To ice factory του Grimsby

Το Grimsby είναι μία παραλιακή πόλη στην ανατολική ακτή του Ηνωμένου Βασιλείου, 113 χιλιόμετρα ανατολικά του Sheffield. Η παράδοση ήθελε το Grimsby να διαθέτει τον μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο του Ηνωμένου Βασιλείου έως το 1990. Έναν στόλο που συνοδευόταν από ένα εμβληματικό κτήριο που φιλοξενούσε ένα εργοστάσιο πάγου για την συντήρηση των χιλιάδων τόνων ψαριών.

Όταν στο τέλος του προηγούμενου αιώνα το ψάρεμα παύει να αποτελεί κέντρο της δραστηριότητας των κατοίκων του Grimsby, το εργοστάσιο εγκαταλείπεται και αφήνεται στην αναπόφευκτη παρακμή του χρόνου. Μία παρακμή που αν και το βρίσκει να εντάσσεται σε λίστες με σημαντικά μνημεία της χώρας, δεν του χαρίζει καμία πιθανότητα επιστροφής στην «ενεργό δράση».

Κι αν, ίσως, τα ίδια του τα μηχανήματα βρίσκονταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, βρετανικό πρόγραμμα για την αναστήλωση και την επαναχρησιμοποίηση εγκαταλελειμμένων κτηρίων αποφάσισε να μετατρέψει τα 4.350 τετραγωνικά μέτρα του σε ένα θέατρο εθνικής εμβέλειας 1.400 θέσεων. 

Με τον ίδιο τον δήμαρχο να δηλώνει πως θα καταβάλλει κάθε προσπάθεια να χαρίσει μια νέα ζωή σε ένα κτήριο που αποτελεί την ζωντανή ιστορία της πόλης, βρισκόμαστε, εδώ, μπροστά σε ένα απτό παράδειγμα κατανόησης των καλλιτεχνικών αναγκών και δυνατοτήτων της αγγλικής επαρχίας. Κι αν, λοιπόν, οι όποιοι ιθύνοντες της κεντρικής διοίκησης εκφράζουν ανησυχίες για την δυνατότητα αξιοποίησης του χώρου από την τοπική καλλιτεχνική κοινότητα, πολιτικοί παράγοντες της πόλης επιμένουν στην καλλιτεχνική ορμή της βρετανικής επαρχίας και στην δυνατότητα για απόλυτη αξιοποίηση του μελλοντικά νεότευκτου χώρου.

Οποιεσδήποτε αναλογίες και παρομοιώσεις με την κρατική μέριμνα για την ανάπτυξη της τέχνης στην επαρχία της χώρας μας προκύπτουν φυσικά, εδώ, αυθόρμητα και -ίσως- αναγκαία. Και μας καλούν να αναλογιστούμε τις δυνατότητες και τις ανάγκες ενός συνόλου καλλιτεχνών αλλά κι ενός κοινού που επιμένει να προσπαθεί για την ισότιμη πρόσβαση σε ευκαιρίες μακριά από το πατροπαράδοτο κέντρο της Αθήνας, αλλά κοντά στις ρίζες και στον τόπο που το τροφοδοτεί και το εμπνέει.  

Περί λογοκρισίας η είναι ο Πήτερ Παν ρατσιστής;

 

 

Ξεκινώντας από την θεμελιώδη αρχή ότι η ιστορία οφείλει να αναθεωρείται και από το θεμελιώδες χρέος της κάθε επόμενης γενιάς να αμφισβητεί τα πεπραγμένα της προηγούμενης, η κριτική στο περιεχόμενο και στο σημαινόμενο ταινιών προηγούμενων δεκαετιών μοιάζει με αυταπόδεικτο καθήκον. Το πρόβλημα ξεκινά όταν το αυταπόδεικτο αυτό καθήκον προσπαθεί να συνδυαστεί με την ελευθερία και ελευθεριότητα των εκφραστικών μέσων του καλλιτέχνη θέτοντας φραγμούς στην ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία. Η αδιαμφισβήτητα, λοιπόν, προοδευτική αρχή της αναθεώρησης της ίδιας της ιστορίας, συμπλέκεται, εδώ, με την ιδιότητα του πραγματικού καλλιτέχνη να εξωτερικεύει το αιρετικό του μέσα, μακριά από κάθε φύσεως αυτολογοκρισία, καταλήγοντας τα τελευταία χρόνια σε μια σφοδρή σύγκρουση. Λόγω λοιπόν αυτής της αυξανόμενης επικράτησης της λεγόμενης πολιτικής ορθότητας, ταινίες στηλιτεύονται, επανακυκλοφορούν συνοδευόμενες από προειδοποιητικά μηνύματα για ρατσιστικό περιεχόμενο ή -ως έσχατη λύση- αποσύρονται προσωρινά.  

Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα που κατάφερε με τον «ντόρο» του να παρασύρει στην δίνη της ιδιαίτερης αυτής λογοκρισίας ( ; ) πλήθος ταινιών, υπήρξε αυτή του «Όσα Παίρνει ο Άνεμος». Μία, λοιπόν, από τις πλέον εμβληματικές και πολυβραβευμένες ταινίες του Χόλιγουντ φιλοξενήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα στην πλατφόρμα του HBO. Το ζήτημα του ρατσιστικού περιεχομένου της ταινίας ανακίνησε ο John Ridley ,παραγωγός της ταινίας «12 Χρόνια Σκλάβος», με επιστολή του στους Los Angeles Times. Αναφερόμενος στην εξιδανίκευση των συνθηκών εργασίας και διαμονής των μαύρων σκλάβων στην μετεμφυλιακή Αμερική ζήτησε την απόσυρση μιας ταινίας όπου το σημαινόμενο δεν ρέπει επ ουδενί στην κατάφωρη εκμετάλλευση των μαύρων από τους λευκούς αλλά στην δουλική τους αφοσίωση. Η ταινία «κατέβηκε» πάραυτα από την πλατφόρμα, με το HBO να αποφασίζει, όμως, την επανακυκλοφορία της με προειδοποιητικό μήνυμα σχετικά με τις όποιες ρατσιστικές αναπαραστάσεις.

