος που κάτι άκουσε, ότι κάποιος κορόιδευε τον Μωάμεθ, ζήτησε να του δείξουν τον Σαμουέλ Πατύ… Τους πρόλαβε όλους..
‘Ενας δεκαοχτάχρονος Τσετσένος που δεν είχε την τύχη να έχει για δάσκαλο κάποιον σαν τον Σαμουέλ Πατύ… Αν πήγε ποτέ σχολείο..


… Και η κρατική υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου


Το Charlie Hebdo είναι ένα έντυπο του οποίου η αισθητική και η άποψη που προέκυπτε από αυτήν την αισθητική, με ενοχλούσε πάντα… Απαξιωτικό για κάθε τι πολιτικό, χυδαίο, μηδενιστικό, υβριστικό… Πολλές φορές αναρωτιόμουν τι ακριβώς πρέσβευε και αν υπερασπιζόταν κάτι και τι ήταν αυτό… Φυσικά όταν δέχτηκε την δολοφονική επίθεση στα γραφεία του, ένιωσα αποτροπιασμό. Αυτά είναι τα αυτονόητα για κάθε εχέφρονα, δημοκρατικό άνθρωπο. Επρόκειτο για κτηνωδία.
Αντίστοιχα στην Αμερική, και τηρουμένων των αναλογιών, ο εκδότης του χυδαιότατου πορνοπεριοδικού Hustler, δέχτηκε δολοφονική επίθεση, που τον άφησε παράλυτο, από ρατσιστή, επειδή είχε παρουσιάσει έγχρωμο άντρα να κάνει σεξ με λευκή γυναίκα. Οι δίκες του Λάρυ Φλυντ είναι από τις εμβληματικές για την υπεράσπιση της ελευθεροτυπίας στις ΗΠΑ.
Σε δημόσια κτίρια στη Γαλλία, στη μνήμη του Samuel Paty και με στόχο την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου, αναρτήθηκαν γελοιογραφίες του Charlie Hebdo Αναρωτιέμαι όμως είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε την αισθητική του Charlie Hebdo ως σύμβολο του κοσμικού κράτους και του Hustler ως σύμβολο της ελευθεροτυπίας;
Ένα από τα σκίτσα γράφει: “Στις χέστρες όλες οι θρησκείες!”… Αυτό σημαίνει κοσμικό κράτος; Όχι, κοσμικό κράτος σημαίνει ο καθένας να είναι ελεύθερος να έχει όποιο θρήσκευμα επιλέγει ή και κανένα και αυτή του η πεποίθηση να μην υπεισέρχεται στη λειτουργία του κράτους και να μην του δημιουργεί προβλήματα στη ζωή του ως πολίτη.
Ειλικρινά, στο όνομα της ανεκτικότητας δεν θα υιοθετήσω άκριτα την αισθητική του Charlie Hebdo, γιατί και αυτή οδηγεί σε ένα άλλο είδους μίσος… Η Γαλλική Δημοκρατία ευτυχώς δεν στερείται συμβόλων, μύθων και εμβληματικών μορφών. Θα μπορούσε να καταφύγει σε αυτά, ξεκινώντας από το “Να φάμε του Ιησουίτες” του Βολταίρου…
Η εύκολη λύση σε τέτοια περίπλοκα ζητήματα, σχεδόν ποτέ δεν είναι λύση…

Οι “Ορνιθες” του Καρόλου Κουν, ένα μανιφέστο Ελληνικότητας

Το  Σάββατο 29 Αυγούστου 1959, δόθηκε, μπροστά σ’ ένα κατάμεστο Ηρώδειο (πάνω από 3,500 θεατές), μέσα στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, η πρώτη της, «μυθικής» πια  σήμερα, παράστασης των Ορνίθων του Καρόλου Κουν. Η παράσταση διανθίστηκε με επεισόδια η διαχείριση των οποίων από τον Υπουργό προεδρίας της Κυβερνήσεως της τότε ΕΡΕ και Διοικητή του ΕΟΤ, Κωνσταντίνο Τσάτσο, τους έδωσαν τη μορφή μεγάλου σκανδάλου. Τι είχε συμβεί; Ας το δούμε μέσα από την επιστολή ενός αυτόπτη μάρτυρα θεατή, δικηγόρου το επάγγελμα, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ανεξάρτητος Τύπος». Στο μέσον περίπου της παράστασης  ο πρωταγωνιστής της κωμωδίας Πεισθέταιρος (Δ. Χατζημάρκος) καλεί έναν ιερέα(Θ. Κατσαδράμης) για να θυσιάσει στους θεούς έναν τράγο. Όταν ο Ιερέας άρχισε να ψάλει τα λόγια του σε τόνο βυζαντινής εκκλησιαστικής  ψαλμωδίας, «ηκούσθη κατ’ αρχάς η φωνή ενός θεατού καθημένου εις το μέσον της κερκίδος Ε και εν συνεχεία και δευτέρου, καθημένου πλησίον του πρώτου, αποδοκιμαζόντων την σκηνήν δια των λέξεων: φτάνει—ντροπή—βεβήλωσις. Τας εκδηλώσεις ταύτας ουδείς έτερος των θεατών συνεμερίσθη, αλλ’ αντιθέτως ήρχισεν αμέσως, εξ όλων των σημείων του θεάτρου, να εγείρεται κύμα διαμαρτυρίας παρά των θεατών κατά των δυο τούτων προσώπων, τα οποία εσίγησαν πιθανών φοβηθέντα και κακοποιησιν παρά των λοιπών θεατών, οίτινες όρθιοι επευφήμουν τον θίασον, ζητούντες την συνέχισιν της παραστάσεως πραγματοποιηθήσαν μέχρι τέλους με απολυτον τάξιν. Το τέλος του έργου εκάλυψαν παρατεταμέναι επευφημίαι, εκδηλωθείσαι δια χειροκροτημάτων και της πανταχόθεν του θεάτρου ακουομένης επιδοκιμασίας «μπράβο-μπράβο», αίτινες διαρκέσασαι επί δεκάλεπτον ανεκάλεσαν κατ΄ επανάλήψιν επί σκηνής τον θιασάρχη και τους συνεργάτας του ». Αυτό ακριβώς ήταν τα επεισόδια. Θα πρέπει όμως να τονίσουμε εδώ ότι η παράσταση σώθηκε και χάρη στην ετοιμότητα του Δ. Χατζημάρκου ο οποίος πέταξε απ΄ τη σκηνή τον Ιερέα   και πήδηξε στη επόμενη σκηνή του έργου.

Στη συνέχεια ο  καθηγητής της φιλοσοφίας του Δικαίου Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο δάσκαλος που αντάλλαξε την πανεπιστημιακή του έδρα με έναν υπουργικό θώκο, ο οποίος έβλεπε την παράσταση αποχώρησε οργίλος και με την ιδιότητά του ως διοικητού του ΕΟΤ, που ήταν ο οργανωτής του Φεστιβάλ, απαγόρευσε τις επόμενες τρεις παραστάσεις της κωμωδίας. Την άλλη μέρα  ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών, μετέδιδε, ανά ώρα, την ανακοίνωση του Υπουργείου Προεδρίας, που κατέληγε :

Το χθες εμφανισθέν έργον ατελέστατα προπαρασκευασμένον απετέλεσε παραμόρφωσιν του πνεύματος του κλασικού κειμένου, ωρισμέναι δε σκηναί αυτού παρουσιάσθησαν κατά τρόπον προσβάλλοντα το θρησκευτικόν αίσθημα του λαού.

Το παράλογο με την υπουργική απαγόρευση, η οποία ήθελε και τους διαμαρτυρόμενους θεατές να εξευμενίσει αλλά και τις ευθύνες τις δικές του και του φεστιβάλ ν΄ αποσείσει, για την ριζοσπαστική σκηνοθετική γραμμή που είχε η παράσταση, ήταν το ότι τόσο το κείμενο της μετάφρασης όσο και η ίδια η παράσταση είχαν εγκριθεί από τους αρμόδιους του Φεστιβάλ. Το κείμενο είχε υποβληθεί πριν από καιρό προς έλεγχο και  η διεύθυνση του Φεστιβάλ είχε παρακολουθήσει τόσο τις προετοιμασίες της παράστασης όσο και τη γενική δοκιμή της Παρασκευής.  

