After Love του Aleem Khan

Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την εβδομάδα κριτικής ενός φεστιβάλ Καννών που δεν πραγματοποιήθηκε, το After Love, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία, του Βρετανού με πακιστανική καταγωγή, Aleem Khan, κάνει την πρεμιέρα της στο London Film Festival. Θα μας αφηγηθεί την ιστορία μίας θάλασσας, της Μάγχης και δύο διαφορετικών πολιτισμών, ενός σε κάθε ακτή της. H Mary Hussain, λοιπόν, και ο σύζυγος της ζουν στο βρετανικό λιμάνι του Dover. Εκείνοςθα πεθάνει ξαφνικά κι εκείνη θα ανακαλύψει ένα μυστικό καλά κρυμμένο στην απέναντι όχθη της Μάγχης, στο γαλλικό Calais. Μια φρέσκια κινηματογραφική ματιά πάνω στην αιώνια αναζήτηση πατρίδας, οικογένειας και ταυτότητας.

LIMBO του Ben Sharrock

O Βρετανός Ben Sharrock στην δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά το πολυβραβευμένο Pikadero μας αφηγείται, αυτή την φορά, την ιστορία ενός νεαρού Σύριου μουσικού. Ο Ομάρ, λοιπόν, βρίσκεται σε ένα απομακρυσμένο νησί της Σκωτίας ,μακριά από την μουσική του και από την οικογένεια του, περιμένοντας να εγκριθεί η αίτηση ασύλου που έχει καταθέσει. Κι εμείς, σύμφωνα με τις κριτικές, αναμένουμε μια ευαίσθητη κωμικοτραγική ματιά-αλά Άκι Καουρισμάκι- πάνω στο σκληρό πρόσωπο της ανθρωπιστικής κρίσης.

Never Gonna Snow Again της Malgorata Szumowska

Με υποψηφιότητες και βραβεία σε σημαντικά κινηματογραφικά φεστιβάλ η Malgorata Szumowska παρουσιάζει την, υποψήφια για Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας, ιστορία ενός Ρώσου μασέρ που αναδεικνύεται σε «πνευματικό γκουρού» μιας ομάδας εύπορων αστών πελατών του. Οι κριτικοί μιλάνε για μία από τις πλέον weird ταινίες της χρονιάς, ικανή να αποκτήσει φανατικούς εχθρούς αλλά και θαυμαστές. Εμείς ξανά-θυμόμαστε τις υπέροχες σάτιρες των απανταχού αστικών κοινωνιών του Λουί Μπουνιουέλ και ανυπομονούμε.

Days του Ming-Liang Tsai

O Ming-Liang Tsai με καταγωγή από την Μαλαισία και γνωστός θαμώνας των απανταχού κινηματογραφικών φεστιβάλ εδώ και πάνω από 20 έτη, επανέρχεται με την υποψήφια για Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου ταινία του, «Days».  Με το γνώριμο αισθητικό και κινηματογραφικό του στυλ της αργής αφήγησης και των στατικών πλάνων βασίζεται εδώ σε μια τυχαία γνωριμία δύο ανδρών για να αποτυπώσει την αστική μοναξιά σε μια ιστορία φτιαγμένη από 46, μόνο, διαφορετικά πλάνα. Ένα σινεφιλικό πείραμα ικανό

Mogul Mogwli του Bassam Tariq

Ερχόμενος με φόρα από το Βερολίνο όπου κέρδισε το βραβείο FIPRESCI στο Panorama του Φεστιβάλ, ο Bassam Tariq προσγειώνεται στο Λονδίνο με την ιστορία ενός Βρετανού ράπερ με πακιστανική καταγωγή. Ο Tariq θα πιάσει το νήμα της ιστορίας του από την στιγμή όπου η μουσική καριέρα του Zed δείχνει επιτέλους να του χαμογελάει και να του χαρίζει την πρώτη μεγάλη του περιοδεία. Ένα, όμως, αυτοάνοσο νόσημα θα σημάνει το τέλος της περιοδείας και της πιθανότητας μιας λαμπρής καλλιτεχνικής πορείας. Οι πρώτες κριτικές μιλάνε για μια μαύρη κωμωδία που ξέρει να κοιτάζει κατάματα την ίδια της την δραματική θεματολογία απορρίπτοντας εύκολους και αναίτιους μελοδραματισμούς. Αλλά και για μια σαρωτική ερμηνεία από τον πρωταγωνιστή της, RizAhmed.