Η πολιτική ορθότητα «χτύπησε» στην συνέχεια την πόρτα της Disney, η οποία με απόφαση της επανακυκλοφόρησε μία σειρά από παιδικές ταινίες στο συνδρομητικό της κανάλι με σχετικό μήνυμα το οποίο αναφέρει «Αυτό το πρόγραμμα περιλαμβάνει αρνητικές απεικονίσεις ή / και κακομεταχείριση ανθρώπων ή πολιτισμών. Αυτά τα στερεότυπα ήταν λάθος τότε και είναι λάθος τώρα». Επιχειρώντας, λοιπόν, να απεκδυθεί κάθε ευθύνης για τα όποια ρατσιστικά στερεότυπα αναπαράγονται αλλά και να επισημάνει την προφανή εξέλιξη των ηθών από την ημερομηνία κυκλοφορίας των ταινιών, οι «Αριστόγατες», ο «Πίτερ Παν», ο «Ντάμπο», το «Βιβλίο της Ζούγκλας», η «Λαίδη και ο Αλήτης» και άλλες ταινίες συνοδεύονται πλέον από το χαρακτηριστικό μήνυμα. Αποδελτιώνοντας μερικές από τις σχετικές καταγγελίες, αναφέρεται ότι οι «Αριστόγατες» περιλαμβάνουν σκηνή όπου γάτος με Ασιατικά χαρακτηριστικά παίζει πιάνο με chopsticks ενώ στον «Πίτερ Παν» οι ιθαγενείς αποκαλούνται Redskins.

Στην εμπορικά επιτυχημένη μεταφορά του μυθιστορήματος του Truman Capote στην μεγάλη οθόνη το 1961 από τον Blake Edwards, σκηνοθέτης και παραγωγός επέλεξαν να εντάξουν στην ιστορία ένα πρόσωπο ανύπαρκτο στο βιβλίο, αυτό ενός Ασιάτη γείτονα της πρωταγωνίστριας. Ενός γείτονα ο οποίος παρουσιάζεται ενοχλητικός και αφελής, ενώ ερμηνεύθηκε από λευκό ηθοποιό (Mickey Rooney) με πρόσθετα χαρακτηριστικά Ασιάτη. Η προσθήκη αυτή βρήκε εύφορο έδαφος κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών για να φυτρώσει ο σπόρος του αντιρατσιστικού μένους και ενάντια στο «Πρωινό στο Τίφανις». Κι αν η ταινία δεν έχει ακόμα αποσυρθεί, αλλοιωθεί ή επανακυκλοφορήσει συνοδευόμενη από σχετικό μήνυμα, τα πυρά συνεχίζονται αδιάκοπα.

Η πολιτική ορθότητα και ο κινηματογράφος μοιάζουν πια να αναλώνονται σε ένα μπρα ντε φερ που αδυνατεί να βγάλει νικητή με τα εκατέρωθεν επιχειρήματα να ταξιδεύουν παγκοσμίως με την ταχύτητα του διαδικτύου διαμορφώνοντας αναπόφευκτα συνειδήσεις και πολώσεις. Εμείς, ως υπέρμαχοι της προοδευτικής αναθεώρησης της ιστορίας αλλά και ως απόλυτοι εραστές της τέχνης, προσβλέπουμε κι ελπίζουμε στην ες αει αναγνώριση του «καλού» κινηματογράφου μακριά από σχηματικές βραβεύσεις στο βωμό κάποιας πολιτικής ορθότητας. Ενός βωμού που παρά την άδικη βράβευση της ταινίας «Green Book» με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας το 2018, μοιάζει με τις επόμενες βραβεύσεις του να δίνει φωνή και βήμα σε πραγματικά ποιοτικές ταινίες ενσωματώνοντας παραγωγικά την έννοια της πολιτικής ορθότητας και κατευθύνοντας την προς τον δρόμο της αναγνώρισης της πραγματικής τέχνης.

Η πανδημία του Χόλυγουντ

Ερευνα Σοφία Γουργουλιάνη

Με το βασίλειο της Χολιγουντιανής «Δανιμαρκίας» να μοιάζει να έχει βαλθεί να καθαρίσει απ’ ό,τι (του) βρωμάει, η φόρα των αποκαλύψεων και των ευκταίων μεταρρυθμίσεων έχει παρασύρει αυτή τη φορά και την Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου, τον οργανισμό που απονέμει κάθε χρόνο τα βραβεία των «Χρυσών Σφαιρών». Κι αν οι φήμες για πληρωμένα ταξίδια, χρηματισμό, ρατσισμό, σεξισμό και πληρωμένες απονομές μοιάζανε μέχρι πρότινος με ασήμαντο καπνό εντός μιας αχαλίνωτης γκλαμουριάς, το γνωστό ρητό αποδεικνύεται συνεπές, με την φωτιά να έχει φουντώσει άμεσα. Και με τις κατηγορίες να διαδέχονται η μία την άλλη εν είδη ντόμινο και να απειλούν πλέον ανοιχτά το ίδιο το μέλλον των βραβείων.

Η γοργή κάθοδος, λοιπόν, για την ομάδα των περίπου 90 μη-Αμερικάνων δημοσιογράφων που διαμένουν στο Χόλιγουντ, αρθρογραφούν σε ξένα μέσα ενημέρωσης και απονέμουν κάθε χρόνο τις Χρυσές Σφαίρες, ξεκίνησε πέρυσι με την Νορβηγίδα δημοσιογράφο και μη-μέλος της Ένωσης, Κγιέρστι Φλο, να κατηγορεί την Ένωση ότι μέρος των δραστηριοτήτων της εκτείνεται σε δοσοληψίες με τα μεγάλα στούντιο στα οποία, στη συνέχεια, απονέμει τα ετήσια βραβεία. Αμφισβητώντας, μάλιστα, ανοιχτά την αξιοπιστία ενός οργανισμού που, σύμφωνα με τις δηλώσεις της, δέχεται ταξίδια, δώρα και δείπνα εν είδη χρηματισμού, οδήγησε την υπόθεση στα δικαστήρια των ΗΠΑ βρίσκοντας συμπαράσταση στην Ισπανίδα δημοσιογράφο, Ρόσα Γαμάζο. Κι αν η αμερικανική δικαιοσύνη δεν έχει ακόμα αποφανθεί, η συλλογική χολιγουντιανή συνείδηση μοιάζει να έχει εξεγερθεί ανεπιστρεπτί βρίσκοντας το νέο της εξιλαστήριο θύμα (μάλλον δικαίως) στην Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου.

Η συνέχεια γράφεται από τον βραβευθέντα Σάσα Μπάρον Κοέν με το βραβείο ανά χείρας να ευχαριστεί σαρδόνια «τον κατάλευκο ξένο Τύπο του Χόλιγουντ». Επικυρώνοντας τα λεγόμενα του Κοέν αλλά και των δύο δημοσιογράφων, έρευνα των Los Angeles Times αποδεικνύει ότι στις τάξεις των περίπου 90 δημοσιογράφων δεν υπάρχει ούτε ένας μαύρος δημοσιογράφος. Ενώ, με την ιδιότητα του μέλους του οργανισμού, οι εν λόγω δημοσιογράφοι διαθέτουν αποκλειστικά προνόμια τα οποία ,πέρα από τις αναγκαίες selfie με διάσημους σταρ, περιλαμβάνουν εισοδήματα της τάξης χιλιάδων δολαρίων μηνιαίως.

