Η αστυνομία της μνήμης

Ερευνα Ειρήνη Γιαβάση

« Αστυνομία της μνήμης. Σηκώστε τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Μην ακουμπήσετε τίποτα. Μην βγάλετε μιλιά μέχρι να τελειώσουμε. Αν δεν υπακούσετε θα συλληφθείτε αμέσως.»

Φανταστείτε τα παραπάνω λόγια να εκφέρονται στο σαλόνι σας. Ψηλοί, ψυχροί άντρες, με ατσαλάκωτες πράσινες στολές, δερμάτινες μπότες σας σημαδεύουν με όπλα που βαστούν τα δερμάτινα γάντια τους. Και τώρα, όπως αναγκάζεστε να γονατίσετε στο πάτωμα και βάζετε τα χέρια πίσω από τον σβέρκο, νιώθετε τον φόβο να σας κατακλύζει, φόβο και τύψεις επειδή πράξατε απλώς φυσικά – διατηρήσατε τις αναμνήσεις σας αναλλοίωτες. Παραμένετε ακινητοποιημένοι στο σαλόνι του σπιτιού, ενώ η Αστυνομία της Μνήμης επιθεωρεί το σπίτι για τυχόν αντικείμενα που δεν κάηκαν όταν διατάχτηκε ή κρυμμένα πράγματα που σε όλο το νησί έχουν εξαφανιστεί, αλλά εσείς ως παράνομος διατηρείτε ακόμη σε μία προσπάθεια ανταρσίας προς την φυσική εξαφάνιση των πραγμάτων. Αναρωτιέστε αν ο κόσμος που ζείτε μπορεί να χαρακτηριστεί ως δυστοπία, αλλά δεν μπορείτε να την πείτε έτσι, καθώς βρίσκεστε μέσα της και ως εκ τούτου θα πρέπει να κατονομαστεί «πραγματικότητα». Ποιες είναι οι αναμνήσεις που προσπαθείτε με νύχια και με δόντια να διατηρήσετε; Τι είναι αυτό που προσπαθείτε τόσο πολύ να συγκρατήσετε και φοβάστε μήπως αναγκαστείτε να ξεχάσετε;

Οι κάτοικοι του νησιού της ιστορίας βιώνουν κάθε κάποιο καιρό, απροσδιόριστα και αναπάντεχα, την απώλεια. Μικρών ή μεγάλων πραγμάτων. Εισιτήρια φεριμπότ. Ατζέντες και ημερολόγια. Φυσαρμόνικες. Τριαντάφυλλα. Πράγματα που θα φυλάγονταν σε ξύλινα κουτιά κάτω από το κρεβάτι για να τα δείξουμε σε πρόσωπα πολύτιμα. Όλοι διατάζονται να ξεχάσουν. Από μία ανώτερη δύναμη που ποτέ δεν εξηγείται, μια φυσική ανωμαλία που συνιστά κανονικότητα σε αυτό το νησί, πρέπει όλοι σαν ξυπνήσουν μια μέρα, να ξεχάσουν κάτι. Τις μέρες που κάτι εξαφανίζεται από αυτόν τον αόρατο νόμο που κυβερνά το νησί, νιώθεις κάτι παράξενο στην ατμόσφαιρα. Έπειτα, οι άνθρωποι συγκεντρώνονται σε μικρές ομάδες και καίνε ή καταστρέφουν τα απομεινάρια από αυτό το κάτι, γιατί πια, με μία φυσική διαδικασία, δεν έχουν συναισθήματα για αυτό και ό,τι αναμνήσεις είχαν σιγά-σιγά εξανεμίζονται, ώσπου και η ίδια η λέξη του αντικειμένου να αδυνατεί να ανακαλέσει κάποια ανάμνηση.

Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που θυμούνται τα πάντα. Όχι επειδή δεν έκαψαν ή δεν κατέστρεψαν αυτό που εξαφανίστηκε. Είναι πλασμένοι να θυμούνται, ακόμη και αν όλα γύρω τους καταστρέφονται. Όσοι θυμούνται αποτελούν ανωμαλία αυτής της παράξενης φύσης. Η αστυνομία της μνήμης είναι εκεί να τους ανακαλύψει.  Κυνηγιούνται. Κρύβονται για να μην κυνηγιούνται. Το γονιδίωμά τους διερευνάται για να δουν τι φταίει και θυμούνται τους χαρταετούς, τα μήλα, τις σβούρες, τα γογγύλια. Τι θέλουν και θυμούνται; Θα ήταν πιο εύκολο να τα ξεχνούσαν όλα, οπότε τι πρόβλημα έχουν και θυμούνται;

Υπάρχουν αυτοί που λένε πως προτιμούν να προσαρμόζονται σ’ αυτήν την απλούστερη ζωή, που είναι κάθε φορά φτωχότερη. Πως ό,τι δεν γνωρίζουμε δεν έχει και τόσο σημασία καθώς δεν υπάρχει πια χώρος για αυτό στο κεφάλι και στην καρδιά. Εξάλλου, λένε, θα πεθάνουμε και περιμένουν στωικά αυτόν τον παράδοξο θάνατο, θεωρώντας πως οι δυνάμεις της προσαρμοστικότητας θα απαλύνουν την αίσθηση της παντοτινής απώλειας του εαυτού. «Πρέπει να σταματήσεις να ανησυχείς για τέτοια πράγματα. Οι εξαφανίσεις είναι πέρα από τον έλεγχό μας. Δεν έχουν καμία σχέση με εμάς. Όλοι θα πεθάνουμε άλλωστε κάποια μέρα, άρα ποια η διαφορά; Ας αφήσουμε απλώς τα πράγματα στη μοίρα τους.» θα πει ο γέροντας φίλος της πρωταγωνίστριας, για να την καθησυχάσει.

