Αυτή δεν είναι η χώρα μου, η χώρα που αγαπώ… Στη δική μου χώρα για το χατίρι ενός κοριτσιού «τα περβόλια μπαίνουνε στη θάλασσα» και τα παιδιά κατρακυλάνε παίζοντας στις πλαγιές με τις ελιές αιώνες τώρα … Στη δική μου χώρα, ο Όμηρος και ο Ευριπίδης θρηνούν μαζί με τους ηττημένους στα αποκαΐδια της Τροίας. Κι ο θρήνος της Εκάβης είναι ο δικός τους θρήνος. Στη δική μου χώρα ο πρόσφυγας είναι πρόσωπο ιερό και καθαγιασμένο και ο πόνος και τα πάθη των ανθρώπων σταλάζονται σε κάθε τραγούδι, σε κάθε ποίημα.
Αυτοί δεν είναι οι δικοί μου άνθρωποι, δεν είναι οι άνθρωποι που ξέρω… Οι δικοί μου δεν μισούν, είναι τρυφεροί, κάνουν λάθη, πέφτουν και ξανασηκώνονται, στέκουν αμήχανοι ή προχωράνε, λένε ψέματα και αλήθειες, αλλά έχουν μέσα τους κάτι από τη θύελλα και την ηρεμία τούτων των τοπίων. Είναι παθιασμένοι και ατελείς. Άλλοτε πάλι φοβούνται, διστάζουν, πάντα, όμως, με άφατη τρυφερότητα. Κι έπειτα δεν κουβαλάνε βεβαιότητες, αν τους ρωτήσεις θα πουν ότι τίποτα δεν ξέρουν.
Αναρωτιέμαι, λοιπόν, πού να ζουν όλοι εκείνοι που μισούν τόσο πολύ, τόσο βαθιά… Ποιοι τους μεγάλωσαν και σε ποια σχολεία πήγαν… Πώς μπορούν να λένε σε ένα παιδί να «ψοφήσει», σ’ έναν γέρο να πεθάνει. Τι μπορεί να είναι ανώτερο από τη ζωή ενός παιδιού;
Ίσως πάλι «η νοσταλγία μου να έχει πλάσει /μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους/ έξω απ’ τη γη και τους ανθρώπους». Γιατί τελικά αυτή η «άλλη» χώρα η δική μου δεν υπάρχει, πάρα μόνο στις λέξεις των ποιητών και στα τοπία της. Μια κατασκευή κι αυτή ανάμεσα σε τόσες;
Μόρια, Καμένα Βούρλα και πιο πριν Ωραιόκαστρο και Γιαννιτσά ή Νέα Μηχανιώνα, τοπωνύμια που πληγώνουν την εικόνα που έχουμε για αυτόν τον τόπο. Είναι αυτές οι στιγμές όπου η πραγματικότητα επιτίθεται και μας συντρίβει.
Αλλά έτσι δεν συνέβαινε πάντα; Τι υποδοχή επεφύλαξαν στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας οι γηγενείς; Δεν τους περιφρόνησαν, δεν τους έδιωξαν, δεν τους κυνήγησαν; Κι έπειτα και οι ίδιοι οι πρόσφυγες πώς να αντιμετώπισαν στις φτωχογειτονιές τους εσωτερικούς μετανάστες της δεκαετίας του ’60; Με παρόμοια επιφύλαξη και φόβο.
Και έχω καταλήξει πια, ότι παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις του Διαφωτισμού, η πρώτη, ενστικτώδης κίνηση του ανθρώπου είναι ο φόβος και το μίσος προς τον Άλλον. Η αποδοχή και η αλληλεγγύη είναι δύσκολοι, δύσβατοι δρόμοι και προϋποθέτουν υπέρβαση εαυτού.
Στo εξαιρετικό «L’ America» του Αμέλιο, ο Ιταλός μικροαπατεώνας που πάει για κομπίνες στην καταρρέουσα Αλβανία του ’90 χάνει τα χαρτιά του και , μην μπορώντας να αποδείξει την ταυτότητα και την εθνικότητά του, βρίσκεται σε ένα πλοίο με χιλιάδες Αλβανούς που φεύγουν προς την Ιταλία. Δίπλα του ένας γηραιός Ιταλός, αιχμάλωτος πολέμου από το 1940, που έχει χάσει τα λογικά του, τραγουδάει τη «Ροζαμούντα» και μονολογεί: «Πάμε στην Αμερική… Είναι ωραία η Αμερική!». Ο αλαζονικός κυρίαρχος υπήρξε κάποτε κι αυτός παρίας και ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξαναγίνει.
Η αέναη επανάληψη της Ιστορίας και οι τραγικές αντιστροφές της, είναι η τιμωρία μας για την αλαζονική επανάπαυσή μας.