Για την περιφανή νίκη του στη μάχη του ορνιακού ο κ. Τσάτσος  παρασημοφορήθηκε από το ιδιοφυή πολιτικό γελοιογράφο των «Νέων» Φωκίωνα Δημητριάδη με το μια κότα που στο εξής τον ακολουθούσε σε όλα τα σκίτσα του.    Στο σάλο που ακολούθησε, οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης στηλίτευσαν την απαγόρευση και τα επεισόδια, οι κυβερνητικές όμως άστραψαν και βρόντησαν. Η ΒΡΑΔΥΝΗ αναγορεύει το επεισόδιο σε «λαϊκή εξέγερση». Η ΕΣΤΙΑ  έγραψε ότι «έφριξαν κυριολεκτικά οι χιλιάδες των Αθηναίων και οι ξένοι» για να συμπληρώσει ότι όσοι χειροκρότησαν ήταν κομμουνιστές. Απ’ τις εξαλλοσύνες του τύπου πιο νηφάλιο αλλά και πιο καίριο μου φάνηκε το σχόλιο του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης»(55-56, Ιούλιος Αύγουστος 1959, σ.2-4), μέρος του οποίου σας μεταφέρω. Με αφορμή τη γνωστή πρώτη –και τελευταία – των Ορνίθων του Αριστοφάνη, ο κ. Υπουργός προεδρίας βρήκε την ευκαιρία να εκδηλώσει ανενδοίαστα τις σατραπικές διαθέσεις του απαγορεύοντας τη συνέχιση των παραστάσεων του έργου μέσα στα πλαίσια του φεστιβάλ παρωδία. Και η αμαρτωλή θεατρική κριτική μας έδωσε για μια ακόμα φορά αψεγάδιαστα δείγματα  του υποκριτικού στρουθοκαμηλισμού της. Κάτω από τους προβολείς και την υπόκρουση της οπερέτας «Ήχος και Φως»  και των αλλεπαλλήλων αναμεταδόσεων της υπουργικής δήλωσης,[…] η ορνιθολογία  έδωσε και πήρε σε όλους τους τόνους από τις στήλες του καθημερινού τύπου για μιαν ολόκληρη εβδομάδα. Πράγματι, οι θεατρικοί κριτικοί άδραξαν την ευκαιρία και ένωσαν τις δυνάμεις τους και αξιοποιώντας όλο το ταλέντο τους, την ειρωνεία, τον σαρκασμό και το φαρισαϊσμό τους επιτέθηκαν χωρίς περίσκεψη και  χωρίς αιδώ εναντίον του Κουν και του «Θεάτρου Τέχνης». Ενδεικτικά  τα ΝΕΑ έγραφαν: «Καταδικάζεται πανταχόθεν η απόφαση του Τσάτσου να διακόψει τις παραστάσεις του Αριστοφάνους» και στη συνέχεια «Σύσσωμος η κριτική απορρίπτει ως καλλιτεχνικώς απαράδεκτη την παράστασιν». Πρεξάρχων στην επίθεση κατά της σκηνοθετικής άποψης του Κουν  ήταν ο Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Αιμ. Χουρμούζιος ο οποίος, μετά την πρώτη κρίση του που έφερε τον τίτλο «ένα ατύχημα», επανήλθε στο θέμα με άλλες τρεις επιφυλλίδες. Ακόμα και ο κριτικός της ΑΥΓΗΣ , Γεράσιμος Σταύρου, κατέκρινε την παράσταση με βαριά λόγια. [1]

Αποφασισμένος να μην υποκύψει στα κελεύσματα των κριτικών και την υστερία που τους είχε καταλάβει, ο Κουν, αποφάσισε να πορευθεί μόνος εκτός οποιουδήποτε κρατικού φεστιβάλ και κατάφερε  την παράσταση, που η κριτική και η συντηρητική ελίτ είχαν στιγματιστεί ως πλήρης αποτυχία, μέσα σε ελάχιστα χρόνια να θεωρείται σαν ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του.  Η απογείωση ξεκίνησε με το βραβείο καλύτερης παράστασης που πήραν οι Όρνιθες και το «Θέατρο Τέχνης», το1962, στο «Θέατρο των Εθνών» στο Παρίσι. Οι πανευρωπαϊκές περιοδείες έπειτα,  του 1964, 1965, 1966, κατέγραψαν τους  Όρνιθες  σαν την καλύτερη παράσταση Αριστοφάνη που είδε ποτέ η Ευρώπη και τον Κουν σαν το σπουδαιότερο ερμηνευτή του. Είναι χαρακτηριστική μια αποστροφή της κριτικής ενός από τους θεωρούμενους τότε ως από τους σκληρότερους λοντρέζους κριτικούς, του Χάρολντ Χόμπσον, ο οποίος στους «Κυριακάτικους Τάιμς» της 17ης Μαΐου 1964,έγραψε «είναι σχεδόν απίστευτο ότι όταν το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε το 414 π.Χ., ο Αριστοφάνης πήρε το δεύτερο βραβείο. Αν το έργο το είχε σκηνοθετήσει τότε ο Κουν  σίγουρα θα έπαιρνε το πρώτο.» Από εκεί και πέρα οι αποθεωτικές κριτικές και η ομόψυχη αποδοχή της παράστασης από το ελληνικό και το ευρωπαϊκό κοινό κατέστησαν την παράσταση κανόνα και σχολή για την αναβίωση της αρχαίας αττικής κωμωδίας, μια παράσταση επιτομή των απόψεων του Κουν για το είδος, μια παράσταση μύθο.   

Ποτέ δε θα κατανοήσουμε το μεγαλείο που λέγεται Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο εάν δεν κατανοήσουμε, έστω και με τα σημερινά δεδομένα, την Αθηναϊκή Δημοκρατία στην ανώτατη στιγμή  της ακμής της, δηλ. τον 5ο αιώνα. Μετά του Μηδικούς Πολέμους, η Αθήνα πλάθει το πολιτικό πεπρωμένο της επάνω στη σιγουριά που της έδωσε η καθοριστική συμμετοχή της στην Ελληνική νίκη. Το πεπρωμένο αυτό ορίζεται από μια εξολοκλήρου νέα αντίληψη της θέσης του ανθρώπου απέναντι στα προβλήματα τόσο της ίδια της πόλης του, όσο και του κόσμου που τον περιβάλει.

Ο Αριστοφάνης, του οποίου μια σπαρταριστή προσωπογραφία του μας δίνει ο Πλάτων στο Συμπόσιό του, όταν καταμεσής  της σπουδαίας φιλοσοφικής κουβέντας περί έρωτος που γίνεται εκεί, εκείνος παθαίνει λόξιγκα,  στηλιτεύει την παθολογία της Δημοκρατίας, το ρουσφέτι, τις πελατιακές σχέσης της εξουσίας, την αναξιοκρατία, τη δικομανία, πάνω απ’ όλα όμως στηλιτεύει την πολεμολαγνεία της. Ο Αριστοφάνης, μετά τα φιλειρηνικά έργα του, διδάσκει το 414, δια Καλλιστράτου, τους Όρνιθες, ένα έργο φυγής, μια ουτοπία που μέσα της αχνοφαίνεται η παρακμή της Δημοκρατίας. Η Σικελική εκστρατεία είχε κιόλας αρχίσει και είχε κιόλας καταγράψει και κάποιες νίκες, η καταστροφή αργούσε ακόμη, αλλά ο ποιητής, που όπως λέει ο Καβάφης, διαισθάνεται τα μέλλοντα στέκεται σκεπτικός και απαισιόδοξος. Ο πολιτικός στόχος του έργου δεν είναι φανερός, όσοι υποστηρίζουν ότι στόχος του ήταν ο Αλκιβιάδης δε δικαιώνονται από καμία πηγή. Ο ποιητικός στόχος του όμως  βάζει στο μάτι τον Ησίοδο και αυτόν ακόμη τον Όμηρο. Ο λυρικός τόνος  κάποιων χορικών και μονωδιών είναι τόσο εξυψωμένος που μπορούν να σταθούν κοντά στα εκλεκτότερα  ποιήματα των μεγάλων λυρικών. Η μονωδία του Εποπα, οι Κύκνοι, η μεταλλαγή της ησιόδειας θεογονίας σε ανθρωπογονία, οι δύο παραβάσεις, η  παρωδία του λ της Οδύσσειας με έξοχα καρφιά κατά του Σωκράτη, η έξοδος. Την οποία ο Κουν έστησε σαν Ανάσταση στην αυλή μιας εκκλησίας. Δεν ξέρεις τι να πρωτοθαυμάσεις την ορνιθολογική γνώση του Αριστοφάνη ή την συνοχή που έχει ο μύθος του σ’ ένα είδος που η χαλαρότητα των κωμικών σκηνών ήταν πάντα κανόνας.