LONDON FILM FESTIVAL-BFI, ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Το αφιέρωμα  εξ΄ολοκλήρου επιμελήθηκε η Σοφία Γουργουλιάνη

To London Film Festival δείχνει να βρίσκει, σε δύσκολες εποχές, την χρυσή τομή ανάμεσα στην ασφάλεια συντελεστών και κοινού και στην ανάγκη για διατήρηση της μαγείας της κινηματογραφικής αίθουσας. Έτσι, προσφέρει ένα μεγάλο μέρος των ταινιών των διαφορετικών τμημάτων του σε online προβολές, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί τις δια ζώσης προβολές.  Εξασφαλίζει,όμως, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, την τήρηση των αναγκαίων αποστάσεων αυξάνοντας τον αριθμό των αιθουσών, αλλά και των πόλεων στις οποίες πραγματοποιούνταιοι προβολές. Κάνει πράξη, με τον τρόπο αυτό, τόσο την ενεργή στήριξη στην ύπαρξη της τέχνης ως πράξης κοινωνικής αλλά και την αναγκαία αποκέντρωση των καλλιτεχνικών δράσεων, εξασφαλίζοντας προβολές σε μια σειρά πόλεων και εκτός Λονδίνου. Ανοίγοντας, λοιπόν, την αυλαία μιας φεστιβαλικής και κινηματογραφικής σεζόν, που πολλοί έσπευσαν να την «πεθάνουν» πριν ακόμα γεννηθεί, το London Film Festival μας χαρίζει –πέρα από την αναγκαία αισιοδοξία- και μια πρόγευση του σινεφιλικού μας χειμώνα.

Το καλοκαίρι αυτό είναι παρελθόν και οι κινηματογραφικές αίθουσες έχουν μάθει χρονιά τώρα να περνούν τα καλοκαίρια μόνες. Βάζουν συχνά στις ίδιες τους τις μεγάλες οθόνες τις αγαπημένες τους ταινίες και τις βλέπουν ξανά και ξανά μέχρι να περάσει το δύσκολο καλοκαίρι. Τα βελούδινα καθίσματα σκάνε από την ζέστη και τα χαλιά στο πάτωμα προσπαθούν μάταια να δροσιστούν. Ξέρουν, όμως, ότι μαζί με τα πρώτα δροσερά πρωινά επιστρέφετε εσείς. Κι επιστρέφουμε κι εμείς. Και μαζί με σας, και μαζί με μας, οι κινηματογραφικές αίθουσες είναι ,κι εκείνες, έτοιμες να βρουν τις νέες αγαπημένες τους ταινίες. Είναι έτοιμες να χαμογελούν όταν φιλιόμαστε στα σκοτεινά, να δυσανασχετούν όταν αργούμε. Και όταν γελάμε, να γελάνε κι αυτές. Ας μην τις προδώσουμε.

Η Sofia Loren ξανά στα πλατώ

Σοφία Γουργουλιάνη, Οκτώβριος 1, 2020

Το 1940, η Σοφία Λώρεν είναι 6 χρονών. Η μητέρα της την πιάνει από το χέρι. Τριγυρνάνε δυο τους στους δρόμους της Ιταλίας. Ο πατέρας της δεν θα την αναγνωρίσει ποτέ.
Το 1950, η Σοφία Λώρεν είναι 16 χρονών. Σε έναν διαγωνισμό ομορφιάς γνωρίζει τον Κάρλο Πόντι. Ο Κάρλο είναι 22 χρόνια μεγαλύτερος της και έχει δύο παιδιά. Το Βατικανό δεν του δίνει την άδεια να πάρει διαζύγιο από την πρώτη του σύζυγο. Κάρλο και Σοφία παντρεύονται στο Μεξικό. Το Βατικανό δεν αναγνωρίζει τον γάμο τους. Ο Κάρλο παίρνει διαζύγιο στη Γαλλία. Κάρλο και Σοφία παντρέυονται. Μετά από δύο αποβολές έρχεται ,το 1968, ο πρώτος γιος και το 1973 ο δεύτερος, ο Edoardo.
To 1975 την ώρα που θηλάζει τον Edoardo, η Σοφία, διαβάζει το μυθιστόρημα του Roman Gary “The Life before us”. Δακρύζει και θυμάται την μάνα της. Η Madame Rosa, η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, της την θυμίζει. Κοιτάζει τον Edoardo. Μοιάζει στον πατέρα του. Συνεχίζει να θηλάζει.
Σήμερα, ο Edoardo Ponti είναι σκηνοθέτης ,βραβευμένος στο Φεστιβάλ της Τribecca, για την ταινία «Il turno di notte lo fanno le stelle» το 2013.
Ο Εdoardo Δεν το είπε στην Σοφία, αλλά τρία χρόνια πριν πέταξε όλη την σαβούρα από το παλιό εξοχικό. Δεν το είπε στην Σοφία, αλλά θαμμένο κάτω από βιβλία με συνταγές για pizza και pasta  βρήκε το“The Life before us”. Δεν το είπε στην Σοφία, αλλά στην MadameRosa, βρήκε αμέσως την επόμενη κινηματογραφική του ηρωίδα. Δυο μήνες μετά την πήρε τηλέφωνο.