Author: kamtsis
SUSAN SONTAG Μια παρατήρηση για τη σχέση του κινηματόγραφου με το μυθιστόρημα
Ερευνα-Μετάφραση: Πολύκαρπος Πολυκάρπου
Θεωρώντας τα πενήντα χρόνια της παρουσίας του κινηματογράφου στο χώρο της τέχνης[3], αντιλαμβανόμαστε ότι μας προσφέρει μια κωδικοποιημένη ανακεφαλαίωση της πορείας των διακοσίων χρόνων που έχει, στον ίδιο χώρο, το μυθιστόρημα. Στο πρόσωπο του Ντ.Γ. Γκρίφιθ, ο κινηματογράφος βρήκε τον δικό του Σάμουελ Ρίτσαρσον[4]. Ο σκηνοθέτης της Γέννησης ενός Έθνους, (BirthofaNation), (1915), της Μισαλλοδοξίας,(Intolerance), (1916) του Σπασμένου Κρίνου, (Broken Blossom), (1919), του Μέσα από τη Θύελλα,, (WayDownEast),(1920),του One ExcitingNight (1922), και εκατοντάδων άλλων ταινιών εξέφρασε πολλές από τις ηθικές απόψεις και καταλαμβάνει την ίδια περίπου θέση στον κινηματογράφο με εκείνην που κατέχει ο συγγραφέας της Παμέλας και της Κλαρίσας στο μυθιστόρημα. Και οι δύο, και ο Γκρίφιθ και ο Ρίτσαρσον, ήταν ιδιοφυής και καινοτόμοι. Και των δύο η νοημοσύνη μπορούσε να φτάσει ακόμη και στην πιο έσχατη χυδαιότητα και στην πιο πρωτάκουστη ανοησία. Και των δύο τα έργα περιγράφουν, με φλογερή ηθικολογία, τα κακά που προέρχονται από τη σεξουαλικότητα και τη βία, τις οποίες τις γεννάει η καταπιεσμένη φιληδονία. Η κεντρική ηρωίδα των δύο μυθιστορημάτων του Ρίτσαρσον, το αγνό, παρθένο κορίτσι που κινδυνεύει από τις ανήθικες επιθέσεις του βίαιου αποπλανητή, βρίσκει το ακριβές αντίγραφό της – σαν ύφος και σα σύλληψη- στο αγνό νέο κορίτσι, το τέλειο θύμα, των ταινιών του Γκρίφιθ, ρόλο που το έπαιζαν συνήθως η Λίλιαν Γκις ( έγινε ξακουστή παίζοντας τέτοιους ρόλους) ή, η ξεχασμένη σήμερα, αλλά κατά πολύ καλύτερη ηθοποιός, Μαίη Μαρς. Όπως του Ρίτσαρσον, έτσι και η ηθική μωρολογία του Γκρίφιθ (που εκφράζεται στους αμίμητους, μακροσκελής τίτλους του, που ήταν γραμμένοι σε μια Αγγλική γλώσσα δικής του επινοήσεως, όπου οι αρετές και οι αμαρτίες ήταν γραμμένες με κεφαλαία γράμματα), κρύβει μια δεδομένη λαγνεία. Και όπως στον Ρίτσαρσον, εκείνο που είναι το καλύτερο στον Γκρίφιθ είναι η εξαιρετική του ικανότητα να παρουσιάζει τα φοβερά γυναικεία συναισθήματα με τη μεγαλοπρέπεια ενός αργού ρυθμού, που η κοινοτοπία της «ιδέας» δεν μπορούσε να κρύψει. Όπως του Ρίτσαρσον, έτσι και ο κόσμος του Γκριφιθ δείχνει γλυκανάλατος και λιγάκι τρελός για τα σημερινά γούστα μας. Και όμως αυτοί οι δύο ανακάλυψαν την «ψυχολογία» στα είδη τους, στα οποία και θεωρούνται πρωτοπόροι.
Βεβαίως δε μπορεί ο κάθε κινηματογραφικός σκηνοθέτης να ταιριάζει και με ένα μεγάλο μυθιστοριογράφο. Η σύγκριση δε μπορεί να είναι κυριολεκτική. Όπως και να έχει, ο κινηματογράφος δεν έχει μόνο τον Ρίτσαρσον του, αλλά και τον Ντίκενς του, τον Τολστόι του, τον Προυστ του και τον Ναθάνεαλ Γουέστ[5] του. Υπάρχον επίσης στον κινηματογράφο και οι περίεργοι γάμοι υφών και συλλήψεων. Τα αριστουργήματα που σκηνοθέτησε ο Ερικ φον Στροχάιμ στο Χόλυγουντ τη δεκαετία του 1920, ( Ο Νόμος των Βουνών, (BlindHusbands), (1918), Τρέλες Γυναικών, (FoolishWives), (1921), Απληστία, (Greed), (1923), Η Εύθυμη Χήρα, (TheMerryWindow),(1925), Γαμήλιος Συμφωνία, (WeddingMarch), (1927) QueenKelly, (1928) μπορεί να περιγράφουν σαν φαεινές, και απίθανες συνθέσεις, του ΆντονιΧόουπ [6] και του Μπαλζάκ.
Αυτό δε σημαίνει ότι εξομοιώνουμε τον κινηματογράφο με το μυθιστόρημα, ή ακόμη να ισχυριστούμε ότι μπορούμε να αναλύσουμε τον κινηματογράφο με τα ίδια εργαλεία με τα οποία αναλύουμε το μυθιστόρημα. Ο κινηματογράφος έχει τις δικές του μεθόδους και δική του αναπαραστατική λογική, που δεν εξαντλείται στον ισχυρισμό ότι η πρωταρχική του ύλη είναι οπτική. Ο κινηματογράφος μας παρουσιάζει μια νέα γλώσσα, έναν τρόπο έκφρασης των συναισθημάτων μέσα από την άμεση επαφή μας με τη γλώσσα των εκφράσεων του προσώπου και των χειρονομιών. Παρόλα αυτά υπάρχουν χρήσιμες αναλογίες ανάμεσα στον κινηματογράφο και το μυθιστόρημα – οι ίδιες αναλογίες μπορούν να λειτουργήσουν και στην σχέση του κινηματογράφου με το θέατρο. Όπως το μυθιστόρημα, έτσι και ο κινηματογράφος μας περιγράφει με εικόνες μια πράξη, που είναι ανά πάσα στιγμή κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του σκηνοθέτη (συγγραφέα) . Το μάτι του θεατή δε μπορεί να περιπλανηθεί στην οθόνη όπως γίνεται στη θεατρική σκηνή. Η μηχανή λήψης είναι ένας απόλυτος δικτάτωρ. Μας δείχνει ένα πρόσωπο όταν θα πρέπει να δούμε ένα πρόσωπο και τίποτα άλλο. Όταν θέλει, και μόνο τότε, θα δούμε και θα επικεντρωθούμε σε αυτές τις εικόνες: μια χειραψία, ένα τοπίο, ένα τρένο που τρέχει, την πρόσοψη ενός κτηρίου εμβόλιμη σε ένα τετ-α-τετ. Όταν η μηχανή λήψης κινείται κινούμαστε μαζί της, όταν μένει ακίνητη το ίδιο κάνουμε και εμείς. Με τον ίδιο τρόπο το μυθιστόρημα μας περιγράφει, με την οικεία γραφή του συγγραφέα τις σκέψεις του ήρωα ή ένα τοπίο και εμείς τις ακολουθούμε, κατά σειρά, όπως μας καθοδηγεί εκείνος. Δεν αποτελούν ένα εκτεταμένο φόντο στο οποίο μπορούμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας, με όποια σειρά και σε όποιο σημείο εμείς θέλουμε, όπως γίνεται στη ζωγραφική ή στο θέατρο.