Επιτείνοντας την δυσαρέσκεια που επικρατεί στις τάξεις των ίδιων των χολιγουντιανών ηθοποιών, η Σκάρλετ Γιόχανσον δημοσιεύει επώνυμα κείμενο στο «Variety» καλώντας το όποιο υγιές τμήμα της κινηματογραφικής βιομηχανίας να απορρίψει πάραυτα τον οργανισμό και τον θεσμό, κατηγορώντας τον ανοιχτά ότι διακατέχεται «από ρατσισμό και σεξισμό ενώ είναι ολοφάνερο πως αδιαφορεί για την διαφορετικότητα». Ενώ, ο Τομ Κρουζ, μόλις ένα μήνα πριν, επέστρεψε τις 3 Χρυσές Σφαίρες οι οποίες του έχουν απονεμηθεί επικυρώνοντας απόλυτα την ελεύθερη πτώση στην οποία βρίσκεται πλέον ο οργανισμός. Μια ελεύθερη πτώση που λίαν προσφάτως βρήκε άξιο θιασώτη και στο NBC, το κανάλι το οποίο μεταδίδει ετησίως τα βραβεία. Και το οποίο απέσυρε πλέον την στήριξη του αρνούμενο να παρουσιάσει τα βραβεία του 2022.

Σε μία περιοδο πανδημίας και μοιραίας καλλιτεχνικής απραγίας, το χολιγουντιανό καλλιτεχνικό στερέωμα μοιάζει να περνάει την δική του πανδημία και να βρίσκει το θάρρος να αντικρίσει και να αντιμετωπίσει τα πάσης φύσεως φαντάσματα του. Φαντάσματα που κι αν ίσως μοιάζανε, οι ίδιοι να κρύβουνε κάτω από στρώματα και σεμεδάκια πολυτέλειας, φόβου και βραβείων, οι συνθήκες μοιάζουν πια ώριμες για μετάνοιες, συγγνώμες και ουσιαστικές αλλαγές.

OceanVuong, Νυχτερινός ουρανός με τραύματα Εξόδου

Συνεντευξη Ειρήνη Γιαβάση  

              Στα τέλη του Ιανουαρίου κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg η ποιητική συλλογή του Ocean Vuong, Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου, όπως επίσης και το πεζό του, Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι. Πρόκειται για δύο βιβλία που συζητήθηκαν πολύ, καθώς ο ίδιος ο συγγραφέας, παρά το νεαρό της ηλικίας του, είναι ήδη αναγνωρισμένος διεθνώς και βραβευμένος, μεταξύ άλλων, με το T.S. Eliot prize. Διαβάσαμε την ποιητική συλλογή, μεταφρασμένη από τον Δημήτρη Μαύρο και συναντηθήκαμε μαζί του για να συζητήσουμε για το βιβλίο και τις επιλογές της μετάφρασης. Τα θέματα που πραγματεύεται η συλλογή είναι οι γονείς του Vuong και η σχέση του μαζί τους, η προσωπική του ιστορία και ο πόλεμος του Βιετνάμ, η κληρονομιά του και η θέση του στην αμερικανική κοινωνία ως μη λευκού, queer ατόμου.

Ότι αγόρι που πλαγιάζει
                πλάι σε αγόρι

πρέπει να φτιάχνει έναν αγρό
                       γεμάτο χτύπους.

Ότι το να ακούω το όνομά σου
είναι ν’ ακούω τα ρολόγια
                να γυρνάνε πίσω ακόμη μια ώρα

και το πρωί
                βρίσκει τα ρούχα μας

στην μπροστινή βεράντα της μάνας σου πεταμένα
σαν κρίνα που έχουν μαραθεί. 

(από το ποίημα Στην γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι)

Τι εξυπηρετεί μια δίγλωσση μετάφραση; Θα έπρεπε όλα τα ξενόγλωσσα να κυκλοφορούν με αυτόν τον τρόπο;

Σε μια εποχή που ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι δίγλωσσο, και μάλιστα με πολύ καλή γνώση των αγγλικών, η δίγλωσση έκδοση επιτρέπει ιδανικά την απόλαυση και την αντιπαραβολή δύο «πρωτοτύπων». Παράλληλα υπάρχει μια συμπληρωματική σχέση μεταξύ του πρωτότυπου και της μετάφρασής του που συμβάλλει στην ένταση της αναγνωστικής απόλαυσης. Δεν θεωρώ ότι υπάρχει ένας κανόνας ο οποίος θα έπρεπε να ακολουθείται απαράβατα. Εμένα προσωπικά με εξυπηρετούν και απολαμβάνω τις δίγλωσσες εκδόσεις, γιατί δεν διαβάζω απλώς για απόλαυση και μου επιτρέπεται να αντιπαραβάλλω ταυτόχρονα πρωτότυπο και μετάφραση. Έτσι, αφενός αξιολογώ τις μεταφραστικές επιλογές, αφετέρου μαθαίνω από τον τρόπο που άλλοι, με περισσότερη εμπειρία από εμένα, χειρίζονται ορισμένες δυσκολίες.

Γύρνα πίσω και βρες το βιβλίο που άφησα
                                                 για μας, γεμάτο

μ’ όλα του ουρανού τα χρώματα
                       που ξέχασαν οι νεκροθάφτες.
Χρησιμοποίησέ το.
Χρησιμοποίησέ το για να αποδείξεις ότι τα άστρα
                             ήταν πάντα αυτό που ξέραμε

ότι ήταν: τα τραύματα εξόδου
                 κάθε άστοχης λέξης.

(Από το ποίημα Στον πατέρα μου/Στον μελλοντικό μου γιο)

Γιατί πιστεύεις ότι στράφηκε το ενδιαφέρον του κόσμου σε αυτή τη συλλογή;

Εάν εννοούμε το ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού, αυτό ακολουθεί πάντοτε το παγκόσμιο και ο Vuong έχει βραβευτεί επανειλημμένα (και όχι μόνο με το T.S. Eliot Prize) σε εξαιρετικά νεαρή ηλικία. Τα βραβεία τον έκαναν γνωστό, αλλά δεν είναι ο λόγος για τον οποίο αγαπάει ο κόσμος τα έργα του. Η ποίησή του είναι queer χωρίς να εξαντλείται στο queerness της, αλλά ακριβώς λόγω αυτού φαντάζομαι πως η queer κοινότητα τον ανακάλυψε αρκετά πριν από τους υπόλοιπους. Το ότι τα ερωτικά του ποιήματα για παράδειγμα αφορούν και το straight κοινό το θεωρώ μεγάλο επίτευγμα. Βέβαια, η οικουμενικότητα της ποίησής του υπερβαίνει την ερωτική θεματική. Χρησιμοποιώντας απόλυτα προσωπικό βιωματικό υλικό, «μιλάει» σε άτομα που μπορεί εκ πρώτης όψεως να μην έχουν καμία σχέση με αυτό. Οι πολλές αναφορές στον πόλεμο του Βιετνάμ παύουν να αφορούν μόνο το Βιετνάμ και τον Vuong και ανάγονται σε αρχέτυπα: στο αρχέτυπο του πολέμου με τις φρικαλεότητες που κουβαλάει και στο αρχέτυπο του ανθρώπου που εγκαταλείπει την πατρίδα του επειδή αναγκάζεται. Αντίστοιχα, οι εμπειρίες που περιγράφει από τη μετανάστευσή του στην Αμερική, που αφορούν τον ίδιο και την οικογένεια του, αποτελούν εμπειρίες οι οποίες, με ανεπαίσθητες ή σημαντικές αποκλίσεις αλλά παρόμοιο πυρήνα, έχουν βιωθεί από πάρα πολλούς ανθρώπους ανά τους αιώνες.