Υπάρχουν αυτοί που διερωτώνται συνεχώς πού θα οδηγήσει αυτή η συστηματική συρρίκνωση. Αντιλαμβάνονται πως οι εξαφανίσεις αντικατοπτρίζουν και μία εσωτερική συρρίκνωση του εαυτού. Μερικοί γραφικοί επαναλαμβάνουν, αλλά γρήγορα συλλαμβάνονται από την αστυνομία της μνήμης: «Κανείς δεν μπορεί να σβήσει τις ιστορίες». Ο καιρός περνά, οι εξαφανίσεις συνεχίζονται, το ερώτημα γιγαντώνεται σελίδα τη σελίδα: χάνοντας τις αναμνήσεις μας, αποτελούμε τους ίδιους;

Ολοκληρώνοντας την τελευταία αράδα και κλείνοντας το βιβλίο προσπαθούσα να καταλάβω τι μου συνέβη. Μετά από ώρα κατάλαβα, καθώς αβίαστα μου ήρθε μια κινηματογραφική σκηνή. Η εικόνα που είχα δει επαναλαμβανόμενες φορές στην οθόνη ήρθε να απεικονίσει αυτό που αισθανόμουν: με είχε διαπεράσει ένα γιαπωνέζικο μαχαίρι, ένα κατάνα* και για τα λίγα λεπτά μετά την τομή το πάνω και το κάτω σώμα ισορροπούσαν το ένα πάνω στο άλλο, μέχρι να αποσχιστούν και να βιώσω εν τέλει τον πόνο, την απώλεια και τον θάνατο. Και ήταν τόσο μαστορικός ο τρόπος που χειρίστηκε αυτό το κατάνα η Ογκάουα: αργά, λιτά, χωρίς φτιασιδώματα, με μια γαλήνια ήρεμη φωνή που θυμίζει την παραδοχή της ματαιότητας των πραγμάτων και την συμφιλίωση του βαρυποινίτη με τον χρόνο, η Ογκάουα τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια μου για να με προσγειώσει στο πάτωμα. Η ψυχραιμία με την οποία παρουσιάζεται όλο το δυστοπικό σκηνικό, η λιτότητα της γραφής, η ψυχραιμία της αποτύπωσης, στην οποία θες να φωνάξεις «πώς γίνεται να τα λες τόσο ήρεμα, δεν βλέπεις τι συμβαίνει γύρω;» συντελούν στο να σε διαπεράσει η θλίψη.

Παρόλο που το βιβλίο εκδόθηκε το 1994, τα άχρονα και μη συγκεκριμένα χωρικά τοπία προσδίδουν στο κείμενο καθολικότητα που συνομιλεί με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αυτόματα σχεδόν σκέφτεσαι πως στον αναγκαστικό εγκλεισμό που περνάμε το ξεθώριασμα των διαφόρων αναμνήσεων είναι καθολική διαδικασία, που, όπως και οι κάτοικοι αυτού του νησιού, την αποδέχεσαι. Και καθώς εγκλεισμός σημαίνει λιγότερα κοινωνικά ερεθίσματα, συναντήσεις κόσμων και εντυπώσεις και εξερευνήσεις, αντιλαμβάνεσαι, μετά από έναν χρόνο, πως δεν θυμάσαι την αίσθηση ορισμένων πραγμάτων: πώς κάνουμε αγκαλιές, πως είναι να φοράς μακιγιάζ στις 12 το βράδυ, πως τα μπαρ με χαμηλό φωτισμό σε νυστάζουν, πώς είναι να χορεύεις μέσα σε πλήθος, να βγαίνεις για καφέ μετά τη δουλειά, να μιλάς με όλο σου το πρόσωπο, να διασχίζεις πολύ κόσμο. Αναρωτιέσαι όπως και οι γραφικοί κάτοικοι του νησιού «Συρρικνωνόμαστε;»

Κάθε χάσιμο αναμνήσεων μας βρίσκει πιο αδειανούς . Οι αναμνήσεις μας διαμορφώνουν αυτό που είμαστε, αυτό που είμαστε διαμορφώνει τις αναμνήσεις σας. Τι μένει μετά από αυτές τις αλλεπάλληλες χειρουργικές επεμβάσεις; «Όσο υπέροχη και αν είναι η ανάμνηση εξαφανίζεται αν την αφήσεις στην ησυχία της, αν δεν της δίνεις σημασία. Δεν αφήνουν ίχνη ούτε απόδειξη ότι κάποτε υπήρχαν.»

«Η αστυνομία της μνήμης» βρίσκεται στη βραχεία λίστα για το Διεθνές Booker Μεταφρασμένου Βιβλίου του 2020. Η συγγραφέας εμπνεύστηκε την «Αστυνομία της μνήμης» από το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ. Μοναξιά, υπαρξιακή αγωνία, αβοήθητη δυσφορία είναι τα θέματα που διαπερνούν το βιβλίο.

«Όλα θα πάνε καλά. Μπορείς να νομίζεις ότι οι αναμνήσεις χάνονται κάθε φορά που συμβαίνει μια εξαφάνιση, αλλά δεν είναι αλήθεια. Επιπλέουν σε μια λιμνούλα όπου δεν φτάνει ποτέ το φως του ήλιου. Το μόνο που χρειάζεται είναι να βουτήξεις το χέρι σου μέσα και σίγουρα θα βρεις κάτι. Κάτι που θα επαναφέρεις στο φως. Πρέπει να προσπαθήσεις. Δεν μπορώ να κάθομαι και να βλέπω την ψυχή σου να μαραζώνει.» λέει ο εκδότης της πρωταγωνίστριας, καταραμένος να θυμάται τα πάντα, και ως εκ τούτου αναγκασμένος να κρύβεται από την Αστυνομία της Μνήμης. Η φωνή του κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος συγκρατεί μια καλά ισορροπημένη ελπίδα στη δυστοπία.

«Αν θυμηθούμε κάτι» είπε ο γέρος παλεύοντας να βρει τις λέξεις «τι θα πρέπει να κάνουμε;»

«Τίποτα ιδιαίτερο. Είμαστε όλοι ελεύθεροι να κάνουμε τις δικές μας αναμνήσεις ό,τι θέλουμε». Ας τις φυλάξουμε καλά λοιπόν, όσο τις έχουμε ακόμη.

  • κατάνα=παραδοσιακό Γιαπωνέζικο μαχαίρι.

Εκδόσεις Πατάκη , μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου

Antonin Artaud και το θέατρο της σκληρότητας

Η τρικυμιώδης ζωή, που χάρισε στη θεωρία του σύγχρονου θεάτρου μια μεγάλη κληρονομιά.