«Εdoardo ciao»  
«Μαμά, διάβασα την Madam Rosa»
«Edoardo, καθάρισες το εξοχικό;»
«Μαμά, θα την κάνουμε ταινία»
«Edoardo, η Madame Rosa μου θυμίζει την γιαγιά»
«Μαμά, εσύ θα την παίξεις.»

Μετά από 10, λοιπόν, χρόνια η Σοφία Λώρεν επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη για την Madame Rosaκαι για τον Edoardo. Ο γιος της διασκευάζει και σκηνοθετεί το μυθιστόρημα του Romain Gary και η Σοφία Λώρεν ενσαρκώνει μία επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, πρώην πόρνη και νυν προστάτιδα των παιδιών εκδιδόμενων γυναικών που βρήκαν το θάνατο σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η Madame Rosa παλεύει με τα γηρατειά και την ασθένεια και το ρόλο του αφηγητή στην ιστορία παίρνει ο Momo ένα 10χρονος Σεναγαλέζος προστατευόμενος της.
Σύμφωνα με την Σοφία Λώρεν πρόκειται για μια ταινία που ξέρει πως να ισορροπεί ανάμεσα στο κωμικό, το τραγικό και τον αναπόφευκτο μελοδραματισμό. Σοφία και Edoardo, σε μια υπόθεση οικογενειακή, βάζουν τα δυνατά τους για να μας συγκινήσουν σε μια ταινία με τον τίτλο «The Life Ahead us» που θα κυκλοφορήσει στο Netflix στις 13 Νοεμβρίου. Και οι Χολιγουντιανές γλώσσες ήδη την θέλουν να θέτει υποψηφιότητα για τα μεγάλα κινηματογραφικά βραβεία.