Ποιες είναι οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει ένας νέος μεταφραστής της ποίησης;

Χρειάζεται να σημειωθεί ότι είναι διαφορετικές οι προκλήσεις ενός νέου λογοτέχνη και ενός νέου μεταφραστή. Ο μεν λογοτέχνης έχει ευθύνη απέναντι μόνο στον εαυτό του, ενώ ο μεταφραστής μεταχειρίζεται τον πνευματικό μόχθο ενός άλλου. Παράλληλα, τα πρώτα έργα ενός νέου λογοτέχνη αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη επιείκεια από ό,τι οι πρώτες μεταφράσεις κάποιου. Γι’ αυτό μιλάμε για νεανική και ώριμη ποίηση και όχι για νεανική και ώριμη μετάφραση – ίσως και να έπρεπε. Είναι και αυτή μια τέχνη η οποία προϋποθέτει καλή γνώση και των δύο γλωσσών, αλλά κυρίως την εύρεση σημείων σύνδεσης με το πρωτότυπο και την ερμηνεία του.

Αυτές είναι κάποιες γενικές προκλήσεις αλλά υπάρχουν και άλλες που αφορούν έργα συγκεκριμένων απαιτήσεων. Μεταφράζοντας χρειάζεται να βρει κανείς τρόπους να αποδώσει στο βαθμό του δυνατού τις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε ποιήματος που συμπεριλαμβάνουν τη στίξη, τη σύνταξη, τη μορφή κ.λπ. Προσωπικά, θεωρώ προτιμότερο να ακολουθούνται οι επιλογές του ποιητή, γιατί δεν είναι μόνο ηχητικά ή μορφολογικά στολίδια, αλλά και προεκτάσεις του περιεχομένου. 

Ποια επιλογή σε ζόρισε περισσότερο στα ποιήματα του Vuong;

Ο τίτλος «Homewrecker», στο οποίο η μόνη απόδοση που υπάρχει αυτή τη στιγμή στα ελληνικά είναι, μάλλον, η λέξη «αντροχωρίστρα». Ωστόσο, δεν μπορούσα να τη χρησιμοποιήσω, γιατί στο συγκεκριμένο ποίημα αυτός που διαλύει το σπίτι, την οικογένεια δηλαδή, δεν είναι μια άλλη γυναίκα, αλλά το παιδί. Οπότε, δεν υπήρξε τρόπος να το αποδώσω μονολεκτικά και αναγκάστηκα να συμβιβαστώ με την περιφραστική απόδοση: «Διαλύοντας ένα σπίτι».

Κάτι ακόμα που με ζόρισε είναι μια επιλογή για την οποία όμως είμαι χαρούμενος. Πρόκειται για το ποίημα «Deto(nation)». Ολόκληρη η λέξη θα πει «πυροδότηση» και το «nation» αποκομμένο σημαίνει «έθνος». Δεδομένης της νοηματικής συμπύκνωσης που υπάρχει στον αγγλικό τίτλο, η οποία επιτυγχάνεται με ένα λογοπαίγνιο μη μεταφράσιμο πιστά, επέλεξα την απόδοση «Αποκάλυψη χώρα» παραλλάσσοντας τον τίτλο της ταινίας «Αποκάλυψη τώρα», που αφορά τον πόλεμο του Βιετνάμ.

Στην «Ωδή στον αυνανισμό» γράφει σε ένα σημείο: 

the cumshot
               an art
               -iculation
               of chewed stars

Εδώ, παίρνει τη λέξη «articulation» (= άρθρωση) και σπάζοντάς τη στα δύο φτιάχνει με το πρώτο συνθετικό τη λέξη «art» (= τέχνη), διατηρώντας όμως και τη συνολική έννοια της αρχικής λέξης. Την ίδια στιγμή, σπάζοντας τη λέξη στα δύο στο σημείο που μιλάει για οργασμό, αναπαριστά και το κόμπιασμα ή το τράβηγμα της φωνής ενός ατόμου κατά τη διάρκεια του οργασμού. Θέλησα να αποδώσω και τις τρεις έννοιες οπότε έγινε:

το χύσιμο
               μια τέχνη
               άρθρωση
               μασημένων αστεριών.

Με την έκδοση του βιβλίου ακούστηκε παράλληλα και η άποψη πως η ποιητική συλλογή και το πεζό θα έπρεπε να μεταφραστεί από κάποιον που ανήκει στην queer κοινότητα, μιας και ο ίδιος ο συγγραφέας ανήκει σε αυτήν. Ποια είναι η άποψή σου για αυτό;

Καταρχάς, αυτό δεν είναι μια άποψη που αφορά μόνο τον Vuong ή την Ελλάδα. Πρόκειται για κάτι που συμβαίνει παγκοσμίως. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τη νεαρή ποιήτρια AmandaGorman. Τα ποιήματα της Gorman αυτή τη στιγμή βρίσκονται «υπό μετάφραση» και το θέτω με αυτόν τον ασαφή τρόπο, γιατί έχουν δημιουργηθεί προβλήματα σε σχέση με το πρόσωπο που είχε επιλεχθεί για την απόδοση των ποιημάτων (ΝariekeLucasRijneveld). Υπήρξαν ενστάσεις στην επιλογή αυτού του ατόμου, γιατί ήταν λευκό και μη δυαδικού φύλου και θεωρήθηκε πως τα ποιήματα πρέπει να μεταφραστούν κατά προτίμηση από μια μαύρη γυναίκα που θα είναι σε θέση να συναισθανθεί απόλυτα αφενός τι σημαίνει να είσαι μαύρος σήμερα, αλλά και το τι σήμαινε παλαιότερα και πώς αυτά τα δύο συνδυάζονται στην ποίηση της Gorman σε ένα spokenword πλαίσιο (επηρεασμένο από τη ραπ). Πιθανόν ένα μαύρο άτομο να έχει πιο άμεση βιωματική σύνδεση με την ποίησή της. Αυτό, όμως, δεν διασφαλίζει σε καμία περίπτωση την ποιότητα της μετάφρασης. Αντιστοίχως, ούτε η μετάφραση από λευκό άτομο προδιαγράφει την επιτυχία ή αποτυχία του εγχειρήματος.