Ένας επιπρόσθετος περιορισμός. Υπάρχουν στον κινηματογράφο τρόποι έκφρασης – που τους χρησιμοποιεί λιγότερο συχνά από ότι τους αξιοποιεί συγκριτικά το μυθιστόρημα – που είναι ανάλογοι με λογοτεχνικές μορφές άλλες από το μυθιστόρημα. Η Απεργία,(1924), το Θωρηκτό Ποτέμκιν,(1925), ο Οκτώβρης,(1928), τοΝέο και το Παλιό, [Γενική Γραμμή],(1929), του Αϊζενστάιν. Η Μάνα,(1926),Το Τέλος της Αγίας Πετρούπολης,(1927), η Θύελλα πάνω απ’ την Ασία, Ο Απόγονος του Τσενγκις Χαν],(1928),του Πουτόβκιν.Οι Επτά Σαμουράι,(1954),ΟΘρόνος του Αίματος,(1957), Το Μυστικό Φρούριο,(1958), του Κουροσάβα. Το Chushingura, (1962),[ Η Ιστορία του ΄Ανθους] του Ινάγκακι [7]. Ο Σαμουράι Δολοφόνος,(1965), του Οκαμότο [8]. Οι περισσότερες ταινίες του Τζων Φορντ (Η Αιχμάλωτη της Ερήμου,(1956) ( Searchers) κ.λ.π.) ανήκουν μάλλον σε μια αντίληψη που θεωρεί τον κινηματογράφο σαν έπος. Υπάρχει επίσης και η αντίληψη ότι ο κινηματογράφος μπορεί να είναι ποίηση. Πολλές από τις, μικρές σε μήκος, ταινίες της «αβάν-γκαρντ» που γυρίστηκαν στη Γαλλία κατά τη δεκαετία του 1920 ( Ο Ανδαλουσιανός Σκύλος, (1929), (UnChienAndalou) και Η Χρυσή Εποχή, (1930),(L’ Aged’ Or), του Μπουνουέλ.Το Αίμα του Ποιητή,(1930), (LeSangd’ unPoet) του Κοκτώ,Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα, του Ζαν Ρενουάρ, το Κοχύλι και ο Ιερέας,(1928) (LacoquilleetleClergyman),του Αρτώ). Συγκρίνονται άνετα με τα έργα του Μπωντλαίρ, του Ρεμπώ, του Μαλαρμέ και του Λωτρεαμόν. Ωστόσο η κυρίαρχη έκφραση στον κινηματογράφο είναι το ξεδίπλωμα μιας πλοκής και μιας ιδέας την οποία την ενσαρκώνουν εξατομικευμένοι ήρωες που δρουν σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον.
Φυσικά, ο κινηματογράφος δεν υπακούει στη διαδοχή της συγχρονικότητας όπως το μυθιστόρημα. Έτσι ενώ σήμερα θα μας φαινόταν, από τη μια, αναχρονιστικό να γράψει κάποιος ένα μυθιστόρημα με το ύφος της Τζέην Ωστεν, από την άλλη όμως, θα θεωρούσαμε πολύ «προχωρημένο» αν κάποιος γύριζε μια ταινία που να είναι το κινηματογραφικό ισοδύναμο του λογοτεχνικού ύφους της Τζέην Ωστεν. Αυτό οφείλεται, χωρίς αμφιβολία, στο ότι η ιστορία του κινηματογράφου είναι πολύ συντομότερη από την ιστορία της αφηγηματικής μυθοπλασίας και έχει να κάνει με την ταχύτητα με την οποία αναπτύσσονται οι τέχνες στον αιώνα μας. Ένας άλλος λόγος είναι το ότι ο κινηματογράφος σαν το τελευταίο μέλος στην τάξη των σοβαρών τεχνών, είναι σε θέση να λεηλατήσει τις άλλες τέχνες και μπορεί ακόμη να παρατάξει, πεπαλαιωμένα σχετικά, στοιχεία σε αναρίθμητούς φρέσκους συνδυασμούς. Ο κινηματογράφος είναι ένα είδος παν-τέχνης. Μπορεί να χρησιμοποιεί, να ενσωματώνει, να καταπίνει σχεδόν οποιαδήποτε τέχνη: το μυθιστόρημα, την ποίηση, το θέατρο, το χορό, τη μουσική, την αρχιτεκτονική. Αντίθετα από την όπερα, που είναι μια σχεδόν παγιωμένη μορφή τέχνης, ο κινηματογράφος υπήρξε και είναι ένα καρποφόρα συντηρητικό μέσον ιδεών, υφών και συγκινήσεων. Όλες τις παγίδες του μελοδράματος και του υπερβολικού συναισθηματισμού τις βρίσκουμε στις πιο πρόσφατες ταινίες, που είναι, ωστόσο, υψηλά καλλιτεχνικά επιτεύγματα (παράδειγμα, το Έτσι Τελειώνει μια Αγάπη, (1954), (Senso) και το Ο Ρόκο και τ’Αδέλφια του,(1960),(Rocco Isuoi Fratelli) του Βισκόντι) Όλα αυτά τα εργαλεία το μοντέρνο μυθιστόρημα τα έχει, προ πολλού, εξοβελίσει.