Ο Artaud γεννήθηκε στη Μασσαλία της Γαλλίας το 1896. Ήταν ένα από τα πέντε παιδιά της οικογένειάς του. Η μητέρα του είχε άλλες τέσσερις αποτυχημένες εγκυμοσύνες και δυο από τα αδέλφια του δυστυχώς έχασαν τη ζωή τους σε παιδική ηλικία. Ο ίδιος ο Artaud σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών πέρασε μια βαριά αρρώστια που επιβίωσε, όμως τον άφησε με εύθραυστη υγεία. Αργότερα αντιμετώπισε μια σειρά καταθλιπτικών επεισοδίων, και πέρασε μέρος της εφηβείας του σε σανατόριο. Μπήκε στο γαλλικό στρατό, αλλά αποστρατεύτηκε επειδή υπνοβατούσε.

Στη συνέχεια ο Artaud ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου και ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον σουρρεαλισμό. Οι σουρρεαλιστές όμως κατέληξαν να τον απορρίψουν, καθώς ο ίδιος δε δέχτηκε να αποκηρύξει το θέατρο ως μια μπουρζουά εμπορική μορφή τέχνης. Ο Artaud τότε άρχισε να ταξιδεύει τον κόσμο, ενώ παράλληλα είχε μια δύσκολη ζωή, με βαριές καταχρήσεις. Λόγω μιας σειράς ψυχωτικών επεισοδίων κατέληξε σε ένα σανατόριο, όπου ήταν αναγκασμένος να κάνει θεραπεία με ηλεκτροσόκ. Τελικά, πέθανε από καρκίνο το 1948.

Όμως η ταραχώδης ζωή του, δεν τον εμπόδισε από το να συλλάβει και να καταγράψει ιδέες που έχουν επηρεάσει και επηρεάζουν τη σύγχρονη δραματουργία και θεωρία του θεάτρου. Μεταξύ πολλών και τη δουλειά των Jean Genet, Samuel Beckett, Peter Brook, Jerzy Grotowski, καθώς και τη θρυλική ομάδα The Living Theater, της Νέας Υόρκης – την πρώτη πειραματική εταιρεία θεάτρου στις ΗΠΑ.

Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, στο θέατρο κυριαρχούσε ο νατουραλισμός και το αστικό δράμα. Έτσι ο Artaud, ορμώμενος από τις σουρρεαλιστικές του επιρροές, ήρθε να υπενθυμίσει πως το θέατρο έχει τις ρίζες του βαθιά μέσα στο μύθο, την τελετουργία και τη μαγεία. Πίστευε πως o ρεαλισμός και το τετριμμένο είχαν αρχίσει να καταβροχθίζουν τους ανθρώπους, και πως η τέχνη και το θέατρο – ως καθαρή δημιουργία – οφείλουν να προσφέρουν έναν ‘μαγικό εξορκισμό’, καθώς τον αποκαλεί, που θα βοηθήσει τους ανθρώπους να απεγκλωβιστούν από την ασφυκτική σφαίρα της κανονικότητας και του καθημερινού. Με το μανιφέστο του για το θέατρο της σκληρότητας, υποστηρίζει πως ο σκοπός του θεάτρου είναι να αφυπνίσει τον άνθρωπο ώστε να εντάξει στη ζωή του τη μαγεία, τη μεταφυσικότητα, την ποίηση.

Όλα ξεκίνησαν το 1931, όταν ο Artaud παρακολούθησε μια ομάδα χορευτών από το Μπαλί, να παρουσιάζουν στο Παρίσι ένα θέαμα που συνδύαζε το τραγούδι, το χορό και την παντομίμα, μέσα από ένα τελετουργικό και παραισθητικό πρίσμα τρόμου. Ένα θέαμα που θόλωνε τις γραμμές ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Αυτό το θέαμα ήταν που πυροδότησε την ιδέα του Artaud για το θέατρο της σκληρότητας, και πάνω στην οποία βασίστηκε το βιβλίο του ‘Το θέατρο και το είδωλό του’ (Le theatre et son double, 1938).

Το θέατρο της σκληρότητας (theatre of cruelty) ορίζεται από τον Artaud σαν ένα θέαμα, πέρα από τη λογική και τον λόγο. Ένα θέαμα όπου ΄βίαιες εικόνες συντρίβουν και υπνωτίζουν τη λογική του θεατή, που γραπώνεται από το θέατρο σαν από έναν ανεμοστρόβιλο υψηλότερων δυνάμεων΄. Ο Artaud δεν εννοούσε απαραίτητα τη σωματική βία, αλλά την πηγαία παρόρμηση, την αιφνίδια – σχεδόν αντανακλαστική – ορμή για δράση, που γεννάει ένα έργο. Ο Artaud βάζει το θέαμα και τα mise-en-scène (=π.χ. φωτισμούς, κοστούμια, σκηνικά αντικείμενα, σκηνογραφία) πάνω από το κείμενο, αλλά ταυτόχρονα απορρίπτει τη σκηνογραφία και τα σκηνικά αντικείμενα. Έτσι, η εστίαση παραμένει πάνω στον ηθοποιό, ενώ η επιφόρτιση του θεατή ενισχύεται με έντονη χρήση των φωτισμών, υπερβολικά κοστούμια, καθώς και δυνατούς, απότομους ήχους.

Κάθε έργο ξεγυμνώνεται από το κείμενό του, οι χαρακτήρες αποδομούνται και η πλοκή κατακερματίζεται. Ο Artaud οραματίστηκε ένα θέατρο όπου οι θεατές τοποθετούνται στο κέντρο ενός μη θεατρικού χώρου (π.χ. μια μεγάλη αποθήκη ή ένα εργοστάσιο), ενόσω η δράση εκτυλίσσεται γύρω τους σε διαφορετικούς, σαφώς ορισμένους, σκηνικούς χώρους. Καθώς αναφέρει και ο ίδιος στο μανιφέστο του: ‘Η δράση θα ξετυλίγεται σε όλα τα επίπεδα και προς όλες τις διευθύνσεις της προοπτικής, σε ύψος και σε βάθος’. Το θέατρο της σκληρότητας βασίζεται στην ιδέα πως ωμές ‘επιθέσεις’ στο ένστικτο του θεατή, μπορούν να τον φέρουν σε μια ευάλωτη κατάσταση, η οποία τον βοηθά να μυηθεί στη μαγεία του θεάτρου, αγνοώντας κοινωνικά φίλτρα και περιορισμούς.