Το 1943, στο θεμελιωδέστερο από όλα τα θεωρητικά κείμενα που έγραψε ο Κουν στο Η κοινωνική θέση και η αισθητική γραμμή του «Θεάτρου Τέχνης», βρίσκουμε τις δεσπόζουσες της άποψής του για το θέατρο. Ξεκίνησα παίρνοντας ως βάση την Ελληνική Λαϊκή πραγματικότητα μ’ όλο της το πλούσιο, πρωτόγονο και πηγαίο στοιχείο. Παραμερίζοντας λίγο τις δικές μου πνευματικές και ψυχικές ανάγκες, σκέφθηκα πως θα’ πρεπε ν’ αρπαχτώ  από μια γνήσια εκδήλωση ζωής της πιο έντονης που θα μου παρουσιαζόταν. Κι αυτήν, φαντάζομαι αισθάνθηκα σαν τέτοια πιο συγγενική μου, στην ομορφιά της, στην αφέλειά της, στον πρωτογονισμό της και κυρίως στο πλαστικό της στοιχείο εξωτερικευμένο σε αδρές γραμμές[..] Μπορώ να πω για να μεταχειριστώ έναν πιο ορθόδοξο νοητό όρο ότι το θέατρο μας είναι καθαρά εξπρεσιονιστικό. Αλλά εξπρεσιονισμός Ελληνικός, με στοιχεία Ελληνικά, αλλά βγαλμένα απ’ τη ζωή και την πραγματικότητα γύρω μας, κι άλλα βοηθητικά απ’ την παράδοσή μας. Εν ολίγοις ένα θέατρο της Ελληνικής πραγματικότητας.

Στα  ελάχιστα, αλλά σημαντικά, κείμενα που έχει γράψει ο Κουν, το θέατρο καλείται να είναι ένα θέατρο καθρέφτης της κοινωνικής και αισθητικής πραγματικότητας του τόπου του, θέση εκ διαμέτρου αντίθετη από εκείνη του ακαδημαϊκού θεάτρου που αντιπροσωπευόταν τότε από το γερμανοθρεμμένο Εθνικό, που είχε συνηθίσει να βλέπει ακόμα και την αρχαία Ελλάδα μέσα από μάτια του Βιλαμόβιτς και το άλλων μεγάλων Γερμανών κλασικών φιλολόγων Ο Ελληνικός ή λαϊκός εξπρεσιονισμός του Κουν, είναι ταυτόσημος με την Ελληνικότητα που ευαγγελίστηκε η γενιά του 30, στην οποία θα μπορούσαμε κάλλιστα να κατατάξουμε και τον Κουν.

Την άποψή του για το αρχαίο δράμα  ο Κουν την έχει καταθέσει σε δύο άλλα θεμελιώδη κείμενά του: Το αρχαίο θέατρο (1957)και  Η αρχαία ελληνική τραγωδία (1965). Στην ερμηνεία του ο Κουν δεν αποζητά τίποτα το αταίριαχτο στην ελληνική πραγματικότητα, ενώ απορρίπτει κάθε φιλολογικό σχολαστικισμό και τη μουσειακή αναπαράσταση. Έλαχε να ζούμε  στον ίδιο τόπο που ζούσαν και οι αρχαίοι, αυτό μας επιτρέπει ν’ αντλούμε από τις ίδιες πηγές που αντλούσαν και εκείνοι και ν’ αξιοποιήσουμε όλα όσα δημιούργησε η Ελληνική παράδοση έκτοτε[..]οι μορφές που πλάθει η σκέψη μας σήμερα και τα συναισθήματά μας αναγκαστικά αντλούν σχήμα και χρώμα από την ίδια φύση που αγκάλιαζε και τους αρχαίους προγόνους μας. Ο ψαράς στο ίδια βράχια χτυπά το χταπόδι, ζούμε κάτω από τον ίδιο ουρανό μας φωτίζει ο ίδιος ήλιος οι ίδιες γεωλογικές και καιρικές συνθήκες επηρεάζουν και διαμορφώνουν την καθημερινή ζωή και τη σκέψη μας. [..] Εμείς οι νεώτεροι Έλληνες έχουμε το μεγάλο προνόμιο να μπορούμε να ζούμε και να ξεχωρίζουμε, μέρα με τη μέρα, τις μορφές, τα σχήματα, τους ρυθμούς, τους ήχους λίγο πολύ όπως τα ζούσε και τα ξεχώριζε ο απλός αρχαίος Έλληνας , όπως τα ζούσε και τα ξεχώριζε ο Όμηρος, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης[…] γι αυτό αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε το θέατρό τους δημιουργικά ας πλησιάσουμε και ας ξεχωρίσουμε όλα αυτά που εισχώρησαν συνειδητά ή υποσυνείδητα στην ψυχή τους, ας γνωρίσουμε τα μεγάλα μυστικά που τους αποκάλυψε η φύση, ο ουρανός, η θάλασσα, η πέτρα, ο ήλιος  κι ο άνθρωπος σ’ αυτόν τον βράχο κάτω απ’ αυτόν τον ήλιο.

Ο Κουν  επαναφέρει την ερμηνεία του αρχαίου δράματος (κωμωδία και τραγωδία) στο ελληνικό κέντρο του. Βλέπει την αρχαία Ελλάδα  με μάτια ελληνικά και όχι γερμανικά, αποκαθιστώντας έτσι την ελληνική πολιτισμική ματιά στη διαχρονία της. Διαχρονικό είναι το λαϊκό πανηγύρι που τον εμπνέει, τα σημερινά φαλλικά αποκριάτικά δρώμενα  έχουν πανάρχαιες ρίζες, αντλεί όμως και από νεώτερα στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού όπως ο καραγκιόζης, οι λαϊκές ζωγραφιές του Θεόφιλου και του Παναγιώτη Ζωγράφου, το μπουλούκι, ο Κουταλιανός, χωρίς ν’ αγνοεί και την αστική λαϊκή κουλτούρα της γειτονίας του καθημερινού μόχθου. Ο Κουν προσέρχεται στη λαϊκότητα με την ταπεινότητα του μαθητή και όχι με την οίηση του λογίου. Είχε εξάλλου καλούς οδηγητές στον δρόμο αυτόν: τον Κόντογλου, τον Τσαρούχη, τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο, το Χατζηδάκη.