Ένας άλλος σύνδεσμος μεταξύ του κινηματογράφου και του μυθιστορήματος που, αν και τον επικαλούνται συχνά, δεν είναι και τόσο χρήσιμος, είναι η παλιά διάκριση που χωρίζει τους σκηνοθέτες σε εκείνους που είναι πρωταρχικά «λογοτεχνικοί» και σε εκείνους που είναι πρωταρχικά «οπτικοί». Στην πραγματικότητα ελάχιστων σκηνοθετών το έργο μπορεί να χαρακτηριστεί τόσο απλουστευτικά. Μια διαίρεση που μπορεί να είναι χρήσιμη είναι αυτή που χωρίζει τις ταινίες σε εκείνες που είναι «αναλυτικές» και σε εκείνες που είναι «παραστατικές» και «ερμηνευτικές». Παράδειγμα της πρώτης κατηγορίας[αναλυτικές] μπορεί να είναι οι ταινίες του Καρνέ και του Μπέργκμαν (ιδιαίτερα οι ταινίες : Μέσα από τον Σπασμένο Καθρέφτη (1961), Winter Light, και Σιωπή), του Φελίνι και του Βισκόντι. Στη δεύτερη κατηγορία [παραστατικές, ερμηνευτικές] είναι οι ταινίες του Αντονιόνι, του Γκοντάρ και του Μπρεσόν. Τις ταινίες που ανήκουν στο πρώτο είδος μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε ψυχολογικές, επειδή καταπιάνονται με το να αποκαλύψουν τα κίνητρα των ηρώων τους. Όσες ανήκουν στο δεύτερο είναι αντί-ψυχολογικές και διαπραγματεύονται τη διαπλοκή των συναισθημάτων με τα πράγματα, τα πρόσωπα εδώ είναι ασαφή προέχουν οι καταστάσεις. Την ίδια διαίρεση μπορούμε να την κάνουμε και στο μυθιστόρημα. Ο Ντίκενς και ο Ντοστογιέφσκι ανήκουν στο πρώτο είδος και ο Σταντάλ στο δεύτερο.
[1]Σ. τ. Μ: Σούζαν Σοντανγκ, (1933-2004), Αμερικανίδα συγγραφέας, δοκιμιογράφος, σκηνοθέτις και ακτιβίστρια. Σπούδασε αρχαία ιστορία, φιλοσοφία και λογοτεχνία. Το συγγραφικό και δοκιμιογραφικό της έργο ασχολείται με τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο, το φάσιμο. Γνωστά της έργα στα Ελληνικά: Περί φωτογραφίας, Παρατηρώντας τον Πόνο των Άλλων, Η Γοητεία του φασισμού, Το Πνεύμα ως Πάθος.
[2]Σ τ.Μ : Το κείμενο της Σόνταγκ συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή δοκιμίων της με το γενικό τίτλο, AgainstInterpretation, andOtherEssays, Farrar, Straus&Giroux, NewYork, 1966, σ. 242-245.
[3]Σ.τ.Μ: Το κείμενο γράφτηκε το 1961.
[4]Σ.τ.Μ: Σαμουέλ Ριτσαρσον, (1689-1761) Άγγλος συγγραφέας επιστολικών μυθιστορημάτων. Η Παμέλα ή Η Ανταμειφθήσα Αρετή, (1740), θεωρείται σαν το πρώτο αγγλικό ψυχολογικό μυθιστόρημα.
[5]Σ. τ. Μ :Ναθάνεαλ Γουέστ, (1903-1940) Αμερικανός συγγραφέας και σεναριογράφος. Είναι γνωστός για τα δύο μαύρα σατιρικά μυθιστορήματά του, Δεσποινίς «Μοναχικές Καρδιές και Η Μέρα της Θεομηνίας. Έργα του στα Ελληνικά: Δεσποινίς «Μοναχικές Καρδιές», Ένα Σπαρταριστό Εκατομμύριο, Άγριο Χόλυγουντ.
[6] Σ. τ. Μ: Άντονι Χόουπ, (1863-1933), Εξαιρετικά δημοφιλής Άγγλος συγγραφέας γνωστός στην Ελλάδα από το μυθιστόρημά του, Ο Αιχμάλωτος της Ζέντα, που διασκευάστηκε για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Στα ελληνικά κυκλοφορεί και το μυθιστόρημά του, Ρούπερτ Χένζω.
[7]Σ.τ.Μ: Χιρόσι Ινάγκακι (1905-1980), Ιάπωνας σκηνοθέτης. Το 1954, πήρε τιμητικό Όσκαρ. Εκτός από το Chushingura,άλλη σπουδαία ταινία του θεωρείται το SamuraiI: Mushasi Miyamoto
[8]Σ.τ.Μ: Κιχάτσι Οκαμότο( 1924-2005), Ιάπωνας σκηνοθέτης.Έλαβε μέρος στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο πράγμα που επηρέασε το έργο του. Τα ¾ των ταινιών έχουν για θέμα τους τον πόλεμο. Άλλες ταινίες, Desperado, 1960), Dynamo, (1986), East Meets West, (1995).
Hilary! The great theatromaniac
Συνταρακτικό νέο. Η Hillary Clinton από 2016 μέχρι σήμερα έχει δει 39 παραστάσεις ρεπερτορίου και μιούζικαλ στο θέατρο. Οι Times της Νέας Υόρκης την έχουν ανακηρύξει την κορυφαία θεατρόφιλη των Ηνωμένων πολιτειών από τους διάσημους που διαθέτει αυτή η απρόβλεπτη χώρα. Από το 2016 μέχρι 2020 μας χωρίζει μια πενταετία. Με μια απλή διαίρεση βρίσκουμε ότι η Hilary έβλεπε 7,8 παραστάσεις τον χρόνο (Προ Covid φυσικά).
Δεν είναι δα και ένα ρεκόρ που δύσκολα καταρρίπτεται, Σιγά ! Θα σκεφτεί ο κακόπιστος. Μακάρι όμως και οι δικοί μας πολιτικοί να είχαν τέτοιες επιδόσεις. Δυστυχώς δεν πιάνουν ούτε τις μισές. Νομίζω ότι ο πολιτισμός τους μέσα και έξω από τη βουλή θα ήταν εμφανής αν πήγαιναν έστω και μία φορά το χρόνο στο θέατρο η σε μία συναυλία στο Μέγαρο. Μόνοι τους, χωρίς τις κάμερες να μνημονεύουν την παρουσία τους λες και είναι ιστορικό γεγονός.
Η ώρα του TIFF (Toronto International Film Festival)
To Toronto International Film Festival είναι ένα από τα λίγα φεστιβάλ που αρνήθηκαν να υποκύψουν στους εκβιασμούς του Covid και πραγματοποιήθηκαν. Με τα χίλια ζόρια, με πολύ λιγότερες συμμετοχές, με ένα μεγάλο μέρος του να πραγματοποιείται virtually αλλά πραγματοποιείται. 10 με 20 Σεπτεμβρίου.
10 με 20 Σεπτεμβρίου.
O Hamlet φανατικά υποστηρίζει ότι οι δημιουργοί πρέπει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες να είναι στην πρώτη γραμμή της μάχης πάνω στη σκηνή, στην οθόνη, να παίζουν, να σκηνοθετούν, να κάνουν μουσική, να ζωγραφίζουν.