Μια φορά κι έναν καιρό μια υπουργός Πολιτισμού

Της Β. Δραγάτση

Δεν θα παραστήσω τη θεωρητικό του Πολιτισμού, γιατί δεν είμαι εξάλλου… Ούτε, βεβαίως, θα ρίξω την αναλυσάρα μου για τη βάση και το εποικοδόμημα κατά πώς τα λέει ο Μαρξ…  Όχι! Απλά θα πω τι περίμενα από τον/την εκάστοτε υπουργό Πολιτισμού σε αυτή τη χώρα των χαμηλών προσδοκιών. Λίγα, πολύ λίγα, περίμενα  η ολιγαρκής:  να μείνουν στοιχειωδώς όρθια τα αρχαία μνημεία, να γίνονται τα καλοκαιρινά φεστιβάλ, να στηριχθεί κάπως η σύγχρονη πολιτιστική δραστηριότητα…  Τα άλλα είναι τόσο δύσκολα που θα συνιστούσαν Επανάσταση…
Και εκεί που έτρεφα  τις χαμηλές μου προσδοκίες  ακούω το όνομα «Μενδώνη». Η αλήθεια είναι ότι περίμενα μεν μια συντηρητική κυρία, σοβαρή και χαμηλοβλεπούσα, από την άλλη άφηνα και ένα περιθώριο, γιατί έχω γνωρίσει πολύ ενδιαφέρουσες συντηρητικές κυρίες… Γρήγορα διαπίστωσα ότι η Μενδώνη δεν συγκαταλέγεται σε αυτές.
Η αλήθεια είναι ότι έκανε εντυπωσιακή πρεμιέρα, κυνηγώντας ανήλικα στους κινηματογρά- φους που έβλεπαν το «Τζόκερ». Τότε είπαμε ότι μπορεί απλά να ευθυνόταν ένας στενοκέφαλος υπάλληλος. Κρατήσαμε βέβαια στον νου ότι ουδείς στενοκέφαλος προβαίνει σε κάτι τόσο ακραίο, αν δεν πιστεύει ότι έχει την κάλυψη του/της πολιτικού του προϊσταμένου.
Το άστρο, όμως, της υπουργού έλαμψε στη συνέχεια, στην καραντίνα. Κατ’ αρχάς έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων της το προσωπικό του ίδιου της του υπουργείου, μην μεριμνώντας για οδηγίες αντιμετώπισης του ιού. Στην πορεία, έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων της τους ανθρώπους της Τέχνης, μην διεκδικώντας το ελάχιστο για αυτούς. Αντιθέτως, ένευσε με περιφρόνηση για τον Ξαρχάκο, στραβομουτσούνιασε με τον Δεληβοριά και γενικά με κάθε τρόπο περιφρόνησε οτιδήποτε δεν άπτεται της δικής της αντίληψης για τον Πολιτισμό!
Ουπς! «Δική της αντίληψη για τον Πολιτισμό» είπα; Η κυρία Μενδώνη τυγχάνει αρχαιολόγος και μάλιστα με καλή φήμη, φανταζόμουν, λοιπόν, ότι το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο» θα είναι –έστω με τον πιο αρτηριοσκληρωτικό τρόπο- στις προτεραιότητες της… Όχι και τόσο! Ας πούμε συναίνεσε, από πολιτικό μένος και μόνο,  σε ένα τεράστιο πολιτιστικό έγκλημα: στην απόσπαση των αρχαίων από τον σταθμό Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη. Μιλάμε στην ουσία για τη πρωτοβυζαντινή Μέση Οδό, για μια πόλη κάτω από την πόλη, για τις απαρχές και τη συνέχεια της… Εκείνη πρώτη θα έπρεπε και ως επιστήμονας και ως “πατριώτισσα” να υπερασπιστεί τα ευρήματα, αλλά ο πατριωτισμός ενίοτε είναι τζάμπα, περιορίζεται στην πλαστική περικεφαλαία και τη νάιλον σημαία…
Όσο για τη στήριξη της σύγχρονης πολιτιστικής δραστηριότητας, ας γελάσω δις… Στα τελευταία της  κατορθώματα συγκαταλέγονται  η παραίτηση του Προέδρου και σύσσωμου του ΔΣ του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και οι αντιφατικές οδηγίες για συναυλίες, θέατρα, σινεμά… Κι ενώ κώφευε σε κάθε απεγνωσμένη έκκληση ανθρώπων της Τέχνης, ήταν αρκετό ένα τηλέφωνο ηθοποιού-προσωπικού φίλου του πρωθυπουργού για να πάρει αποφάσεις σχετικά με τα θέατρα, τις οποίες μετά απέσυρε κλπ… Όλη δε αυτή την τρυφερή μέριμνα για τους δημιουργούς την στόλισε σε μία μνημειώδη ομιλία της στη βουλή λέγοντας ότι οι καλλιτέχνες κινούνται στο χώρο της «μαύρης οικονομίας» κερδίζοντας το χειροκρότημα των άλλων ταγών της πολιτικής.  
Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στον απαξιωτικό τρόπο με τον οποίο απαντάει σε κάθε αιτίαση της όποιας αντιπολίτευσης, σε κάθε κριτική που της ασκείται… Λεπτομέρειες θα πει κάποιος, αλλά ως γνωστόν, εξ΄  όνυχος τον λέοντα!
Αυτά τα πολύ θλιβερά, λοιπόν, συμβαίνουν… Αποτυχημένη και πολιτικά και διοικητικά, η κυρία υπουργός περιφέρει την αναιτιολόγητη έπαρσή της.  Τουλάχιστον φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη με λαμπτήρες χαμηλής κατανάλωσης. Κάτι είναι κι αυτό, μην είμαστε και πλεονέκτες!