Ο Κουν υποστηρίζοντας ότι ανάμεσα στους σημερινούς Έλληνες και  τους μακρινούς  προγόνους τους υπάρχει μια αδιάσπαστη οργανική σχέση θέτει  τους συγχρόνους του ενώπιον  των ευθυνών που συνεπάγεται  μια τέτοια πίστη. Μ’ άλλα λόγια πίστευε ότι ο καλύτερος τρόπος για να προσεγγίσουν οι συμπατριώτες του τους αρχαίους  ήταν η δική τους αυτογνωσία. Από το 1932 που ανέβασε με τους μαθητές του στο κολλέγιο τους Όρνιθες τον Πλούτο και τους Βατράχους έως τους  Αχαρνείς και την Ειρήνη μια είναι η κυριαρχούσα αισθητική αρχή του: ο λαϊκός εξπρεσιονισμός, ο οποίος αν και στην αρχή απορρίφθηκε από τους αισθητικούς ως αδόκιμος και αντιφατικός όρος σήμερα είναι  αποδεκτός πέρα για πέρα, και μια η κοινωνικό-ιδεολογική θέση του:  η ελληνικότητα.

Είχα την τύχη να παίζω και στους Όρνιθες και στους Πέρσες και να ζήσω σημαδιακές για το νεότερο θέατρό μας στιγμές. Δεν θα περιγράψω όμως καμία απ’ αυτές. Κανένας λόγος, όσο μεστός και αν είναι, δε θα μπορέσει ποτέ  να περιγράψει τον Κουν, επειδή ο Κουν, πλησίαζε το λόγο με μια διαισθητική ενόραση που τον μετέφερε πέρα απ’ το λόγο, στο άφατο.    

 

[1] Η αλήθεια είναι ότι η αριστερή κριτική είχε πάντοτε συντηρητικά αντανακλαστικά στις προσπάθειες ανανέωσης των ερμηνευτικών κωδίκων της αναβίωσης του αρχαίου δράματος (τραγωδία-κωμωδία). Βλ. την κριτική του Στάθη Δρομάζου, στην Αυγή, 18 Νοεμβρίου 1966, για τον Ορέστη του Ευριπίδη, που ανέβασε, το 1966, στο Θέατρο Νέας Ιωνίας ο Γιώργος Μιχαηλίδης. Μια από τις πρώτες προσπάθειες να ξεπεραστεί το μοντέλο που είχε επιβάλει, στην αναβίωση, το Εθνικό Θέατρο και να σπάσει το μονοπώλιό του, η οποία καταλήγει: «Δεν παύουμε να πιστεύουμε πως το αρχαίο δράμα είναι πολιτικό θέατρο και κάποτε[ η υπογράμμιση δική μου] θα γίνει του μεγάλου κοινού. σκηνοθετικές και άλλες δυσκολίες το κάνουν ακόμα δυσπρόσιτο. Και το μόνο που δε χρειαζότανε νομίζουμε ήταν ν’ αποχτήσει και η Νέα Ιωνία την…… Επίδαυρό της»   

Επεισοδιακές ανακατατάξεις στα θέατρα του Παρισιού

Ερευνα, Αργυρώ Βώβου-θεατρολόγος, Οκτώβριος 2020

Την ίδια στιγμή που ο κορωνοϊός κρατά τα θέατρα σε παγκόσμιο επίπεδο κλειστά, με τις απόπειρες να καταστεί εφικτή η λειτουργία τους  να οδηγούνται σε αδιέξοδο, οι πρόσφατες σοβαρές και κρίσιμης σημασίας ανακατατάξεις στα παρισινά θέατρα δημιουργούν αντιδράσεις και διχάζουν την καλλιτεχνική κοινότητα στο Παρίσι.

Opéra national de Paris : Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ «ΑΣΩΤΟΥ»

Χρέη καλλιτεχνικού διευθυντή της Όπερας του Παρισιού φαίνεται ότι αναλαμβάνει ο πρώην διευθυντής του COC (Canadian Opera Company) Alexander Neef. Ο Neef δεν είναι άγνωστος στον καλλιτεχνικό κόσμο της Γαλλίας αφού από το 2004 ως και το 2008 υπήρξε ο βασικός casting director της Όπερας του Παρισιού δουλεύοντας δίπλα στον Gerard Mortier. Οι δημοσιογράφοι και οι κριτικοί βλέπουν πολύ θετικά την επιστροφή  του με τον Christian Merlin από τη Le Figaro να υποστηρίζει ότι: «Ο Neef είναι μια πολύ σωστή επιλογή για τη θέση του διευθυντή. Για πρώτη φορά δίνεται η ευκαιρία σε έναν νέο άντρα να αναλάβει τη θέση αυτή και μάλιστα στην ακμή και όχι στη Δύση της καριέρας του […] ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα αυτής της απόφασης είναι το γεγονός ότι ο Neef λόγω της καταγωγής και της δράσης του σε Αμερική και Ευρώπη, έχει πολύπλευρες γνώσεις και ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες.» Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι γίνονται ακόμη προσπάθειες από τη μεριά του COC ώστε ο Neef να συνεχίσει να είναι ενεργός παράλληλα  και στις Όπερες του Τορόντο, μέχρι τουλάχιστον να βρεθεί αντικαταστάτης του. Ο Neef ήταν αυτός που αγωνίστηκε ώστε το Τορόντο να μεταμορφωθεί σε πηγή πνευματικής και καλλιτεχνικής καλλιέργειας, σε ένα στέκι αισθητικής και συγκίνησης για τους λάτρες της όπερας, και όχι μόνο. Ενδεικτικό της επιτυχίας του στο Τορόντο είναι το ανέβασμα της όπερας του Rufus Wainwright “Hadrian”  όπου παρουσιάζεται η ιστορία της ερωτικής σχέσης του Ρωμαίου αυτοκράτορα με τον Αντίνοο, έναν νεαρό Έλληνα.
Λίγο πριν την οριστική ανακοίνωση του ονόματος του από τους επίσημους φορείς, προς μεγάλη του έκπληξη, ο Neef πραγματοποίησε μια συνομιλία διάρκειας 45 λεπτών με τον πρόεδρο Emmanuel Macron κατά τη διάρκεια της οποίας δέχθηκε πολλές ερωτήσεις για τα σχέδια του σχετικά με τη διαχείριση της Όπερας. Με την εμπιστοσύνη και τη στήριξη όλης της καλλιτεχνικής κοινότητας του Παρισιού, αναλαμβάνει καθήκοντα το φθινόπωρο του 2020, σχεδόν έναν χρόνο νωρίτερα δηλαδή από την προβλεπόμενη έναρξη της θητείας του. Ο Neef όπως λέει αντιμετωπίζει με «σεβασμό και υπευθυνότητα» την θέση που του εμπιστεύτηκαν σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για τον πολιτισμό και τον κόσμο. Προτεραιότητα του είναι η ανάδειξη των έργων όπερας του 21ου αιώνα η οποία θα συμπορεύεται με την παρουσίαση ξεχασμένων ή παραμελημένων έργων του κλασικού και γαλλικού ρεπερτορίου. Έργα τα οποία θα έρθουν στο φως προκειμένου να είναι φανερά πια τα δομικά στοιχεία που οικοδομούν την καλλιτεχνική ταυτότητα της Γαλλίας.

Théâtre du Châtelet : ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΦΕΥΓΕΙ

Για δυο ολόκληρα χρόνια το ιστορικό Théâtre du Châtelet παρέμεινε κλειστό προκειμένου να ανακαινιστεί υπό τις υποδείξεις της Βρετανίδας Ruth Mackenzie που ανέλαβε χρέη καλλιτεχνικής διευθύντριας το 2017. Η Mackenzie δήλωνε αποφασισμένη να προβεί σε ανανεωτικές αλλαγές τόσο στο χώρο όσο και στον καλλιτεχνικό προσανατολισμό του Châtelet δίχως να αλλοιωθεί η ιστορική ιδιαιτερότητα του θεάτρου, οραματιζόμενη  «ένα θέατρο ακτιβιστών». Στόχος της ήταν η σκηνή του Châtelet η οποία λειτουργεί από το 1862, να αναγεννηθεί και να παρουσιάζει ένα ρεπερτόριο που απευθύνεται σε όλους, είναι προσιτό και όχι προσκολλημένο στις στεγανοποιημένες προσδοκίες μιας ελίτ.
Οι εντυπώσεις του τύπου ήταν συγκρατημένες ως προς τον νεωτερισμό της Mackenzie  όταν το 2019 το Théâtre du Châtelet παρουσίασε την παραγωγή “Les Justes”  ένα ραπ μιούζικαλ βασισμένο στην εργογραφία του Καμύ και σε σκηνοθετική επεξεργασία του Abd Al Malik. Σταδιακά, οι κριτικοί άρχισαν να κατακρίνουν τις προτάσεις της με βασικό επιχείρημα ότι η ιδεολογία της ασκούσε μια ισοπεδωτικά διαβρωτική επίδραση στο Théâtre du Châtelet ικανή να πλήξει, ακόμη και να αμαυρώσει την ιστορική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα του. Η εφημερίδα Le Figaro χαρακτήρισε την εναρκτήρια δράση του θεάτρου με τίτλο “PARADE” επιφανειακή και απογοητευτική ενώ ακόμη και το πολυαναμενόμενο “DAU” μια μεγάλη παραγωγή η ανακοίνωση της οποίας δημιούργησε υψηλές προσδοκίες θεωρήθηκε από την συντριπτική πλειοψηφία των κριτικών «φιάσκο» με την Ariane Bavelier να το θεωρεί ως το ιδανικότερο «υπόδειγμα ανοργανωσιάς και βαρεμάρας». Φυσικά, υπήρξαν και υποστηρικτικά σχόλια εστιασμένα όχι μόνο στην αρτιότητα του ρεπερτορίου και στο περιεχόμενο του αλλά και στην όπως φαίνεται γενναία προσπάθεια της Mackenzie να κρατήσει το Théâtre du Châtelet μακριά από έναν ενδεχόμενο καλλιτεχνικό μαρασμό. Είναι αυτονόητο άλλωστε ότι η τόλμη και η καινοτομία στις προτάσεις αίρει την καλλιτεχνική στασιμότητα και την ακινησία οδηγώντας μέσα από το καινούργιο, στην εξέλιξη και την πολιτισμική πρόοδο.
Τέλη Αυγούστου του 2020, την ώρα που οι συζητήσεις για το άνοιγμα των θεάτρων και οι προσπάθειες επαναλειτουργίας τους  μετά από την παύση τους λόγω covid  είναι σε εξέλιξη, η Mackenzie ύστερα από μια σειρά τηλεδιασκέψεων και μια επιστολή ενημερώνεται για την απόλυση της από το Théâtre du Châtelet. Η επίσημη ανακοίνωση έκανε λόγο για αντισυναδελφική συμπεριφορά εκ μέρους της καθ’ όλη τη διάρκεια του lockdown  και για όσο διάστημα το θέατρο παραμένει κλειστό. Η Mackenzie από τη δική της πλευρά κάνει λόγο για ξενοφοβικά σχόλια σε βάρος της από σημαντικά στελέχη του Châtelet καθώς και ότι αντιμετώπισε σε όλη τη διάρκεια της θητείας της αρνητισμό και αμφισβήτηση για τις ιδέες και τις προτάσεις της. Η ίδια υποστήριξε για ακόμη μια φορά ότι οι αλλαγές που πραγματοποίησε αλλά και όσα δεν πρόλαβε ακόμη να υλοποιήσει στόχευαν στη δημιουργία ενός θεάτρου «ακτιβιστών» ενός θεάτρου «της πόλης» «προσιτό σε όλους τους κατοίκους της.»  συμπληρώνοντας ότι σκοπεύει να συμβουλευτεί δικηγόρους ώστε να εξακριβώσει κατά πόσο είναι νόμιμη η απόλυση της. Οι αντιδράσεις από τον τύπο και την καλλιτεχνική κοινότητα του Παρισιού είναι πολυποίκιλες στο άκουσμα της απομάκρυνσης της Mackenzie με τους δημοσιογράφους να διχάζονται ξανά. Αξίζει να σχολιαστεί επίσης το γεγονός ότι η εξέλιξη αυτή συμπίπτει χρονικά με την απόφαση της Όπερας του Παρισιού να ορίσει διευθυντή της τον Alexander Neef, καθώς και να του εμπιστευτεί καθήκοντα αρκετούς μήνες νωρίτερα από την επίσημη έναρξη της θητείας του με διθυραμβικές αντιδράσεις τόσο από τον τύπο όσο και από τους καλλιτεχνικούς κύκλους που φαίνονται ιδιαίτερα υποστηρικτικοί ως προς τον οραματισμό τις θέσεις και τα σχέδια του.
Ο βασικός πυρήνας προβληματισμού είναι φυσικά  ο εξής: Είναι άραγε δίκαιο μια γυναίκα σε θέση ισχύος και προερχόμενη από άλλη χώρα να δέχεται πυρά και να στηλιτεύεται στην προσπάθεια της να δώσει μια νέα πνοή, μια «ακτιβιστική» χροιά στην καλλιτεχνική ταυτότητα του θεάτρου Châtelet, και τελικά να απολύεται την ίδια στιγμή που οι δημοσιογράφοι και η καλλιτεχνική κοινότητα του Παρισιού υποδέχονται τον Neef  μετά Βαϊων και κλάδων;

Το επώδυνο βλέμμα του Sammy

Δεν είμαι λάτρης του επίκαιρου στο θέατρο και δεν ψάχνω φανατικά να βρω τις αντιστοιχίες της κάθε εποχής με την δική μας. Αλλά Οι Ευτυχισμένες μέρες γραμμένες από τον Beckett πριν από 60 χρόνια (1960) μοιάζουν να γράφτηκαν αύριο, ειδικά για την εποχή του δικού μας σήμερα, της δικής μας πανδημίας και κάθε πανδημίας.
Μέσα σε ένα ερημικό περιβάλλον μιας κατεστραμμένης γης, ο παμπόνηρος Sammy  στέκεται  πάνω από τις έρημες πόλεις μας, πάνω από τα έρημα πλάσματα του. Τα βλέπει να βολοδέρνουν και ψάχνουν την ταυτότητα τους στις εγκαταλελειμμένες λέξεις μιας γλώσσας συλημένης και μαγαρισμένης, πάνω από την μίζερη και έρημη ζωή μας. Ρίχνει το ανελέητο σαρκαστικό του βλέμμα μέσα από τα μάτια της Ουϊννυ και τον Ουϊλλυ.
Τα κακόμοιρα πλάσματα του, χωμένα μέχρι τον λαιμό στον τάφο, συνεχίζουν να ζουν, να μιλούν, να ασχολούνται με τις καθημερινές ασήμαντες ασχολίες τους και να ελπίζουν μέσα σε μία βασανιστική και ατέρμονη… αναμονή. Ο λόγος τους σαρκαστικός και κωμικός φέρνει γέλια και δάκρυα, αφήνοντας μια πίκρα στο λαιμό. Ξεγελιόμαστε νομίζοντας ότι είναι η κάπνα από τα αποκαΐδια του πλανήτη μας που καίγεται αλλά είναι το καρβουνιασμένο κατακάθι της δικής μας ζωής και ύπαρξης.
 Το κείμενο του Μπέκετ ούτε λίγο ούτε πολύ γίνεται το μανιφέστο του απόλυτου σήμερα.
Μην ανησυχείτε  θα γελάσετε με τους προβληματισμούς της Ουϊννυ. Καθώς βλέπει τον εαυτό της μέσα από τον καθρέφτη, βλέπουμε και μείς την μοναξιά μας καθώς μετράει και ελέγχει τα σάπια δόντια της αναγνωρίζουμε και μείς την δική μας φθορά και σαπίλα. Καθώς ο Ουϊλλυ διαβάζει τις νεκρολογίες σε μια εφημερίδα του προηγούμενου αιώνα κάνουμε και ‘μεις έναν απολογισμό των δικών μας απωλειών.
Ο πόθος των δύο προσώπων να συν-υπάρξουν, να συν-ομιλήσουν, να συν-εννοηθούν, να συν-κρατηθούν στη ζωή,  αποδεικνύει πόσο απαραίτητο είναι το πρώτο συνθετικό «συν-» και πόσο ανάγκη έχει το άμοιρο ανθρώπινο ον να υπάρξει «μαζί».
Είναι ίσως η μόνη εποχή που τον πρώτο ρόλο δεν παίζουν τα ρήματα, τα ουσιαστικά η τα επίθετα, η έστω οι εγωιστικές αντωνυμίες, αλλά αυτά τα επουσιώδη επιρρήματα.