Πιστεύω ότι ο πυρήνας της ανθρώπινης εμπειρίας είναι όμοιος και όταν κάποιος αισθάνεται, φέρ’ ειπείν, μόνος, από όπου και αν προκύπτει η μοναξιά του, το αίσθημα που βιώνει (θλίψη, απελπισία, ατονία, αυτοπεριχαράκωση) είναι κοινό. Επομένως, διαβάζοντας π.χ. ένα ερωτικό ποίημα του Vuong, καθώς είναι ικανός τεχνίτης του λόγου, αισθάνομαι ότι με αφορά, ακόμα κι αν έχω διαφορετική σεξουαλικότητα. Αυτό που εισπράττω διαβάζοντάς το είναι ο σαρκικός πόθος, η τρυφερότητα, η στοργή, η απογοήτευση του εφήμερου, χωρίς να με δεσμεύει το άτομο που αφορά.

Επίσης, ίσως χρειάζεται να αναρωτηθούμε κατά πόσο η αποκλειστική μετάφραση της queer λογοτεχνίας από queer άτομα θα κατέληγε στον αυτοαποκλεισμό αυτών των έργων. Αν συνεχίζαμε την ίδια σκέψη, πώς θα μας φαινόταν αν οι άντρες ποιητές μεταφράζονταν μόνο από άντρες και οι γυναίκες μόνο από γυναίκες;

Η προσωπική μου προσδοκία από έναν μεταφραστή -πέραν της τεχνικής του αρτιότητας και της γλωσσικής του δεινότητας- είναι να αντιμετωπίζει το πρωτότυπο κείμενο με σεβασμό και πάντοτε έχω στο μυαλό μου ότι μια μετάφραση δεν είναι παρά η ερμηνεία του μεταφραστή πάνω στο πρωτότυπο, γι’ αυτό και κάθε έργο επιδέχεται πολλών μεταφράσεων και όχι μόνο μίας.

Μη φοβάσαι, Όσιαν.
Το τέρμα του δρόμου είναι τόσο μπροστά μας
που είναι ήδη πίσω μας.
Μην ανησυχείς. Ο πατέρας είναι μονάχα πατέρας σου
ώσπου ένας σας να το ξεχάσει. Όπως η ραχοκοκαλιά
που δεν θα θυμηθεί τα φτερά της
όσες φορές και αν τα γόνατά μας
φιλήσουν το κράσπεδο. Όσιαν,
μ’ ακούς; Το πιο όμορφο κομμάτι
του κορμιού σου είναι όπου
πέφτει η σκιά της μάνας σου.

(από το ποίημα Μια μέρα θα αγαπήσω τον Όσιαν Βουόνγκ)

Emilie Floge-Gustav Klimt

Σοφία Γουργουλιάνη, ιουνιος 3, 2021

Το 1910 ξεκινά την λειτουργία της στον αριθμό 31 της Rue Cambion στο Παρίσι η περίφημη μπουτίκ της Κοκό Σανέλ. Και πάραυτα συντελείται η τελευταία ίσως επανάσταση στην γυναικεία γκαρνταρόμπα. Τα παντελόνια, λοιπόν, χάνουν την αποκλειστικότητα του ανδρικού ενδύματος και χαρίζουν την άνεση τους και στα γυναικεία σώματα. Κι αν η Σανέλ, θεωρείται μητέρα της γυναικείας μόδας, στην σχεδόν γειτονική Αυστρία, ήδη μερικά χρόνια πριν, η Emilie Flöge περνά τα καλοκαίρια της στην λίμνη Άτερσε με τον Gustan Klimt, όχι μόνο ποζάροντας ως μούσα για τους περίφημους πίνακες του, αλλά συμμετέχοντας ενεργητικά στο καλλιτεχνικό του όραμα και σχεδιάζοντας τα δικά της ρούχα. Ενώ, το 1904 μαζί με τις δύο αδερφές της έχουν ήδη ανοίξει την δική τους μπουτίκ στην Αυστρία. Μία μπουτίκ που καταφέρνει να ανθίσει παρά την δυσκολία μιας περιόδου μεταβατικής ανάμεσα στο pret-a-porterκαι το surmesure.

Με μια φύση που ρέπει όχι μόνο προς την καλλιτεχνική δημιουργία αλλά και προς την προοδευτική ιδεολογία της εποχής, η Flöge γοητεύεται από τον φεμινισμό του πρώτου κύματος πρεσβεύοντας την απελευθέρωση του γυναικείου σώματος -και- από τα δεσμά του κορσέ και του καθωσπρεπισμού. Τα σχέδια της αποτελούνταν από φορέματα και φούστες αμπίρ με μέσες και μανίκια φαρδιά, με πλούσια χρώματα που ισορροπούν ανάμεσα στην παράδοση των Αυστρο-Ουγγρικών και Σλάβικων κεντημάτων και την ενδυματολογική ιστορία της Άπω Ανατολής. Πρόκειται για φαρδιά ρούχα που χαρίζουν στο γυναικείο σώμα την απόλυτη ελευθερία της κίνησης, ενώ του επιφυλάσσουν τελεσίδικα το δικαίωμα στην επιλογή του χρώματος ως συστατικού στοιχείου της ενδυμασίας. Κι αν παρθενογένεση δεν υπάρχει κι η μόδα του χθες μπορεί να γίνει τάχιστα σήμερα, τα σχέδια της Emilie Flöge αποτελούν τον ουσιαστικότερο στυλιστικό πρόδρομο των παιδιών των λουλουδιών. Οι επιρροές του φεμινισμού μοιάζουν να εισέβαλαν όχι μόνο στην δημιουργική αλλά και στην προσωπική της ζωή, όπου οι πηγές μας για το εάν ο δεσμός που διατηρούσε με τον Κλιμτ κινούνταν στο πλαίσιο της ερωτικής ή της πλατωνικής σχέσης παραμένουν απόλυτα συγκεχυμένες. Με την κυρίαρχη αντίληψη να χαρίζει στον δεσμό αυτό και ερωτική φύση, ο όποιος έρωτας δεν μετουσιώθηκε ποτέ σε γάμο, με τους δύο τους να ενδίδουν σε διαφορετικές σχέσεις στην πορεία των ετών παραμένοντας, όμως, δια βίου σύντροφοι.

Με τις εποχές, όμως, σκοταδισμού να διαδέχονται αναπότρεπτα αυτές των πάσης φύσεως διαφωτισμών, το 1938 ήρθε η προσάρτηση της Αυστρίας στην Γερμανία το 1938 παρασύροντας με την ορμή της και το ατελιέ και την δημιουργικότητα της Flöge, όπως μόνο ο φασισμός ξέρει και μπορεί να κάνει.

Waiting for Godot: πόσο διαρκεί μια zoom κλήση με τον Beckett?