Δεν είναι για να εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία για αποχή και για ραχάτι. Ο Covid είναι σοβαρό πράγμα και πρωτόγνωρο αλλά δεν είναι ικανός να σταματήσει το μυαλό να σκέπτεται, την φαντασία να πετάει και τους καλλιτέχνες να δημιουργούν.
Έτσι, χωρίς να το σκεφτεί πολύ έστρεψε το ενδιαφέρον του στην Καναδική μεγαλούπολη και σας φέρνει τα νέα από κει.
Ναι! Δεν είναι αυτό που ονειρεύτηκαν για το TIFF 2020 οι υπεύθυνοι και επικεφαλείς του, αλλά δηλώνουν ότι άκουσαν τις φωνές των παραγωγών και των δημιουργών που ήθελαν να δείξουν την δουλειά τους και να κριθούν από κοινό και κριτικούς. «Οφείλουμε να σεβαστούμε την θέληση τους και να κάνουμε το καλύτερο για να πραγματοποιήσουμε το φεστιβάλ» δήλωσε η executive director Joana Vicente και ο artistic director Cameron Bailey.
H Vicente δήλωσε με λίγα λόγια και σταράτα ότι : «Θα είναι μια τροποποιημένη έκδοση του φεστιβάλ. Θα σεβαστούμε τις social distancing επιταγές. Μπορεί να μην κρατήσουμε έξι πόδια απόσταση αλλά μία τουλάχιστον θέση ανάμεσα στους θεατές θα υπάρχει. Και υπάρχει και η τεχνολογία. Η ψηφιακές δυνατότητες μας δίνουν ένα advantage. θα είναι ένα «υβριδικό φεστιβάλ» φέτος προσθέτει. «Αν και προτιμώ ένα δημόσιο φεστιβάλ με πολύ κόσμο, θα κάνουμε χρήση της τεχνολογίας και του virtual όσο πιο πολύ μπορούμε.
Ψηφιακό η όχι το TIFF αγνοεί και σνομπάρει τον Covid και είναι εκεί.
Εκεί είναι και ο Ηamlet λοιπόν, να τρέχει από παρουσίαση σε παρουσίαση και από συζήτηση σε συζήτηση. Και αφού παρακολούθησε την κουβέντα του Denzel Washington με τον Barry Levinson για την σκηνοθεσία, της Ηalle Βerry (που κάνει και αυτή το ντεμπούτο της σαν σκηνοθέτης με το Βruised) με την Regina King, είδε (μέσα στα πολλά που προσφέρει το TIFF) τρία φιλμ και τα παρουσιάζει. Τρία καθαρά γυναικεία φιλμ. Τα δύο μάλιστα έχουν και την υπογραφή γυναικών, ταλαντούχων και πολυβραβευμένων.
Κάντε clickπάνω στις εικόνες του slider για να μάθετε για το αντιρατσιστικό
ONE NIGHT IN MIAMI της Regina King
το ψυχολογικό road movie NOMADLAND της Chloe Zhao
και την ευαίσθητη σχέση της Kate Winslet και Saoirse Ronan στο AMMONITE του Frances Lee
Για περισσότερα η δείτε το 10λεπτο video με την παρουσίαση από την executive director Joana Vicente και τον artistic director Cameron Bailey.
Nomadland, o θρίαμβος της Frances McDormand
Έχοντας ήδη στο ενεργητικό της μία από τις πλέον ιδιαίτερες αμερικάνικες ταινίες των τελευταίων ετών, το «Rider», η Chloe Zhao, επιστρατεύει την υπέροχη Frances McDormand, για να μας αφηγηθεί την ιστορία μιας γυναίκας που βρέθηκε, μετά την κρίση του 2008, να γυρνά την Αμερικάνικη Δύση σε ένα βανάκι. Κι αν η πρόσφατη αμερικανική ιστορία και η αναζήτηση της αμερικάνικης ταυτότητας μέσα από κρίσεις, επικρίσεις κι επιθέσεις δεν σας συγκινεί, η Chloe Zhao υπόσχεται να μας κρατήσει μακριά από εύκολα συμπεράσματα και αναίτια δάκρυα.
Με αφορμή το Festival του Τορόντο γραφαμε για το NOMADLAND
H Jessica Bruder αφηγείται μία απολύτως ρεαλιστική ιστορία.
Η κινέζα Cloe Zhao γράφει και σκηνοθετεί.
Και η Frances McDormand πρωταγωνιστεί
Nomadland.
Στο αχανές τοπίο της Αμερικανικής ενδοχώρας η Frances McDormand οδηγεί το παλιό βανάκι της που έχει μετατρέψει σε σπίτι. Δεν έχει άλλη επιλογή αφού έχασε το σπίτι της στην πρόσφατη οικονομική κρίση που χτύπησε το Αμερικάνικο όνειρο μετά την κατάρρευση της Leamam brothers.
Η Fern οπλισμένη με μια ισχυρή θέληση (ποία άλλη θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο καλύτερα από την Frances McDormand?) δουλεύει όπου βρει και μετά παίρνει πάλι τους δρόμους πηγαίνοντας από πολιτεία σε πολιτεία. Δεν είναι άστεγη είναι απλώς ξεσπιτωμένη. Υπάρχει διαφορά.
Στο δρόμο της βρίσκει μία κοινότητα άλλων σύγχρονων νομάδων και εκεί σταματάει. Η καρδιά της σκιρτά για έναν άνδρα (David Strathairn) που το σμίξιμο μαζί του μοιάζει ιδανικό. Αλλά τον χρειάζεται?
Χρειάζεται μόνιμους δεσμούς που την δένουν με ανθρώπους και τόπους?
Το ταξίδι της λοιπόν δεν είναι μόνο πάνω στην άγνωστη γη της πάλαι ποτέ αμερικάνικης επαγγελίας αλλά και ένα ταξίδι μέσα της. Στο νου και στην ψυχή της.
H Fern της απίστευτης Frances McDormand, δουλεύει σε όποια δουλειά βρεθεί μπροστά της, προσπαθεί ξανά και ξανά, αποτυγχάνει και ξαναπροσπαθεί. Στις αχανείς εκτάσεις της Αμερικής και στον ανελέητο ουρανό βρίσκει, βλέπει και χάνει τον εαυτό της και μέσα από τα μάτια της βλέπουμε και μείς την σημερινή Αμερική.