(Παραθέτουμε φωτογραφία της φωταγωγημένης Ακροπόλεως)

Stephen Soderbergh-Amy Seimetz: οι προφήτες

Από την Σοφία Γουργουλιάνη, 30 Σεπτεμβρίου 2020

Είναι Μάρτιος του 2020. Ο Stephen Soderbergh ετοιμάζει την βαλίτσα του για το Detroit. Πάνω πάνω βάζει το σενάριο της καινούριας του ταινίας. Τσεκάρει τα μέιλ του. Το εισιτήριο για το Detroit είναι εκεί.
Είναι Μάρτιος του 2020. H Amy Seimetz ετοιμάζει την βαλίτσα της για το Texas. Πάνω πάνω βάζει το καλό της φόρεμα με τις άσπρες πούλιες. Τσεκάρει τα μέιλ της. Το ειστήριο για τo Texas  είναι εκεί.

Ο Stephen Soderbergh, λοιπόν, τον Μάρτιο, θα ξεκινούσε τα γυρίσματα της καινούριας του ταινίας, «Kill Switch», στο Detroit. Ενώ η ταινία της Amy Seimetz, «She dies Tomorrow», θα έκανε την πρεμιέρα της στο κινηματογραφικό φεστιβάλ «Southwest by Southwest» στο Τέξας.

Αμέσως μετά το φεστιβάλ, η Amy Seimetz, από το πόστο της ηθοποιού, θα ταξίδευε και αυτή στο Detroit για να πρωταγωνιστήσει στην καινούρια ταινία του Soderbergh «Kill Switch». Η επικείμενη, όμως, πανδημία επιφύλασσε και για τους δύο μια άνοιξη ματαιωμένων σχεδίων. Αναπάντεχα κατέβασαν τα καλλιτεχνικά τους ρολά.
Κι ενώ η πρωτοφανής υγειονομική απειλή έμοιαζε να κορυφώνεται και να ακυρώνει, με την σφοδρότητα της, καλλιτεχνικά σχέδια και μέλλοντα, το κινηματογραφικό κοινό βρήκε στους Soderbergh και Seimetz, τους κινηματογραφικούς του προφήτες. Τον τίτλο του προφήτη χάρισε στον Soderbergh, η ταινία του 2011, «Contagion», στην οποία περιγράφει γλαφυρά και ζοφερά μια παγκόσμια επιδημία ενός άγνωστου ιού. Ενώ, τον ίδιο τίτλο χάρισε στην Seimetz, η τελευταία της ταινία «She dies Tomorrow», όπου το προαίσθημα μιας γυναίκας ότι «αύριο πεθαίνει» εξαπλώνεται παγκοσμίως, σαν ιός, δημιουργώντας  ένα κοινωνικό ντόμινο ανθρώπων που πιστεύουν ότι πεθαίνουν την επόμενη μέρα.
Κι αν η άνοιξη προμηνυόταν γεμάτη κινηματογραφικές συναντήσεις «διά ζώσης» για τους δύο δημιουργούς, το κινηματογραφικό κοινό έδωσε ζωή σε δύο περασμένες δουλειές των δύο δημιουργών. Κι εκείνοι βρεθήκανε «εξ’ αποστάσεως» να θυμούνται τα περασμένα μεγαλεία και να συζητάνε τα μελλοντικά.

Ας στήσουμε αυτί:
Soderbergh: Ήξερα από τον Γενάρη, από φίλους επιδημιολόγους ότι η κατάσταση ήταν σοβαρή. Όταν, όμως, προσπάθησα να ισορροπήσω ανάμεσα στο καθήκον μου ως πολίτης και στην επιθυμία μου για καλλιτεχνική δημιουργία, η σύγκρουση ήταν πολύ έντονη.

Seimetz: Εγώ πάλι, εκμεταλλεύτηκα την εμπειρία του lockdown για να δουλέψω απερίσπαστη. Ξαφνικά σταματήσανε όλες οι επείγουσες κλήσεις από παραγωγούς και διευθυντές και όλες οι πιεστικές προθεσμίες εξαφανιστήκανε. Η άλλη πλευρά, βέβαια, του πράγματος είναι οι απεριόριστες προμήθειες σε όσπρια που έχουν μείνει στην ντουλάπα μου από την καραντίνα. Επιπλέον, είχα όλο τον χρόνο να ξαναδώ την ταινία σου (Contagion) και να συνειδητοποιήσω πόσο ανάγκη είχα τέτοιες ταινίες. Με βοήθησε να απελευθερώσω όλο το πένθος, τη λύπη και το φόβο που κατέπνιγα. Και συζητώντας το με φίλους, κατάλαβα ότι το πάρα πολύς κόσμος ξανα-ανακάλυψε το Contagion κατά τη διάρκεια του lockdown.