Της Ιωάννας Μπούρη, 31 Μαίου 2021

Συνέβη όταν άνοιξα το NewYorker της 10ης Μαΐου και βρήκα μια σύντομη στήλη κάτω από τον τίτλο Shallwego?”.

Ήταν μια κλεφτή ματιά σε μια καταγεγραμμένη πρόβα που έκανε μέσω zoom η ομάδα New Groupγια τη νέα της παραγωγή: μια νέα προσέγγιση, στο κλασσικό πια ”Waiting for Godot” του Samuel Beckett.

Σε αυτό το zoom call, ο Ethan Hawke συνδέθηκε από το Μπρούκλιν όπου ήταν μεσημέρι και o John Leguizamo από ένα ξενοδοχείο στο Λονδίνο που ήταν απόγευμα. Στην ίδια κλήση επίσης συνδέθηκαν οι Tarik Trotter και Wallace Shawn. Όλοι μαζί αποτελούν τον θίασο της παραγωγής, που παρουσιάζεται πλέον on line και on demand, υπό τη σκηνοθετική επιμέλεια του Scott Elliott.

Ο Ιρλανδός κριτικός Vivan Mercier περιέγραψε το”Waiting for Godot”, ως το έργο στο οποίο δε συμβαίνει απολύτως τίποτα, δύο φορές. Πρόκειται για ένα έργο σε δυο πράξεις, όπου οι δυο βασικοί ήρωες: Βλάντιμιρ και Έστραγκον, προκαλούν αδέξια μια σειρά φιλοσοφικών, θρησκευτικών και υπαρξιακών αναζητήσεων. Δύο ήρωες – μαριονέτες στα χέρια  αυτού που περιμένουν. Και αυτό που περιμένουν στο έργο έχει όνομα και γεμάτο calendar: Ο Γκοντό. Στο έργο ακούμε μονίμως για τον Γκοντό, ο οποίος όμως δεν εμφανίζεται ποτέ. Αντ’ αυτού, γινόμαστε συνταξιδιώτες σε μια τροχιά αναμονής – εκεί που δε συμβαίνει τίποτα. Χρόνος, τραύμα και εαυτός. Προσδοκώντας την έλευση του Γκοντό, οι Βλάντιμιρ και Έστραγκον προσπαθούν να αντικαταστήσουν την ανία της ζωής με το μαρτύριο της ύπαρξης. Ο ‘θάνατος’ του Γκοντό εξουσιάζει την ύπαρξη των Βλάντιμιρ και Έστραγκον, και τους σπρώχνει να επαληθεύουν την ύπαρξή τους μέσα από τη ματαιότητα των πράξεων τους, εκεί που η ύπαρξη ισοδυναμεί με αμνησία.

Το έργο κατά το όραμα του Beckett, λαμβάνει χώρα σε ένα δυστοπικό, έρημο τοπίο ονείρου, με κεντρικό σκηνικό στοιχείο ένα κούφιο, νεκρό δέντρο.Αν και εξαιρετικά σπάνιο, δεν είναι η πρώτη φορά που το σκηνικό του ”Waiting for Godot”αναπαριστά εσωτερικό χώρο. Ίσως όμως είναι η πρώτη φορά που δε βλέπουμε αυτό το δέντρο – σύμβολο του υπαρξιακού angst των ηρώων.Έχουμε, λοιπόν, μια [ακόμα πιο] απομονωμένη προσέγγισητου έργου, με ένα πανδημικό touch: οι Βλάντιμιρ και Έστραγκον, φαντάζονται ένα δέντρο [ή μια ύπαρξη;] κοιτάζοντας έξω από τα παράθυρά τους.΄Ενα δέντρο για το οποίο ο θεατής ακούει συνέχεια αλλά δε βλέπει ποτέ, ίσως όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον Γκοντό. Στο ίδιο πλαίσιο απομόνωσης, τα τέσσερα πρόσωπα δε συναντώνται ποτέ, και βρίσκονται σε τέσσερα διαφορετικά δωμάτια, ενώ αλληλοεπιδρούν ανταλλάζοντας καπέλα και άλλα σκηνικά αντικείμενα δια μαγείας μέσω zoom.

Οι προσεγγίσεις  των ηρώων ήταν μικτές, με έναν ψύχραιμο και στοργικό Hawke στο ρόλο του Βλάντιμιρ, και μια πιο Μπεκετική κλοουνερί προσέγγιση στον Έστραγκον του Leguizamo.Την παράσταση κλέβει ο Lucky του Wallace  Shawn, με μια ερμηνεία-ηφαίστειο που κάνει οικονομία εκεί που πρέπει, και πυροδοτείται έτσι για το θρυλικό χορό και μονόλογο του Lucky προς τέλος της πρώτης πράξης.

Το έργο διαρκεί τρεις ώρες, και παρουσιάζεται με μια άνεση στο χρόνο, που εντείνει την αίσθηση της αναμονής και της ματαιότητας στο θεατή. Πρόκειται για μια ευφυέστατη επιλογή έργου υπό τη συνθήκη του μέσου και για μια τεράστια πρόκληση. Η δυσκολία έγινε ελαφρώς αισθητή σε λίγα σημεία, όταν κάποιες φράσεις του κειμένου διαχειρίστηκαν με την ευκολία να ανταλλάσσονται ως inside jokes ανάμεσα στους δυο χαρακτήρες, χωρίς να αποσαφηνίζεται η συμβολική τους σημασία στον θεατή.

Μια ματιά στο φιλοσοφικό και υπαρξιακό πλαίσιο των ηρώων, με βαθιές θρησκευτικές και ηθικές απολήξεις. Με έναν ιδιαίτερα diverse θίασο να φωτίζει μια νέα διάσταση του έργου πάνω στο ρατσισμό και το λευκό προνόμιο.

Το ”Waiting for Godot”, είναι ένα ήσυχο έργο που έχει γραφτεί για να θέτει ερωτήσεις. Ένα έργο στο οποίο καθρεφτίζεται μια νέα πραγματικότητα που τους τελευταίους μήνες όλοι αναγκαστήκαμε να φορέσουμε. Ίσως όμως τελικά, αυτή η τρίωρη ησυχία να είναι η πιο κατάλληλη εποχή για να ρωτήσουμε και να αναρωτηθούμε.

Είναι τα κτήρια μας φτιαγμένα για ψηλούς λευκούς άντρες;

Ερευνα  Σοφία Γουργουλιάνη

Αν την ώρα που ψιλοκόβεις κρεμμύδι ή τηγανίζεις κολοκυθάκια δεν σκέφτεσαι ότι αυτός ο κόσμος μπορεί -τελικά- και να αλλάξει, τότε το φάντασμα της πρώτης γυναικείας φεμινιστικής αρχιτεκτονικής οργάνωσης σου ψιθυρίζει στο αυτί πως το μυστικό του κόσμου είναι πως εμείς τον φτιάξαμε. Κι άρα, μάλλον, εμείς θα τον αλλάξουμε.