Παρίσι, από τις κάβες του υπαρξισμού στο πηγάδι του φονταμενταλισμού

Τώρα που κατακάθισε  το ξάφνισμα , κι η σκόνη του χρόνου πήρε μαζί της το μύθο της  κατάμαυρης φιγούρας με τα εκφραστικά χέρια  και  τα αμυγδαλωτά μάτια,  τα  τονισμένα με eyeliner σα τοιχογραφία προϊστορικής θεάς, τα συνθήματα που κάποτε την συντρόφευαν, «Η ζωή είναι αλλού»(1) «Να είστε ρεαλιστές , να ζητάτε το αδύνατο» (2) φανερώνονται σήμερα ιδιαίτερα  σκληρά, διαβασμένα από μια οπτική που διόλου δε φαντάζονταν, ούτε η ίδια όταν προκαλούσε το κοινό της , μα ούτε κι αυτοί που κάποτε επιθύμησαν τη «φαντασία στην εξουσία» (3).  Η Juliette Greco, η αντισυμβατική, η  τολμηρή  μούσα του μεταπολεμικού Σεν Ζερμαίν με τα εκατομμύρια ποιήματα στη φωνή της (4) ανήκει αμετάκλητα στο παρελθόν. Μαζί της ένας ολόκληρος κόσμος  ιδεών και αξιών. Γιατί δεν είναι τελικά , μονάχα  το πρόσωπο, ή τη φωνή που ο κόσμος αποχαιρέτησε στις αρχές του Οκτώβρη Κάτω από τον Παρισινό ουρανό, (Sous le ciel de Paris), όπως λέει και ένα από τα  το εμβληματικά  της τραγούδια.  Με την εκδημία της αποχαιρετούσαμε οριστικά μια ολόκληρη εποχή, συνδεδεμένη με την αριστερή όχθη του Παρισιού, με ό,τι αυτό σήμαινε για τη κουλτούρα τα γούστα, και γενικά  τη συγκρότηση  ιδεολογίας  τριών τουλάχιστον γενεών: Το παλιό πέθαινε, το καινούριο γεννιόταν, ζυμωνόταν με την κοινωνία και δημιουργούσε  πολιτισμική επανάσταση. Τώρα,  αυτός ο αποχαιρετισμός ,έμοιαζε τρυφερός φόρος τιμής στην άφθαρτη πανίσχυρη κι ατίθαση νεότητα. “Αν φαντάζεσαι μικρούλα,  πως ο καιρός των ερώτων για πάντα κρατά ,πόσο πολύ απατάσαι …» έγραφε σοφά  ο Ραιμόν Κενό (Si tu t’imagines) Όμως τότε,  η νεότητα της εποχής, Με κομμένη την ανάσα, διεκδικούσε τούς χυμούς της ζωής, κι έψαχνε έναν Τρελό Πιερό να της τραγουδήσει «Γυμνή κάτω απ’ το ρούχο σου όμορφη πιτσιρίκα … στους φίλους χάρισε το ευωδιαστό σου λιβάδι» (Jolie Môme τουLéo Ferré) . Ναι, «Γδύστε με, Γδύστε με λοιπόν, α, μα  όχι αμέσως, όχι τόσο γρήγορα, πρέπει να μ επιθυμήσετε , πολύ…»(Déshabillez-moi), εμένα, που τόσο θυμίζω τη γοητευτική Λόλα του Ζακ Ντεμί! «Ζήστε, ζήστε με όλα σας τα έντερα» (5) , στις γειτονιές μιας  μποέμικης ιντελιγκέντσιας, σημείο αναφοράς  κοινωνικών , φιλοσοφικών,  λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών  ζυμώσεων, σ όλο το  δεύτερο μισό του 20 αιώνα. Η αριστερή όχθη του Παρισιού, από το Μονπαρνάς, και  το μπιστρό Select, σημείο συνάντησης των Παταφυσικών (collège de Pataphysique) Ραυμόν Κενό και Μπορίς Βιάν,  την μπρασερί Coupole, όπου συνήθιζε να δειπνεί  με κρεμμυδόσουπα η πολιτική ιντελιγκέντσια μιας εποχής (αγαπημένο στέκι των Καστοριάδη και Πουλατζά, στη δεκαετία του 70)   την Closerie des Lilas του Βερλέν , του Πικάσο και του Χέμινγουέι, τη rue Dauphine, και τη μπουάτ Ταμπού, όπου  η νεαρή Γκρεκό κάνει τα πρώτα της βήματα ( παίζει εκεί τρομπέτα ο Βιαν που την μυεί και στον κόσμο της τζαζ) , μέχρι το Deux Magots  και  το Café de Flore,  τα αγαπημένα στέκια των  υπαρξιστών , αλλά και  το La palette,  και τη  rue Bonaparte,τα μεγάλα βουλεβάρτα της  αριστερής όχθης , Saint-Germain, και Saint Michel,ναι je t’aime, moi non plus , βουλεβάρτα της πρόκλησης του Γκαίνζμπουργκ,  της Μπαρντό  και της Μπίρκιν ,βουλεβάρτα της αμφισβήτησης του Καμύ και της Ντυράς , της εξέγερσης του Σαρτ, του φεμινιστικού κινήματος της Μποβουάρ, της  υπερρεαλιστικής ποίησης του Πρεβέρ και  της σκοτεινής του Κοκτό , των διανοητών, σαν τον Αλτουσέρ και τον Φουκώ, η αριστερή όχθη της Νουβέλ Βάγκ,  του Γκοντάρ,  του Τρυφώ, του Ριβέτ  , του Σαμπρόλ και της Βαρντά ,  της επανάστασης των  φοιτητών και  της rue del Ecole με το Παν/μιο της Σορβόνης να εγγυάται πως θα χτυπά εκεί η καρδιά της νεολαίας.  Μιας νεολαίας που προετοίμασε κάποτε και έζησε τον Μάη του 68 .Ήταν η εποχή όπου το  προοδευτικό αποδομούσε  τα βάθρα του παραδοσιακού και η αμφισβήτηση κυριαρχούσε σε όλα τα επίπεδα. Αξίες ενός κόσμου που πίστεψε στην ελευθερία της έκφρασης, κι εναντιώθηκε  στον ολοκληρωτισμό της σκέψης. Που φώτισε τη δύναμη της συλλογικής δράσης, και την  ηθική της αλληλεγγύης. Η αποσύνθεση των παραδοσιακών αξιών και η συνειδητοποίηση, πως όταν η προσκόλληση  εξαϋλώνεται, δικαιώνει τη δύναμη και τη δυναμική του πνεύματος. Ήταν η πίστη στο πρότυπο της άμεσης δημοκρατίας σε συνδυασμό με τη διαρκή αμφισβήτηση και κριτική.

Νομίζω εν τέλει  ότι όλα αυτά αποχαιρετούσαμε στο πρόσωπο της θεάς  του Υπαρξισμού Ζ. Γκρεκό  και μαζί της την πικρή διαπίστωση πως δεν υπάρχει συνέχεια , δεν υπάρχει μετά. Τι μας προφήτευε  άραγε  αυτή η γυναίκα μάγισσα, με την ερεβώδη φωνή;

Il n’y a plus d’après À Saint-Germain-des-Prés...