Το θέατρο και το είδωλό του. Όμως, τί εννοεί ως είδωλο ο Artaud; Αν και δεν ορίζεται σαφώς στις εκθέσεις και επιστολές του, μάλλον το είδωλο του θεάτρου είναι τελικά η ίδια η ζωή. Ή μάλλον η νέα ζωή, νέα πραγματικότητα και αντίληψη, στην οποία το θέατρο μπορεί να μας μυήσει, αν εμείς καταφέρουμε να αφεθούμε αληθινά

 

Έκθεση βιτρίνας (…προς το παρόν)

Ερευνα Μάρθα Αρβανιτίδου

Βολτάροντας, «ολίγον κρυφά», αυτή την εποχή στα στενά που ξεδιπλώνονται στο κέντρο της ήρεμης πόλης του Βόλου, ενδεχομένως να αιφνιδιαστεί κανείς, αν τύχει και βρεθεί στην οδό του Παύλου Μελά, έξω από ένα μαγαζί που ονομάζεται Καλειδοσκόπιο, από τα θεάματα που αναδύονται πίσω από τις βιτρίνες του μαγαζιού.

Στις αρχές του Ιανουαρίου γεννήθηκε και άρχισε να στήνεται μια ιδέα πίσω από τις κλειστές βιτρίνες της καφετέριας αυτής. Η θέα των έρημων δρόμων και το αίσθημα της νοσταλγίας για ζωή και τέχνη που άφησε πίσω η πανδημία, αποτέλεσαν έναυσμα για να ανακαλύψει μια σχετικά μικρή ομάδα καλλιτεχνών, έναν εναλλακτικό τρόπο να εκφραστεί και να επικοινωνήσει με το κοινό της. Πρόκειται για μια ομαδική καλλιτεχνική έκθεση. Η πρωτοτυπία της δεν έγκειται μόνο στην πολλαπλότητα των έργων που εκθέτονται, τα περισσότερα κιόλας πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, τα οποία παρόλα αυτά καταφέρνουν τόσο επιτυχημένα να συνδυαστούν και να «στοιβαχτούν» αρμονικά πίσω από το τζάμι. Ζωγραφικά, κεραμικά, γλυπτά, εικαστικά, χαρακτικά, φωτογραφικά έργα, συνθέσεις φυτών, μεταλλοκατασκευές, κοσμήματα, κεντήματα, χειροποίητες πολεμικές κατασκευές, κολλάζ, ψηφιακές σχεδιάσεις, και άλλες πολλές πρωτότυπες δημιουργίες συνδυασμένες σαν έναν μεγάλο καλλιτεχνικό πλούτο που εναρμονίζεται τόσο όμορφα στο σύνολό του! (Φήμες λένε ότι σύντομα θα σκηνοθετηθεί και ένα μικρό μουσικοθεατρικό project στον ίδιο χώρο με τα έργα καθεαυτά ως σκηνικά!)

Αρχικά ο αριθμός των συμμετεχόντων καλλιτεχνών-δημιουργών δεν ξεπερνούσε τους 10 και πλέον υπολογίζονται πάνω από 25 άτομα και ο αριθμός συνεχίζει να αυξάνεται! Όλοι οι καλλιτέχνες είναι ευπρόσδεκτοι να λάβουν μέρος ή να έρθουν και να θαυμάσουν αυτή την δια-καλλιτεχνική έκθεση! Μια έκθεση που η ιδέα της γεννήθηκε στη βάση της ισότητας και της συνεργασίας-συντεχνίας. Μια έκθεση για όλο τον κόσμο που μπορεί να έχει ξεκινήσει ως έκθεση βιτρίνας αλλά με βαθύτερες βλέψεις να «προχωρήσει» και εκτός βιτρίνας, να εξαπλωθεί σε όλο το στενό της γειτονιάς ή ακόμη και σε όλους τους δρόμους του Βόλου!

Ενδιαφέρεται το Hollywood για την φτώχεια;

Με τον εθνικό μας μικρόκοσμο να μας προ(σ)καλεί συχνά σε κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα και με την Ευρώπη να μοιάζει γηραιότερη από ποτέ και οικονομικά θνήσκουσα, η Αμερική μοιάζει να προσφέρει ,ακόμη, απλόχερα μια κραταιά γκλαμουριά που ,ως άλλη σειρήνα, επιχειρεί να δημιουργήσει μία ακόμα γενιά ονειροπόλων -πλην απογοητευμένων- γκάσταρμπάιτερ.

Παράλληλα το Hollywood θέλγεται -ακόμα- από το American Dream, πλασάροντας την Αμερική ως πατρίδα της αξιοκρατίας και της ανταμοιβής της προσωπικής εργασίας και ευθύνης με πακτωλούς χρημάτων. Όσο, όμως, οι αστοί, ξανθοί Αμερικάνοι του Hollywood, με τα ροδαλά τους μάγουλα απολαμβάνουν φρυγανισμένα ψωμάκια τις Κυριακές και νουντλς κάθε Σάββατο βράδυ, η αθέατη πλευρά της οικονομικής ανέχειας θιγόταν ανεπανόρθωτα και ανηλεώς από τις πολιτικές του πρώην πλανητάρχη. Ενός Donald Trump που χωρίς αίσθημα ενοχής κι αισχύνης, έκοβε τα επιδόματα σίτισης και πλάσαρε στην θέση τους συμφωνίες εκατομμύριων με εταιρίες παραγωγής μακαρονιών και κονσερβών, εν είδει κοινωνικής παροχής. Ταυτόχρονα, το Hollywood έμοιαζε ,έως το 2017, να αυνανίζεται αυτάρεσκα και αχαλίνωτα με την ίδια του την -αυτονόητη- γοητεία. Το φαινόμενο, μάλιστα, δεν αποτελεί προνόμιο και καινοτομία του 21ου αιώνα, αλλά απόλυτη συνέχεια της χολιγουντιανής κινηματογραφικής «πολιτικής» που θέλει μόλις 299 αμερικάνικες ταινίες από το 1902 έως το 2015 να θίγουν τα ζητήματα της φτώχειας και της αστεγίας.