Soderbergh: Ναι, η ταινία έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής αυτή την περίοδο. Και αυτό με εντυπωσίασε. Γιατί όλη αυτή η εμμονή με την καταστροφή; Είναι η φαντασία που μας συνεπαίρνει; Ή μήπως ξυπνάει κάτι βαθύτερο μέσα μας που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε;

Seimetz: Εμένα αυτό που με εντυπωσίασε ξαναβλέποντας την μέσα στην πανδημία, ήταν η ακρίβεια των προβλέψεων της.

Soderbergh: Είναι πολλά που δεν κατάφερα να αποτυπώσω όπως συνέβησαν. Αρχικά, δεν μπορούσα να προβλέψω τον οικονομικό κατακερματισμό της κοινωνίας. Είναι ελάχιστοι άνθρωποι που θα δουν τις ζωές τους να μένουν ανεπηρέαστες από την πανδημία.
Επίσης, ένα ζήτημα στο οποίο  δεν αναφέρεται η ταινία, είναι το ψυχολογικό βάρος που θα κουβαλάμε όλοι μας μετά τη λήξη αυτής της κατάστασης. Δεν θα είναι σαν να κλείνεις έναν διακόπτη και να μην συνέβη ποτέ. Όλος αυτός ο πανικός που προκλήθηκε είναι το ίδιο μεταδοτικός με την νόσο. Δεν μπορεί να εξαφανιστεί από την μία μέρα στην άλλη. Είναι λίγο πολύ αυτό που περιγράφεις εσύ στην δική σου ταινία, «She Dies Tomorrow»..

Seimetz: Πράγματι. Πάντοτε ένιωθα ότι το άγχος είναι μεταδοτικό και αυτό προσπάθησα να περιγράψω και στην ταινία. Πάρε για παράδειγμα τον εθισμό του κοινού στις ειδήσεις την περίοδο της πανδημίας. Νομίζω πως, τελικά, έχουμε γίνει μια κοινωνία εθισμένη στον πανικό. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι ακόμα κι αν βγει το εμβόλιο, ο κόσμος πάλι θα βρίσκεται σε μια αναταραχή για την ίδια τη φύση της θεραπείας και τις παρενέργειες της.

Soderbergh: Δεν μπορείς, όμως, να πεις ότι οι πρόβλεψη των πιθανών επιπτώσεων δεν είναι ένα σημαντικό κομμάτι της προτεινόμενης θεραπείας. Είμαι προφανώς υπέρ του εμβολίου. Όμως, όταν πρόκειται για κάτι το οποίο θα μπει μαζικά στα σώματα των πολιτών, θα πρέπει να υπάρχει μεγάλη προσοχή. Στις προσπάθεια μας να σώσουμε τον πλανήτη, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τις πιθανές παρενέργειες.

Seimetz: Για την ώρα, το εμβόλιο μου φαίνεται αρκετά μακριά. Και οι σημαντικότερες παρενέργεις της πανδημίας που βλέπω είναι στον χώρο του ανεξάρτητου κινηματογράφου.  
Οι ανεξάρτητοι κινηματογραφιστές ήδη ψάχνουν τρόπους να διαχειριστούν την αύξηση του προϋπολογισμού που συνεπάγεται η τήρηση όλων των πρωτοκόλλων για την ασφάλεια των εργαζομένων. Προσανατολίζονται, μάλιστα, σε μειώσεις των καστ και σε γυρίσματα σε εξωτερικούς χώρους που μπορούν αποτελεσματικότερα να εγγυηθούν την ασφάλεια.

Soderbergh: Εγώ, αυτό που βλέπω, είναι μία μεγάλη επιθυμία καλλιτεχνών να ξαναρχίσουν γυρίσματα. Και γι’ αυτον τον λόγο, ήδη αναπτύσσουμε κάποια πρωτόκολλα που μπορούν να κρατήσουν όλους τους εργαζόμενους σε ένα κινηματογραφικό γύρισμα ασφαλείς. Αν μπορέσουμε να «σηκώσουμε» την αύξηση του προυπολογισμού  της τάξης του 15-20%  που συνεπάγεται η εφαρμογή των πρωτοκόλλων αυτών, η ασφάλεια των εμπλεκομένων είναι εγγυημένη. Εγώ σκέφτομαι σύντομα να ξεκινήσουμε τα γυρίσματα της καινούριας μου ταινίας «Kill Switch». Και θέλω ,μάλιστα, να δημοσιοποιήσω την όλη αυτή προσπάθεια και εμπειρία στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Είμαι, όμως, σίγουρος ότι θα τα ξεκινήσουμε με ένα σαφές σχέδιο, το οποίο όμως στην πορεία θα χρειαστεί πολλές τροποποιήσεις.