Λίγες ημέρες μετά το θάνατό της, στις 16 Οκτωβρίου του 2020,σ ένα  όμορφο  προάστειο του Παρισιού , εκεί που ο παραπόταμος Ουάζ ειρηνικά συναντά τον Σηκουάνα ,- στο Κονφλάν Σαιντ Ονορίν ένα εντελώς αστικό προάστειο και καθόλου γκέτο – ένας νεαρός Τσετσένος  ισλαμιστής θα αποκεφαλίσει εν ψυχρώ, μέρα μεσημέρι και μέσα στο δρόμο, τον καθηγητή ιστορίας και γεωγραφίας Σαμουέλ Πατί. Πρόκειται για μια κατάφορη επίθεση στην ελευθερία των ιδεών και στις δημοκρατικές αξίες της Ευρώπης.
Το τραγικό  παράπτωμα του θύματος;
Τόλμησε ως εκπαιδευτικός να νομίζει ότι μπορεί να διδάσκει στους μαθητές του την αποδοχή στο διαφορετικό και το σεβασμό στην  ελευθερία της έκφρασης. Το πλήγμα του στυγερού αυτού εγκλήματος, στην καρδιά της Ευρώπης, γίνεται  ακόμη πιο βαρύ αν λάβουμε υπόψιν μας κάποιες  βασικές πληροφορίες . Ο δράστης ήταν ένα  παιδί  18 ετών, ενώ οι ισλαμιστές γονείς μαθητών που αντέδρασαν με μηνήσεις, επικαλούμενοι την πολιτική ορθότητα, είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, όμως  πολίτες ενταγμένοι στη γαλλική κοινωνία. Σε ότι αφορά στο δημόσιο σχολείο του Γαλλικού κράτους, πρέπει να επισημανθεί πως είναι εκπαιδευτικό ίδρυμα εντελώς ΑΝΕΞΗΘΡΗΣΚΟ, παραμένοντας πιστό στις αρχές του διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Πάνω από την πόρτα των δημόσιων σχολείων  κυματίζει  η Γαλλική σημαία. Οι αρχές «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη»  θυμίζουν στους δημόσιους λειτουργούς, ότι πριν εισέλθουν στο κτίριο, οφείλουν να αποκαθηλώσουν οποιαδήποτε ένδειξη θρησκευτικού προσανατολισμού φέρουν πάνω τους. Το τι όμως συμβαίνει σε αυτά τα παιδιά που μεγαλώνοντας σε άλλες πατρίδες   δεν ανήκουν δυστυχώς  πουθενά, ούτε στη χώρα καταγωγής τους,  ούτε στη χώρα υποδοχής τους, η απάντηση μάλλον βρίσκεται στη διαπίστωση πως μοναδική μας πατρίδα η παιδική ηλικία. Με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τους αδιάκοπους πολέμους , τη φτώχεια, τους δρόμους της προσφυγιάς και των ασυνόδευτων παιδιών. Εντούτοις  και η Δύση οφείλει να ξαναθυμηθεί, να πιστέψει και να υπερασπιστεί τις δικές της αξίες. Γιατί τελικά,  όπως μας δίδαξε ο διαφωτισμός «οι δεσμοφύλακες του πνεύματος  αυτοαιχμαλωτίζονται»

Dans la rue des Blancs-Manteaux
Dans la rue des Blancs-Manteaux
c’était un échafaud

Dans la rue des Blancs-Manteaux
Le bourreau s’est levé tôt
C’est qu’il avait du boulot
Faut qu’il coupe des généraux
Des évêques, des amiraux,
Dans la rue des Blancs-Manteaux (6)

Η ημέρα γέρνει , η αριστερή όχθη ετοιμάζεται να υποδεχτεί την Παρισινή  νύχτα με τους λιγοστούς τουρίστες, περιπατητές των μεγάλων βουλεβάρτων. Η τελετή έχει τελειώσει, η αυλαία πέφτει, το χειροκρότημα σιγά -σιγά σβήνει και χάνεται, μαζί με τον αιώνα που έφυγε.

Σημειώσεις

1,2,3,4 Συνθήματα του Γαλλικού Μάη.
4. Έτσι μιλούσε ο Ζ.Π.Σαρτρ για την Ζ. Γκρεκό

5. Τραγούδι της Γκρεκό σε στίχους του Σαρτ γραμμένο το 1944 για την παράσταση του έργου «Κεκλεισμένων των θυρών» Το τραγούδι , ένα κλείσιμο ματιού στη Μασσαλιώτιδα και τη Γαλλική επανάσταση ,είναι ένα καυστικό σχόλιο   για τη θανατική ποινή με λαιμητόμο. Στη Γαλλία  η εσχάτη των ποινών καταργήθηκε το 1984.

  • Ελεύθερη Μετάφραση των στίχων

      • Στη οδό των Blancs-Manteaux
        στημένο το ικρίωμα
        Στη οδό των Blancs-Manteaux,
        ο δήμιος ξύπνησε νωρίς
        Σημαίνει, είχε δουλειά:
        Να αποκεφαλίσει στρατηγούς,
        επισκόπους, και ναυάρχους 