Από το 2017, όμως, οι κινηματογραφικές φωνές που μοιάζουν να ανοίγουν διάπλατα τα μάτια τους απέναντι στο φαινόμενο της φτώχειας έχουν ξαφνικά πληθύνει. Το 2017, λοιπόν, έκανε δειλά την αρχή με 5 ταινίες που έθιγαν το, μέχρι πρότινος, ταμπού της οικονομικής ανέχειας. Παρόλο το κινηματογραφικό zoom στην φτώχεια, κάποιες εξ’ αυτών των ταινιών όπως το «Το ίδιο διαφορετικός με μένα» ή το ντοκιμαντέρ «I am another you» αντιμετώπιζαν, ακόμα, την φτώχεια ως μέσο εξιλέωσης κι εξαγνισμού του πλούτου ή ως αυτονόητη κι αναμενόμενη κοινωνική κατάληξη του μικρού και του τρελού. Όμως, το 2017, την θέση του στις σκοτεινές αίθουσες βρήκε το «The Florida Project» αποτελώντας το ισχυρό εναρκτήριο λάκτισμα για το ηχηρό κινηματογραφικό τσουνάμι που ακολούθησε.

Το «The Florida Project» του Sean Baker αφηγούμενο την σκληρή πραγματικότητα της ζωής σε φθηνά μοτέλ μερικά χιλιόμετρα από την Disneyland του Ορλάντο, έβγαλε στην κινηματογραφική επιφάνεια το υπαρκτό ζήτημα της φτώχειας στις ΗΠΑ. Και βρίσκοντας διανομή σε περίπου 50 διαφορετικές χώρες, αποτέλεσε άξιο πρεσβευτή και ηχηρό ταξιδευτή του ζητήματος σε κάθε -σχεδόν- γωνιά του κόσμου. Αν και το «The Florida Project» αποτέλεσε κατά κύριο λόγο φεστιβαλικό και όχι mainstream hit του 2017, το 2018 η ταινία «Κλέφτες Καταστημάτων» του Hirokazu Koreeda έφυγε από το φεστιβάλ των Καννών με τον Χρυσό Φοίνικα και έφτασε, τελικά, μέχρι και την υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας στα βραβεία του 2019. Κι αν, εδώ, πρωταγωνίστρια δεν είναι η εγχώρια Αμερικάνικη φτώχεια, πρόκειται για μια ταινία που αντιμετωπίζει την ανέχεια με τρυφερότητα και την απομακρύνει απόλυτα από οποιαδήποτε στερεότυπα περί προσωπικών ευθυνών κι επιλογών. Και δεν παύει, φυσικά, με την αναγνώριση της από τα βραβεία Όσκαρ να φέρνει το ζήτημα εντός Αμερικανικής έδρας και κινηματογραφικής πραγματικότητας. Το μεγάλο βέβαια κινηματογραφικό μπαμ έγινε στα περσινά βραβεία Όσκαρ με τα περιβόητα πλέον «Παράσιτα» του Bong Joon Ho να εκπλήσσουν την παγκόσμια κινηματογραφική κοινότητα και να αποχωρούν από τα Όσκαρ με 4 βραβεία ως διαχρονική κινηματογραφική παρακαταθήκη. Μια ταινία, λοιπόν, που βροντοφωνάζει τον ταξικό πόλεμο που προκαλεί η απόλυτη ανικανότητα κοινωνικής κινητικότητας, κατάφερε να αποσπάσει το Όσκαρ καλύτερης ταινίας καταφέρνοντας παράλληλα μία μικρή επανάσταση στο, μέχρι πρότινος, άβατο της Χολιγουντιανής «ομορφιάς».

Το 2021, λοιπόν, με τις πανδημίες του και τις σκληρές του στιγμές, μοιάζει να ανταμείβει με τα μεγάλα του κινηματογραφικά βραβεία μια ιστορία φτώχειας που δεν προέρχεται από καμία Ασία ή Αφρική, αλλά από την ίδια την πατρίδα του αμερικάνικου ονείρου, τις ΗΠΑ. To Nomadland, αφηγούμενο την ιστορία μίας σύγχρονης νομάδας, από ανάγκη κι όχι από επιλογή, μοιάζει φέτος ικανό να διεμβολίσει, με την τρυφερότητα και τον ωμό ρεαλισμό του, την πλασματική χολιγουντιανή εικόνα της αέναης ευημερίας. Κι αν η περίφημη Ακαδημία δεν προσφέρει αφειδώς βραβεία στην ταινία της Chloe Zhao, η αναγνώριση του κινηματογραφικού, αυτού, ταξιδιού στην αθέατη πλευρά της Αμερικής θα μείνει στην ιστορία ως μικρή νίκη και κινηματογραφική κληρονομιά.

Η απορία, όμως, που αφήνει ακόμα τα στόματα ορθάνοιχτα και τα βραβεία μετέωρα είναι η διατήρηση ή μη της ορμητικής ένταξης της φτώχειας στον κινηματογραφικό διάλογο στην μετα-πανδημική εποχή. Αν, λοιπόν, εδώ τα σημαντικά φεστιβαλικά βραβεία είναι η μοναδική μαγική σφαίρα που -εν είδει μέντιουμ- επιχειρεί να προβλέψει το μέλλον, το Φεστιβάλ του Sundance δείχνει πως η εισβολή αυτή της φτώχειας δεν είναι ένα παροδικό hipster trend αλλά ένα ουσιαστικό σχόλιο. Βραβεύοντας, λοιπόν, το φεστιβάλ, την ταινία της Sian Heder «CODA», την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας και μοναδικού μέλους μιας οικογένειας κωφών που έχει ακοή, δείχνει το δρόμο για ένα Hollywood που έχει πια βρει το δρόμο και τα καλλιτεχνικά μέσα να γκρεμίσει το American dream και να μας ταξιδέψει σε δρόμους συχνά αθέατους αλλά απόλυτα σκληρούς και υπαρκτούς. 