Όσο σκηνοθέτες και ηθοποιοί εξακολουθούν να συζητούν μέσα από κάμερες ,εμείς ως λαθραίοι ωτακουστές είμαστε εδώ για να σας μεταφέρουμε τις απόψεις τους για το μέλλον του κινηματογράφου.
Κι αν, λοιπόν, οι καλλιτεχνικοί αυτοί διάλογοι ανοίγουν διάπλατα ορέξεις για ζεστές, σκοτεινές αίθουσες ή για μπύρες σε θερινούς κινηματογράφους, η 7η τέχνη απολαμβάνει το διάλειμμα της, σίγουρη πως θα μας βρει όλους δίπλα της πολύ σύντομα.
Οι ίδιες, λοιπόν, οι μεγάλες οθόνες σιγοψιθυρίζουν η μία στην άλλη ατάκες από τις αγαπημένες τους ταινίες. Οι κάμερες στις αποθήκες τεντώνονται ανελλιπώς κάθε απόγευμα. Και οι σινεφίλ αγοράζουν ποπ κορν και περνάνε κάθε μέρα έξω από έναν κινηματογράφο μασουλώντας αθόρυβα και ρουφώντας «τζούρες» σκοτεινής αίθουσας.

Ονομάζοντας το ακατανόμαστο

Οι «Ευτυχισμένες ημέρες» του Σάμιουελ Μπέκετ είναι το έργο που συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο την εργογραφία του. Τα μοτίβα και τις θερμοκρασίες, τις προοπτικές και τις καθηλώσεις, το παράλογο και την υπέρβασή του. Έργο εξαντλητικό και απαιτητικό ταυτόχρονα για τον ηθοποιό και το θεατή όσο και για τον αναγνώστη του, πυκνό σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταργεί τη διάκριση λεπτομέρειας και συνόλου, συμπυκνώνει το μπεκετικό σύμπαν χωρίς να εξαρτάται από αυτό, σε μια συγγραφική χειρονομία που ανοίγει τον θεατρικό λόγο προς το μέλλον του.
Ο μοντερνισμός του Μπέκετ είναι παράλληλος με αυτόν του μεγάλου δασκάλου του, του Τζαίημς Τζόυς. Αλλά αν και παράλληλοι ακολουθούν την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Ο Τζόυς κινείται προς τη σύνθεση, προς το μεγάλο οικοδόμημα, προς ένα έργο που το μέγεθός του θα μπορούσε να αναμετρηθεί με το ίδιο το μέγεθος της ζωής. Με το Finnegans Wake, το τελευταίο έργο του, ο Τζόυς επιτυγχάνει ίσως το πιο πολύπλοκο έργο της δυτικής γραμματείας. Βαθύς γνώστης του έργου αυτού και συνεργάτης του Τζόυς, ο Μπέκετ είδε έναν ολόκληρο λογοτεχνικό τρόπο να εξαντλείται στο αποκορύφωμά του. Και σοφά διάλεξε να δημιουργήσει με τρόπο αντίστροφο. Ο Μπέκετ κινείται προς την αφαίρεση, το λίγο που γίνεται ξαφνικά πολύ. Η γλώσσα του είναι η έλλειψη, αυτό που συνεχώς μικραίνει, αυτό που συνεχώς χάνεται. Μια απουσία που θα μπορούσε να αναμετρηθεί με το ίδιο το τίποτα του θανάτου. Και με την ζωή ιδωμένη από τη στιγμή αυτή προς τα πίσω.