Η Cloe Zhao μετά το” Song my brothers taught me” που γύρισε στη Νότια Ντακότα και παίχτηκε στο Sundance και το βραβευμένο στις κάννες (και όχι μόνο) με Art Cinema Award “Rider” μας φέρνει το Nomadland. Δηλώνει έτσι απερίφραστα πόσο την γοητεύουν τα road movies, αχανείς εκτάσεις της Αμερικής, αλλά και η χρήση μη επαγγελματιών ηθοποιών στα cast της.
Δεν ξέρουμε αν και πως θα συνεχίσει σ΄ αυτά τα μονοπάτια του ταξιδιού και της ενδοσκόπησης κλείνοντας ένα συμβόλαιο με την Marvel για να σκηνοθετήσει μία ταινία με super ήρωες με τον τίτλο «Eternals” που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο post production.
One night in Miami της Regina King
Η ηθοποιός Regina King στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο για την μεγάλη οθόνη επιλέγει την κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Kemp Powers, «One Night in Miami». Με την ιστορία να τοποθετεί στο ίδιο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου τον Cassius Clay, τον MalcolmX, τον Sam Cooke και τον Jim Brown, οι πρώτες κριτικές μιλάνε για ένα δημιουργικό σχόλιο επάνω στην ταυτότητα του Αφροαμερικανού, αλλά και για μια διασκεδαστική ματιά στο ανθρώπινων πρόσωπο τεσσάρων ιστορικών προσωπικοτήτων.
Με αφορμή το Festival του Τορόντο γράφαμε για το One night in Miami
H Regina King, ηθοποιός, μετά το «If Beale Street Could Talk» με το οποίο πάτησε το κόκκινο χαλί των academy award και πήρε το Oscar για την best supporting actress και την εντυπωσιακή εισβολή της με την τηλεοπτική σειρά Watchmen, ξαναχτυπά με το One night in Miami τώρα πια σαν σκηνοθέτης.
Βασίζεται πάνω στο έργο του Kemp Powers και κάνει έναν φανταστικό απολογισμό της συνάντησης του 1964 μεταξύ του ηγέτη των μαύρων Malcolm X, του διάσημου Muhammad Ali, του ποπ σταρ Sam Cooke και του ποδοσφαιριστή Jim Brown.
Μια νύχτα του Φεβρουαρίου του 1964, τα φιλαράκια του Cassius Clay, Jim Brown, Sam Cooke και Malcolm X μαζεύονται για να πουν τα συχαρίκια στον Clay για την νίκη του επί του Sonny Liston. Ήταν ο αγώνας που τον ανέδειξε πρωταθλητή βαρέων βαρών του κόσμου.
Ο Clay -που τον παίζει ιδανικά ο Eli Goree – που σύντομα θα έπαιρνε το όνομα Muhammad Ali – ψάχνει να βρει μέρος να το γλεντήσουν. Αλλά αυτό είναι αρκετά προβληματικό σε ένα Μαϊάμι που πλήττεται από τις φυλετικές διακρίσεις. Μπορεί ο Casious Clay –που πολύ σύντομα θα αλλάξει το όνομα του σε Muhammad Ali και θα ασπαστεί τον Μωάμεθ- να νίκησε και να ανακηρύχτηκε πρωταθλητής Βαρέων Βαρών αλλά τα πολιτικά δικαιώματα και του ίδιου και των άλλων παραμένουν περιορισμένα. Ο νόμος και ο κυβερνήτης που τον υποδύεται ο ακριβοθώρητος τα τελευταία χρόνια, Beau Bridges, δεν σηκώνουν κουβέντα επ΄ αυτού.
Τελικά ο Clay και Jim Brown συναντιούνται με τον Malcolm X (Kingsley Ben-Adir) και τον φανταχτερό ποπ-σταρ Cooke (Leslie Odom Jr.) Μετά τα πρώτα αστεία και πειράγματα η συζήτηση μοιραία οδηγείται στο καίριο ερώτημα αν πρέπει οι διάσημοι μαύροι να παραμείνουν διασκεδαστές η να μιλήσουν και να αγωνιστούν κατά του ρατσισμού και υπέρ της κοινότητας των μαύρων? Θα ανταλλάξουν την συλλογική και προσωπική τους συνείδηση με τα χρήματα και την φήμη τους? Τα χρήματα και η δόξα είναι αρκετά ώστε να καλύψουν την ταπείνωση?
Σε συνεργασία με τον σεναριογράφο Kemp Powers, η King και οι ηθοποιοί της επιτίθενται σφοδρά στον ρατσισμό, σε μια στιγμή που η Αμερική βρίσκεται σε εμφυλιακό κυκεώνα και τα ατομικά πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα τσαλαπατιούνται. Η άσφαλτος των αμερικανικών πόλεων από την Ανατολή στη Δύση της Αμερικάνικής επικράτειας είναι βαμμένη με το αίμα αθώων μαύρων μικροπαραβατών ίσως, που καταδικάζονται από αυθαίρετους αστυνομικούς σε θάνατο επιτόπου.
Ammonite λέγεται ο νέος θρίαμβος της Kate Winslet
Με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, «God’s Own Country» να τον κατατάσσει αμέσως στην κλειστή, πλην ελπιδοφόρα, κάστα των ταλαντούχων νέων δημιουργών, ο Francis Lee, επανέρχεται τρία χρόνια μετά με το «Ammonite». Κι αν στην πρώτη του ταινία επέλεξε το σκληρό πρόσωπο ενός έρωτα μεταξύ δύο νεαρών ανδρών στο σήμερα της βρετανικής επαρχίας, εδώ, επιλέγει το ίδιο σκληρό πρόσωπο μεταξύ όμως γυναικών, στο έτος 1840 της βρετανικής επαρχίας. Και διαθέτοντας πλέον στο cast του τις χολιγουντιανές σταρ Kate Winslet και Saoirse Ronan μας χαρίζει μια κινηματογραφική ιστορία για τον μαγικό φτερωτό θεό που ξέρει να κάνει όσα μας χωρίζουν να μας δένουν στα αξεδιάλυτα ερωτικά δίχτυα του.