        Στη οδό των Blancs-Manteaux

Θέατρο και Μεταθέατρο στον Μπέκετ

Μπορεί η αδυναμία έκφρασης να γίνει αντικείμενο τέχνης και αυτό το έργο τέχνης να εκφράζει την αδυναμία της έκφρασης; Στον Μπέκετ συμβαίνει αυτό και μάλιστα από τα πρώτα κιόλας έργα της συγγραφικής του πορείας.
Πεπεισμένος για την αδυναμία της γλώσσας να συλλάβει και να εκφράσει το φευγαλέο, το απρόβλεπτο και το παράδοξο της σκέψης και της ζωής, τάσσεται εναντίον της σαφήνειας και της απλότητας, αλλά και εναντίον των μονοδιάστατων ερμηνειών και των μονοσήμαντων συμβολισμών. Στρέφεται προς μία νέα θεατρική έκφραση, χρησιμοποιώντας τις λέξεις, όχι για το νόημα, που κουβαλούν, αλλά για τους ήχους και τις εικόνες, που παράγουν, μέσα από την ελλειπτικότητα του λόγου, την επανάληψη φράσεων και τις αντιθέσεις στα λόγια των ηρώων, ενώ παράλληλα καταργεί τις συμβάσεις του ρεαλιστικού θεάτρου, τον χρόνο και τον χώρο, τη δράση και τους χαρακτήρες, αλλά και τη λογική συνέχεια στην πλοκή.
Οι ήρωες, ή μάλλον οι αντιήρωες του Μπέκετ, πρόσωπα ασήμαντα και βεβαρημένα από ασθένειες, δεν έχουν συγκεκριμένη ιδεολογία και δεν έχουν να αντιμετωπίσουν κάποιο τραγικό δίλημμα, ούτε είναι αντιμέτωποι με τα πάθη και τις αδυναμίες τους, παρ’ όλα αυτά, είναι τραγικά όντα και ενσαρκώνουν καταστάσεις πανανθρώπινες. Το κάθε πρόσωπο αποτελείται από ένα σύνολο προσώπων, διαφορετικών, προϊόντος του χρόνου, που, όμως, δεν έχουν παρελθόν, παρά μόνο κάποιες σκόρπιες αναμνήσεις ενός εαυτού, που δεν θυμίζει σε τίποτα αυτό που είναι τώρα. Η αδράνειά των ηρώων, σε συνδυασμό με το απροσδιόριστο του χώρου και του χρόνου, κάνει τον εγκλωβισμό τους ακόμη πιο έντονο και την οδύνη της ύπαρξής τους, μεγαλύτερη. Μιλούν, όχι γιατί πραγματικά θέλουν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, ούτε για να πληροφορήσουν το κοινό σε σχέση με την ψυχολογία τους ή την εξέλιξη της πλοκής, αλλά για να καλύψουν τη σιωπή, που τους περιβάλλει.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει, ότι τα έργα του Μπέκετ χάνουν σε θεατρικότητα, τουναντίον, μέσα από κωμικές καταστάσεις, προβάλλει η τραγικότητα των ηρώων, αλλά και του σύγχρονου ανθρώπου, που έχει συνείδηση του τέλους, σε έναν κόσμο, που δεν γνωρίζει και που η προσπάθειά του να κατανοήσει το μυστήριο της ζωής ή να βρει την ευτυχία και τη γαλήνη σε έναν υλικό πολιτισμό είναι μάταιη.
Η Ουϊννυ, έχοντας αφομοιώσει ένα πρότυπο συμπεριφορών, που επιβάλλει ο σύγχρονος τρόπος ζωής, με συγκεκριμένες κοινωνικές συμπεριφορές: η καλή σύζυγος, που φροντίζει τον άντρα της, η καλή ερωμένη, που τον ικανοποιεί, η θρησκευόμενη και αισιόδοξη γυναίκα, που κάνει αγώνα για να μείνει ακόμα ελκυστική, γιατί έτσι θέλουν τα πρότυπα ομορφιάς, βυθίζεται όλο και πιο πολύ, σε αυτό που όλοι εμείς ονομάζουμε πολιτισμό και ακινητοποιείται. Σανίδα σωτηρίας για αυτήν αποτελεί η τσάντα της και όλα όσα περιέχει. Προσπαθεί να γαντζωθεί από τα αντικείμενα του σύγχρονου πολιτισμού και να τα εκμεταλλευτεί, ώστε η αναμονή της από τη γέννηση στον θάνατο να γίνει κάπως πιο υποφερτή. Γνωρίζει βέβαια, ότι το τέλος αργά ή γρήγορα θα έρθει και αυτή η περατότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, σε αντιδιαστολή με τα αντικείμενα, τα οποία θα συνεχίσουν να υπάρχουν και χωρίς εμάς, κάνουν έκδηλη την αδυναμία της και εντονότερη  τη φθοροποιό δύναμη του χρόνου.
Η Ουΐννυ θαμμένη μέχρι τη μέση στο πρώτο μέρος κι αργότερα, μέχρι το λαιμό, στο δεύτερο, σε έναν χώρο οριοθετημένο από έντονο και άπλετο φως, οι απροσδιόριστοι ήχοι, τα εκκωφαντικά κουδούνια και ο θόρυβος των λέξεων, μέσα από τη συνεχόμενη φλυαρία της, αλλά και η χρήση των αντικειμένων, που στα έργα του Μπέκετ εξωτερικεύουν τα άγχη και τις φοβίες του σύγχρονου ανθρώπου, προβάλλουν δυνατές εικόνες μοναξιάς και αποξένωσης και συμβάλλουν στη δημιουργία μίας έντονα θεατρικής ατμόσφαιρας.
Αν και χρησιμοποιεί πρακτικές μη αποδεκτές για το ρεαλιστικό θέατρο, ο Μπέκετ δεν παύει να αναφέρεται σε αυτό και να το σχολιάζει, εκθέτοντας στο κοινό τους μηχανισμούς του. Δεν χωρά αμφιβολία, ότι μια θεατρική παράσταση είναι τόσο φευγαλέα, όσο η ίδια η ζωή και η τεχνολογία, που διαθέτουμε σήμερα, είναι αδύνατο να αποτυπώσει, όχι τις εικόνες, αλλά την αίσθηση και την ατμόσφαιρα του έργου, σε σχέση με το κοινό, και να αναμεταδώσει τη ζωντάνια της στιγμής. Η παράσταση αρχίζει με το που ανάψουν οι προβολείς και τελειώνει μόλις αυτοί σβήσουν.
Πριν η Ουΐννυ αρχίσει τον μονόλογό της, κάνει όλα τα απαραίτητα, που θα έκανε μια ηθοποιός στο καμαρίνι της. Βουρτσίζει τα δόντια της, φτιάχνει τα μαλλιά της, φοράει το καπέλο της, κοιτάζεται στον καθρέφτη και βάζει κραγιόν. Απλώνει μπροστά της τα χρειαζούμενα αντικείμενα και τα μαζεύει όλα μαζί, «σωρευτικά, στο τέλος της ημέρας», όταν τα φώτα του θεάτρου σβήσουν. Την επόμενη μέρα τα αντικείμενα θα είναι πάλι εκεί, στη θέση τους, για να την βοηθήσουν να βγάλει την παράστασή της. Τα εκκωφαντικά κουδούνια της αρχής, που σηματοδοτούν έναρξη παράστασης, σε συνδυασμό με το εκτυφλωτικό φως ενός προβολέα, που θυμίζει μαρτύριο ανάκρισης, την ενεργοποιούν και την κάνουν να μιλά.   Τοποθετημένη συμμετρικά στο κέντρο της σκηνής και ψηλά, ώστε να είναι ορατή από όλους, η Ουΐννυ κοιτάζει προς το μέρος των θεατών και μονολογεί. Πολλές φορές τους απευθύνεται, εφιστώντας τους την προσοχή, άλλοτε πάλι, τυφλωμένη από το έντονο φως του προβολέα, αναρωτιέται αν υπάρχει κανείς, που την ακούει, ενώ πολλές φορές νιώθει, ότι κάποιος την παρακολουθεί. Έχει ανάγκη έστω από έναν θεατή, όπως όλοι οι ηθοποιοί, για να μπορέσει να κάνει την παράστασή της, αλλά κι αν δεν τον έχει, ευτυχώς, υπάρχει ο Ουΐλλυ, ο οποίος είναι εκεί και την ακούει.
Αυτή η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ηθοποιού και θεατή, είναι αρκετά δυσδιάκριτη στις «Ευτυχισμένες μέρες». Οι ρόλοι αντιστρέφονται και το αντικείμενο παρατήρησης γίνεται υποκείμενο και τούμπαλιν. Με το ζευγάρι των Σάουερ (shower) ή Κούκερ (cooker), που παραπέμπει στον οικογενειακό βίο και στην αστική τάξη, πιθανότατα υπονοούνται οι θεατές. Ο άνδρας, που είναι βουτηγμένος μέχρι το λαιμό στη λογική του «δούναι και λαβείν», βλέποντας την Ουΐννυ, την απορρίπτει, ως παράλογη οντότητα, καθώς, έτσι θαμμένη, όπως είναι, δεν χρησιμεύει σε τίποτα. Η Ουΐννυ, αντιδρά στα σχόλια του άντρα, χαρακτηρίζοντάς τον «άξεστο» και καταργεί την αντικειμενοποίησή της, κάνοντας το ζευγάρι αντικείμενο του δικού της βλέμματος και αναπαριστώντας με ευχέρεια μεγάλης ηθοποιού τον διάλογό τους, παίζοντας πότε τον έναν ρόλο και πότε τον άλλον.
Ο θεατής αποκωδικοποιώντας, με το δικό του τρόπο και σύμφωνα με την παιδεία του, την ευαισθησία και τις εμπειρίες του, τα αμφίσημα και αμφιλεγόμενα μηνύματα του έργου, στην ουσία συμμετέχει κι ο ίδιος στη δημιουργία της παράστασης, την ίδια ακριβώς στιγμή που συμβαίνει. Θα ήταν μεγάλο λάθος να ψάξουμε να βρούμε στα έργα του Μπέκετ, απαντήσεις σε ερωτήματα, λύσεις σε προβλήματα, συγκεκριμένες ιδεολογίες και πολιτικές αναφορές. Ο καλύτερος τρόπος για να έρθεις σε επαφή με τα έργα του Μπέκετ είναι περισσότερο με τη διαίσθηση παρά με τη λογική.

Lovers Rock του Steve McQueen

Ο Steve McQueen δημιούργησε για το BBC μία σειρά ταινιών οι οποίες αναμένεται να προβληθούν τον Νοέμβριο. Μία, λοιπόν, εξ’ αυτών βρήκε το φεστιβαλικό της σπίτι στο London Film Festival. Οι πρώτες κριτικές, μιλούν για μια καθόλα υπνωτιστική εμπειρία όπου μπλέκονται ατέλειωτες σεκάνς χορού με σκηνές ελεύθερου έρωτα και στιγμές βίας. Μια ταινία για όλα εκείνα τα Σαββατόβραδα που μας υποσχέθηκαν ότι δεν θα τελειώσουν ποτέ.

Scroll to top