Μια αφαίρεση που ως διαδικασία είναι ίσως περισσότερο από οπουδήποτε εμφανής στο πέρασμα από την πρώτη στη δεύτερη πράξη του «οι ωραίες ημέρες», του πιο κλινικούαπό τα έργα του. Η ερημιά του τοπίου, η οποία μέσα από την ακινησία της Ουϊννυ γίνεται σχεδόν απέραντη είναι το λίγο που γίνεται πολύ. Και θα γίνει ακόμα περισσότερο όταν η ακινησία θα κυριαρχήσει σχεδόν απόλυτα με το πέρασμά μας στη δεύτερη πράξη. Αυτό το κεφάλι μέσα στο χώμα δεν αντιπροσωπεύει μόνο τον ρόγχο της ανθρώπινης γενιάς. Είναι μαζί και ένα ταξίδι του ίδιου του λόγου λίγο πριν τον βαθμό μηδέν, μια αποτύπωση της μπεκετικής διαδικασίας προς την πιο πυκνή και πιο επείγουσα γλώσσα. Μέσα στην επικράτεια αυτή του ελάχιστου, κάθε τι μεγεθύνεται. Παίρνει διαστάσεις σχεδόν αρχετύπου. Το σώμα και η γη, το ανδρόγυνο, το γήρας, το γέλιο, η φθορά, η ανάγκη του ανθρώπου για τον άνθρωπο, η προσδοκία, η μοναξιά, η ανάμνηση. Και ανάμεσά τους το πρωταρχικό σύμβολο, η δραματική όψη του έργου, η γυναίκα θαμμένη μέχρι την μέση, γίνεται σημείο. Ένα σημείο ανοιχτό προς κάθε είδους ερμηνεία και νοηματοδότηση. Ο άνθρωπος όπως βυθίζεται στον χρόνο, η ύλη που συγκρατεί τον άνθρωπο στη γη, η φθορά του σώματος που τον καθηλώνει στο γύρας, η μόνιμη ακινησία του ατόμου σε έναν κόσμο χωρίς επιλογές και τόσα ακόμη. Όχι διαφορετικές ερμηνείες, αλλά ερμηνείες ίσες και ταυτόχρονες, ερμηνείες που υπάρχουν την ίδια στιγμή φορτίζοντας την όψη με νόημα και πολλαπλά νοήματα μαζί. Όλα βαλμένα σε μια αλληλουχία με μόνη σκαλωσιά τους κινήσεις τυποποιημένες, χειρονομίες που επαναλαμβάνονται μέσα στους αιώνες, άδειες από νόημα ή λειτουργικότητα, αναμνήσεις ενός ξεθυμασμένου «ορθού τρόπου», απαραίτητες όμως μέσα στην κοινοτοπία τους. Σαν να επιβεβαιώνουν στην κάθε τους εκδοχή πως η ζωή συνεχίζει να συμβαίνει, πως η ρουτίνα έχει χώρο ακόμα και εδώ, ανάμεσα στα καμένα χορτάρια. Ένα τελετουργικό των μικρών τρόπων, μιας ζωής που ενώ εξαντλήθηκε επιμένει, ακόμα και αν έχει μείνει μόνο ο σκελετός της αρχικής του όψης.

Ανάμεσα στις οπτικές πληροφορίες- πράξεις και τον σκηνικό χώρο (που μπαίνουμε στον πειρασμό να περιγράψουμε και ως αποτύπωση του ψυχικού χώρου της Ουϊννυ ή ακόμη και της σχέσης των δύο πρωταγωνιστών) υπάρχει η ροή των λέξεων. Οι λέξεις της Ουϊννυ δίπλα στο απομεινάρι του άντρα της, τις κινήσεις κονσέρβα και το θαμμένο της σώμα είναι το μόνο ζωντανό στοιχείο. Σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν ταυτίζονται με την ίδια τη ζωή. Η Ουϊννυ μπορεί να είναι θαμμένη μέχρι την μέση, η Ουϊννυ μπορεί να είναι θαμμένη ολόκληρη. Αυτό που έχει σημασία είναι να συνεχίσει να μιλά. Γιατί όσο μιλά συνεχίζει να υπάρχει. Ακόμα και αν οι λέξεις της ακούγονται κωμικές ή αφελείς. Ο λόγος της Ουϊννυ είναι ο κόσμος που συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και αν σταδιακά χάνεται στην ανυπαρξία. Γιατί όσο η Ουϊννυ μιλά μας επιτρέπει να υπάρχουμε. Λοιπόν, «άρχισε την μέρα σου Ουϊννυ», γιατί όσο υπάρχουν οι λέξεις, μπορούμε και εμείς να υπάρχουμε.

Scroll to top