Με αφορμή το Festival του Τορόντο γράφαμε για το Ammonite
Η Kate Winslet και η Saoirse Ronan πρωταγωνιστούν σε αυτήν την ακραία ιστορία αγάπης ανάμεσα σε μία μοναχικό παλαιοντολόγο και μια πλούσια, μελαγχολική και καταθλιπτική σύζυγο στο Dorset του 19ου αιώνα.
Η Kate Winslet και η Saoirse Ronan έδειξαν και πάλι τις εξαιρετικές υποκριτικές ικανότητες τους και γέμισαν με ένταση την οθόνη,
Το Ammonite όμως έχει μία σπάνια ευαισθησία και την περιγράφει με απίθανα ζωντανά και συναρπαστικά χρώματα. Σε αυτήν την ιστορία μιας επιστήμονος και μιας νέας γυναίκας που αλλάζει τη ζωή της, οι Kate Winslet και η Saoirse Ronan προσφέρουν εικόνες πρωτόγνωρου συγκινησιακού ηλεκτρισμού.
Η Mary Anning (Winslet) αφιερώνει τις μέρες της στο Dorset της Νοτιοδυτικής Αγγλίας για να ανακαλύψει και καταλογογραφήσει απολιθώματα αμμωνιτών*, όμορφων θαλάσσιων πλασμάτων εξαφανισμένων εδώ και 2,5 εκατ χρόνια. Στις αρχές του 19ου αιώνα, αυτό δεν είναι δουλειά για μια γυναίκα και καμία ανδροκρατούμενη επιστημονική κοινότητα δεν την δέχεται. Έτσι η Μαίρη δουλεύει μόνη της, ακόμη και όταν άνδρες επιστήμονες έρχονται και θέλουν να δουλέψουν κοντά της και να δανειστούν από την έρευνα, την γνώση και το έργο της. Έτσι γίνεται και κάποιος από αυτούς φέρνει μαζί του τη μελαγχολική νεαρή σύζυγό του την Charlotte (Saoirse Ronan), που στη συνέχεια την εγκαταλείπει εκεί για να επιστρέψει στο Λονδίνο.
Οι δύο γυναίκες μένουν μόνες και δεν έχουν τίποτα άλλο από το να στραφούν η μία στην άλλη.
Ο Francis Lee έχει ταλέντο στις θυελλώδεις ιστορίες αγάπης. Αυτό το ξέρουμε από την προηγούμενη βραβευμένη ταινία του God’s Own Country. Επίσης ξέρουμε ότι προτιμάει ανεμοδαρμένα βραχώδη τοπία. Άρα η παραλία του Lyme Regis μεταξύ Σαουθάμπτον και Έξετερ είναι ότι πρέπει για να ανακαλύψει η Mary Anning τα απολιθώματα της και τον έρωτα. O Lee καταφέρνει να αναδείξει με εξαιρετική δύναμη, κάτω από τον εγγενή θυμό της Mary και τον πόνο της Charlotte, μια συναισθηματική καταιγίδα που ενώνει τις δύο γυναίκες. Ιδανικές ερμηνεύτρια η Saoirse Ronan στον ρόλο της Charlotte, ενώ η Kate Winslet κάνει (για άλλη μια φορά) τον καλύτερο ρόλο της καριέρας της.
* Οι αμμωνίτες ήταν κάποτε πλάσματα της θάλασσας και ανήκαν στην κατηγορία των κεφαλόποδων
Οι πρόεδροι και ο φλογερός τους έρωτας για τα ΜΜΕ
Μπορεί να λέτε ότι θέλετε για τον πρόεδρο Τράμπ αλλά πρέπει να του αναγνωρίσουμε ότι έχει πυροδοτήσει την έμπνευση διαφόρων συγγραφέων που με αφορμή τα ευτράπελα που συμβαίνουν στο press room του Λευκού οίκου και τις μνημειώδεις τοποθετήσεις και συμπεριφορές του, χύνουν ποτάμια μελάνης πάνω στο χαρτί η μάλλον πληκτρολογούν μανιωδώς κείμενα στα Mac book τους.
Να τώρα ο Harold Holzer ο οποίος με αφορμή τα παραπάνω κατορθώματα ρίχνει μια διεισδυτική ματιά στην ιστορία των σχέσεων μεταξύ προέδρων και Μέσων ενημέρωσης που σε βάθος χρόνου δεν ήταν και τόσο Μαζική.
Η έρευνα του Harold Holzer αποκαλύπτει εντυπωσιακά ευρήματα όπου ο πρόεδρος Τράμπ, που έχει ανάγει σε επιστήμη το twiter και αποβάλει χωρίς δεύτερη κουβέντα όποιον δημοσιογράφο τον στριμώξει, ωχριά μπροστά στα κατορθώματα του του Προέδρου Αβραάμ Λίνκολν, ο οποίος δεν δίσταζε να στείλει στα σίδερα δεκάδες συντάκτες κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, λογόκρινε λυσσαλέα ειδήσεις από τον τηλέγραφο, έκλεισε εφημερίδες και οι κατασχέσεις στα πιεστήρια είναι τους ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Τι να πει ο πρόεδρος Τράμπ που δεν κατατάσσεται ούτε μέσα στους πέντε πρώτους, μπροστά στον John Adams ο οποίος έκανε νόμο για να νομιμοποιήσει την δίωξη του Τύπου.
Ο Ρούσβελτ, που σε γενικές γραμμές είχε πολύ καλές σχέσεις με τον τύπο δεν δίστασε να ιδρύσει το “Ananias Club” – έναν συμβολικό τόπο εξορίας – για δημοσιογράφους που τον δυσαρέστησαν, και υπέβαλε μήνυση εναντίον του New York World του Joseph Pulitzer. Ο Πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον επανάφερε και υιοθέτησε μερικές από τις χειρότερες μεθόδους του Λίνκολν συμπεριλαμβανομένης της λογοκρισίας και της προπαγάνδας. Και αν μιλήσουμε για τον Πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον, θα θυμηθούμε ότι είπε στον σύμβουλό του για την εθνική ασφάλεια, Χένρυ Κίσινγκερ, ότι «Ο Τύπος είναι ο πραγματικός εχθρός».