Ίσως η απόλυτη απαξίωση του Trump στην οικονομική ανέχεια με δηλώσεις όπως «μόνο οι χοντροί φτωχοί διαμαρτύρονται για τις πολιτικές της κυβέρνησης για την φτώχεια» ή «δεν θέλω να βρίσκονται φτωχοί σε κυβερνητικά πόστα», να βοήθησαν το Hollywood να αρθρώσει ηχηρό και προοδευτικό λόγο απέναντι στην κοινωνική αδικία. Κι ίσως η απουσία ελπίδας για ουσιαστική αλλαγή των κοινωνικών πολιτικών να αποτελέσει έναυσμα για την όλο και μεγαλύτερη παρουσία του κόσμου αυτού στις μεγάλες οθόνες. Κι αν, τελικά, η τέχνη μιμείται τη ζωή, τότε ίσως η μιμητική αυτή τάση να βρει οπαδούς και εντός της αμερικανικής αστικής ζωής και να καλέσει σε κύματα και κινήματα συμπαράστασης ικανά να παρασύρουν στο κοινωνικό πέρασμα τους καθεστηκυίες αντιλήψεις και κυβερνητικές στάσεις.  

Nomadland

Florida Project

ShopLifters a film by Kore-Eda-Hirokazu

Αναμένοντας ένα Οscar

Με τα «Μήλα» του Χρήστου Θάνου να έχουν αφήσει γερά την κινηματογραφική τους γεύση και το καλλιτεχνικό αποτύπωμα σε μια δύσκολη καλλιτεχνική χρονιά, εμείς βρεθήκαμε με τον συν-σεναριογράφο της ταινίας Σταύρο Ράπτη και συζητήσαμε για τις αναμνήσεις μας, για τα ποστ που (δεν) κάνουμε στο facebook, για την έρημη Βενετία και για την καινούρια τους ταινία.

Στην καθημερινότητα μας, η πανδημία και η απώλεια βιώνεται με μιντιακούς πανικούς και τρομολαγνεία. Αντίθετα, η πόλη, στην ταινία, δείχνει να συνεχίζει την κανονική της ζωή ανεπηρέαστη και να αφήνει τους ασθενείς μόνους.

Η διαχείριση της απώλειας είναι μια καθαράεσωτερικήυπόθεση και ο καθένας τη βιώνει με  διαφορετικότρόπο. Στην ταινίαεπιλέξαμε να μην επηρεάζεται ο πρωταγωνιστής από τις συνθήκες που η κοινωνίαέχειεπιλέξει να επιβάλει.Θέλαμε με αυτό τον τρόπο  να είναι πιο καθαρό το πρόβλημα του στον θεατή και να επικεντρωθούμε στην προσπάθεια του να το ξεπεράσει.

Προσπαθεί να ξεπεράσει την απώλεια φτιάχνοντας νέες αναμνήσεις, έτσι δεν είναι; Τελικά, όμως, εμείς φτιάχνουμε τις αναμνήσεις μας ή εκείνες εμάς;

Η κότα έκανε το αβγό η το αβγό την κότα; Είναι άλυτο ερώτημα νομίζω ,προσωπικά πιστεύω πως όσο και αν οι αναμνήσεις μας διαμορφώνουν σε  βάθος χρόνου εμείς τις επαναδιαμορφώνουμε διορθώνοντας και προσθαφαιρώντας κομμάτια τους.

Κι αν χάσεις την ανάμνηση μιας απώλειας, όπως, φαινομενικά συνέβη στον πρωταγωνιστή σας; Αυτό είναι λύτρωση ή κατάρα;

Λύτρωση ,μόνο όμως αν έχει ξεπεραστεί .Αν απλά ξεχαστεί χωρίς να έχει επιδράσει πάνω μας είναι κατάρα.

Την κατάρα αυτή, νομίζω, προσπαθούμε να ξορκίσουμε σήμερα με το ίνσταγκραμ και με τα δεκάδες stories τη μέρα στο Facebook.

Νομίζω πως η υπερπροβολή σε κοινωνικά δίκτυα , είναι ένα είδος άμυνας -πέρα από την αυτοεπιβεβαίωση που προσφέρει, καλύπτει και ανασφάλειες.

Εγώ νιώθω ότι ,τελικά, έχουμε μετατρέψει τις ζωές μαςσε ένα εμπορικό προϊόν προς ευρεία κατανάλωση που αντί να το ζούμε, το παρατηρούμε, παγερά, απέξω.

Γενικά ναι. Σήμερα κανείς δεν δείχνει να ευχαριστιέται τη στιγμή, να ζει τη ζωή του , περισσότερο τον απασχολεί να την ποστάρει στα socialmedia.Ουσιαστικά οι αναμνήσεις μας εξαρτώνται πλέον από την προβολή τους και την όποια αποδοχή τους. Σαν να πασχίζει να αποδείξει στους πραγματικούς ή -ακόμα χειρότερα- φανταστικούς του φίλους πόσο καλύτερος τους είναι.

Μιλάμε για το σήμερα και, η αλήθεια είναι, ότι έχουμε συνδέσει τα socialmedia και την εμμονή με την φωτογραφία με τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Η ταινία, όμως, έχει μια vintage αισθητική. Ολοταχώς επιστροφή στο παρελθόν; Εκεί είναι η λύση για τα προβλήματα του ψηφιακού κόσμου;

Επιλέξαμε στην ταινία  ο κόσμος να είναι αναλογικός: polaroid,χειρόγραφες επιστολές, μαγνητόφωνα κτλ. Με τις polaroid θέλαμε να κάνουμε άλλη μία ειρωνική αναφορά στον παραλογισμό του σήμερα.Οι άνθρωποι δεν χρησιμοποιούν πια polaroid φωτογραφικές μηχανές, αλλά ανεβάζουν φωτογραφίες με φίλτρο polaroid στα socialmediaόπου κατά κάποιο τρόπο αποθηκεύουν τις αναμνήσεις τους.  Αργά η γρήγορα πιστεύω πως οι νεότερες γενιές  που δεν έχουν τέτοιες αναφορές θα θελήσουν να επιστρέψουν -έστω και για δοκιμή- σε ένα ελαφρώς παλιότερο τρόπο ζωής.

Δηλαδή συνδυάζετε, καλλιτεχνικά, το χθες με το σήμερα. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό το παράδοξοέχει κάτι από weirdwave.

Δεν είχαμε στόχο να κάνουμε  μια weirdταινία, προσπαθήσαμε να έχουμε μια κλασσική φόρμα αφήγησης-όπως έχουν και οι ταινίες που αγαπάμε ο Χρήστος και εγώ. Για εμένα το weirdwave είναι απλά μια ταμπέλα που θέλησαν να βάλουν τα φεστιβάλ στο ελληνικό σινεμά απλά για να υπάρχει ένα ακόμα ρεύμα ,σε μια εποχή που δεν είχε ξεπηδήσει κάποιο καινούργιο. Αν απλάαναλογιστούμεπόσοweirdήταν η δεκαετία που ζήσαμε πιστεύω πως ήταν αυτονόητο πως και οι ταινίες της θα ήταν λίγο «παράξενες».