To 1975 λήγει επισήμως ο πόλεμος στο Βιετνάμ και συνεχίζεται στις ΗΠΑ η άνθηση προοδευτικών αντιπολεμικών κινημάτων. Στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού, στο Λονδίνο, το 1978 δολοφονείται βίαια ο Altab Ali, ένας 25χρονος Μπαγκλαντεσιανός, από 3 Βρετανούς εφήβους οι οποίοι δηλώνουν ευθαρσώς ότι μόλις ερεθίσει το οπτικό τους νεύρο Πακιστανός τον ξυλοκοπούν. Ταυτόχρονα, το 1975 ιδρύεται ένα νέο κίνημα στην αρχιτεκτονική το «New Architecture Movement» υποστηρίζοντας με πάθος την αποτυχία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής να επικοινωνήσει με τις πραγματικές ανάγκες των κατοίκων. Ταυτόχρονα, ξεκινά η κατάληψη εγκαταλελειμμένων κτηρίων στο Λονδίνο από κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες.

Μέσα σε αυτή την παγκόσμια κοινωνική ατμόσφαιρα που ασθμαίνει μεταξύ συντήρησης και προόδου μία ομάδα Βρετανών γυναικών σπουδάζουν αρχιτεκτονική και συγκατοικούν σε μικρά διαμερίσματα ή ζουν μέσα στις νεότευκτες καταλήψεις. Το λεπτό που συνειδητοποιούν ότι ο αστικός σχεδιασμός έχει αποτύχει οικτρά στο να ενσωματώσει στις πρακτικές του την διαφορετικότητα της εμπειρίας της συνύπαρξης στο χώρο αλλά και την αναγκαιότητα του σεβασμού της διαφορετικότητας αυτής, αποφασίζουν να δράσουν. Κι αν, λοιπόν, ο ενθουσιασμός και η ακαριαία δράση είναι ίδιον της νεότητας, ιδρύεται πάραυτα το 1981 η «Matrix Feminist Design Co-operative», η πρώτη συνεργατική φεμινιστική ομάδα. Μέλη της είναι μόνο γυναίκες και σκοπός της είναι η ανάδειξη της πατριαρχικής οπτικής που κυριαρχεί στην αρχιτεκτονική της εποχής. Ενώ, φυσικά πέρα από την όποια συνειδητοποίηση και ανάδειξη του παραγκωνισμού των γυναικείων αναγκών από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, οι Matrix θέλουν ηχηρά κι απεγνωσμένα να πατάξουν την πατριαρχία (και) στην αρχιτεκτονική σχεδιάζοντας κτήρια που να ενσωματώνουν πλήρως την γυναικεία οπτική και τις ανάγκες της.

Οι Matrix βλέπουν ότι οι κουζίνες περνούν από το μοντέλο του ανήλιαγου δωματίου στο πίσω μέρος του σπιτιού τον 19ο αιώνα, σε ένα στενό (συχνά και πάλι ανήλιαγο) δωμάτιο δομημένο ως ένα άλλο εργαστήριο κάποιου τρελού επιστήμονα γεμάτο ντουλάπια και θήκες. Βλέπουν ότι οι γυναίκες μετανάστριες πληθαίνουν πλην όμως τα ρατσιστικά ένστικτα της κοινωνίας τις αποκλείουν από mainstream χώρους εστίασης και συνάθροισης. Με την κοινωνία, λοιπόν, να τοποθετεί ακόμα την γυναίκα στην κουζίνα και την μετανάστρια στην γειτονιά της, οι Matrix επιχειρούν να αναδιαμορφώσουν αυτή την κουζίνα κι αυτή την γειτονιά προσανατολισμένες σ’ αυτή την γυναίκα που, τελικά, την κατοικεί.

Διατηρούν την οργάνωση τους απαλλαγμένη από δομές ιεραρχίας πρεσβεύοντας την άμεση επικοινωνία του αρχιτέκτονα με τον χρήστη του κτηρίου, από το 1980 έως το 1994. Και συμμετέχουν σε μια σειρά από διαφορετικές δημιουργίες που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων ένα θέατρο, ένα γηροκομείο και παιδικούς σταθμούς. Το πλέον, όμως, εμβληματικό τους έργο το οποίο και στάθηκε στα φεμινιστικά του πόδια έως το 2015 είναι το Jagonari Educational Resource Centre, ένα κτήριο για Μπαγκλαντεσιανές γυναίκες φτιαγμένο για να ενσωματώσει κάθε τους ανάγκη. Περιλαμβάνει, λοιπόν, μεταξύ άλλων βρεφονηπιακό σταθμό, χώρο συνάθροισης και ειδικό γραφείο για ζητήματα κακοποίησης. Χωρίς να παραγκωνίζουν την πρακτική σκοπιά της αρχιτεκτονικής, οι Matrix άφησαν και ισχυρή ακαδημαϊκή παρακαταθήκη δημοσιεύοντας σε ποικίλα έντυπα και εκδίδοντας το σπουδαίο «Making Space:Women and theMan-made Environment» στο οποίο αναλύουν ενδελεχώς κάθε πτυχή της θεώρησης τους για την αρχιτεκτονική και τον κόσμο.

Στο τέλος της δεκαετίας του 1980, η Thatcher απαντά με θράσος στα πάσης φύσεως κοινωνικά κινήματα «There is no such thing as society» κι η ορμή του μετέπειτα θατσερισμού οδηγεί στην διάλυση των Matrix. Ένας, όμως, παρατεταμένος ακούσιος εγκλεισμός 30 χρόνια μετά κάνει τα ερωτήματα των Matrix για την συμπερίληψη του χρήστη στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, και τα ερωτηματικά τους για την θέση της γυναίκας στον κόσμο και τον χώρο πιο επίκαιρα από ποτέ.

Zuhdi Al Adawi

Σοφία Γουργουλιάνη

Φήμες ή πραγματικότητα λένε ότι στην φυλακή του Askalan ένας στενός διάδρομος ένωνε τις πύλες με τα κελιά. Φήμες ή πραγματικότητα λένε ότι οι Παλαιστίνιοι πολιτικοί κρατούμενοι, στον δρόμο τους για τα κελιά, περνούσαν ο ένας πίσω από τον άλλο και οι δεσμοφύλακες άρπαζαν την ευκαιρία ,του στενού διαδρόμου και της πρόδηλης απανθρωπιάς, για να τους ξυλοκοπήσουν βιαίως. Η πραγματικότητα λέει ότι ο Zuhdi Al Adawi βρέθηκε το 1975 στα 15 του έτη πολιτικός κρατούμενος στις εν λόγω φυλακές. Εδώ, λοιπόν έχουμε να κάνουμε με έναν καλλιτέχνη που ανδρώθηκε όχι μόνο καλλιτεχνικά αλλά και απολύτως κυριολεκτικά, σε ένα καθεστώς απροκάλυπτης και καθημερινής βίας. Ο Al Adawi ως αντίδραση στη βία ,κι όχι ως παράδειγμα ενός κάποιου σωφρονισμού, επιδίδεται στην καλλιτεχνική δημιουργία ανακαλύπτοντας την προσωπική του καλλιτεχνική σφραγίδα και την εθνική του ταυτότητα.