Πώς να το πεις αυτός σε ένα δημοσιογράφο που ούτε λίγο ούτε πολύ θεωρεί τον εαυτό του θεματοφύλακα της αλήθειας, της δημοκρατίας και του ευνομούμενου κράτους.
Η Pascale Ozier στην παρέα της Edith Piaf και του Jim Morrison
Σοφία Γουργουλιάνη, Σεπτεμβριος 23, 2020
Η ταινία του Jim Jarmousch, «Down by Law», μια ιστορία για φυλακισμένους που γίνανε φυγάδες και για δυστοπίες που μετατρέπουμε σε ουτοπίες, είναι αφιερωμένη στην Pascale Ozier. Μια ηθοποιό που έψαχνε την προσωπική της ουτοπία της και την διέξοδο απ’ τις αστικές συμβάσεις, ανάμεσα στην τέχνη, τα ναρκωτικά και το ροκ εν ρολ.
Κι αν ο Jim Jarmousch είναι ένας από τους πλέον προσφιλείς Αμερικάνους σκηνοθέτες των τελευταίων 40 ετών, η Pascale Ozier υπέκυψε στους εθισμούς της και βρήκε τον θάνατο λίγες μέρες πριν τα εικοστά έκτα γενέθλια της. Μαζί με την τελευταία της πνοή, άφησε –όμως- και την ισχυρή παρακαταθήκη ενός αυθεντικού καλλιτέχνη.
Αποτίοντας, λοιπόν, φόρο τιμής στην ορμή της τέχνης, ο Hamlet σας συστήνει την Pascale Ozier.
Στα 21 της χρόνια συνυπογράφει το σενάριο και πρωταγωνιστεί με την μητέρα της , Bulle Ogier, στην ταινία του Jacques Rivette, «Le pont du Nord», την ιστορία ενός θηλυκού Δον Κιχώτη στους δρόμους ενός ετοιμόρροπου Παρισιού. Και με τα χαρακτηριστικά μπλε της μάτια και τα σγουρά της μαλλιά μοιάζει με την φιγούρα που είχε ανάγκη ο Γαλλικός κινηματογράφος. Ενώ, με το υποκριτικό της ταπεραμέντο, δείχνει να μπορεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη μυστηριώδη γυναίκα της Nouvelle vague και σε εκείνη της πεζής καθημερινότητας του Παρισιού των ‘80s. Ενός Παρισιού που μοιάζει να έχει, πια, ξεχάσει τις επαναστατικές διαθέσεις των ‘60s και των ‘70s .
Η συνέχεια προδιαγράφεται λαμπρή σε μια ζωή που προσπαθεί , όμως, να συμβιβάσει ναρκωτικά και κινηματογράφο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η Pascale Ozier συναντά τον Jim Jarmousch. Πίνοντας τζιν με λεμόνι ή βότκα με πορτοκάλι σε κάποιο κλαμπ του Παρισιού αποφασίζουν αμέσως να δημιουργήσουν από κοινού την επόμενη ταινία τους. Τσουγκρίζουν τα ποτήρια και χαμογελούν. Ο Jim Jarmousch θα σκηνοθετήσει, η Pascale Ozier θα πρωταγωνιστήσει.
Μετά, τον Jacques Rivette και τον Jim Jarmousch, στα υποκριτικά και καλλιτεχνικά της κάλλη, θα υποκύψει και ο Eric Romer χαρίζοντας της τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην υποψήφια για Χρυσό Λέοντα ταινία του, «Νύχτες με Πανσέληνο». Στο ρόλο μιας αποφοίτου ιστορίας της τέχνης σε νεανική ερωτική σύγχυση με φόντο το Παρίσι, η Pascale Ozier θα αποσπάσει το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1984. Ενώ, ο Eric Romer δείχνει να έχει βρει την νέα του μούσα. Λίγους, όμως, μήνες μετά την προβολή της ταινίας, η Pascale θα αποφασίσει να επισκεφτεί το παρισινό κλαμπ «Le Palace» σε μια βραδιά χορού και άφθονων ναρκωτικών. Μερικές ώρες αργότερα, ο συνδυασμός των ναρκωτικών με ένα εκ γενετής φύσημα στην καρδιά, θα αποδειχτεί θανατηφόρος για την Pascale Ozier που βρίσκεται έκτοτε στο κοιμητήριο Père-Lachaise στο Παρίσι με γείτονες πάσης φύσεως καλλιτέχνες.
Η Pascale Ozier, λοιπόν, τα βράδια συζητάει για ωραίους άντρες με την Edith Piaf και πίνει τον πρωινό της καφέ τραγουδώντας με τον Jim Morrison. Ο Jarmousch συνεχίζει να κάνει ταινίες. Και οι πραγματικοί καλλιτέχνες να γεννιούνται.
Η απίστευτη δεξιοτεχνία των δαχτύλων
Είναι ένας πολύ καλός τραγουδιστής-ιδανικός ερμηνευτής των τραγουδιών του Θάνου Μικρούτσικου, είναι ένας πολύ καλός συνθέτης με παρά πολλές μουσικές για το θέατρο, είναι συλλέκτης και μελετητής της Ελληνικής μουσικής και του Ελληνικού τραγουδιού. Επειδή όμως παίζει ο ίδιος στα δάχτυλα πολλά μουσικά όργανα, ρίχνει μία τρυφερή ματιά στις λεπτομέρειες τους, στους μουσικούς και στο πάθος τους, στη συντριπτική, λυτρωτική σχέση ανάμεσα στον μουσικό και στο όργανό του.
Είναι ο Κώστας Θωμαΐδης
Στα νιάτα του έκανε βόλτες στα κάστρα και σε κάθε γωνιά της Θεσσαλονίκης. Η ποιητική ματιά του περνούσε μέσα από τον φωτογραφικό φακό μιας ιστορικής lupitel τότε. Τώρα με πιο σύγχρονα μέσα με την ίδια όμως ευαισθησία και ποίηση, εμπιστεύτηκε στον Hamlet το βλέμμα του πάνω στα έγχορδα και στο μέρος εκείνο των μουσικών που τραβάει τα δικά μας βλέμματα και προκαλεί τον θαυμασμό μας. Τα δάχτυλα. Δείτε!