Είναι, όμως, οι «παράξενες» ταινίες σε μια «παράξενη» εποχή και ένα δημιουργικό δίχτυ ασφαλείας για τους νέους Έλληνες δημιουργούς;

Δεν θα το έβλεπα σαν δίχτυ ασφαλείας ,είναι περισσότερο ένας κίνδυνος να κατευθύνει τους δημιουργούς σε ένα ύφος που μπορεί να ελκύει το φεστιβαλικό κύκλωμα αλλά πλέον έχουμε καταλάβει πως δεν ελκύει το κοινό.

Μιας και μιλάμε για το φεστιβαλικό κύκλωμα… Πώς ήταν η εμπειρία του Φεστιβάλ Βενετίας;

Μοναδική . Η ταινία είχε πολύ θερμή υποδοχή από το κοινό και τη διεθνή κριτική και κατάφερε να βρει διανομή σε πάνω από 45 χώρες. Ήταν όλα διαφορετικά λόγω του ιού ,οι μισογεμάτες αίθουσες ,τα αυστηρά μέτρα ασφαλείας και όλοι οι περιορισμοί έκαναν την  εμπειρία αρκετά αλλόκοτη. Το άλλο θετικό είναι  πως η πόλη ήταν άδεια από τουρίστες και οι βόλτες απολαυστικές-κάτι που λογικά δεν θα ξαναδούμε ποτέ.

Σας εύχομαι να πάτε σε πολλά ακόμα φεστιβάλ! Κι ας μην είναι, πια, άδεια η Βενετία ή οι Κάννες ή το Βερολίνο! Φαντάζομαι, μετά την επιτυχία σας, θα ετοιμάζετε καινούρια δουλειά.

Ναι, το νέο μας σενάριο με τίτλο  «Fingernails» αφηγείται την ιστορία της Anna που υποπτεύεται ότι η σχέση της με τον για χρόνια σύντροφό της μπορεί να μην είναι αληθινή. Σε μια προσπάθεια να καλυτερεύσει τα πράγματα, θα αναλάβει μια αποστολή σε ένα μυστηριώδες ινστιτούτο που έχει φτιαχτεί για να τεστάρει την ύπαρξη ρομαντικής αγάπης σε απελπισμένα ζευγάρια.

Δουλεύουμε τους τελευταίους μήνες με τον Χρήστο και τον Βρετανό θεατρικό συγγραφέα Σαμ Στάινερ πάνω σε αυτή την ιδέα. Την παραγωγή έχει αναλάβει η εταιρεία της Κέιτ Μπλάνσετ Dirty Films και θα πρωταγωνιστήσει η Κάρεϊ Μάλιγκαν.

Οξφόρδη-The Eagle and Child

Ειρήνη Γιαβάση

The eagle and child
49 St Giles’, Oxford OX1 3LU, UK

Βρίσκεσαι στην Οξφόρδη, σε αυτό το γραφικό προάστιο της Αγγλίας, το μάτι σου έχει σαρώσει τα γοτθικά κτίσματα, πύργους και ναούς και θες πραγματικά να ολοκληρώσεις τη βόλτα σου με μία κρύα, draft μπύρα, τηγανιτές πατάτες, χοιρινό με γλάσο από μέλι ή ψητό βοδινό. Ρώτα για το Eagle and child, ή αλλιώς την pub με το κωδικό όνομα «bird and baby». Μία πλάκα στον τοίχο και μερικά βιβλία πίσω από την μπάρα ζωντανεύουν τον Tolkien και C. S. Lewis παραδίπλα. Διαβάζουν φωναχτά τα χειρόγραφα του Άρχοντα ή Το λιοντάρι, η μάγισσα και η ντουλάπα κάποιο μεσημέρι Δευτέρας ή Τρίτης του 1950. Γύρω τους, άλλα μέλη της ομάδας των Inklings, ο Charles Williams, ο  Owen Barfield, ο  Hugo Dyson, ακούν με ευχαρίστηση τις φανταστικές τους ιστορίες, κάνουν καίριες ερωτήσεις που άλλαξαν έστω και μία παράγραφο από τα διάσημα αυτά βιβλία που έχει η βιβλιοθήκη σου. Πάνω από το κεφάλι σου μία πινακίδα «rabbithole», υπογραμμίζει το μέρος που η λογοτεχνική συντροφιά εξασφάλιζε την ιδιωτικότητά της, η οποία ιδιωτικότητα βέβαια από το 1962, έπαψε να ισχύει χάριν σε μία επέκταση του μαγαζιού. Ωστόσο, ακόμη και με το απομεινάρι μιας πινακίδας, ένα τέτοιο μέρος μπορεί να φέρνει τους απαιτητικούς τουρίστες πιο κοντά στον Frodo Baggins και στα αδέρφια Pevensie.

Εδιμβούργο-The Elephant House

Σοφία Γουργουλιάννη

The Elephant House
21 George IV Bridge, Edinburgh EH1 1EN, UK

Ανηφορίζοντας προς την Σκωτία, αφήνοντας πίσω τους λογοτέχνες του 20ου αλλάζουμε αιώνα και «αγκαλιάζουμε» τα best seller του σήμερα με έναν καφέ στο περιβόητο «The Elephant House» του Εδιμβούργο, τον τόπο γέννησης και καλλιτεχνικής ανατροφής του Χάρι Πότερ.
Η Joan Rowling με το συγγραφικό της άγγιγμα του Μίδα άγγιξε και το «The Elephant House» χαρίζοντας του την αίγλη ενός από τα πλέον διάσημα καφέ του Εδιμβούργου. Με θέα στο μπαρόκ George Herriot School, το δημιουργικό έναυσμα του Hogwarts, με ζεστά bagel και μόλις 5 λεπτά από το Εθνικό Μουσείο της Σκωτίας προσφέρεται για μια σύντομη λογοτεχνική και γαστρονομική στάση για μια ημέρα στο Εδιμβούργο. Κι αν ο αέρας της Σκωτίας και το ατέλειωτο ψιλόβροχο καταφέρουν να χαλάσουν κάθε πιθανή εκδοχή βόλτας χωρίς διπλό κασκόλ και τριπλή ομπρέλα ίσως η σύντομη στάση να «το γυρίσει» γρήγορα σε μπύρες, φθηνό σκωτσέζικο ουίσκι και λογοτεχνικές συζητήσεις.