Αν και τα χρόνια έχουν κυλήσει από την αποφυλάκιση του κι ο ίδιος σήμερα έχει εγκαταλείψει την Παλαιστίνη ζώντας πια στην Δαμασκό, τα έργα του διατηρούν το μοτίβο του εγκλεισμού, της απομόνωσης και της οργής. Με το καλλιτεχνικό του στυλ να πατάει στον εξπρεσιονισμό, τα έργα του βρίσκουν επιρροές στον Μινχ, αλλά και στον κινηματογραφικό σουρεαλισμό του Μπουνιουέλ και στην ψυχαναλυτική προσέγγιση του Νταλί.

Ένας καλλιτέχνης σημαδεμένος όσο λίγοι από μία πολεμική σύρραξη χωρίς τέλος που ακόμα ,κι αν βρήκε τρόπο να εκφράσει την φρίκη της βίας δεν κατάφερε ποτέ να την αποβάλλει.

Rawan Anani

Σοφία Γουργουλιάνη

H 43χρονη Rawan Anani γεννιέται και μεγαλώνει στα Παλαιστινιακά εδάφη έχοντας ως πατρίδα μια διαρκή σύρραξη και έναν κόσμο που βρυχάται εθνικισμό και «ξερνάει» πόλεμο. Ενώ, έχοντας ως θρησκευτικό υπόβαθρο τον Μουσουλμανισμό και την διαβόητη θέση που επιφυλάσσει στην γυναίκα, εμπνέεται τόσο από την εθνική όσο κι απ’ την γυναικεία ταυτότητα της.
Αν και έχει, πια, βρει πατρίδα εκτός Παλαιστίνης δεν παύει να δημιουργεί μία τέχνη προσανατολισμένη στην γυναίκα της πατρίδας της. Μία τέχνη που απεικονίζει την γυναίκα της Παλαιστίνης μακριά από αιματοβαμμένες κι αιματηρές συγκρούσεις, αλλά κοντά στην παράδοση. Οι γυναίκες της Anani φορούν τα παραδοσιακά παλαιστινιακά τους ενδύματα, δεν διαθέτουν όμως μάτια, μύτη και στόμα δίνοντας την αίσθηση μιας κούκλας που έχασε βιαίως τα όποια ανθρώπινα χαρακτηριστικά της. Ενώ, η αισθητική της ισορροπεί ανάμεσα στην τρισδιάστατη απεικόνιση των πόλεων του Brugel και την γυναίκα της Frida Kahlo.

Μία καλλιτέχνης που χτίζει το καλλιτεχνικό της μέλλον μακριά από την Παλαιστίνη με μια καταγωγή, όμως, που δεν αποβάλλεται και δεν μπορεί παρά να χαράξει τον δρόμο μιας τέχνης που πάλλεται από συναίσθημα, από φρίκη κι από αναζήτηση ταυτότητας.

Mohamed Khalil

Σοφία Γουργουλιάνη

O Mohamed Khalil εγκαταλείπει την πατρίδα του, την AL- Walaja, ένα χωριό γειτονικό της Βηθλεέμ λίγο μετά την γέννηση του. Σε μια προσωπική και καλλιτεχνική Οδύσσεια περνά τα παιδικά του χρόνια στην Δαμασκό, φοιτά σε καλλιτεχνική ακαδημία της Δρέσδης και περνά δημιουργικά χρόνια στην Λευκωσία.

Κι αν ο επαναπατρισμός αποτελεί μοιραίο κάλεσμα της αναγκαίας ομηρικής σειρήνας, ο Khalil υποκύπτει στα τραγούδια της επιστρέφοντας στα πάτρια παλαιστινιακά εδάφη και βρίσκοντας μόνιμη πατρίδα στην Ramallah. Μαγεμένος, λοιπόν, από την παγκόσμια ελπίδα που προκάλεσαν οι θερμές χειραψίες του 1994 μεταξύ των Γιτζάκ Ράμπιν και Γιασέρ Αραφάτ υπό το άγρυπνο-πλην περιχαρές βλέμμα-του Μπιλ Κλίντον, ο Khalil επιστρέφει στην Παλαιστίνη στα 34 του. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν καλλιτέχνη που θα ανδρωθεί καλλιτεχνικά σε μια μη-πατρίδα και σε έναν μη-τόπο που εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να αποτελεί την ολοζώντανη τραγική ελπίδα του ψευδεπίγραφου των διεθνών συμφωνιών. 

Επιστρέφοντας, λοιπόν, γεμάτος πολιτική αισιοδοξία και δημιουργικό οίστρο μαγεύεται από την φύση της πατρίδας του, την ανοιχτωσιά των βουνών και την ασταμάτητη εναλλαγή των χρωμάτων της ημέρας με την νύχτα. Επιδίδεται, λοιπόν, σε έναν αφηρημένο νατουραλισμό αποδίδοντας χαρακτηριστικά αφηρημένης τέχνης σε κατά τα άλλα βουκολικά τοπία. Η διάψευση, όμως, των ελπίδων για οριστική αναγνώριση πατρίδας και εθνικής ταυτότητας θα χαρίσει στην τέχνη του μια τροπή που απομακρύνεται αργά -πλην απόλυτα αποφασιστικά- από κάθε μορφής βουκολικά βουνά και λιβάδια και στρέφεται οριστικά στον ανθρώπινο εξπρεσιονισμό.   Τα συναισθήματα του ριζοσπαστικοποιούνται αυτοβούλως και η οργή απέναντι στα τεκταινόμενα λαμβάνει ακουσίως θέση και στην τέχνη του. Τα χρόνια περνούν και ο ουρανός μετατρέπεται σε ανθρώπινες φιγούρες ,συχνά απογυμνωμένες από ρούχα κι από συναίσθημα, που μοιάζουν να παλεύουν μόνες απέναντι σε ορατούς κι αόρατους εχθρούς.  Ενώ το απέραντο μπλε του ίδιου ουρανού μετατρέπεται σε έναν δημιουργικό κι οργισμένο συγκερασμό χρωμάτων και σε μια σύγκρουση χωρίς χρωματικό νικητή.

Είκοσι επτά χρόνια μετά ζει ακόμα στην Παλαιστίνη. Είκοσι επτά χρόνια μετά ο οργισμένος κι οργιώδης ανθρώπινος εξπρεσιονισμός του είναι, ακόμα, επίκαιρος.

Scroll to top