Βιέννη-Cafe Central

Ειρήνη Γιαβάση

Café Central 
Ecke Herrengasse, Strauchgasse, 1010 Wien,

Ο βιεννέζικος αριστοκρατικός αέρας έχει επικρατήσει και στα coffeehouse της πρωτεύουσας, που από παλιά αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής στη Βιέννη. Και πράγματι, οι λογοτέχνες του βιεννέζικου καφέ θεωρούσαν ως δεύτερο σπίτι τους μέρη όπως το Coffe Central, το οποίο λειτουργεί από το 1906 στο επιβλητικό μέγαρο Φέρστελ. Τα θολωτά ταβάνια και αψιδωτά παράθυρα διαχέουν μέσα το φως. Ζητάς να πιεις καφέ και να φας στρούντελ. Στην πρώτη μπουκιά κλείνεις τα μάτια και βλέπεις τον χώρο αναλλοίωτο, όπως ήταν 100 χρόνια πριν. Τρία τραπέζια πίσω σου, ο Peter Altenberg, παιδεύεται με έναν στίχο, ενώ ο Arthur Schnitzler διαβάζει εφημερίδα. Δυο τραπέζια παραδίπλα οι αυστριακοί θεατρικοί συγγραφείς Hugo von Hofmannsthal και Frank Wedekind, κάνουν ένα διάλειμμα από τα χειρόγραφα παίζοντας μπιλιάρδο. Ο Robert Musil και Stefan Zweig ανταλλάσσουν τα λογοτεχνικά τους κείμενα ενώ ο ποιητής Alfred Polgar απαγγέλει φωναχτά ξεσηκώνοντας ρίμες. Ο ζωγράφος Oscar Kokoschka και ο Klimt χαιρετούν τον Karl Kraus, ο οποίος είναι πολύ απασχολημένος με το επόμενο θεατρικό του. Παραδίπλα o Freud, αναζητά απεγνωσμένα κάποιον για να παίξει σκάκι. Το στρούντελ ήταν πολύ καλό και ζητάς και άλλο ένα πριν ξεχυθείς ξανά στην πανδαισία της αρχιτεκτονικής της Βιέννης.

Δουβλίνο-Bewley’s on Grafton Street

Σοφία Γουργουλιάννη

Bewley’s on Grafton Street
3 South Great George’s Street

Με την Ιρλανδία να μοιάζει να διαθέτει το εθνικό γονίδιο της συγγραφής, οι Samuel Beckett και James Joyce θα έπρεπε μοιραία να διαθέτουν τον απόλυτα δικό τους χώρο δημιουργικού μοιράσματος ιδεών και μπύρας. Στο Bewleys on Grafton Street καφέ, λοιπόν, ίσως κάποτε να γεννήθηκαν λογοτεχνικές καινοτομίες προορισμένες να αλλάξουν τον ρου μιας ολόκληρης τέχνης. Κι αν πιστέψουμε στην ύπαρξη του γονιδίου συγγραφής στην Ιρλανδία, τότε, ίσως ο επόμενος Joyce να πίνει την μπύρα του περιμένοντας τον Γκοντό της δικής του έμπνευσης σε κάποιο τραπέζι του Bewley’s on Grafton Street. Κι αν η βρετανική κουζίνα με τις πουτίγκες και τις ψαρόπιτες της δεν αποτελεί την πρώτη σας επιλογή το Bewley’s on Grafton Street διαθέτει πρόσφατα ανακαινισμένο εσωτερικό, λογοτεχνική αύρα αλλά, φρεσκοκομμένο καφέ και φρεσκοψημένα μάφιν. 

Μπουένος Άιρες-Cafe Tortoni

Ειρήνη Γιαβάση

Cafe Tortoni
Av. de Mayo 825, 1084 CABA, Argentina

Βρίσκομαι σε μία ατελείωτη ουρά αναμονής. Έχω χορτάσει τανγκό, ποδόσφαιρο, καλά ψητά, περατζάδες στην Plaza de Mayo. Θα αποχαιρετήσω το Μπουένος Άιρες, το «Παρίσι της Νοτίου Αμερικής» πίνοντας έναν τελευταίο καφέ στο καφέ Τορτόνι, ιστορικό αξιοθέατο της πόλης. Η ουρά είναι μεγάλη, ωστόσο θέλω να παρευρεθώ στο μέρος που ιδρύθηκε η ένωση καλλιτεχνών La Pena, από την πνευματική αφρόκρεμα της εποχής. Δερμάτινες  καρέκλες, μαρμάρινα τραπέζια, πίνακες, φωτιστικά παλιάς κοπής. Ρομαντισμός και επιτηδευμένη πολυτέλεια. Οι σερβιτόροι μου επιτρέπουν την είσοδο και αναρωτιέμαι αν θα έχω την τύχη να καθίσω στην ίδια θέση που κάποτε κάθισε o Federico Garcia Lorca, η Alfonsina Storni, ο πρόεδρος της Αργεντινής Marcelo T. De Alvear, ο Ισπανός βασιλιά Don Juan Carlos de Borbon, ακόμη και ο Einstein. Θα πιω ζεστή σοκολάτα και θα φάω το τίγκα στη ζάχαρη churro. Το κέρινο ομοίωμα του Borges, σε μία γωνία, δίπλα από αυτό του τραγουδιστή Carlos Gardel μου μαρτυρά πως η ουρά είναι ψεύτικη, για εντυπωσιασμό. Ενώ κοιτάζω πόσο όμορφα διαχέεται το φως από την οροφή και ο σερβιτόρος με ενημερώνει για την παράσταση λαϊκού ταγκό που παίζεται στο υπόγειο του μαγαζιού το παράπονο του άμοιρου Borges για την ενοχλητική πλέον δημοτικότητα του πάλαι πότε αγαπημένου του καφέ συνεχίζεται. Ακόμη και τα φαντάσματα θεωρεί πως θα πρέπει να έχουν μια στιγμή ησυχίας.

Scroll to top